Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2020 | Permalink
Μητέρες και κόρες ("Κάτω από την επιφάνεια")
Αρχικά
απορείς με την ηλικία της συγγραφέως. Ένα μυθιστόρημα που εκδίδεται στην Αγγλία
το 2018, φτάνει στο short-list του πολύ σημαντικού βραβείου Booker, και είναι γραμμένο από μια κοπέλα, που γεννήθηκε το
1990 σε ένα παραθαλάσσιο ειδυλλιακό χωριό (η νεότερη συγγραφέας που διεκδίκησε
το βραβείο από την σύστασή του), δηλαδή το έγραφε στα 25 της; Και δεν είναι
μόνο αυτό, διότι από την πρώτη σελίδα – από την εισαγωγή – αντιλαμβάνεσαι, ότι
πρόκειται για ένα βιβλίο απαιτητικό και πυκνό, κι όχι ένα προϊόν κατανάλωσης
ευχάριστου χρόνου. Μιλάω για το έξοχο μυθιστόρημα της Βρετανίδας Daisy Johnson (Paignton Devon 1990), με τίτλο «ΚΑΤΩ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ» («Everything Under») – (εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Μ. Βαρδοπούλου,
σελ. 302), ένα βιβλίο που στην πρώτη του σελίδα, διαβάζεις μια παράγραφο
αντάξια των λογοτεχνικών προγόνων της!
Στο
μυθιστόρημα, η Τζόνσον περιγράφει τη σχέση μεταξύ της Σάρας και της Γκρέτελ, μιας
μητέρας και μιας κόρης. Η αφήγηση γίνεται στο μεγαλύτερο μέρος από την πλευρά της
κόρης. Η Γκρέτελ είναι μια νέα γυναίκα που ζει μόνη της και εργάζεται ως
Λεξικογράφος. Η Σάρα, η μητέρα της, την εγκατέλειψε τελείως ξαφνικά όταν εκείνη
ήταν 13 ετών. Η Γκρέτελ ζει μια οργανωμένη και μάλλον αποστειρωμένη ζωή, ίσως
ως αντίδραση στην χαοτική και «τσιγγάνικη» παιδική της ηλικία, όταν με την
μητέρα της ζούσε σε ένα ποταμόσπιτο, αραγμένο στις όχθες ενός ποταμού στην κεντρική
Αγγλία κοντά στην Οξφόρδη. Η Σάρα ήταν μια γυναίκα που δεν έμπαινε σε καλούπια,
μια άναρχη φύση που το μικρό κορίτσι την λάτρευε και την φοβόταν. Μάνα και κόρη
είχαν αναπτύξει την δική τους γλώσσα και είχαν επινοήσει, έναν εχθρό που
αντιπροσώπευε όλες τις φοβίες τους, ένα τέρας της λίμνης (το οποίο είχαν
ονομάσει «Μπόνακ»), που έβγαινε και σκότωνε και λεηλατούσε και το οποίο
προσπαθούσαν να ανακαλύψουν και να εξολοθρεύσουν.
Η
Γκρέτελ από τότε που ενηλικιώθηκε και ζει μόνη της, ψάχνει την μητέρα της,
τηλεφωνώντας σε νεκροτομεία, νοσοκομεία κλπ. 16 χρόνια μετά την εγκατάλειψή της,
λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την χαμένη μητέρα της, που πλέον έχει άνοια που
επιταχύνεται. Παράλληλα με την αναζήτηση της μητέρας της, η Γκρέτελ ψάχνει
εμμονικά τα ίχνη του Μάρκους, ενός περιπλανώμενου νεαρού, που είχε μείνει για
λίγο στο ποταμόσπιτό τους, λίγο πριν την εξαφάνιση της Σάρα, και είχε ιδιαίτερη
σχέση και με τις δυο τους, ενώ τις βοηθούσε να βρουν το «Μπόνακ». Η αναζήτηση
του Μάρκους θα αποκαλύψει την αλήθεια για μια τραγική και ταυτόχρονα δραματική
περίπτωση ενός ανθρώπου διχασμένου μέσα στο σώμα του, που ουσιαστικά θα
φανερωθεί μέσα από τα θραύσματα μνήμης της Σάρα.
