Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020 | Permalink
Βερνόν Σουμπουτέξ - μια αναγνωστική έκπληξη
Ο
Βερνόν Σουμπουτέξ είναι ένας σαγηνευτικός απόκληρος. Είναι άρχοντας και λούζερ,
«τελειωμένος» και μαχητής, «ήρωας» αλλά και καρικατούρα, μάρτυρας και λαμόγιο,
ακαταμάχητος εραστής και θρυλικός ξεφτίλας, χαρακτήρας από την «Ανθρώπινη
Κωμωδία» αλλά και ήρωας κόμικ. Ποιος είναι ο Βερνόν Σουμπουτέξ λοιπόν, ο bigger than life λογοτεχνικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος «ΒΕΡΝΟΝ
ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ» της Γαλλίδας συγγραφέως (και σκηνοθέτιδος) Virginie Despentes (Νανσύ, 1969) – (εκδ.
Στερέωμα, μετάφρ. Ρ.Κολαΐτη, σελ.437);
Ο
Βερνόν είναι ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα. Είναι μεσήλικας, και το
φημισμένο δισκάδικο που είχε και λεγόταν «Revolver»,
χρεοκόπησε και έκλεισε κάποια χρόνια πριν. Στην αρχή εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες
του έκλεινε κάποιες δουλίτσες και μπορούσε να συντηρηθεί, μετά αναγκάστηκε να
πουλάει στο διαδίκτυο ότι στοκ του είχε μείνει από το μαγαζί - μετά όμως όλα
αυτά τελείωσαν και δεν είχε έσοδα από πουθενά. Ζόρια με τα οικονομικά, ζόρια
και με τις γυναίκες που σιγά σιγά εξαφανίζονταν από δίπλα του καθώς «η μπογιά
του» δεν δείχνει να περνάει πλέον. Υπάρχουν όμως και οι φίλοι από το παρελθόν.
Άλλο βάσανο κι αυτό. Κάποιοι πήγαν να ζήσουν στην επαρχία και όσοι είχαν
μείνει, άρχιζαν να πεθαίνουν ένας-ένας, με αποκορύφωμα αυτό που συνέβη με τον Αλεξάντρ
Μπλιτς, τον διάσημο τραγουδιστή με τον οποίο είχε γίνει φίλος από την εποχή του
μαγαζιού και ο οποίος του πλήρωνε το ενοίκιο του σπιτιού που έμενε. Τώρα ο
Αλεξάντρ Μπλιτς βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα ενός ξενοδοχείου, ήταν ένας άνθρωπος
που δεν μπορούσε να διαχειριστεί την μεγάλη του επιτυχία, καταθλιπτικός και
ναρκομανής. Είχε εξαφανιστεί για μήνες, δεν του έστελνε και τα λεφτά για το
νοίκι και αίφνης, ο Βερνόν είναι κυριολεκτικά ξεκρέμαστος, καθώς χρωστάει
πολλούς μήνες και η έξωση είναι αναπόφευκτη.
«Το
δισκάδικό του λεγόταν Revolver. Ο Βερνόν ξεκίνησε
να δουλεύει εκεί στα είκοσί του ως πωλητής και, στη συνέχεια, το ανέλαβε εξ
ολοκλήρου, όταν το αφεντικό αποφάσισε να φύγει για την Αυστραλία, όπου έγινε
εστιάτορας. Αν κάποιος του έλεγε, την πρώτη χρονιά, πως θα περνούσε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κει μέσα, θα του απαντούσε «κόψ’ τις μαλακίες,
έχω κι άλλα πράγματα να κάνω». Μόνο όταν μεγαλώνεις συνειδητοποιείς πως η
έκφραση «γαμώ την πουτάνα μου, πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος» συνοψίζει όσο πιο
εύστοχα γίνεται το πνεύμα της δράσης.»
