Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013 |
Permalink
Those were the days...
Ένα σχεδόν πλήρες «docu-drama» με
κινηματογραφική υφή, είναι το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου (Αθήνα,1948) με τον
ιδιόμορφο τίτλο «ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΟΔΕΝΤΡΟ», (Εκδ. Τόπος, σελ. 444). Μια «μυθιστορία»(όπως
αναφέρει ο συγγραφέας), όπου με υπόβαθρο το ιστορικό πλαίσιο της χώρας από την
κήρυξη του Β Παγκοσμίου πολέμου και μετά, ο συγγραφέας αναπλάθει μια σπαρακτική
ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων – ιστορικών προσώπων, που αγαπήθηκαν πολύ,
ταλαιπωρήθηκαν πολύ και πάλεψαν πολύ.
Με αφορμή την μοιραία
κίνηση της Μπέτις Αμπατιέλου προς την βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία έχει περάσει
στην ιστορία ως «χαστούκι», ο συγγραφέας στοχάζεται και περιγράφει τα συνεχή
«χαστούκια» που δέχεται ο ελληνικός λαός από τα κέντρα εξουσίας, τα δεινά που
υφίσταται ο απλός πολίτης. Η Μπέτι ονειρεύεται ένα δέντρο που τα κλαδιά του
είναι χαστούκια (σκαμπίλια) που μπορείς να πας, να τραβήξεις ένα και να
αρχίσεις να χτυπάς όποιον σε ταλαιπώρησε, όποιον σε αδίκησε, όποιον σου στέρησε
τη ζωή.
Το μυθιστόρημα κινείται σε
δύο επίπεδα, το ερωτικό και το πολιτικοκοινωνικό, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται
με το ένα να μπαίνει δημιουργικά μέσα στο άλλο. Το ζευγάρι του κομμουνιστή
συνδικαλιστή Αντώνη (Τόνι) Αμπατιέλου και της μικροκαμωμένης δασκάλας (και στελέχους
του Βρετανικού Κ.Κ.), Μπέτις Μπάρτλετ γνωρίζονται στο Κάρντιφ της Ουαλίας λίγο
μετά τον πόλεμο. Ήδη το όνομα του Τόνι είναι γνωστό στους εφοπλιστικούς
κύκλους, αφού εκείνος ήταν ο πρωτεργάτης και αρχιτέκτονας της εξαιρετικής (για
τους ναυτεργάτες) σύμβασης που είχε επιτύχει κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου
πολέμου, με τον κατώτερο μισθό του ναυτικού να είναι πολύ υψηλός. Οι
παντοδύναμοι πλοιοκτήτες της εποχής οι οποίοι αναγκαστικά υπέκυψαν λόγω των
συνθηκών, θα επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους μετά το τέλος του πολέμου και θα
φροντίσουν να «εκδικηθούν» τον μαχητικό επαναστάτη. Ο Τόνι και η Μπέτι
ερωτεύονται, παντρεύονται στην Ουαλία και επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η Μπέτι δασκάλα
και δυναμική γυναίκα, παθαίνει ένα πολιτιστικό σοκ με τις συνθήκες διαβίωσης
στην κατεστραμμένη χώρα που γίνονται ακόμα δυσκολότερες γι’αυτήν όταν ο Τόνι
συλλαμβάνεται από το καθεστώς και εξορίζεται. Είναι το 1947, είναι μαζί λίγο
καιρό και θα ξανασμίξουν μετά από 17 χρόνια το 1964, όταν ο κόσμος είναι
διαφορετικός, όταν οι ίδιοι είναι πια πενηντάρηδες.
