Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2020 | Permalink
Ο φυγάς - ταξιδιώτης
Τον Οκτώβριο του 1942, ένα επιταγμένο από τη βρετανική κυβέρνηση πλοίο, τορπιλίζεται από ένα Γερμανικό υποβρύχιο 700 μίλια βορειοδυτικά από τις Αζόρες. 361 επιβάτες χάνουν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και ένας σχετικά άγνωστος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής, ο Ulrich Boschwitz▪ ήταν μόλις 27 ετών, μαζί του είχε τα χειρόγραφα του τρίτου του μυθιστορήματος που είχε γράψει σε κέντρο κράτησης της Μελβούρνης, και (παρά τη νεαρή του ηλικία) είχε ήδη δημοσιεύσει, δύο μυθιστορήματα εκτός Γερμανίας, ένα είχε κυκλοφορήσει στη Σουηδία και το δεύτερο κυκλοφόρησε πρώτα στο Λονδίνο το 1939 με τίτλο «The Man who took Trains» και το 1940 στις Η.Π.Α. με τίτλο «The Fugitive».
Ο συγγραφέας δεν είχε δει ακόμα το βιβλίο του να εκδίδεται στα Γερμανικά, που ήταν και η μεγάλη του επιθυμία και δούλευε μια αναθεωρημένη εκδοχή του όταν τον βρήκε ο θάνατος▪ τα χειρόγραφά του χάθηκαν στο ναυάγιο. Πρέπει να περάσουν 76 χρόνια, το 2018 δηλαδή, για να εκδοθεί το μυθιστόρημα τού Ulrich Alexander Boschwitz (Βερολίνο 1915 – 1942) με τίτλο «Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ» («Der Reisende») στην πατρίδα του, επιμελημένο από τον Πέτερ Γκραφ. Ευτυχώς, οι Έλληνες αναγνώστες, μπορούν να απολαύσουν αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, στην ωραία έκδοση του Κλειδάριθμου από τα Γερμανικά, σε μετάφραση-εγγύηση της Μαρίας Αγγελίδου και εξαιρετικό επίμετρο του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης (σελ.299).

 
Το βιβλίο του Μπόσβιτς, που περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εκτυλίσσεται την επομένη της «Νύχτας των Κρυστάλλων» στις αρχές Νοεμβρίου του 1938. Ο θάνατος του τρίτου γραμματέα της Γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι από ένα νεαρό Πολωνοεβραίο πυροδότησε (ή μάλλον πιο σωστά, έδωσε την αφορμή), για μαζικές καταστροφές των εβραϊκών καταστημάτων, συναγωγών ενώ ακολούθησε η αναστολή ελευθεριών και η κατάσχεση περιουσιών των απανταχού σε όλη την επικράτεια του Γ Ράιχ ανθρώπων εβραϊκής ή «ημι-εβραϊκής» καταγωγής. Ήταν μια καλή πρόβα για την «τελική λύση» που οραματίζονταν το Χιτλερικό καθεστώς και ότι επακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα.
 
Ο Ότο Ζίλμπερμαν, ο ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας άνθρωπος που βλέπει μέσα σε λίγες ώρες την ζωή του να αλλάζει, και από ευυπόληπτος επιχειρηματίας να μετατρέπεται σε κυνηγημένο φυγάδα. Με εξωτερική εμφάνιση Άρειου, και με τον αέρα της εξουσίας του επιτυχημένου να τον περιβάλλει, δεν εγείρει σε κανέναν παρατηρητή την υποψία ότι μπορεί να είναι Εβραίος. Πολέμησε στον Α παγκόσμιο πόλεμο και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρού Σταυρό, λατρεύει την Γερμανία και οτιδήποτε Γερμανικό. Παντρεμένος με Γερμανίδα και ευκατάστατος μεγαλοαστός, έχει βάλει ως μέτοχο στην επιχείρησή του, έναν πρώην υπάλληλο του, διότι θέλει να «προλάβει» τα προβλήματα, έχοντας ως βιτρίνα ένα μέλος του Κόμματος. Αισθάνεται ανασφάλεια με αυτά που ακούει, αλλά κατά βάθος πιστεύει στη δύναμη του χρήματος και στην ισχύ που νόμιζε ότι έχει στον επιχειρηματικό κόσμο. Όταν όμως βλέπει τα τάγματα εφόδου των Ναζί, να εισβάλλουν σπίτι του, να τα κάνουν όλα λαμπόγιαλο αναζητώντας τον, το μόνο που τον νοιάζει είναι να γλυτώσει.
 
