Με δύο θαυμάσια γαλλόφωνα νουάρ μυθιστορήματα θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «ΑΥΤΗ Η ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ» («Ce pays qu'on assassine»), του έμπειρου Γάλλου συγγραφέα Gilles Vincent (1958, Ισύ λε Μουλινό) – (εκδόσεις Angelus Novus, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.346) και το συγκλονιστικό νουάρ (αλλά περισσότερο σε γουέστερν παραπέμπει) μυθιστόρημα «ANIMA» του θεατρικού συγγραφέα (από το 2016 διευθυντή του Theatre Nationale de Colline στο Παρίσι), και σεναριογράφου Λιβανοκαναδού Wajdi Mouawad (Λίβανος, 1968) – (εκδόσεις 21ου, μετάφρ. με πολλές αυθαιρεσίες που προκαλούν προβληματισμό Ν. Κούρκουλος, σελ.431). Τα δύο αυτά μυθιστορήματα διαφορετικά μεταξύ τους, συγκλίνουν όσον αφορά την βία που τα διαπερνάει και στον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου του «Anima» που επιγράφεται «Homo Sapiens Sapiens»… Ας τα δούμε όμως περισσότερο αναλυτικά.
Την υπόθεση αναλαμβάνει η έμπειρη αστυνόμος Αϊσά Σαντιά με την ομάδα της και όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητα του θύματος, αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια της, μια υπόθεση-ωρολογιακή βόμβα, καθώς ο Μπσαρανί εκτός από παιδικός φίλος του Άσαντ, ήταν διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας μιας νεαρής (μόλις 26 ετών) ανερχόμενης πολιτικού (και βουλευτή), του Εθνικού Κόμματος Γαλλίας, περισσότερο γνωστής ως ανηψιάς της προέδρου του Κόμματος Μαρίζ Πεάν (μια εμφανής παραπομπή στην Μαρί Λεπέν) . Ο Μπσαρανί, με πολλές σχέσεις με Ρώσους, Σύρους εξόριστους και μη, Κοσοβάρους – τύπος που ανέκαθεν άρπαζε τις ευκαιρίες για ανέλιξη και πλουτισμό, ήταν το δεξί χέρι της «ανηψιάς», η οποία δείχνει συντετριμμένη με την δολοφονία του.
Στο
άλλο άκρο της χώρας, στον Βορρά στο Ενέν-Μπομόν, μια μικρή πόλη κοντά στο
Καλαί, τα πτώματα δύο νεαρών Αφρικανίδων βρίσκονται σε ένα χωράφι μέσα στις
λάσπες. Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα με σύρμα, υπήρχαν φανερά ίχνη
βιασμού και ο θάνατος είχε επέλθει από στραγγαλισμό. Την υπόθεση αναλαμβάνει η
νεαρή αστυνόμος Καρόλ Βερμέερ, που είναι η πρώτη της σοβαρή υπόθεση σε μια πόλη
που ο φωτογενής δήμαρχος είναι εξέχων στέλεχος του Εθνικού Κόμματος Γαλλίας –
έτσι κι αλλιώς η επαρχιακή αυτή πόλη είναι προπύργιο του Κόμματος.
Η Καρόλ Βερμέερ είναι άπειρη, με υψηλή αίσθηση καθήκοντος, που θεωρείται «συμπαθούσα» στις ιδέες του Εθνικού Κόμματος. Αντιλαμβάνεται ότι όλοι περιμένουν από αυτήν, να κλείσει τον φάκελο γρήγορα, καθώς οι νεαρές Αφρικανίδες από την Ερυθραία όπως αποκαλύπτεται γρήγορα, είναι δύο από τους χιλιάδες, που απλά περίμεναν την ευκαιρία να περάσουν στην άλλη πλευρά της Μάγχης, στην Μ.Βρετανία προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Αλλά κάτι μέσα της και μερικά ολοφάνερα ευρήματα, την κάνουν να στρέψει τις έρευνες προς εξέχοντα στελέχη της τοπικής κοινωνίας.