«Πάντα
ξαναγυρνάω - αναπόφευκτα – στον τρόπο με τον οποίο μ’ εγκατέλειψες. Αυτό
οφείλεται, μου εξηγείς από την πολυθρόνα σου, στο ότι είμαι εγωίστρια κι
εξαρτημένη. Μου λες ότι ανέκαθεν ήμουνα έτσι. Μου λες ότι όσο μέναμε στο
ποτάμι, σου είχα γίνει κολλιτσίδα και ούρλιαζα σαν λύκος, μέχρι που έπεφταν τα
δέντρα. Καταφεύγεις συχνά σε τέτοιες υπερβολές. Όταν διηγείσαι μια ιστορία, δε
μοιάζεις να καταγράφεις απλά τα γεγονότα, αλλά να σκάβεις για να τα ανασύρεις
στην επιφάνεια. Είναι φορές που ακούς σιωπηλά. Είναι φορές που με διακόπτεις,
και οι αφηγήσεις μας μπλέκονται, επικαλύπτουν η μια την άλλη.»
Η
Τζόνσον αφηγείται την ιστορία της, έχοντας ως βάση τον μύθο του Οιδίποδα, τον
οποίον ανασκευάζει – ο αναγνώστης εύκολα θα βρει τις αναφορές. Δεν «δανείζεται»
όμως τον μύθο αλλά και τις παραμέτρους του, την έννοια της ουσιαστικής ελευθερίας
αλλά και του πεπρωμένου. Η Γκρέτελ λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής /
αφηγητής, η συμμετοχή της στα γεγονότα που συνέβησαν όταν ήταν έφηβη, ήταν
περιορισμένη και είναι σε θέση να τα δει αποστασιοποιημένα και ψύχραιμα – κάτι σαν
τον Χορό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ο «δαίμονας» που αντιπροσωπεύει το
άγνωστο και τρομακτικό «Μπόνακ» είναι μέσα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, απεικονίζοντας
τους βαθύτερους φόβους και αγωνίες τους.
Οι
λεπτομέρειες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Το ποτάμι με την
παρακμή του – στις όχθες υπάρχουν κουφάρια αυτοκινήτων, σκουπίδια, οι λέξεις με
τις οποίες «παλεύει» καθημερινά η Γκρέτελ για να ζήσει ως λεξικογράφος, που
συμπληρώνουν την ακατάληπτη γλώσσα που είχαν εφεύρει με την μητέρα της, μέσα
στην οικειοθελή απομόνωσή τους, για να συνεννοούνται.
Παρότι λοιπόν, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την διασκευή του μύθου του Οιδίποδα, είναι η σχέση μάνας και κόρης που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Τζόνσον. Η Σάρα μόνιμα θυμωμένη κι οργισμένη, με την απόγνωση να την διακατέχει για όλους κι όλα, η εθελούσια φυγή της από τον «πολιτισμένο κόσμο», η σχέση της με την κόρη της, η αγάπη και το μίσος, η έλξη και η απώθηση, μεγεθύνονται και αποκαλύπτονται όταν οι δυο γυναίκες θα βρεθούν ξανά σ’ αυτή την επώδυνη και ταυτόχρονα λυτρωτική επανασύνδεση μετρώντας τις πληγές τους και τα τραύματα που έχει αφήσει στην Γκρέτελ το παρελθόν.
Γραμμένο
με δυναμισμό και πυκνότητα, το «Κάτω από την επιφάνεια», είναι ένα μυθιστόρημα «δυσάρεστο»
και «επώδυνο», που σε βασανίζει και σε στοιχειώνει αναγνωστικά. Το εξαιρετικό
στυλ της νεαρότατης συγγραφέως εκπλήσσει με την ένταση και τον ρυθμό στην
αφήγηση, την βιρτουοζιτέ στην τεχνική που εντυπωσιάζει.
Μπορεί
να είναι λίγο περισσότερο περιπεπλεγμένο, θίγοντας πολλά θέματα με τη μία
(οικογενειακές σχέσεις, αυτοσυνείδηση, αναζήτηση ταυτότητας, μύθο του Οιδίποδα,
τα ερμαφρόδιτα στοιχεία σε ένα σώμα, η «αλληλοσφαγή» μάνας / κόρης, αρχέγονους
μύθους για τα πλάσματα του νερού), και οι συμβολισμοί να πνίγουν κάπως την ροή,
αλλά το μυθιστόρημα της Τζόνσον εκτός του ότι είναι πολύ εντυπωσιακό, είναι και
ιδιαίτερα ουσιαστικό, με στοιχεία που δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας, μια
συγγραφέα ώριμη παρά την ηλικία της και με μέλλον λαμπρό. Μάλλον είχε δίκιο ο
σύντροφός της (όπως αναφέρει η συγγραφέας στις ευχαριστίες που κλείνουν το βιβλίο),
που της υπενθύμισε μια παλιά ξεχασμένη φράση της: «Νομίζω πως αυτό θα είναι και
γαμώ τα βιβλία».
Δημοσίευση σχολίου