Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018 | Permalink
Λούνα
Η υπέροχη «ΛΟΥΝΑ» της Ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε
(Θεσ/νίκη, 1959) – (εκδ. Πόλις, σελ. 218) δεν είναι απλά μια «ιστορική
βιογραφία» όπως την χαρακτηρίζει η ίδια, ούτε όμως ένα συνηθισμένο και
προβλέψιμο δοκίμιο μικροϊστορίας (δηλαδή μια προσωπική ή μικρή σε κλίμακα
ιστορία, η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ιστορικό γεγονός) όπως δείχνει με
την πρώτη ματιά. Η «Λούνα» είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για μια εποχή, για σχεδόν
ολόκληρο τον 20ο αιώνα, για μια πόλη (την Θεσσαλονίκη), για τους
αφανείς και «ανώνυμους» ανθρώπους που βρέθηκαν άθελά τους να στροβιλίζονται στους
ανέμους της ιστορίας.
Η Λούνα Γκατένιο μακρινή θεία της συγγραφέως, γεννήθηκε
στις αρχές του 20ου αιώνα στην Θεσσαλονίκη και πέθανε στο τέλος του.
Έζησε μια ζωή δύσκολη, γεμάτη ταλαιπωρίες σωματικές και ψυχικές. Ήταν μια από
τους επιζήσαντες του Άουσβιτς με χαραγμένο για πάντα στο χέρι της το νούμερο
40077. Γεννήθηκε σε μια πόλη που το εβραϊκό στοιχείο δεν ήταν απλά έντονο, ήταν
το κυρίαρχο, σχεδόν το 1/3 της πόλης στην απογραφή του 1913.Όταν γεννήθηκε η Λούνα, η πόλη ανήκε στην
Οθωμανική αυτοκρατορία, έζησε Βαλκανικούς πολέμους, Μικρασιατική καταστροφή, Α και Β παγκόσμιο πόλεμο, εμφύλιο, μεταπολεμική περίοδο. Βίωσε τις αλλαγές στην εβραϊκή κοινότητα μετά την
μεγάλη πυρκαγιά του 1917, έζησε στους συνοικισμούς που στέγασαν την φτωχολογιά,
είδε τον εμπρησμό και το πογκρόμ στο Κάμπελ, την αντισημιτική υστερία της
δεκαετίας του ’30 και το εθνικιστικό ξέσπασμα, ενώ παντρεύτηκε το 1931 τον Σαμ
Γκατένιο, λιμενεργάτη. Μαζί τούς πήρανε το ’43 για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
εκείνη στάθηκε τυχερή, ο σύζυγός της καθόλου, αφού μάλλον «εκκαθαρίστηκε» με
την άφιξή του εκεί. Η Λούνα γλύτωσε αφού πρώτα πέρασε αρκετό καιρό στο «Μπλοκ
10» τον τόπο ιατρικών πειραμάτων του Άουσβιτς, απ’ όπου αποκόμισε χρόνια
προβλήματα υγείας και μετά στο ραφείο του στρατοπέδου.
«Πως ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον
πόλεμο; Διάφοροι άνθρωποι έζησαν ανάμεσά μας με διαφορετικό τρόπο αυτό το
ορατό, αδιάψευστο, χειροπιαστό και ανεξίτηλο σημάδι των μαρτυρίων του
παρελθόντος. Κάποιοι θέλησαν αργά ή γρήγορα να το σβήσουν, να το κάψουν, ή να
ζητήσουν την αφαίρεσή του με πλαστική χειρουργική επέμβαση. Άλλοι το έκρυβαν
πάντα, ή κατά περίσταση, με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με
οδύνη, χωρίς ντροπή. Πόσοι γύρω τους το αναγνώριζαν; Πόσα παιδάκια απόρησαν;
Πόσα εγγόνια πείστηκαν για λίγο ότι ήταν ο αριθμός τηλεφώνου του παππού; Πόσα
δάχτυλα χάιδεψαν ένα χέρι σε αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς
έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε
γυναίκες με ελαφριά αμάνικα φορέματα; Πως έζησε η Λούνα με τον δικό της αριθμό
40077;»
Η Λούνα όταν γυρίσει στην Θεσσαλονίκη δεν θα
διεκδικήσει κάποιο χαμένο σπίτι γιατί δεν είχε ποτέ κάτι τέτοιο - πάμπτωχη
έφυγε, άπορη γύρισε. Ταλαιπωρημένη και άρρωστη, θα δηλώσει στην απογραφή: «ημερομ.
Άφιξης 4 Σεπτεμβρίου 1945 και επάγγελμα «οικοκυρά». «Κτηματική περιουσία: Όχι.
Συγγενική περιουσία: Όχι. Εργάζεσθε; Όχι. Γραμματικαί γνώσεις: Αγράμματος.
Επαναγκατεσταθήκατε στην κατοικία σας; Όχι. Κατοικία: Συγγρού 37. Σημείωση:
Μόλις έφθασε εκ Πολωνίας.»