«Ενσωμάτωση
είναι να αποδέχεσαι την εξουσία»
Ο Vincent, περιγράφει εκ παραλλήλου τις δύο ιστορίες που εκτυλίσσονται το ίδιο χρονικό διάστημα, στον Βορρά και στον Νότο της χώρας, σε δύο περιοχές που δείχνουν παραδομένες στην επέλαση του ακροδεξιού Εθνικού Κόμματος, περιοχές με πολλούς μετανάστες, πρόσφυγες, τράφικινγκ και διαφθορά. Οι δύο γυναίκες που διεξάγουν τις έρευνες, μπορεί οι υποθέσεις τους να διαφέρουν, αλλά και οι δύο αγωνίζονται σκληρά να τις φέρουν εις πέρας παρά τις αντιξοότητες που συναντούν και (κυρίως στην υπόθεση των δύο κοριτσιών από την Ερυθραία) τις τρικλοποδιές που τους βάζουν. Πολιτικές πιέσεις, αντικρουόμενες πληροφορίες, αδιέξοδα και πισωγυρίσματα συνθέτουν ένα σκηνικό σχεδόν όμοιο και στις δύο περιπτώσεις, αν και στην υπόθεση της Μασσαλίας, οι απόπειρες δολοφονίας συνεχίζονται αυτή τη φορά, ενάντια σε μέλη της αστυνομικής ομάδας της Αϊσά, υπερτονίζοντας το γεγονός ότι η ιστορία αυτή έχει πολλά παρακλάδια. Το μυθιστόρημα κλείνει με την επίθεση στο Μπατακλάν και την σφαγή που επακολούθησε, οπότε όλες οι αστυνομικές υποθέσεις που «τρέχουν», κλείνουν όπως όπως, μπροστά στην βούληση του κράτους να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.
Τα θαυμάσια πορτρέτα των δύο γυναικών ηρωίδων του βιβλίου, προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βίαιο και βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα του Vincent. Η έμπειρη και δυναμική Αϊσά και η εύθραυστη Καρόλ, θα πρέπει να διαβούν ένα βουνό για να αντιμετωπίσουν την καχυποψία, τις προσβολές των ανωτέρων τους. Η Καρόλ δεν θα αντέξει και θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, έχει όμως προλάβει να γράψει σε ένα τετράδιο τις έρευνές της και τις προσπάθειες της. Θα το διαβάζει δίπλα στο κρεβάτι της, ο προϊστάμενός της, ο άνθρωπος που την εξευτέλιζε σχεδόν καθημερινά. Αυτά που αποκαλύπτονται οδηγούν προς την λύση της υπόθεσης αλλά όπως και στην ιστορία της Μασσαλίας, η διαλεύκανση και το ποιοι είναι οι ένοχοι, μικρή σημασία έχει για τον συγγραφέα, που ουσιαστικά ακτινογραφεί μια χώρα που «δολοφονείται» καθημερινά από τους πολιτικούς, τις πελατειακές σχέσεις, την διαφθορά σε όλα τα επίπεδα.
Βαθμολογία 82 / 100
Δεν μπορείς να βγεις αλώβητος, από την ανάγνωση ενός τόσο πρωτότυπου και έντονου βιβλίου σαν το «Anima». Το εκπληκτικό νουάρ (πιο «νουάρ» δεν έχει) μυθιστόρημα του Wajdi Mouawad, βίαιο και ιδιαίτερα σκληρό, με σκηνές που κόβουν την ανάσα, περιγράφει μια ιστορία όπου, ο ήρωας διασχίζει το Κεμπέκ στον Καναδά, την γραμμή Μέισον και Ντίξον στις Η.Π.Α. για να φτάσει στο Λας Βέγκας και στο Νέο Μεξικό, μια ιστορία όπου αναμειγνύονται οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες των Μοχόκ στον Καναδά, η σφαγή των Παλαιστινίων προσφύγων στα στρατόπεδα προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα στον Λίβανο, οι κυνομαχίες και το λαθρεμπόριο.
