Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2020 | Permalink
Για ένα λογοτεχνικό αριστούργημα ("Το τέλος της παρέλασης, Κάποιοι όχι..."

 

Όταν συζητούσαμε με την νέα ιδιοκτησία των εκδόσεων Εξάντας για την αναβίωση της «Λευκής Σειράς», ένα από τα (πολλά και ιδιαίτερα ποιοτικά) βιβλία που είχα προτείνει για έκδοση, ήταν η εμβληματική τετραλογία του Ford Madox Ford (Surrey 1873 – Ντοβίλ, Γαλλία 1939), «Το τέλος της παρέλασης», ένα βιβλίο που είχα διαβάσει νέος στο πρωτότυπο, το είχα αγαπήσει, και μου έκανε πάντοτε εντύπωση γιατί δεν είχε εκδοθεί ποτέ στα ελληνικά! Η πρότασή μου υποστηρίχθηκε από την Μαρία Γυπαράκη που ήταν η υπεύθυνη για τις εκδόσεις, και μετά από κάποιες αναποδιές που δεν είναι της παρούσης, η μετάφρασή του ανατέθηκε (ευτυχώς) στην εξαίρετη Κατερίνα Σχινά.
 
Πριν από μερικούς μήνες, κυκλοφόρησε, ο πρώτος τόμος στην «Λευκή σειρά» – να ξεκαθαρίσω ότι οι τόμοι είναι αυτόνομοι, αν και ήδη στο εξωτερικό, κυκλοφορούν και τα τέσσερα βιβλία μαζί σε ένα τόμο – με τίτλο «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΣΗΣ, ΚΑΠΟΙΟΙ ΟΧΙ…» («Parades end, Some do not…»), όπως αναφέρω παραπάνω από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (σελ. 633), και ξαναδιαβάζοντας το, στα ελληνικά αυτή τη φορά, στην ρέουσα και (ως συνήθως) προσεγμένη δουλειά της έμπειρης μεταφράστριας, συνειδητοποίησα κάποιους από τους λόγους, που δεν είχε μεταφραστεί ποτέ αυτό το αριστούργημα του μοντερνισμού, με κυριότερο, αυτόν της αναγνωστικής δυσκολίας – διότι είναι ένα βιβλίο που θέλει/απαιτεί την προσοχή και την αφοσίωση του αναγνώστη σε αυτό το «ταξίδι» που είναι πυκνογραμμένο και γεμάτο νοήματα χωρίς να συμβαίνει κάτι δραματικό, αφού όλα βρίσκονται σε δεύτερο επίπεδο και κυρίως στηρίζονται σε έναν αφηγητή, που όπως και στην περίπτωση του άλλου σπουδαίου μυθιστορήματος, του Φορντ, το «Ο καλόςστρατιώτης», δεν είναι πάντα ο πιο αξιόπιστος.
 


Το βιβλίο του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα (το όνομά του είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Joseph Lepoprt Hermann Ford Madox Hueffer) γραμμένο το 1924, διαδραματίζεται τα χρόνια του Α παγκόσμιου πολέμου, λίγο πριν ξεσπάσει και κατά τη διάρκειά του, και χωρίζεται σε δύο μέρη, παρακολουθώντας την πορεία του κεντρικού χαρακτήρα, του Κρίστοφερ Τίτζενς, μιας μοναδικής λογοτεχνικής περσόνας.
Ο αριστοκράτης Τίτζενς είναι ένας τζέντλεμαν της «παλιάς σχολής», που αυτοπροσδιορίζεται ως «ο τελευταίος Τόρι» («Torries» αποκαλούντο οι οπαδοί του Συντηρητικού κόμματος της Μ.Βρετανίας). Είναι ένας άνθρωπος βαθιά συντηρητικός με πολύ ισχυρές (και αμετακίνητες) απόψεις, που απορρίπτει οτιδήποτε σύγχρονο καθώς ζει στο παρελθόν, οραματιζόμενος την εποχή του 17ου αιώνα ως τον αιώνα που μεγαλούργησε η Αγγλία κατακτώντας τον κόσμο! Είναι ο μικρότερος γιος ενός επαρχιώτη τζέντλεμαν του Γιορκσάιρ, δεν είχε καμία φιλοδοξία, μεγαλόσωμος και ελαφρώς ατσούμπαλος με ωραία μάτια και έντονο βλέμμα, ήταν προορισμένος για μια θέση στο Δημόσιο και είχε ένα μόνιμο εισόδημα από ένα κληροδότημα της μητέρας του. Ο Τίτζενς νιώθει και αισθάνεται «ξένος» στην κοινωνία που έχει διαμορφωθεί στην Αγγλία της εποχής, όπου οι γυναίκες έχουν αποκτήσει κάποια δικαιώματα, και οι σουφραζέτες κάνουν αγώνες για το δικαίωμα ψήφου, νιώθει «ξένος» και απομονωμένος στην ιδέα μιας ανοιχτής και «πανερωτικής» κοινωνίας. Εργάζεται σε ένα υπουργείο και καθώς είναι μαθηματική διάνοια, ασχολείται με τις στατιστικές και την έρευνα, δίνοντας λύσεις σε πολλά θέματα – αν δεν ήταν τόσο απόμακρος και σνομπ θα έκανε μεγάλη καριέρα στον δημόσιο βίο αλλά η στάση του απομακρύνει τους πάντες.
 
«Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν δυο μυαλά που δουλεύουν παράλληλα, και το ένα ελέγχει το άλλο▪ κι έτσι το συναίσθημα έρχετεαι αντιμέτωπο με τη λογική, η νόηση μετριάζει το πάθος και οι πρώτες εντυπώσεις επιδρούν λίγο, αλλά πολύ λίγο, στη γενική εικόνα. Παρ’ όλα αυτά οι πρώτες εντυπώσεις εμπεριέχουν πάντοτε κάποια προκατάληψη και ο ήρεμος στοχασμός συχνά πρέπει να δουλέψει εντατικά για να τις απαλείψει.»
 
Το βιβλίο ξεκινάει με τον Τίτζενς να πηγαίνει με τον φίλο και συνάδελφό του Μακμάστερ (φανατικό Wigg δηλαδή οπαδό του Φιλελεύθερου κόμματος, ενδεικτικό κι αυτό της διαφορετικής τους καταγωγής και αντιπρόσωπο μιας νέας τάξης στη χώρα), υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, σε μια πόλη του Σάσεξ για ένα τουρνουά γκολφ. Ταξιδεύουν με τρένο, κάτι που προξενεί ανασφάλεια στον Τίτζενς ως σύμβολο της Βιομηχανικής εποχής. Ήταν συμφοιτητές με τον Μακμάστερ στο Κέμπριτζ και παρότι ο τελευταίος ήταν μικροαστικής ή ακόμα «ταπεινότερης» καταγωγής, αυτό δεν ενοχλεί τον Τίτζενς που τρέφει βαθιά φιλικά αισθήματα γι’ αυτόν. Ο Μακμάστερ έχει μόλις γράψει ένα δοκίμιο κριτικής για τον ποιητή και ζωγράφο Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι και (ανάμεσα σε όλα τα άλλα) θα ήθελε να εισχωρήσει στους κύκλους της διανόησης.
Τον Τίτζενς δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα αυτό, καθώς ο ίδιος έχει ένα πολύ σοβαρό προσωπικό πρόβλημα. Η πανέμορφη και ιδιαίτερα «καπάτσα» σύζυγός του, Σύλβια τον έχει εγκαταλείψει εδώ και μερικούς μήνες, ευρισκόμενη στο εξωτερικό – στη Γαλλία -  με τον εραστή της. Έχει πάρει μαζί της την κόρη τους, ένα παιδί που ο Τίτζενς υπεραγαπά, παρότι έχει σοβαρές αμφιβολίες για το εάν είναι πράγματι δικό του. Ο Μακμάστερ ( που θεωρεί τον φίλο του, ως «τον ευφυέστερο άνθρωπο στη χώρα»), με τον οποίο διαμένει τους τελευταίους μήνες αφότου η Σύλβια έφυγε, τον συμβουλεύει να ζητήσει διαζύγιο, αλλά εκείνος απορρίπτει μετά βδελυγμίας την ιδέα ως πράξη απεχθή για έναν τζέντλεμαν που προτιμάει να ξεφτιλιστεί παρά να εκθέσει μια κυρία.
Η Σύλβια όμως, μόλις του έχει στείλει μια επιστολή, που του ζητάει να την δεχτεί πίσω, ανατρέποντας εν μέρει την κατάσταση. Η Σύλβια, βρίσκεται κι αυτή σε προσωπικό αδιέξοδο, αλλά είναι μια «γυναικα – δηλητήριο», δεν φοβάται να πει οτιδήποτε στον Τίτζενς, που τον θεωρεί τελείως άβουλο και ελαφρώς ηλίθιο, εκμεταλλευόμενη την ευγένειά του και την αμετακίνητη στάση του, προς το τι θεωρεί «πρέπον» για έναν τζέντλεμαν – κάτι που ίσως και να τον καθιστά «ηλίθιο» στο τέλος. Εξάλλου αυτό δεν απέχει από την γενικότερη αίσθηση γύρω του, καθώς όλοι (μα όλοι) θεωρούν ότι κάτι πονηρό έχει κάνει ο ίδιος για να τον εγκαταλείψει η σύζυγός του, καθώς δεν μιλάει καθόλου γι’ αυτό, αφήνοντας να αιωρείται στην κοινωνία η εντύπωση ενοχής του.
 
