Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2020 | Permalink
"Ιδού Εγώ"
11 χρόνια είχε να εκδώσει μυθιστόρημα, ο Jonathan Safran Foer, το άλλοτε «τρομερό παιδί» της Αμερικάνικης λογοτεχνίας και η αναμονή, όπως άλλωστε και οι προσδοκίες, ήταν μεγάλες. Όπως συμβαίνει με αυτά τα πράγματα, η εποχή του «Εξαιρετικά Δυνατά, Απίστευτα κοντά», αυτού του εξαιρετικού μυθιστορήματος που προκάλεσε τόσες συζητήσεις, έχει περάσει – και οι καταστάσεις στη ζωή του κάποτε φέρελπι συγγραφέα έχουν μεταβληθεί, είναι πλέον σαραντάρης, έχει βιώσει ένα διαζύγιο που προκάλεσε πάταγο στον λογοτεχνικό κόσμο.
Στο «ΙΔΟΥ ΕΓΩ» («Here i am») – (εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Α. Σφακιανάκης – Η. Σκάρου, σελ. 608), αυτό το ογκώδες και ιδιαίτερα φιλόδοξο πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο Jonathan Safran Foer (Washington D.C., 1977), περιγράφει τις αγωνίες και τα αδιέξοδα ενός διανοούμενου σαραντάρη Αμερικανοεβραίου, βάζοντας αυτοβιογραφικές πινελιές, μέσα σε ένα πλαίσιο εσχατολογικό που ουδόλως προσθέτει κάτι στο μυθιστόρημα.
«Όλα τα ευτυχισμένα πρωινά μοιάζουν μεταξύ τους, όπως και όλα τα δυστυχισμένα, κι αυτό είναι τελικά που τα κάνει όλα τόσο βαθιά δυστυχή: η αίσθηση ότι αυτή η δυστυχία έχει υπάρξει και πριν, ότι κάθε προσπάθεια να την αποφύγεις θα την κάνει πιο δυνατή, ίσως μάλιστα να την επιδεινώσει, και ότι το σύμπαν, για κάποιον λόγο ασύλληπτο στον κοινό νου, αχρείαστο και άδικο, συνωμοτεί ενάντια σε μια αθώα καθημερινότητα ρούχων, πρωινού στο τραπέζι, βουρτσίσματος δοντιών, χτενίσματος μαλλιών, σχολικών τσαντών, παπουτσιών, μπουφάν και αποχαιρετισμών στην πόρτα.»
Ο γάμος του Τζέικομπ και της Τζούλια, περνάει κρίση. Κάποτε υποδειγματικό ζευγάρι στα μάτια συγγενών και φίλων, πλέον κινούνται σε ένα τεντωμένο σκοινί, που περιμένει μια καλή αφορμή για να σπάσει. Είναι και οι δύο μορφωμένοι και ταλαντούχοι – ο Τζέικομπ γράφει το σενάριο μιας πολύ δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς που συνεχίζεται στο διηνεκές, η Τζούλια είναι αρχιτέκτων που εργάζεται ως διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Είναι και οι δύο δυσαρεστημένοι με την τροπή που έχει πάρει η επαγγελματική τους πορεία, ο Τζέικομπ θα προτιμούσε να ζει από τα βιβλία του κι όχι από την τηλεόραση, η Τζούλια αισθάνεται υποτιμημένη (γιατί θεωρεί τον εαυτό της μεγαλοφυία) που δεν αναλαμβάνει να κατασκευάσει κάποιο κτίριο, ενώ είναι αφόρητα τελειομανής και με άγχος να «κάνει το σωστό». Έχουν τρία αγόρια, τον έφηβο Σαμ, τον δεκάχρονο Μαξ και τον μικρούλη Μπένζι, που συναγωνίζονται σε εξυπνάδα και προσωπικότητα το ένα το άλλο. Ή πρώτη μεγάλη κρίση στην οικογένεια, έρχεται όταν ο Σαμ κατηγορείται από τον Ραβίνο τους, για ένα σημείωμα που έγραψε στο σχολείο με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο το «μπαρ μίτσβα» του, που πρόκειται να γίνει σε μερικές εβδομάδες. Ο Τζέικομπ πιστεύει τον Σαμ που αρνείται ότι έγραψε ένα τέτοιο σημείωμα, η Τζούλια το θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι εκείνος είναι ο δράστης, κάτι που προκαλεί εκνευρισμό και καβγάδες μεταξύ τους, και που δεν περνάνε απαρατήρητοι από τα 3 παιδιά της οικογένειας που παρακολουθούν τα πάντα.