«Ίσως δεν είναι και τόσο χάλια τα πράγματα, ίσως είναι μια υστερία μόνο. Αλλά όχι, πρέπει επιτέλους να δω την αλήθεια. Θα έρθουν και χειρότερα, πολύ, πολύ χειρότερα! Αλλιώς δεν πρέπει να απορώ που άνθρωποι της φάρας του Μπέκερ μου τη φέρνουν. Ο παλιάνθρωπος! Μα τι νόημα έχει να νευριάζω τώρα; Πρέπει να φύγουμε από τη Γερμανία! Και δεν μπορούμε να πάμε πουθενά! Εδώ πρέπει ν’ αφήσεις τα λεφτά για να σ’ αφήσουν να φύγεις, εκεί σου τα ζητάνε για να σ’ αφήσουν να μπεις. Είναι να τρελαίνεσαι! Αν το προσπαθήσεις, κινδυνεύεις να σε πιάσουν. Αν δεν το προσπαθήσεις, σε πιάνουν σίγουρα. Όπως στο σχολείο. Λύνεις μόνος σου τις ασκήσεις στο διαγώνισμα των μαθηματικών, παίρνεις ένα δεκαράκι. Αντιγράφεις, παίρνεις ένα δεκάξι. Άμα σε πιάσουν ν’ αντιγράφεις όμως, ή αν δεν προσπαθήσεις καν να λύσεις αυτά που δεν ξέρεις, τότε σε κόβουν. Στο τέλος, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.»
 


Ο Ζίλμπερμαν, μαζεύει ότι χρήματα έχει σε μια βαλίτσα, προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον γιο του που σπουδάζει στο Παρίσι, να του βγάλει μια βίζα εισόδου στη Γαλλία και φεύγει. Μπαίνει στο τρένο να βρει τον «συνέταιρό» του στο Αμβούργο, που έχει πάει να κλείσει μια συμφωνία και συναντώντας τον συνειδητοποιεί ότι πρέπει να του πουλήσει και την υπόλοιπη επιχείρησή του για ένα κομμάτι ψωμί, ξαναμπαίνει στο τρένο να φτάσει στα σύνορα με το Βέλγιο και να διαφύγει από εκεί, κουβαλάει μαζί του την τεράστια βαλίτσα του με τα χρήματα, «λαδώνει» δεξιά και αριστερά, περνάει στη γείτονα χώρα, τον εντοπίζουν οι Βέλγοι συνοριοφύλακες και τον γυρίζουν πίσω. Παρακαλάει τον γιο του να κινηθεί γρηγορότερα, εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω, ενώ ο αδερφός της συζύγου του, στον οποίον εκείνη είχε καταφύγει και είχε ευνοηθεί οικονομικά από τον Ζίλμπερμαν, του κλείνει την πόρτα στη μούρη. Περνάει τις μέρες του στα τρένα, από πόλη σε πόλη, αισθανόμενος μια μικρή ασφάλεια, όπως κινείται και βάσει της εμφάνισής του, αλλά ξέρει ότι η παράδοση στους Ναζί είναι θέμα χρόνου καθώς όπου και να στραφεί, μόνο αδιέξοδα συναντάει.
 
Ο ήρωας του βιβλίου, δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ολόκληρη η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κι ότι το χρήμα που μάζευε τόσο καιρό και νόμιζε ότι ανοίγει όλες τις πόρτες, είναι ουσιαστικά άχρηστο. Βλέπει με τρόμο, τα βαγόνια να είναι κατειλημμένα από Εβραίους κάθε ηλικίας, τρομοκρατημένους ή με ένοχο ύφος που προσπαθούν να ξεφύγουν φθάνοντας κάπου – ούτε κι εκείνοι ξέρουν που, βλέπει «Γερμαναράδες» μικροαστούς επιβάτες να κοιτάνε βλοσυρά κι επιφυλακτικά δεξιά κι αριστερά, μη διστάζοντας να «καρφώσουν» όποιον του φαίνεται ύποπτος, βλέπει την κατάσταση όπως είναι και για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει μόνος και ανυπεράσπιστος, ενώ βρίσκεται και σε μεγάλο εσωτερικό διχασμό, καθώς από τη μια περιφρονεί τους κακόμοιρους συμπατριώτες του που αγωνίζονται να διαφύγουν, από την άλλη αρνείται ακόμα να παραδεχτεί ότι κι αυτός είναι ένας από αυτούς, ενώ συνεχίζει να βλέπει με συμπάθεια τους Γερμανούς συνεπιβάτες του.
 