Η Μπέτι δεν θα καθήσει να
κλαίει τη μοίρα της. Επί 17 χρόνια θα είναι ένα αγκάθι στα πλευρά της εκάστοτε
εξουσίας. Είτε ευρισκόμενη στην Ελλάδα, είτε στην Μ.Βρετανία θα παλεύει για την
απελευθέρωση του άντρα της. Κατά την ίδια περίοδο, οι ιδέες της θα
αναθεωρηθούν, η πολιτική της σκέψη θα ωριμάσει και δεν θα διστάσει να
διαφωνήσει με τον αταλάντευτο και σκληρό πολιτικό λόγο που εκφράζει ο Τόνι – ο
οποίος και μέσα στις φυλακές της ελληνικής επικράτειας όπως μεταφέρεται από
καιρού εις καιρόν, θα φροντίζει να κρατάει σφιχτά τα λουριά της κομματικής
πειθαρχίας και ακόμα όταν όλα γύρω του αλλάζουν, όταν αποκαλύπτονται εγκλήματα
και παραλογισμοί των ηγεσιών του Κόμματος, εκείνος θα μένει πάντα πιστός στις κομματικές
ντιρεκτίβες, η οποία θα αποτελεί το «σωσίβιο» του στις δύσκολες μέρες.
Οι συνεχείς επικλήσεις της
Μπέτι προς τις ελληνικές και βρετανικές αρχές δεν βρίσκουν ανταπόκριση,
χρειάζεται κάτι πιο τρανταχτό, πιο εντυπωσιακό. Την αφορμή την δίνει η επίσκεψη
της Βασίλισσας Φρειδερίκης στο Λονδίνο, στα τέλη Απριλίου του ’63. Η Μπέτι
καταφέρνει να την αιφνιδιάσει και να βρεθεί ξαφνικά μπροστά στην εμβρόντητη και
φοβισμένη βασίλισσα. Η «συνάντησή» τους θα μείνει ιστορική, αφού η Φρειδερίκη
υποστήριζε μετ’επιτάσεως ότι δέχτηκε το χαστούκι της μαχητικής Αγγλίδας, αλλά
από πουθενά δεν συνάγεται κάτι τέτοιο – ήταν απλώς ένα άγγιγμα, αλλά μέσα στη
τρομάρα της η σνομπ και αριστοκρατική κυρία άνετα θα μπορούσε να υποστηρίξει
ότι προπηλακίστηκε βιαίως - έτσι κι αλλιώς το θέαμα της Φρειδερίκης και της
πριγκίπισσας Ειρήνης να τρέχουν πανικόβλητες στο μικρό σοκάκι πίσω από το
Κλάριτζες πρέπει να ήταν μεγαλειώδες! Το γεγονός αυτό συνετέλεσε κατά μεγάλο
βαθμό στην μετά από λίγο χρονικό διάστημα απελευθέρωση του Αντώνη Αμπατιέλου
από τη φυλακή.
Ο συγγραφέας στο
εξαιρετικά δομημένο βιβλίο του, αφηγείται υπομονετικά την ιστορία του ζεύγους
ενώ ταυτόχρονα εισάγει στην αφήγηση, γεγονότα της εποχής – τις δίκες των
αριστερών, την εκτέλεση του Μπελογιάννη, την υπόθεση Πλουμπίδη, το σιδέρωμα της
Σπυριδούλας, τις κυβερνητικές αλλαγές, τα παιχνίδια της διαπλοκής, τον
Αμερικάνικο ρόλο στην διακυβέρνηση της χώρας, την δολοφονία του Γ.Λαμπράκη.
Περιγράφει περιστατικά της πολιτικής καθημερινότητας, τον ασφυκτικό κλοιό του
αστυνομικού κράτους, την επικράτηση των «πλουτισάντων κατά την Κατοχή» στο
κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι της εποχής. Με διαλόγους που άλλοτε είναι
ζωντανοί και καίριοι και άλλοτε υπερβολικοί και περιττοί, μεταφέρει με ζωντάνια
την ατμόσφαιρα των μεταπολεμικών χρόνων και το «χτίσιμο» της χώρας μετά την
καταστροφική κατοχή και τον εμφύλιο. Με αυτό τον τρόπο οδηγεί τον αναγνώστη
στην κατανόηση των γεγονότων είτε της ζωής του ζευγαριού, είτε των ενεργειών
που οδήγησαν στην κορύφωση της ιστορίας με την σκηνή του «χαστουκιού».