Στο Σάσεξ, ο Τίτζενς και ο Μακμάστερ, θα κάνουν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες που θα τους αλλάξουν τη ζωή. Καταρχάς ο Μακμάστερ θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την κα Ντούσμιν, σύζυγο ενός παρανοϊκού πάστορα, με την οποία δεν θα αργήσει να κάνει δεσμό, και ο Τίτζενς θα γνωρίσει την Βαλεντάιν Γουάνοπ, κόρη μιας πολύ γνωστής συγγραφέως – που ο Τίτζενς ανέκαθεν θαύμαζε ως τη συγγραφέα του μοναδικού λογοτεχνικού έργου της εποχής που ήταν άξιο μνείας. Η Βαλεντάιν μια πολύ γοητευτική νεαρή σουφραζέτα, που έχει αναγκαστεί να δουλεύει από μικρή λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας, αφού πρώτα μαζί με μια φίλη της μπουκάρει στο τουρνουά γκόλφ διακόπτοντάς το, έλκεται από τον αφελή και ελαφρώς αυτιστικό Τίτζενς και αυτοί οι δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι θα ερωτευτούν σε τελείως πλατωνικό βέβαια επίπεδο.
 
Στο δεύτερο (και πολύ καλύτερο) μέρος του βιβλίου, βρισκόμαστε στην χειρότερη περίοδο του Α παγκοσμίου πολέμου, μάλλον στο 1917. Ο Τίτζενς γυρίζει από το μέτωπο (από την Γαλλία) με μετατραυματικό σοκ. Έχει ελαφρά αμνησία, προσπαθεί να βρει τον εαυτό του διαβάζοντας την Μπριτάνικα, μπας και επανέλθει. Ο Μακμάστερ έχει παντρευτεί κρυφά την κα Ντούσμιν, που έχει χηρεύσει στο ενδιάμεσο και διοργανώνει λογοτεχνικές βραδιές στο διαμέρισμά τους.
 
Ο Τίτζενς με την επιστροφή του από τα χαρακώματα, μένει μαζί με την Σύλβια και το παιδί τους, στο σπίτι τους στο Λονδίνο και βλέπει τακτικά την κα Γουάνοπ που μαζί με την Βαλεντάιν έχουν μετακομίσει στο Λονδίνο. Η καλή κοινωνία της πόλης είναι πλέον πεπεισμένη (και σκανδαλισμένη) ότι, ο Τίτζενς όχι μόνο συντηρεί μάνα και κόρη, αλλά κι ότι έχει κάνει παιδί με την δεύτερη που εργάζεται ως γυμνάστρια σε ένα σχολείο θηλέων, εξακολουθώντας την ακτιβιστική της δράση. Η Σύλβια το πιστεύει βαθύτατα και σκορπάει το δηλητήριό για τον σύζυγό της, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί με αποκορύφωμα την κατηγορία ότι ό πατέρας του Τίτζενς απεβίωσε πρόσφατα διότι δεν άντεξε την ντροπή από τις φήμες, ότι ο γιος του ζει από την περιουσία της συζύγου του κι ότι με αυτά τα χρήματα, συντηρεί την ερωμένη του με την οποία έχει ένα εξώγαμο. Ήδη έχει συνεννοηθεί με τον τραπεζίτη τους, να μη δέχονται την υπογραφή του Τίτζενς στις επιταγές και προσπαθεί να πάρει την συνολική διαχείριση των οικονομικών τους, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο σύζυγός της είναι ανίκανος για κάτι τέτοιο – εξάλλου έχει κληθεί να επιστρέψει στο μέτωπο. Η εμφάνιση όμως του μεγαλύτερου αδελφού του Τίτζενς και κληρονόμου της πατρικής περιουσίας, θα διαφοροποιήσει την κατάσταση.
 
«Εξόντωση ή θεραπεία! Οι δύο βασικές λειτουργίες του ανθρώπου. Αν θέλεις να εξοντώσεις κάτι πήγαινε στη Σύλβια Τίτζενς με τη βέβαιη πεποίθηση ότι θα το αφανίσει: συναίσθημα▪ ελπίδα▪ ιδεώδη▪ - όλα τα σκοτώνει γρήγορα και αποτελεσματικά. Κι αν θέλεις κάτι να μείνει ζωντανό, πήγαινε στη Βαλεντάιν: κάτι θα βρει για να το σώσει… Οι δύο τύποι του ανθρώπινου πνεύματος: ο ανελέητος εχθρός από τη μια, το ασφαλές του αντίβαρο από την άλλη: το ξίφος… και το θηκάρι!»

 
Το βιβλίο δεν έχει δράση – τουλάχιστον όχι πολλή -, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, εκτυλίσσεται σε δεύτερο επίπεδο, στο μυαλό των χαρακτήρων, στα συναισθήματά τους, στα παιχνίδια της μνήμης, στις συνεχείς παρεξηγήσεις και στα κουτσομπολιά του περίγυρου των πρωταγωνιστών του, που ο Φορντ αναπτύσσει με μαεστρία, στις προσπάθειες κατανόησης των γεγονότων και στις προσπάθειες δικαίωσης του Τίτζενς, που είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας bigger than life, με τις συνεχείς αντιφάσεις του, τις σκέψεις του, την αφέλειά του που παρομοιάζεται από την παγκόσμια λογοτεχνική κριτική με αυτή του πρίγκιπα Μύσκιν του περίφημου «Ηλίθιου» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ο Τίτζενς, είναι ένας άνθρωπος, που αντιπροσωπεύει κάτι πεπερασμένο, κάτι παλαιικό, μια μορφή από το παρελθόν, είναι εκπρόσωπος μιας τάξης που πεθαίνει και με το τέλος του πολέμου θα αντιμετωπίσει τεράστιο οικονομικό (και όχι μόνο) πρόβλημα. Είναι τόσο προσκολλημένος στο παρελθόν, που όλες οι αλλαγές του προκαλούν εντύπωση και βρίσκεται σε μια διαρκή άρνηση προς τους αστούς και τα «νέα τζάκια» που διαμορφώνονται στον κοινωνικό του περίγυρο. Αυτός ο άνθρωπος θα δει τη ζωή του να ανατρέπεται με τον πόλεμο, το σοκ θα είναι τεράστιο και η προσαρμογή στην κοινωνία που έχει διαμορφωθεί στην πατρίδα του, θα είναι αποκρουστική και αβίωτη, γι’ αυτό προτιμάει να γυρίσει στο μέτωπο κι ας πεθάνει, παρά να ζει σε έναν ακατανόητο κόσμο με τον οποίον δεν μπορεί να συμβαδίσει.
 