Το
μόνο αντικείμενο που προλαβαίνει να πάρει από το σπίτι του, αφότου έρχονται οι δικαστικοί
κλητήρες είναι μια τσάντα, που μεταξύ διαφόρων μικροπραγμάτων μέσα, έχει και μερικές
βιντεοκασέτες που γυρίστηκαν σπίτι του, κι όπου ο Αλεξάντρ Μπλιτς προβαίνει σε
μια συγκλονιστική εξομολόγηση. Είχε μείνει στου Βερνόν τρεις μέρες, τίγκα στο
ναρκωτικό και στο ποτό και έχοντας μαζί του μια παλιά βιντεοκάμερα,
αυτοσυνεντευξιάστηκε σε τρεις βιντεοκασέτες, αφήνοντάς τες στον Βερνόν,
λέγοντάς του, ότι αυτή είναι η διαθήκη του. Ο Βερνόν δεν τις άκουσε ποτέ, αλλά
τώρα συνειδητοποιεί ότι αποτελούν ένα είδος κληρονομιάς που μπορεί να αξίζει
πολλά.
Ο
Βερνόν περιπλανιέται από καναπέ σε καναπέ, εκμεταλλευόμενος διαδικτυακές φιλίες
με γυναίκες και άντρες με τους οποίους συνομιλούσε στο Facebook,
τηλεφωνώντας σε παλιούς φίλους με τους οποίους είχε χαθεί για χρόνια, λέγοντάς τους
ψέματα ότι ζούσε στο Κεμπέκ. Συνάπτει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες απελπισμένες
και γυναίκες νέες που δεν μπορούν να αντισταθούν στα γαλάζια του μάτια, φυλάει
σκυλιά, κάνει οτιδήποτε για να επιβιώσει. Σύντομα όμως διαδίδεται ότι έχει στη
κατοχή του, κάτι από τον Αλεξάντρ Μπλιτς που θα ενδιέφερε πάρα πολλούς, όχι
μόνο από την πλευρά την δημοσιογραφική, αλλά κι από την πλευρά εχθρών του
τραγουδιστή που δεν ήθελαν να βγει κάτι στη δημοσιότητα. Κάποιοι βρίσκονται στο
κατόπι του άστεγου και πένητα Βερνόν κι άλλοι ψάχνουν για να εντοπίσουν από πού
προέρχονται οι φήμες προσδίδοντας ένα θριλερίστικο στοιχείο στην ιστορία. Εν τω
μεταξύ, ο Βερνόν κλωτσάει και τις τελευταίες ευκαιρίες για να βολευτεί κάπου,
πάντα ατίθασος και αποσυνάγωγος, ερωτεύεται τις λάθος γυναίκες και κάνει πάντα τις
λάθος επιλογές.
«Μόλις
την επομένη, μες στο φως της μέρας, τον θάμπωσε η ομορφιά της. Η Μαρσιά
κρατούσε ένα φλιτζάνι τσάι ανάμεσα στις παλάμες της, με το κεφάλι στραμμένο
προς το φως, καθισμένη, με τα μάτια κλειστά, απέναντι από την τζαμαρία. Η
καθαρή γραμμή του πηγουνιού της, η αψεγάδιαστη καμπύλη των χειλιών, το πρόσωπό
της, πρόσωπο εξόριστης βασίλισσας. Σε μια στιγμή, έγινε όλες οι γυναίκες που
είχε γνωρίσει στη ζωή του. Στο κόσμο του ροκ, συναναστρεφόταν μοντέλα,
κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα, πορνοστάρ, μαζοχίστριες, κουλτουριάρες … οι
εγγονές της Πάτι Σμιθ και τη Μαντόνα. Όμως οι άλλες – οι κόρες της Τζέι Λο και
της Μπιγιονσέ, οι μικρές Ριάνα και Σακίρες – δεν χρειάζονταν το ροκ. Έπαιζαν σε
άλλο ταμπλό. Ο Βερνόν δεν καταλάβαινε τι θα μπορούσε να έβρισκε μια τέτοια
κοπέλα σ’ έναν τύπο όπως αυτός. Όμως στο διαμέρισμα, ο Βερνόν ήξερε ακριβώς που
ήταν η Μαρσιά, περιφερόταν στον χώρο όπου εκείνη βρισκόταν τυχαία, προσεκτικός
για να δείχνει ανέμελος, και του φαινόταν πως εκείνη ήθελε πάντα να ζεστάνει
λίγο νερό όταν αυτός ήταν εκεί, να ψάξει το φουλάρι της στο καθιστικό ακριβώς
όταν αυτός βρισκόταν εκεί. Κύκλωναν ο ένας τον άλλον, δεν αντάλλασσαν κουβέντα,
τους ένωνε ένα αόρατο τεντωμένο σχοινί.»