«Τώρα καταλαβαίνω πόσο κοντά είναι ο θάνατος. Δεν έχει κανείς παρά να τρέχει πάντα γρηγορότερα από κείνον. Όποιος σταθεί, βουλιάζει, πνίγεται. Εδώ που τα λέμε, πάντα έτρεχα. Γιατί λοιπόν τώρα δυσκολεύομαι, τώρα που το τρέξιμο είναι πιο αναγκαίο από ποτέ; Ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα’ πρεπε να δίνει και μεγαλύτερη δύναμη▪ αντί γι’ αυτό, αφήνεται κανείς, αφήνει τις πρώτες αναποδιές να τον παραλύσουν.»
 
Ο συγγραφέας κατασκευάζει έναν ήρωα, που ακόμα και στις πιο δραματικές του στιγμές δεν γίνεται απόλυτα συμπαθής στον αναγνώστη. Είναι ένας εγωιστής και υπερφίαλος άνθρωπος, που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ δυσκολίες στη ζωή του και νόμιζε ότι με το χρήμα μπορεί να εξαγοράσει τους πάντες. Η προσγείωσή του θα είναι πολύ απότομη και γι’ αυτό ιδιαίτερα επώδυνη. Η μαεστρία όμως του νεότατου Μπόσβιτς στην κατασκευή της ιστορίας που περιγράφει, φαίνεται στους χαρακτήρες που συναντάει στην φυγή του, ο Ζίλμπερμαν. Άνθρωποι κάθε είδους, από φανατικοί μικροαστοί μέχρι συμπονετικοί ανώνυμοι άνθρωποι, από γυναίκες που δεν τις ενδιαφέρει αν ο απέναντί τους είναι Εβραίος ή διωκόμενος, απλώς θέλουν να περάσουν καλά μερικές ώρες, έως κάποιους (τους περισσότερους ίσως) που αποστρέφουν το βλέμμα από αυτά που βλέπουν να γίνονται μπροστά στα μάτια τους.
 


Το βιβλίο είναι ένα (κυριολεκτικά) μυθιστόρημα – ντοκουμέντο, που περιγράφει ιστορικά γεγονότα τη στιγμή που γίνονται και ως εκ τούτου, αποκτάει περισσότερη αξία. Ο Μπόσβιτς όταν έγραψε το βιβλίο (μόλις 23 χρονών παρακαλώ!), δεν είχε ιδέα τι επρόκειτο να γίνει στον κόσμο λίγα χρόνια αργότερα – το πλήρωσε με τη ζωή του -, και εκπλήσσει με την διαύγεια της σκέψης του και το πώς περιγράφει γεγονότα που ενδεχομένως να ήταν αυτοβιογραφικά όπως αναφέρει ο επιμελητής της έκδοσης, στο υπέροχο επίμετρο που κλείνει το βιβλίο.
 
Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ, πως θα ήταν η τελική μορφή αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος, αν και είναι εμφανές ότι ο επιμελητής της Γερμανικής έκδοσης, έκανε τρομερή δουλειά. Είναι ένα βιβλίο μάθημα ζωής, που δεν έχει μόνο αξία ως ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά παρουσιάζει μεγάλες αρετές στον ρυθμό του, που είναι καταιγιστικός, στον δυναμισμό που αποπνέει, στη ζωντάνιά του. Είναι μια ιστορία για την εξορία και την απέλαση, για τις ανατροπές στη ζωή, για την αναζήτηση ταυτότητας αλλά και για το αμείλικτο πρόσωπο του Ναζισμού και για την τρέλα του φανατισμού. Ο συγγραφέας πέθανε στα 27 του, νομίζω ότι ο καθένας καταλαβαίνει τι τρομερό ταλέντο χάθηκε από τον κόσμο της Λογοτεχνίας!
 
Βαθμολογία 84 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home