Το
μυθιστόρημα του Μουαουάντ ξεκινάει στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ, με την αναζήτηση του
δολοφόνου ενός στυγερού εγκλήματος. Ήρωας του βιβλίου είναι ο Γουάχς Ντεμπ, ένας
Καναδός Λιβανέζικης καταγωγής, που επιστρέφει σπίτι του για να βρει την Λεονί,
την έγκυο σύζυγο του, διαμελισμένη από τέσσερις μαχαιριές στον κόλπο της και
μία στην κοιλιά της, ενώ ο δολοφόνος είχε εκσπερματώσει στην ανοιχτή πληγή της κοιλιάς
της (!). Η Λεονί πάλεψε για να σωθεί και κατάφερε μια δυνατή δαγκωματιά στο
πρόσωπο του ανθρώπου που την σκότωσε. Το Καναδικό σύστημα αναθέτει τις υποθέσεις
αυτές, σε έναν «κόρονερ», ο οποίος είναι γιατρός – ανακριτής, ανεξάρτητος από
την Ασφάλεια που ερευνά τις συνθήκες θανάτου και κάνει συστάσεις στην
Αστυνομία. Ο κόρονερ αποκαλύπτει στον Γουάχς το όνομα του δολοφόνου, ο οποίος
είναι κάτοικος μιας αυτοδιοικούμενης κοινότητας ινδιάνων Μοχόκ κοντά στο
Μόντρεαλ – στο βιβλίο ο μεταφραστής επιλέγει να αφήσει αμετάφραστο τον όρο «Ρεζέρβα».
«Οι άνθρωποι είναι κάτω απ’ το ζυγό μιας κατάρας που τους εξορίζει αδιάκοπα από την ευτυχία τους.»
Ο Γουάχς Ντεμπ πηγαίνει χωρίς άδεια στην κοινότητα και δεν αργεί να αντιληφθεί ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τον δολοφόνο, που όλοι γνωρίζουνε ποιος είναι αλλά φαίνεται να τον καλύπτουν και η Αστυνομία του Κεμπέκ να τον αφήνει ελεύθερο γιατί είναι βασικός της πληροφοριοδότης. Ο Γουάχς Ντεμπ, θα φιλοξενηθεί από μια περίεργη ντόπια γυναίκα, η οποία γνωρίζει τον δολοφόνο καλά, όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας, του αποκαλύπτει δε ότι δυο μέρες πριν, είχε κάνει έρωτα μαζί του στο ίδιο σπίτι που βρίσκονται τώρα μαζί. Ο Γουάχς Ντεμπ βρίσκεται σε μια παραζάλη, άυπνος και ταλαιπωρημένος, ούτε μπορεί να καταλάβει τι γίνεται γύρω του. Θα κοιμηθεί με την γυναίκα αυτή, και το επόμενο πρωί θα την βρει δολοφονημένη σχεδόν με τον ίδιο τρόπο όπως την σύζυγό του, διαμελισμένη και βιασμένη μετά θάνατον. Ο Γουάχς Ντεμπ πλέον αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα είναι προσωπικό και αποφασίζει να κυνηγήσει τον δολοφόνο, περισσότερο για να δει το πρόσωπό του και ποιος είναι, παρά για να τον σκοτώσει – εξάλλου απ’ότι μαθαίνει είναι σχεδόν αδύνατο να τα βάλει μαζί του, αφού ο τύπος είναι μια «πολεμική μηχανή».
Ξεκινάει λοιπόν, αρχικά με την βοήθεια των Ινδιάνων της κοινότητας, ένα κυνηγητό στα ίχνη του δολοφόνου, που θα τον φέρει στα σύνορα του Καναδά με τις Η.Π.Α., και μετά στις πόλεις του Βορρά. Στον Κόρονερ λέει ότι πηγαίνει να επισκεφθεί τον πατέρα του που ζει στην Αριζόνα, και το ταξίδι του θα τον φέρει να διασχίζει πόλεις με περίεργα ονόματα, «Κάιρο», «Ανγκόλα», «Ιερουσαλήμ», να συναντάει Γάλλους τουρίστες που πηγαίνουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος κάθε χρόνο για να τιμήσουν τους συμπατριώτες τους που έπεσαν στον Αμερικανικό Εμφύλιο, ονόματα πόλεων που παραπέμπουν σε εμφυλίους, σφαγές και λεηλασίες για να φτάσει στο Νέο Μεξικό. Είναι ένα ταξίδι όπου ο Γουάχς Ντεμπ θα ανακαλέσει μνήμες του παρελθόντος, όταν υιοθετήθηκε από μια οικογένεια μετά την σφαγή της οικογένειάς του στο Λίβανο, είναι ένα ταξίδι στο βάθος της ύπαρξής του.
