Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012 | Permalink
Πως να αντισταθείς στις ιστορίες του R.Chandler;

«Από την αρχή, από το πρώτο μου διήγημα, υπήρχε για μένα, το ζήτημα…να προσθέσω στο υλικό κάτι που δεν θα αποδιώξει τον αναγνώστη, που ίσως δεν θ’αναγνωρίζει συνειδητά ότι βρίσκεται εκεί, αλλά που κατά κάποιον τρόπο θα διυλίζεται μέσα στο μυαλό του και θ’αφήνει κάποιο απόσταγμα.»

Είναι μεγάλη η γοητεία που ασκούν στους περισσότερους βιβλιόφιλους (οι έστω σ’αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται έτσι), οι ιστορίες του Raymond Chandler. Το ακαταμάχητο στυλ της γραφής του, η μοναδική ποιότητα που κρύβεται πίσω (ακόμα και από) τις πιο τετριμμένες εκφράσεις, οι λεπτομέρειες στις κινήσεις, στις περιγραφές, η ειρωνία και το χιούμορ, η ατμόσφαιρα που σαγηνεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες γραμμές, είναι τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του.

Η έκδοση μερικών από τα καλύτερα διηγήματα που έγραψε αυτός ο μεγάλος συγγραφέας προτού γίνει διάσημος, δηλαδή από την περίοδο 1933-1939 περιέχονται σε δύο τόμους με τον τίτλο «ΝΟΥΑΡ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» (Τόμος Α, σελ.339 και Τόμος Β, σελ.395) που εκδόθηκαν πρόσφατα από τον Κέδρο, σε ωραία μετάφραση του Α.Καλοκύρη. Είναι στο σύνολό τους 9 διηγήματα, που τα περισσότερα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο θρυλικό περιοδικό αστυνομικών ιστοριών «Black Mask (Μαύρη Μάσκα)», λίγο πριν την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, του αριστουργηματικού «Μεγάλου Ύπνου» «(The Big Sleep)»,το 1939.

Στον πρώτο τόμο, περιέχονται οι ιστορίες που πρωτοεισήγαγαν τον Τσάντλερ στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Χαρακτηριστικά, το πρώτο διήγημα της συλλογής «Οι εκβιαστές δεν παίζουν με τα όπλα» (Blackmailers dont shoot) (1933), αποτέλεσε την αρχή της συνεργασίας του συγγραφέα με την «Μαύρη Μάσκα». Κίνηση που έγινε για λόγους βιοπορισμού, και ενώ ο Τσάντλερ ήταν ήδη 45 χρονών και είχε χάσει όλη την περιουσία που είχε δημιουργήσει δουλεύοντας στον χώρο της πετρελαιοβιομηχανίας για δώδεκα χρόνια, αλλά από τη μια η τεράστια οικονομική κρίση, το δύσκολο του χαρακτήρα του, το πάθος του για το αλκοόλ και από την άλλη η σοβαρή ασθένεια της (κατά μια δεκαπενταετία μεγαλύτερης) συζύγου του, τον «έσπρωξαν» να ασχοληθεί με κάτι που θεωρούσε σχετικά εύκολο αν εύρισκε τον τρόπο να το κάνει.

Έτσι κι αλλιώς, είναι ευκρινές όπως διαβάζει κανείς τις ιστορίες μαζεμένες στις δύο συλλογές ότι όσο περνάνε τα χρόνια, η ποιότητα της γραφής βελτιώνεται, το ύφος γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτο, η πλοκή συγκεκριμενοποιείται (στις ιστορίες μέχρι το ’35, η πλοκή είναι λίγο χαοτική και μπερδεμένη). Το στυλ βεβαίως υπάρχει από την πρώτη γραμμή, στακάτες και κοφτές φράσεις, διάλογοι που τσακίζουν, δωρικός και απέριττος λόγος, χιούμορ και αυτοσαρκασμός, και κυρίως έμφαση στη λεπτομέρεια (στοιχείο που προσδιόρισε τον Τσάντλερ καθώς περνούσαν τα χρόνια).