Ο Σαμ είναι ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί που περνάει τον περισσότερο χρόνο του, στο εικονικό περιβάλλον της «Άλλης Ζωής», ένα διαδικτυακό παιχνίδι «ρόλων», όπου χάνεται εκεί μέσα συγχέοντας την πραγματικότητα με την φαντασία, ο Μαξ είναι ένα ιδιοφυές παιδί που πετάει τις ωραιότερες ατάκες και παρακολουθεί στενά ότι συμβαίνει μέσα στο σπίτι▪ η οικογένεια έχει κι ένα γηραιό σκύλο, τον Άργο που βρίσκεται στα τελευταία του, όπως κι ο παππούς του Τζέικομπ, ο σχεδόν αιωνόβιος Ισαάκ που περιμένει το «μπαρ-μιτσβά» του δισέγγονού του για να πεθάνει όπως δηλώνει.
Όταν η Τζούλια θα ανακαλύψει κατά τύχη, το κρυφό κινητό του Τζέικομπ και με την βοήθεια του Σαμ θα το ανοίξει (ο δαιμόνιος Σαμ το είχε κάνει ήδη), θα διαβάσει μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου, που έστελνε ο σύζυγός της σε μια συνεργάτιδά του. Μηνύματα τόσο τολμηρά που την σοκάρουν και την κάνουν έξαλλη▪ η κρίση κορυφώνεται και η Τζούλια θέλει να χωρίσουν, αλλά δεν πρέπει να το μάθουν τα παιδιά, τα οποία (όπως νομίζει) θα ενημερωθούν αργότερα – τα παιδιά όμως συνδυάζοντας μεταξύ τους πληροφορίες, τα γνωρίζουν όλα. Ο Τζέικομπ βλέπει τη ζωή του να καταρρέει για ένα – όπως υποστηρίζει – επουσιώδες φλερτ, ένα παιχνίδι που έπαιζε με την συνεργάτιδά του, που δεν προχώρησε ποτέ παρακάτω. Η αφορμή όμως έχει δοθεί και η κατάσταση φαίνεται μη αναστρέψιμη.
Η επίσκεψη στις Η.Π.Α. ενός εξαδέλφου του από το Ισραήλ για να παρευρεθεί στο «μπαρ μιτσβά» του Σαμ – που ακόμα είναι αμφίβολο αν θα γίνει -, θα συμπέσει με ένα γεγονός που αλλάζει τον κόσμο από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένας σεισμός ισοπεδώνει κυριολεκτικά, την Ιερουσαλήμ αλλά και άλλες δύο πόλεις, καταστρέφοντας σχεδόν όλα τα μνημεία της Ιερής Πόλης καθιστώντας τη χώρα έρμαιο στις διαθέσεις των Αράβων γειτόνων της που ετοιμάζονται να εισβάλλουν, ενώ μαστίζεται και από επιδημία χολέρας και γενικότερο χάος. Το Ισραήλ καλεί όσους ζουν στη διασπορά να γυρίσουν πίσω, για να βοηθήσουν όπως μπορούν, για να πολεμήσουν. Ο Τζέικομπ, μπροστά στο αδιέξοδο της οικογενειακής του ζωής, θα το δει ως ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή του, να κατανοήσει καλύτερα την «εβραϊκότητα» του, να ζήσει μια μοναδική στιγμή της ιστορίας πηγαίνοντας να πολεμήσει στο όνομα των προγόνων του. Όμως ούτε αυτό θα καταφέρει να κάνει, ενώ και η αυτοχειρία του παππού του Ισαάκ όπως και η τελική παραδοχή του Σαμ ότι ο ίδιος έγραψε το σημείωμα με τις ρατσιστικές φράσεις, θα επιδεινώσουν την ψυχολογική του κατάσταση.