«Είσαι από άγρια ράτσα, ένα ακατέργαστο βλαστάρι της φύσης. Πρέπει να παραμείνεις. Δεν θα σε εξημερώσω, δεν θα σε κάνω φοβιτσιάρη, υποταγμένο ζώο, ούτε τυφλό ζώο. Θα σου δώσω τη φωνή μου, θα σου δώσω τη γλώσσα μου, θα μου δώσεις τις σιωπές σου, θα μου δώσεις το παρόν σου. Είσαι σκύλος, από τη ράτσα των λύκων. Σκύλο είναι μια λέξη, είναι η λέξη που σε προσδιορίζει. Είμαι άνθρωπος από τη ράτσα των ανθρώπων. Άνθρωπος είναι μια λέξη, είναι η λέξη που με προσδιορίζει. Άνθρωπος και σκύλος πηγαίνουμε πλάι-πλάι στην επιφάνεια της γης. Αλλά μέσα σ’ έναν άνθρωπο που περπατάει υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που περπατάνε και κάτω από τη γη υπάρχει άλλη γη και πίσω από τα ονόματα των χωρών υπάρχουν άλλες χώρες. Έχει σημασία να το ξέρεις.»
Η
πρωτοτυπία του μυθιστορήματος είναι ότι η αφήγηση γίνεται από τα ζώα που
βρίσκονται στους χώρους που εκτυλίσσεται η δράση. Μια γάτα, ένας σκύλος, μια
νυχτερίδα, ένα ποντίκι, πουλιά κάθε είδους, ένας ικανότατος οικόσιτος
χιμπαντζής, άλογα που μεταφέρονται, μια κατσαρίδα, μια αράχνη. Τα ζώα γίνονται
οι αφηγητές και συμμετέχουν στη δράση, παρατηρώντας τους ανθρώπους και τις ενέργειές
τους, μερικές φορές σχολιάζοντας κιόλας. Ο συγγραφέας «υποχρεώνει» τον
αναγνώστη να «δει» και να «προσέξει» έντομα, μικρά ζώα που υπάρχουν στη φύση
και να τα δει ως ενεργά εμπλεκόμενα μέρη στην ιστορία. Στην αρχή ο αναγνώστης
θα δυσκολευτεί κάπως με τις λατινικές ονομασίες των ζώων, αλλά σιγά-σιγά θα
συνηθίσει, εξάλλου το απίστευτο προτελευταίο μέρος περνάει μέσα από την αφήγηση
ενός άγριου σκύλου, που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία.
Το «Anima» με τον ρυθμό σαν ένα γουέστερν του παλιού καιρού, είναι ένα πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο μυθιστόρημα, είναι ένα ταξίδι στα βαθύτερα σημεία του εαυτού, όπου τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα παραπέμπουν κάπου αλλού. Η καταπίεση των Ινδιάνων, οι όπου γης εμφύλιοι, η βία και η διαφθορά, η απανθρωπιά και το έγκλημα, η συγχώρεση και η εκδίκηση συνυπάρχουν στις σελίδες αυτού του «μετά-αποκαλυπτικού» μυθιστορήματος που δονεί και δονείται από δυναμισμό και πάθος. Τα γεγονότα του Λιβάνου, η σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο βιβλίο – κάτι βέβαια που το αντιλαμβανόμαστε προς το τέλος του, όταν ο ήρωας θα μάθει αλλά και θα θυμηθεί τα γεγονότα που η μνήμη του είχε απωθήσει και θάψει. Το δραματικό φινάλε απλώς θα κλείσει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία.
«Γεννήθηκα από μια σφαγή, πριν πολύ καιρό, η οικογένειά μου ματοκυλίστηκε μπροστά στον τοίχο του κήπου μας και σήμερα, χρόνια μετά, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η μηχανική του αίματος μοιάζει να ξαναμπήκε σε λειτουργία. Από την Λεονί στην Τζάνις, από την Τζάνις στον Τσακ και στον κακόμοιρο το σκύλο του και από τον Τσακ στον Ρούνι, ξαναβλέπω ένα προς ένα τους φόνους που με είδαν να γεννιέμαι. Είναι σαν ένα μακάβριο κυνήγι του θησαυρού που παίζεται στη γη της Αμερικής, όπου άλλοι από μένα, Ινδιάνοι, άποικοι, Βόρειοι και Νότιοι, πέρασαν μέσα από τις ίδιες σφαγές και τώρα αρχίζω μόλις να το προαισθάνομαι. Δεν τέλειωσε γιατί αυτό συνεχίζει να ουρλιάζει και αυτό μοιάζει να με φωνάζει όλο και περισσότερο, αυτό μοιάζει να με ονοματίζει με το δικό μου όνομα.»
Δημοσίευση σχολίου