«Όλη την επόμενη μέρα έβρεχε. Αργά το απόγευμα βρισκόμουν παρκαρισμένος στη λεωφόρο, σε μια μπλε Κράϊσλερ κουπέ, διαγωνίως απέναντι από τη στενή πρόσοψη κάποιου καταστήματος, επάνω από την οποία η ταμπέλα με το πράσινο νέον έγραφε: «Χ. Χ. Στάϊνερ»
Η βροχή που χτύπαγε στα πεζοδρόμια πεταγόταν ως το γόνατο και γέμιζε τα χαντάκια, ενώ μεγαλόσωμοι μπάτσοι με αδιάβροχα που γυάλιζαν σαν κάννες όπλων διασκέδαζαν σφίγγοντας στην αγκαλιά τους κοριτσάκια με μεταξωτές κάλτσες και χαριτωμένα δερμάτινα μποτάκια, προκειμένου να τα μεταφέρουν πάνω από τις επικίνδυνες λακκούβες.
Η βροχή σφυροκοπούσε την κουκούλα της Κράϊσλερ, χτυπούσε ορμητικά την τσιτωμένη οροφή, έσταζε από τα κουμπώματα και είχε σχηματίσει μια λιμνούλα στο δάπεδο, αναγκάζοντάς με να σηκώσω τα πόδια στο πλάϊ.
Μαζί μου είχα ένα μεγάλο φλασκί με ουίσκι. Το χρησιμοποιούσα διαρκώς για να κρατάω ξύπνιο το ενδιαφέρον μου.»
Δολοφόνος στη βροχή»)

Στον Β τόμο, οι 5 ιστορίες που τον απαρτίζουν δείχνουν ότι ο Τσάντλερ έχει δουλέψει πολύ το στυλ του, αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά και έχει ξεφύγει από την επίδραση του Χάμετ, του Χέμινγουεϊ και κυρίως του μεγάλου Ερλ Στάνλεϋ Γκάρντνερ, η γλώσσα του γίνεται περισσότερο υπαινικτική, οι σκληροί και γοητευτικοί άντρες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση αλλά και ρομαντισμό, ενώ οι γυναίκες γίνονται όλο και πιο μοιραίες αλλά και πιο διαβολικές (εξάλλου μια μόνιμη κριτική που ασκήθηκε στον συγγραφέα διαχρονικά είναι αυτή του «μισογυνισμού»). Αλκοόλ και ναρκωτικά, διεφθαρμένοι πλούσιοι που ζουν σε απομονωμένες και περίκλειστες βίλλες γεμάτες μυστικά και ψέμματα. Το ειρωνικό ύφος του Τσάντλερ δεν χαρίζεται σε κανέναν, ενώ το μεγάλο του όπλο το χιούμορ μπορεί να μετατρέψει την πιο φρικτή και βάναυση σκηνή σε κάτι απροσδιόριστο που δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις παρά μόνο αφού τελειώσεις την ιστορία γιατί σε γοήτευσε τόσο…

«…Τζόνι, αφού είσαι μόνος, ποιος ο λόγος να τα βάλεις με τους πάντες;» είπε απελπισμένα η Φράνσιν Λέϊ
Εκείνος συνέχισε να χαμογελά, με τα χείλη σφιγμένα και το βλέμμα ήρεμο. «Είμαστε δύο, μωρό μου. Φόρεσε μακρύ παλτό. Ακόμα ψιλοβρέχει.»
Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Στο απλωμένο χέρι της, εκείνο που του είχε πιάσει το μπράτσο, τέντωσε με δυσκολία τα δάχτυλα προς τα πίσω. Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη φόβο:
«Εγώ Τζόνι;…Σε παρακαλώ, μη…»
Ο Ντε Ρους είπε ήρεμα: «Γλύκα, πάρε το παλτό σου. Περιποιήσου τον εαυτό σου. Ίσως είναι η τελευταία φορά που βγαίνουμε μαζί.»
Πέρασε δίπλα του παραπατώντας. Την άγγιξε απαλά στο μπράτσο, το έπιασε για μια στιγμή και της είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Δεν φαντάζομαι να με κάρφωσες εσύ, έτσι δεν είναι Φράνσι;»
Εκείνη γύρισε και κοίταξε ανέκφραστα το πονεμένο βλέμμα του, έβγαλε έναν τραχύ ήχο από μέσα της, τράβηξε απότομα το μπράτσο της και πήγε βιαστικά στο υπνοδωμάτιο.
Αμέσως μετά, ο πόνος χάθηκε από το βλέμμα του Ντε Ρους και το ψυχρό χαμόγελο επέστρεψε στις άκρες των χειλιών του.»
Θανατηφόρο αέριο»)