«Ας πάμε στο κρεβάτι. Αυτές οι τέσσερις λέξεις διαφοροποιούν έναν γάμο από κάθε άλλο είδος σχέσης. Δεν πρόκειται να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε, αλλά ας πάμε στο κρεβάτι. Όχι επειδή το θέλουμε, αλλά επειδή πρέπει. Αυτή τη στιγμή μισούμε ο ένας τον άλλο, αλλά ας πάμε στο κρεβάτι. Είναι το μόνο κρεβάτι που έχουμε. Ας πάει ο καθένας στην πλευρά του, αλλά σε πλευρές του ίδιου κρεβατιού. Ας αποσυρθούμε στον εαυτό μας, αλλά μαζί. Πόσες συζητήσεις έχουν λήξει με αυτές τις τέσσερις λέξεις; Πόσοι καβγάδες;
Μερικές φορές πήγαιναν στο κρεβάτι και έκαναν άλλη μία προσπάθεια, σε οριζόντια θέση, να τα βρουν. Κάποια πράγματα που φαίνονταν απίθανα να συμβούν μέσα στην απεραντοσύνη του δωματίου, στο κρεβάτι γίνονταν πιθανά. Η οικειότητα της συνύπαρξης κάτω από το ίδιο σεντόνι, δύο κλίβανοι που συνεισφέρουν στην κοινή ζεστασιά, αλλά χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο. Η θέα του ταβανιού, και όλα αυτά που έρχονται στον νου καθώς κοιτάζει κανείς ένα ταβάνι. Ή ίσως να ήταν στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, εκεί όπου μαζευόταν όλο το αίμα τέτοιες στιγμές, το σημείο όπου βρισκόταν ο λοβός της γενναιοδωρίας.
Μερικές φορές πήγαιναν στο κρεβάτι και κυλούσαν στις άκρες του στρώματος, το οποίο εύχονταν, ο καθένας ξεχωριστά, να ήταν μεγαλύτερο, και ο καθένας ξεχωριστά ευχόταν να τελειώνει όλο αυτό, χωρίς να μπορούσαν να προσδιορίσουν τι ήταν αυτό. Αυτή η νύχτα; Αυτός ο γάμος; Αυτό το αδιέξοδο της οικογενειακής ζωής αυτής της οικογένειας; Πήγαιναν στο κρεβάτι μαζί όχι επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή – κέιν μπρέιρε ιστ όιχ α μπρέιρε, όπως θα έλεγε ο ραβίνος στην κηδεία σε τρεις εβδομάδες▪ το να μην έχεις επιλογή είναι κι αυτό μια επιλογή. Ο γάμος είναι το αντίθετο της αυτοκτονίας, αλλά το μοναδικό της ταίρι ως απόλυτη πράξη βούλησης.»
Ο τίτλος του βιβλίου, προέρχεται από μια φράση της Παλαιάς Διαθήκης στη Γένεση (κεφάλαιο 22), όπου ο Αβραάμ τρεις φορές χρησιμοποιεί τη φράση «Ιδού εγώ», την πρώτη φορά όταν ο Θεός του ζητάει να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ, την δεύτερη όταν βρίσκονται οι δυο τους, πατέρας και γιος στον τόπο της θυσίας και ο Ισαάκ τον κοιτάει με απορημένο ύφος και την τρίτη φορά όταν ο Άγγελος τον φωνάζει λίγο πριν σφάξει τον Ισαάκ. Και στις τρεις περιπτώσεις, ο Αβραάμ δεν απαντάει τίποτα άλλο, παρά μόνο «Ιδού εγώ», κορυφώνοντας το δράμα αλλά και προκαλώντας συζητήσεις που κρατάνε αιώνες γύρω από αυτή την αντίδραση του. Ο έφηβος Σαμ αναρωτιέται πως γίνεται ο Αβραάμ να να αντικρούει τον εαυτό του, απαντώντας στον Θεό και τον Ισαάκ με τον ίδιο τρόπο, ουσιαστικά θέτοντας ένα από τα μεγάλα ερωτήματα του μυθιστορήματος του Safran Foer, τον διχασμό του σύγχρονου ανθρώπου μεταξύ των γονεϊκών του καθηκόντων και των επαγγελματικών του προσδοκιών και του τι σημαίνει να είσαι (ή να θεωρείσαι) «καλός γονιός».
Στο «Ιδού εγώ», ο Safran Foer θέτει συνεχώς ερωτήματα για την εβραϊκή ταυτότητα, αλλά και για την θέση των Αμερικανοεβραίων – τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχει απάντηση αλλά προκύπτει κι άλλη ερώτηση. Ο Τζέικομπ και η Τζούλια σύγχρονοι Αμερικανοεβραίοι δεν διανοούνται να μην ακολουθήσουν τις παραδόσεις της φυλής τους, μια τελετή «μπαρ μιτσβά» γίνεται προτεραιότητα ακόμα και σ’ αυτούς τους σούπερ μορφωμένους και μοντέρνους, ο σεισμός στο Ισραήλ ξυπνάει τον εθνικιστή Εβραίο στον μέχρι τότε αδιάφορο Τζέικομπ που ξέρει ότι ούτε μια μέρα δεν θα αντέξει στην γη των προγόνων του.
Ακόμα κι ο τίτλος, με την αινιγματική φράση του Αβραάμ, προσθέτει άλλο ένα λιθαράκι στις απορίες και στις εκκρεμότητες που προκύπτουν μέσα στο μυθιστόρημα. Τι σημαίνει ακριβώς το «Εδώ» - σημαίνει την διασπορά της Εβραϊκής φυλής; Το «Εγώ» σημαίνει τον εαυτό που βρίσκεται διχασμένος, την ταυτότητα που διαρκώς αναζητείται; Είναι ερωτήματα που έχει θέσει με διαφορετικό (και καλύτερο) τρόπο ο Φίλιπ Ροθ σε κάποια από τα βιβλία του, είναι ερωτήματα που απασχολούν τους Αμερικανοεβραίους συγγραφείς, διανοητές, καλλιτέχνες διαχρονικά – λίγο τις παλαιότερες ταινίες του Γούντι Άλλεν να προσέξουμε, αιωρούνται κι εκεί με σατυρικό τρόπο (αλλά πολύ πειστικά).
Πέρα όμως από τις φιλοσοφικές ή μη αναζητήσεις περί εβραϊκότητας, που τίθενται διαρκώς στο βιβλίο, σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε την διάλυση ενός γάμου, τις επιπτώσεις της οικογενειακής κρίσης στα παιδιά, το πώς βιώνουνε οι ήρωες αυτές τις καταστάσεις. Οι ήρωες του βιβλίου, είναι «καλοί άνθρωποι» που δεν θέλουνε να κάνουνε κακό σε κανέναν και υφίστανται την φθορά του χρόνου ση σχέση τους. Και τα ερωτήματα διαρκώς αιωρούνται … Μετά από μια εικοσαετία αρμονικής (;) συνύπαρξης, είναι τόσο απλό να τα γκρεμίσεις όλα; Μήπως όλα εξαρτώνται από μια συγγνώμη που δεν θα ειπωθεί ποτέ; Τι συνιστά την ευτυχία, οικογενειακή και προσωπική; Τι σημαίνει «οικογενειακή στέγη» και τι «οικογένεια» για τον καθένα από εμάς; Και άλλα πολλά.