Θα εγκατασταθεί από την Κοινότητα στο «Υπνωτήριο
Αλλατίνη», όπου θα δημιουργηθεί μια κοινότητα ανθρώπων που βρέθηκαν άστεγοι με
την επιστροφή τους, εκεί θα μείνει ως το τέλος της δεκαετίας του ’60. Μέσω της
Κοινότητας πάλι, θα της δοθεί ένα μικρό διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία. Η
ικανότητά της στο ράψιμο, κυρίως στα καλύμματα των επίπλων, θα της δώσει την
ευκαιρία να ζήσει αξιοπρεπώς για αρκετά χρόνια. Λιγομίλητη και
σεμνή, θα ζήσει ήσυχα για το υπόλοιπο της ζωής της.
Μέσα από την διακριτική αφήγηση της ιστορίας της
Λούνας, μιας γυναίκας που δεν άφησε απογόνους, που δεν ενόχλησε κανέναν, δεν
διεκδίκησε τίποτα, περνάει η ιστορία της φτωχολογιάς της Εβραϊκής κοινότητας
της Θεσσαλονίκης, της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Οι
πολυπληθείς φτωχικοί συνοικισμοί, το 151, το Κάμπελ, το Ρεζή Βαρδάρ, η μετανάστευση
στην Παλαιστίνη πρώτα και μετά στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, η Ναζιστική
κατοχή, οι εκτοπίσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μετά η προσπάθεια
επιβίωσης και διαμονής των επιζώντων, τα γραφειοκρατικά προβλήματα, η αμηχανία
του κράτους, οι προσπάθειες των επιτροπών στέγασης και φροντίδας.
Η Λούνα ήταν η μακρινή θεία της συγγραφέως που δεν την
έβλεπε συχνά και δεν είχε ανταλλάξει πολλές κουβέντες μαζί της. Δεν θα μάθουμε
ποτέ τι ένιωθε ή τι σκεπτόταν η Λούνα, πως αντιδρούσε στην καθημερινότητά της
με όλα αυτά που της συνέβαιναν, πως ερωτεύτηκε (και αν), αν γνώρισε κάποιον
άνθρωπο στην μεταπολεμική περίοδο, αν μίλησε σε κάποιον για τις εμπειρίες της
στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η ιστορία της θα αποτελούσε ιδανικό υλικό για ένα
μυθιστόρημα, αλλά η Μπενβενίστε ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν ήταν η πρόθεσή
της αυτή, η «ηρωίδα» της θα παραμείνει στην σκιά, χρησιμεύοντας περισσότερο ως
αφορμή για να περιγραφούν οι συνθήκες ζωής των αφανών ανθρώπων της εβραϊκής
κοινότητας, οι δυσκολίες επανένταξής τους μετά τον πόλεμο, οι προσπάθειες και η
γραφειοκρατία, η ζωή στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
«Κάθε εκτοπισμένος ή εκτοπισμένη που επέστρεφε
κουβαλούσε τη δική του ή τη δική της ιστορία βασανισμού, εξευτελισμού και
απόγνωσης. Αυτοί που επέζησαν και επέστρεψαν στον τόπο που θεωρούσαν πατρίδα
τους, όπως κι εκείνοι που αναζήτησαν καινούργιες πατρίδες, δεν βρήκαν κανέναν
να θέλει να ακούσει τις ιστορίες τους, την περιπέτεια της επιβίωσής τους.
Κανέναν έξω από έναν μικρό κύκλο ανθρώπων που είχαν περάσει τα ίδια μαρτύρια▪
αυτοί ήξεραν. Entre
mozotros, λοιπόν:
αναμεταξύ μας. Έξω από αυτό τον κύκλο, άκουγαν συχνά να τους λένε πως όλοι
υπέφεραν, αντίκρυσαν συχνά πρόσωπα να αποστρέφουν αδιάφορα το βλέμμα, ήρθαν
συχνά αντιμέτωποι με την καχυποψία ή ακόμα και το μίσος.»
Με πλούσιο αρχειακό υλικό, έντονες εικόνες από την ζωή
στην Θεσσαλονίκη πριν και μετά τον πόλεμο, από τις γειτονιές που άλλαξαν κατά
τη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, από την ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, από
την προσπάθεια της εθνικής ανασυγκρότησης, το βιβλίο της Μπενβενίστε, δίνει
τροφή για σκέψη και προβληματισμό, θέτει ερωτήματα και χωρίς να είναι
συναισθηματικό, συγκινεί. Είναι ένα έξοχο βιβλίο, υπαινικτικό και ακριβές, που
δεν μακρηγορεί, ούτε πλατειάζει και εντυπωσιάζει με την σαφήνεια και την
λογοτεχνικότητά του, η οποία το καθιστά ιδιαίτερα ευανάγνωστο.
Δημοσίευση σχολίου