Ο Μάρλοου, αυτός ο λογοτεχνικός ήρωας που σφράγισε το έργο του Τσάντλερ εμφανίζεται μόνο σε ένα από τα 9 διηγήματα των 2 συλλογών, στο εξαιρετικό «Χρυσόψαρα» (Goldfish) (1935) – κατά την άποψή μου το καλύτερο, των δύο τόμων -, στα υπόλοιπα διηγήματα υπάρχουν ήρωες που θυμίζουν τον Μάρλοου, κυρίως δε ο Μάλορι της πρώτης ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί προπομπός του Μάρλοου, (ονόματα επηρεασμένα από την Ελισαβετιανή δραματουργία με την οποία ασχολήθηκε νεώτερος ο Τσάντλερ), ενώ και οι υπόλοιποι ιδιωτικοί ντέτεκτιβ / ήρωες των ιστοριών έχουν κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά, τα οποία θα μορφοποιηθούν αργότερα και θα πάρουν σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Μάρλοου στα μυθιστορήματα που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα των δύο συλλογών της ίδιας αξίας, υπάρχουν κάποια που είναι αριστουργηματικά και άλλα που είναι λιγότερο καλά. Κάποιες από τις ιστορίες έχουν ξαναεκδοθεί στην Ελλάδα είτε σε συλλογές, είτε αυτόνομα, ενώ εντύπωση προκαλεί η τελευταία ιστορία του Β τόμου (την οποία αγνοούσα), με τίτλο «Η χάλκινη πόρτα» (The Bronze door), η οποία είναι μια μακάβρια και αρκετά «gothic» ιστορία του «Φανταστικού», με πολλή ατμόσφαιρα αλλά τελείως έξω από το ύφος του Τσάντλερ που έχουμε συνηθίσει, θυμίζοντας περισσότερο Πόε παρά οτιδήποτε άλλο.

Η πόλη, οι αυτοκινητόδρομοι, η μοναξιά, οι απρόσωπες σχέσεις, η μανία του χρήματος και της εξουσίας, στοιχεία που βρίσκουμε διάσπαρτα στο έργο του Τσάντλερ είναι παρόντα στα διηγήματα των δύο συλλογών. Ο συγγραφέας εκμεταλευόμενος την στέρεα λογοτεχνική του παιδεία, δεν έγραφε απλές αστυνομικές ιστορίες (παρ’ότι σε πρώτη ανάγνωση πολλές φαίνονται ως τέτοιες). Οι ήρωες τους (όπως και ο Μάρλοου στα μυθιστορήματα του) είναι άνθρωποι κουρασμένοι, απογοητευμένοι, με παρελθόν να τους ταλαιπωρεί και αβέβαιο παρόν, άνθρωποι που η ζωή τους έχει κάνει κυνικούς και σκληρούς, προσωπεία / μάσκες που από πίσω κρύβεται ρομαντισμός και σπάραγμα, άνθρωποι κοινοί και καθημερινοί αλλά ταυτόχρονα διαφορετικοί. Ο Τσάντλερ πάνω απ’όλα δημιούργησε ύφος, δημιούργησε δική του σχολή και η αβάσταχτη γοητεία που ασκεί όσα χρόνια κι αν περάσουν στους αναγνώστες (παλιούς και νέους) είναι μεγάλη και συνεχής ενώ οι συγκρίσεις με τους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών είναι μάλλον άνισες. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς είναι δύσκολο να βρει στην αστυνομική (κατά κύριο λόγο αλλά και όχι μόνο) λογοτεχνία, περιγραφές σαν τις δικές του, το απόσπασμα που ακολουθεί από μια συνέντευξη για το έργο του, νομίζω τα λέει (και τα περικλείει) όλα:

«Τον καιρό που έγραφα στα λαϊκά περιοδικά, σ’ένα διήγημά μου υπήρχε η εξής παράγραφος: «Βγήκε από τ’αυτοκίνητο και διέσχισε τον ηλιόλουστο διάδρομο μέχρι να φτάσει στην είσοδο κι η σκιά της τέντας να πέσει στο πρόσωπό του σαν δροσερό νερό». Όταν δημοσιεύτηκε την είχαν αφαιρέσει. Οι αναγνώστες δεν αρέσκονταν σε κάτι τέτοια – σταματούσαν απλώς τη δράση.
Ανασκουμπώθηκα για ν’αποδείξω το λάθος. Η θεωρία μου ήταν πως ο αναγνώστης λανθασμένα πίστευε ότι το μοναδικό του ενδιαφέρον το αποτελούσε η δράση. Χωρίς να το γνωρίζει, ενδιαφερόταν όσο κι εγώ για τη δημιουργία συναισθημάτων μέσα από το διάλογο και την περιγραφή. Ό,τι θυμάται, ό,τι στοιχειώνει μέσα του δεν είναι, για παράδειγμα, κάποιος που σκοτώνεται, αλλά πως τη στιγμή που ξεψυχάει προσπαθεί να πιάσει ένα συνδετήρα πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του γραφείου κι ο συνδετήρας γλιστράει μακριά του. Μια υποψία έντασης διαγράφεται στο πρόσωπό του. Το στόμα του είναι μισάνοιχτο, μια γκριμάτσα βασανισμού. Το τελευταίο που σκέπτεται είναι ο θάνατος. Ούτε καν ακούει το χτύπημα στην πόρτα. Ο καταραμένος μικρός συνδετήρας συνεχίζει να γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά του.»

 
    
    

    

THE GLENN MILLER ORCHESTRA – Moonlight Serenade