Η
συγγραφέας περιγράφοντας την περιπλάνηση του ήρωά της, από το ένα σπίτι στο
άλλο, από καναπέ σε καναπέ, από κρεβάτι σε κρεβάτι, προσφέρει ένα πανόραμα της σύγχρονης
Γαλλικής κοινωνίας δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια. Μέσα από τις συζητήσεις και
τις συμπεριφορές, από τους μικροαστούς και τους οικονομικά ανερχόμενους, μέχρι τις
πορνοστάρ και τους ανθρώπους των δισκογραφικών εταιρειών, τονίζονται οι
αντιφάσεις, οι σχέσεις οικονομικές, κοινωνικές και συζυγικές/ερωτικές. Μέσα από
ένα πλήθος χαρακτήρων, εξαιρετικά σκιαγραφημένων βλέπουμε το «μοδάτο» Παρίσι
των κοινωνικών διαφορών και των κοινωνιολογικών επιπέδων.
Αναπόφευκτα
ο Ουελμπέκ και τα βιβλία του έρχονται στο μυαλό του αναγνώστη. Ένας Ουελμπέκ όμως
διαφορετικός, πιο pulp, πιο σπιντάτος,
πιο γκροτέσκος. Η κοινωνία είναι η ίδια και τα θέματα κοινά. Σεξ, ναρκωτικά,
αποξένωση και αλλοτρίωση, το κυνήγι της δόξας με κάθε τρόπο και ματαιοδοξία
συνιστούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που η Ντεπάντ περιγράφει με κυνισμό, ενσυναίσθηση,
πειστικότητα και ζωντάνια, κρατώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση, ανανεώνοντας
διαρκώς το ενδιαφέρον του, από χαρακτήρα σε χαρακτήρα που εισάγει στην
ιλιγγιώδη πλοκή του μυθιστορήματός της. Βεβαίως ο ήρωάς της, αυτός ο απίθανος
Βερνόν Σουμπουτέξ είναι που κυριαρχεί στη δομή του βιβλίου, ένας άνθρωπος που «πέφτει»
και προσπαθεί να κρατηθεί, που τον συμπαθείς και τον αντιπαθείς, αντιφατικός όπως
η ίδια η ζωή, όπως η κοινωνία μέσα στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει.
Πλημμυρισμένο
από μουσικές – το «soundtrack» του βιβλίου
υπάρχει στο Spotify - και γραμμένο με δυναμισμό και ένταση, το
μυθιστόρημα της Ντεπάντ σε «χτυπάει κατακούτελα» και σε ξαφνιάζει σε κάθε του
κεφάλαιο, παρασύροντας τον αναγνώστη του, σε μια διαδρομή που εμπεριέχει τα
πάντα, γέλιο (το χιούμορ είναι σαρωτικό), δράμα, ένταση, βωμολοχίες, στιγμές
που το γκροτέσκο υπερτερεί σε ίσως ενοχλητικό βαθμό, σε ένα ταμπλό βιβάν
σύγχρονο αλλά και ταυτόχρονα παλαιϊκό από ένα Παρίσι άναρχο και ξέφρενο που θα
μπορούσε να φέρει στο μυαλό σελίδες από τα μεγάλα και ανοικονόμητα
μυθιστορήματα του Μπαλζάκ.
Πρώτο
μέρος μιας τριλογίας, που ήδη έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση με την μορφή
τηλεοπτικής σειράς, το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ», είναι ένα μοντέρνο και γνήσια λαϊκό
μυθιστόρημα, υπέροχο και άκρως πληθωρικό, ουσιαστικό και καίριο που, αποτελεί μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις της χρονιάς – ομολογώ
ότι δεν θα το άγγιζα αν δεν έβλεπα τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που το διάβασαν
και την ένταση με την οποία μου μιλούσαν γι’ αυτό. Έχοντας μπει στην μικρή
λίστα (shortlist) για το Man
Booker του 2018, και μεταφρασμένο υπέροχα από την
εξαιρετική Ρίτα Κολαΐτη (που μεταπηδάει με άνεση από τον Huysmans και τον Malraux,
στην Ντεπάντ και τον Vincent) το μυθιστόρημα, δεν
μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν αναγνώστη και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερό
του επίτευγμα. Ανυπομονώ για τη συνέχεια…
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου