Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2020 | Permalink
Πάντα ο Ναμπόκοφ ("Δόξα")
 Από τα βιβλία της (αποκαλούμενης ως) «Ρώσικης περιόδου», του σπουδαίου Vladimir Nabokov (Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1899 – Μοντρέ, Ελβετία 1977), η «ΔΟΞΑ» («Glory / Podvig»), είναι από τα πιο υποτιμημένα και ίσως λιγότερο προβεβλημένα, στο σύνολο του έργου του. Μυθιστόρημα που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1932, μια περίοδο πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο που ο Ναμπόκοφ ζούσε μεταξύ Ελβετίας, Βερολίνου, Κέμπριτζ και Παρισιού με το ψευδώνυμο που αρχικά χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας (V. Sirin), για να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα του, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα μ’ εκείνον. Η «Δόξα» (που αρχικά είχε τον τίτλο «Ρομαντικά χρόνια»), μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα Αγγλικά, προς το τέλος της ζωής του συγγραφέα, την δεκαετία του 70, από τον ίδιο σε συνεργασία με τον γιο του Dimitri σε μια προσπάθεια έκδοσης των πρωτόλειων βιβλίων του συγγραφέα, που ήταν γραμμένα στα Ρωσικά και εν πολλοίς άγνωστα στο κοινό της Δύσης. Η «Δόξα» μεταφράστηκε από την (εξαιρετική) Σταυρούλα Αργυροπούλου στα ελληνικά και κυκλοφόρησε στα μέσα της χρονιάς από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (σελ.270) με ένα από τα χειρότερα εξώφυλλα που κυκλοφόρησαν φέτος.
 


Η «Δόξα», ένα πολύ σαγηνευτικό μυθιστόρημα μαθητείας («Bildungsroman»), χαρακτηριστικό και αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του μοναδικού ύφους του Ναμπόκοφ, είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που εμπεριέχεται σε μεταγενέστερα έργα του συγγραφέα. Και δεν μιλάω μόνο για το «Μίλησε Μνήμη» όπου αναφέρεται εις μακρόν για την περίοδο της ζωής του στη Ρωσία και αλλού, αλλά και για το εκπληκτικό «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» πρώτο αγγλόφωνο μυθιστόρημά του, όπου λεπτομέρειες από την ζωή του στη Ρωσία, που υπάρχουν στην «Δόξα», χρησιμοποιούνται και εκεί.
 
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Μάρτιν Εντελβάις, με το περίεργο επίθετο, που ο Ελβετός παππούς του, που είχε ερωτευτεί μια πάμπλουτη Ρωσίδα τού κληρονόμησε. Ο Μάρτιν είναι ένα ευαίσθητο και πολύ ευσυγκίνητο παιδί, που έλκεται ιδιαίτερα από τα τρένα, τα δάση, τα φώτα, την ομορφιά της φύσης. Παρακολουθούμε τη ζωή του, από την παιδική του ηλικία μέχρι το τέλος των σπουδών του, τα παιδικά χρόνια στην Αγία Πετρούπολη και το διαζύγιο των γονιών του. Εκείνος θα μείνει με την μητέρα του, την Σοφία, και μετά το ξέσπασμα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, θα τον πάρει μαζί της στην Γιάλτα της Κριμαίας, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μακριά από τη βία των μεγάλων πόλεων. Ο πατέρας του θα πεθάνει ξαφνικά, ο εμφύλιος πόλεμος θα φτάσει στη πόλη που ζουν και η μητέρα του, θα αποφασίσει να φύγουν από τη χώρα και να πάνε να μείνουν στον κουνιάδο της (τον αδελφό του συζύγου της) σε ένα χωριό της Ελβετίας.
 
Στο ταξίδι με το πλοίο, για τον Πειραιά, μέσω Κων/λης, ο έφηβος Μάρτιν, όχι μόνο θα νιώσει τα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα για μια παντρεμένη γυναίκα, που γράφει ποίηση, με το περίεργο όνομα Άλα, αλλά και θα μυηθεί και στις ηδονές του έρωτα από αυτήν. Μάνα και γιος φτάνουν σύντομα στην Ελβετία και στο σπίτι του θείου Γκένριχ Εντελβάις. Ο Μάρτιν μετά από λίγο καιρό θα φύγει για σπουδές στο Κέμπριτζ της Μ.Βρετανίας και περνώντας από το Λονδίνο, θα φιλοξενηθεί στο σπίτι των Ζιλάνοβ, όπου εκεί θα γνωρίσει την μικρότερη κόρη, την Σόνια, ένα ατίθασο πνεύμα και ιδιαίτερα προκλητικό άτομο που, απαιτεί την προσοχή και το ενδιαφέρον των γύρω της διαρκώς. Ο Μάρτιν πηγαίνοντας στο Κέμπριτζ, θα γνωριστεί με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, καθηγητές και συμφοιτητές, η Σόνια θα έρχεται για επισκέψεις και ο Μάρτιν θα την ερωτεύεται όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να τολμάει να κάνει μια προσπάθεια μαζί της, καθώς εκείνη συνεχώς τον μπερδεύει με τη στάση της – άσε δε, που ο κολλητός του φίλος, ο Ντάργουιν την ερωτεύεται και της κάνει πρόταση γάμου, αλλά εκείνη τον απορρίπτει.
 
Μετά τις σπουδές, είναι αδύνατον για τον Μάρτιν, να μείνει στην Ελβετία. Η μητέρα του έχει παντρευτεί τον θείο του, δεν έχει τίποτα να κάνει και η οικογένεια της Σόνια έχουν μετακομίσει στο Βερολίνο. Εκεί θα πάει και ο Μάρτιν, για να βρει ένα νόημα στη ζωή του, αλλά και για να είναι κοντά στη Σόνια, το αντικείμενο του πόθου του. Κι εκεί όμως, είναι αδύνατον όχι μόνο να την πλησιάσει – καθώς έχει μετατραπεί σε μια μοιραία γυναίκα που την πολιορκούν Ρώσοι εμιγκρέδες ποιητές και διανοούμενοι, αλλά και αδυνατεί να την κατανοήσει. Ο Μάρτιν αποφασίζει να φύγει ξανά, να περιπλανηθεί όχι μόνο για να ξεχάσει αλλά και για να καταλάβει το βαθύτερο εγώ του, τι είναι αυτό που τον γεμίζει, ενώ στο μυαλό του γυροφέρνει η ιδέα της επιστροφής του στη Ρωσία, ως μιας πράξης ηρωικής αλλά και εντυπωσιακής.
 
«Του άρεσε να χορεύει με κάποια άγνωστη κυρία, του άρεσε η επιπόλαιη, σεμνή συζήτηση μέσα από την οποία αφουγκράζεσαι εκείνο το υπέροχο ασυνάρτητο κάτι που συντελείται εντός σου και εντός της και θα κρατήσει για δυο τρεις νότες ακόμα, και έπειτα, δίχως να προσφέρει καμία λύση, θα χαθεί μια για πάντα και θα λησμονηθεί ολότελα. Όσο, όμως, διατηρείται η συνένωση, αρχίζει να διαμορφώνεται το περίγραμμα ενός πιθανού έρωτα και όλα αυτά υπάρχουν εν σπέρματι▪ η ξαφνική σιωπή μες στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, ένας άντρας που με τρεμάμενο χέρι ακουμπά στο σταχτοδοχείο το τσιγάρο του που μόλις το άναψε αλλά τον ενοχλεί, γυναικεία μάτια που κλείνουν αργά όπως στον κινηματογράφο, και το ευλογημένο ημίφως▪ και μέσα σε αυτό ένα φωτεινό σημείο, μια λαμπερή λιμουζίνα που ταξιδεύει γοργά μες στη βροχερή νύχτα. Και ξάφνου μια λευκή βεράντα και η θάλασσα να κυματίζει κάτω από τον ήλιο, και ο Μάρτιν να ρωτά σιγανά την κοπέλα που πήρε μαζί του: «Το όνομά σου; Ποιο είναι το όνομά σου;». Πάνω στο φωτεινό της φόρεμα παίζουν των φύλλων οι σκιές▪ εκείνη σηκώνεται, φεύγει. Και ο κρουπιέρης με την όψη του αρπακτικού μαζεύει με το φτυαράκι του τις τελευταίες μάρκες του Μάρτιν, και το μόνο που του μένει είναι να βάλει τα χέρια του στις άδειες τσέπες του σμόκιν του, να κατέβει με βήματα αργά στον κήπο και το πρωί να πάει να πιάσει δουλειά σαν χαμάλης στο λιμάνι▪ και να τη πάλι εκείνη … στο κότερο κάποιου άλλου … λαμποκοπάει, γελάει, πετάει νομίσματα στο νερό …»

 

Για όποιον έχει μελετήσει τη ζωή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, το βιβλίο αποτελεί μια λογοτεχνική μεταφορά της ζωής του. Όπως κι ο ήρωάς του, ο Ναμπόκοφ ακολούθησε την ίδια διαδρομή στην εξορία, όπου σε καμία χώρα, σε καμία πόλη το συναίσθημα της αποξένωσης δεν τον άφησε ποτέ. Ο ήρωάς του, ο πολύ ιδιαίτερος και συναισθηματικός Μάρτιν, είναι ένας εστέτ της εποχής, που ζει στο μυαλό του, μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Αφήνει τον εαυτό του, να χάνεται στον παραμυθένιο κόσμο των δασών, ενθουσιάζεται με την διαρκή κίνηση των τρένων, παρατηρεί και έλκεται από τα φώτα των πόλεων, των μακρινών και ανεξιχνίαστων χωριών και πόλεων που βλέπει από το παράθυρο του τρένου – σε μερικές γοητευτικές σελίδες (και είναι πολλές αυτές) του βιβλίου, θα ακολουθήσει το ένστικτό του, θα κατέβει από το τρένο, διακόπτοντας το ταξίδι του, για να βρει από πού έρχονται τα φώτα που βλέπει στο βάθος, ψάχνοντας για μια πόλη ή έναν οικισμό που νομίζει ότι τον βρίσκει.
 
Πέρα όμως από τον διάχυτο (και λίγο πεπερασμένο) ρομαντισμό του βιβλίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η έλξη που ασκεί στον ήρωα, η αίσθηση της χαμένης πατρίδας. Ο Μάρτιν επιζητεί την παρέα με τους εμιγκρέ – οι οποίοι από τη μια τον απογοητεύουν από την άλλη τον έλκουν. Έχει πάντα και διαρκώς στο μυαλό του να ξαναγυρίσει στη χώρα του, να διαβεί τα σύνορα με κίνδυνο της ζωής του, χωρίς να ξέρει τι θα πάει να κάνει εκεί, σε μια προσπάθεια να «βρει τον εαυτό του», το «βαθύτερο είναι» του. Το κλείσιμο του μυθιστορήματος, ανοιχτό σε ερμηνείες, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, καθώς ο Μάρτιν θα κάνει του κεφαλιού του χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες.
 
Η γοητεία όμως του Ναμπόκοφ είναι περισσότερο στις εξαίσιες προτάσεις, στις στιγμές που ο αναγνώστης θα μείνει ενεός μπροστά στη σαγήνη που του ασκεί η ατμόσφαιρα που πλάθει ο σπουδαίος αυτός Δημιουργός. Σε αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας, η πλοκή είναι χαλαρή, τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να οδηγούν πουθενά – είναι φανερό ότι η «Δόξα» δεν είναι από τα καλύτερα μυθιστορήματα του, αλλά είναι επίσης φανερό ακόμα και στον πιο αδαή, ότι δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Ο «αισθητισμός» του Ναμπόκοφ, απηχεί συγγραφείς του τέλους του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ου, επικεντρώνοντας στις κινήσεις των πρωταγωνιστών του, ακόμα και τις πιο αδιάφορες – μια σκηνή τσαγιού, η ηδονή που σου προσφέρει ένα λουκουμάκι, το θρόισμα ενός φουστανιού, οι «γατίσιες» ματιές της Σόνια, το σκοτάδι των δρόμων, τα φώτα στο βάθος, το θρόισμα των φύλλων, η θέα μια λίμνης, το σήκωμα της ποδιάς της υπηρέτριας. Όλα αυτά και πολύ περισσότερα, που υπάρχουν στο αριστουργηματικό «Μίλησε μνήμη», εδώ απλά παίρνουν τη μορφή μιας μυθιστορηματικής αφήγησης.
 
«Ξάφνου ο Μάρτιν συνειδητοποίησε φουρκισμένος ότι ξέχασε να πάρει από το σαλόνι το βιβλίο που του άρεσε να διαβάζει στο κρεβάτι. Έριξε πάνω του μια ρόμπα και κατέβηκε στο πρώτο πάτωμα. Το βιβλίο ήταν ένας κακοπαθημένος τόμος του Τσέχοφ. Το βρήκε στο πάτωμα και ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Η νοσταλγία του όμως δεν έλεγε να περάσει, μολονότι ο Μάρτιν ήταν από τους ανθρώπους για τους οποίους ένα καλό βιβλίο πριν από τον ύπνο αποτελεί ευλογία. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος τύχει να θυμηθεί μέσα στη μέρα, ανάμεσα στις υπόλοιπες δουλειές του, ότι πάνω στο κομοδίνο του, απολύτως ασφαλές, τον περιμένει ένα βιβλίο, κατακλύζεται από άφατη ευτυχία.»
 
Αφύπνιση της αναγνωστικής αίσθησης και αναγνωστική απόλαυση, αυτό συνιστά η ανάγνωση της «Δόξας», ίσως βέβαια, είναι η αντάμωση ξανά με έναν μεγάλο συγγραφέα που αποτελεί εμπειρία, όποτε πιάνεις να τον διαβάσεις. Αφήγηση που αφοπλίζει, ευφυία που ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της, το ύφος του Ναμπόκοφ δεν αφήνει περιθώρια για διαφωνίες – είναι Λογοτεχνία με τα όλα της και όταν είναι τόσο ωραία μεταφρασμένη, δεν μπορείς παρά να κάνεις στην άκρη τις μεμψιμοιρίες και να αφήσεις να σε πάρει μαζί της.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home