«Εκτός από εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι θα έκαναν τα πάντα για να τις αποφύγουν, η ζωή είναι βασανιστικά αργή και αδιάφορη, χωρίς δράματα και έμπνευση.»
Ο Τζέικομπ, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται διαρκώς στη μέση. Το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας αντιμετωπίζει την κρίση στο Ισραήλ διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο. Το κάθε μέλος της δικής του οικογένειας αντιμετωπίζει την κρίση στο σπίτι διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο – ακόμα και ο μικρούλης Μπένζι. Εκείνος είναι διχασμένος και απογοητευμένος. Η προσωπική του ζωή είναι γεμάτη άγχη και υποχρεώσεις που αδυνατεί να ανταποκριθεί, ασάφειες και μπερδέματα, απογοητεύσεις και καταπιεσμένα συναισθήματα. Η ερωτική ζωή με την Τζούλια έχει χαθεί προ πολλού και ακούει συνεχώς πολιτικά podcasts για να χαλαρώσει, ενώ με τα παιδιά του, η επικοινωνία διαρκώς λιγοστεύει και η κόντρα με τον εαυτό του μεγαλώνει.
Ο Safran Foer έγραψε το «Ιδού εγώ» μετά το διαζύγιό του με την έξοχη συγγραφέα Nicole Krauss (που κάποιοι την θεωρούν πιο σημαντική). Εκείνη, έγραψε το «Δάσος σκοτεινό», ένα περισσότερο απαιτητικό και με φιλοσοφικό βάρος μυθιστόρημα, πιο εσωστρεφές από το βιβλίο του πρώην συζύγου της. Και στα δύο βιβλία οι ήρωες είναι πρόσφατα χωρισμένοι, και στα δύο υπάρχει πολύ Ισραήλ μέσα και στα δύο, η προσωπική αναζήτηση κατέχει τον κεντρικό ρόλο. Προφανώς και οι δύο προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το σημαντικό γεγονός της ζωής τους, με την δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Όχι, ότι έχει κάποια μεγάλη σημασία – ο αναγνώστης που θα διαβάσει τα βιβλία, μπορεί κάλλιστα να το αγνοήσει, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον ως γεγονός.
Υπερφιλόδοξο και μαξιμαλιστικό το μυθιστόρημα του ικανότατου και ευφυέστατου Safran Foer, χάνεται κάπου μεταξύ της οικογενειακής ιστορίας και της «καταστροφής» του Ισραήλ. Πολύ ενδιαφέρον στο πρώτο του μισό, χάνεται και μπερδεύεται όσο προχωράει και προσπαθεί να χωρέσει τα πολιτικογεωγραφικά παιχνίδια μέσα στην ενδοσκόπηση του ήρωά του. Ατέρμονοι και ατελείωτοι διάλογοι «επί παντός επιστητού», σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης και τρομερά ενδιαφέρουσες στιγμές, εναλλάσσονται με σελίδες απόλυτης φλυαρίας και αδιαφορίας, όπου θα μπορούσε να λείπει τουλάχιστον το 1/3 του όγκου του. Η ικανότητα του συγγραφέα είναι δεδομένη και είναι ιδιαίτερα σαγηνευτικό το ύφος του – διαβάζεται ευχάριστα αλλά δεν νομίζω ότι αυτό ήταν πραγματικά το ζητούμενο. Το «Ιδού εγώ» είναι ένα μυθιστόρημα πραγματικά ανοικονόμητο, άνισο και χαοτικό όσο όμορφο τις περισσότερες στιγμές κι αν είναι, παραμένει όμως ένα αξιόλογο βιβλίο, μια ωραία και περήφανη αποτυχία, που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί.
Βαθμολογία 78 / 100
Δημοσίευση σχολίου