Είναι πολύ ενδιαφέρων και
σαγηνευτικός ο τρόπος που ο Μαραγκόπουλος περιγράφει τη σχέση του ζεύγους,
Τόνι/Μπέτι, τις μικρές καθημερινές τους στιγμές – όπως την αμηχανία τους το
βράδυ της απελευθέρωσης όταν προσπαθούν να συνηθίσουν ο ένας την παρουσία του
άλλου, το παιχνίδισμα με τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» του Λώρενς (ένα βιβλίο
που «στοιχειώνει» με την παρουσία του τη σχέση τους), τις επισκέψεις της ακάματης
Μπέτι στις διάφορες φυλακές της επικράτειας στο ιδιόμορφο οδοιπορικό στο οποίο
υπεβλήθη ο σύζυγός της. Τα «μικρά» και «συνηθισμένα» περιστατικά ολοζώντανα και
άψογα τοποθετημένα μέσα στη ροή της ιστορίας δίνουν ένα πιο προσωπικό τόνο και «γλυκαίνουν»
την ανάγνωση από το βαρύ και εξοργιστικό (τις περισσότερες φορές) πολιτικό κλίμα.
Το βιβλίο είναι
πολιτικοποιημένο και δεν διστάζει να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα. Ευτυχώς
ο Μαραγκόπουλος αποφεύγει το ξεστράτισμα στις «κραυγές», στα «συνθήματα» και
δεν αφήνεται να παρασυρθεί εις βάρος της ερωτικής ιστορίας. Οι επι μέρους ενστάσεις
μου πάνω στον όγκο του βιβλίου – θα προτιμούσα να λείπουν τα επεισόδια στο Παρίσι
κατά τη διάρκεια του Μάη του ΄68, και οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της σύγχρονης
πολιτικής σκηνής, ή βρίσκω μάλλον περιττή την εμφάνιση του λογοτεχνικού alter-ego του
συγγραφέα του Βενιαμίν Σανιδόπουλου – (αλλά αυτά είναι μικρολεπτομέρειες που)
δεν σκιάζουν καθόλου την εξαιρετική προσπάθεια του συγγραφέα, σε ένα μυθιστόρημα
που αποτελεί τομή όχι μόνο στο μέχρι τώρα συγγραφικό του έργο αλλά και στην σύγχρονη
ελληνική πεζογραφία. Έργο λογοτεχνικής ωριμότητας, που κάπου φέρνει στο νού το
εμβληματικό U.S.A. του Τζον Ντος Πάσος και για το οποίο ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς με την πολιτική του
τοποθέτηση ή τις θέσεις που υιοθετεί, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά
στη δυναμική, τη φρεσκάδα και την θαυμάσια δομή του βιβλίου.
Μερικές ενστάσεις από τον συγγραφέα:
1. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν περιττοί διάλογοι στο βιβλίο, ούτε ένας. Όλοι έχουν raison d' être απλώς χρειάζεται υπομονή για να κατανοήσει ο αναγνώστης ποιος κύβος με ποιον ολοκληρώνει την εικόνα.
2. Τα επεισόδια στο Παρίσι συνεισφέρουν απολύτως στην Ιστορία της εποχής και στην πειστική ένταξη των πρωταγωνιστών σ' αυτήν, όπως π.χ. και η πορεία στο Όλντερμάστον. Πέρα από το ότι αποτελούν οργανική διάβαση προς το προηγούμενο βιβλίο, τη Μανία με την Άνοιξη, εξυπηρετούν οργανικά τη δραματική πλοκή με την έννοια της «αναγνώρισης» (ανάμεσα σε Αμπατιέλο και Σανιδόπουλους, νεότερο και πρεσβύτερο) αλλά και εξυπηρετούν την πλοκή στο τέλος με τις μεταξύ τους συναντήσεις.
3. Η σημασία Σανιδόπουλου είναι καθοριστική και έχει ήδη αναλυθεί επαρκώς στην κριτική Χατζηβασιλείου στο περ. Εντευκτήριο. Ο Σανιδόπουλος, για να το πω απλά, είναι αυτό που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ οι άλλοι, δηλ. οι πρωταγωνιστές αλλά και ο γύρω κόσμος των δεξιοαριστερών. Ο Σανιδόπουλος είναι η από απόσταση ματιά (ακόμα κι όταν παίρνει θέση), η ματιά του αδέσποτου (χωρίς δεσπότη) σκύλου. Είναι ακριβώς ο (προλογικός και επιλογικός) ρόλος του που επιτρέπει να δουλεύουν αρμονικά στο βιβλίο τα πάντα για τον αναγνώστη, δηλ. από "ασφαλή απόσταση".
4. Το βιβλίο δεν είναι πολιτικοποιημένο, είναι πολιτικό. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική "γραμμή" στο «Χαστουκόδεντρο» ώστε να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με αυτήν. Οι ιστορικοί στο Παν/μιο Αιγαίου το απέδειξαν εξαιρετικά αυτό το σημείο. Το βιβλίο απεικονίζει ΟΛΗ την ελληνική ιστορία, απ' όλες τις πλευρές της, και μάλλον εδώ έγκειται η όποια πειστικότητά του.
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια και την εδώ φιλοξενία. Άρης Μαραγκόπουλος.
Αγαπητέ κ.Μαραγκόπουλε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε ότι είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπει ο συγγραφέας την πλευρά του αναγνώστη. Νομίζω ότι εάν κρίνω "κάποιους διαλόγους περιττούς" και εσείς όχι, είναι μια επουσιώδης διαφωνία στο σύνολο του βιβλίου.
Δεν θεώρησα ότι το βιβλίο "έχει κάποια γραμμή", συμφωνώ ότι είναι πολιτικό-πιστεύω όμως ότι παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα που περιγράφει και αυτό δεν είναι καθόλου μεμπτό.
Ευχαριστώ και πάλι
Μερικές ενστάσεις από τον συγγραφέα:
1. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν περιττοί διάλογοι στο βιβλίο, ούτε ένας. Όλοι έχουν raison d' être απλώς χρειάζεται υπομονή για να κατανοήσει ο αναγνώστης ποιος κύβος με ποιον ολοκληρώνει την εικόνα.
2. Τα επεισόδια στο Παρίσι συνεισφέρουν απολύτως στην Ιστορία της εποχής και στην πειστική ένταξη των πρωταγωνιστών σ' αυτήν, όπως π.χ. και η πορεία στο Όλντερμάστον. Πέρα από το ότι αποτελούν οργανική διάβαση προς το προηγούμενο βιβλίο, τη Μανία με την Άνοιξη, εξυπηρετούν οργανικά τη δραματική πλοκή με την έννοια της «αναγνώρισης» (ανάμεσα σε Αμπατιέλο και Σανιδόπουλους, νεότερο και πρεσβύτερο) αλλά και εξυπηρετούν την πλοκή στο τέλος με τις μεταξύ τους συναντήσεις.
3. Η σημασία Σανιδόπουλου είναι καθοριστική και έχει ήδη αναλυθεί επαρκώς στην κριτική Χατζηβασιλείου στο περ. Εντευκτήριο. Ο Σανιδόπουλος, για να το πω απλά, είναι αυτό που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ οι άλλοι, δηλ. οι πρωταγωνιστές αλλά και ο γύρω κόσμος των δεξιοαριστερών. Ο Σανιδόπουλος είναι η από απόσταση ματιά (ακόμα κι όταν παίρνει θέση), η ματιά του αδέσποτου (χωρίς δεσπότη) σκύλου. Είναι ακριβώς ο (προλογικός και επιλογικός) ρόλος του που επιτρέπει να δουλεύουν αρμονικά στο βιβλίο τα πάντα για τον αναγνώστη, δηλ. από "ασφαλή απόσταση".
4. Το βιβλίο δεν είναι πολιτικοποιημένο, είναι πολιτικό. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική "γραμμή" στο «Χαστουκόδεντρο» ώστε να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με αυτήν. Οι ιστορικοί στο Παν/μιο Αιγαίου το απέδειξαν εξαιρετικά αυτό το σημείο. Το βιβλίο απεικονίζει ΟΛΗ την ελληνική ιστορία, απ' όλες τις πλευρές της, και μάλλον εδώ έγκειται η όποια πειστικότητά του.
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια και την εδώ φιλοξενία. Άρης Μαραγκόπουλος.