Δεν είναι όμως μόνο ο Τίτζενς – παρότι κυριαρχεί σε κάθε σκηνή του βιβλίου (ακόμα κι όταν δεν είναι παρών), στο μυθιστόρημα δεσπόζει και η μορφή της Σύλβια της συζύγου του, που αντιπροσωπεύει την απόλυτα μοχθηρή και «κακή» σύντροφο που για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται (και παρουσιάζεται ως) γλυκιά και προσηνής με απόλυτα τρυφερά αισθήματα προς τον «αποσυντονισμένο» και «απροσάρμοστο» σύζυγό της, ενώ στην πραγματικότητα τον σιχαίνεται, τον υποβαθμίζει και τον ταπεινώνει διαρκώς και με κάθε ευκαιρία. Η Σύλβια στις σελίδες που εμφανίζεται (αλλά και όταν είναι απούσα, δείχνει να βρίσκεται στο προσκήνιο) είναι μια κινούμενη βόμβα που σχεδόν αδημονείς να εκραγεί - αγέρωχη και με την εντυπωσιακή της εμφάνιση, εισβάλλει στις συγκεντρώσεις, περπατάει στο σαλόνι της αγορεύοντας πάντα με κάθε λιγωμένο θαυμαστή της παρόντα, επιτίθεται στον Τίτζενς και καθηλώνει τον αναγνώστη με την δυναμική της προσωπικότητα. Η «ταλαιπωρία» του Τίτζενς από αυτήν, θα συνεχιστεί σε άλλη μορφή και στα επόμενα βιβλία – η Σύλβια δεν είναι ένας άνθρωπος από τον οποίον ξεμπλέκεις εύκολα.
 
«… πας γυρεύοντας για μπελάδες αν είσαι περισσότερο αλτρουιστής από την κοινωνία που σε περιβάλλει.»

 
Ως γνήσιο μυθιστόρημα χαρακτήρων – κάτι που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του Φορντ, δεν είναι μόνο αυτοί οι δύο ήρωες που συγκινούν και συναρπάζουν. Ο ανερχόμενος Μακμάστερ που αντιπροσωπεύει τον τύπο του ανερχόμενου μικροαστού από καλό όμως σχολείο, που θα κυριαρχήσει στην Βρετανική σκηνή τον 20ο αιώνα, η Βαλεντάιν Γουάνοπ που θα παρασύρει τον Τίτζενς σε μια ερωτική περιπέτεια, στην οποία αυτός, ο υπερήφανος και απόμακρος αριστοκράτης δεν θα μπορέσει να αντισταθεί, η κα Ντούσμινς που αντιπαθεί σφόδρα κι αυτή τον Τίτζενς, θεωρώντας τον «κάλπικο» και βλάκα και που ερωτεύεται τον Μακμάστερ βρίσκοντας τον τρόπο να ανέλθει στην κοινωνία, είναι όλοι αλησμόνητοι χαρακτήρες  με τα σφάλματά τους, τις καλές και τις κακές τους στιγμές, που διαγράφονται έντονα στην αναγνωστική συνείδηση.
 
«Το τέλος της παρέλασης, Κάποιοι όχι…» είναι ένα βιβλίο που μπορείς να το κατατάξεις σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Έχει τη μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα σε ιστορικά γεγονότα, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα χρονικό για έναν άνθρωπο που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει χωρίς σκηνές έντασης, είναι μια ακαταμάχητη ερωτική ιστορία δυο τελείως διαφορετικών ανθρώπων που απεικονίζουν τις κοινωνικές αλλαγές στη χώρα χωρίς να υπάρχουν ερωτικές σκηνές πάθους, είναι ένα βιβλίο για τις επιπτώσεις του πολέμου χωρίς να υπάρχει ούτε μια σκηνή στο μέτωπο. Είναι ένα αριστούργημα γραμμένο με το υπαινικτικό ύφος του Φορντ, που είναι πάνω απ’ όλα ένα εντυπωσιακό ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που βιώνει τρομερές αλλαγές.
 
Μοντερνιστικό βιβλίο που ενσωματώνει την συνειδησιακή ροή (τον εσωτερικό μονόλογο), με τον αφηγητή που αφήνει κενά στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, κάνοντας τον αναγνώστη να αμφιβάλλει πολλές φορές για την αξιοπιστία του, με πολύ χιούμορ που ισορροπεί με το δράμα, με χαρακτήρες που άλλοτε γίνονται υπερβολικοί, πολλές φορές κωμικοί και με τόσες αντιφάσεις που κάποιες στιγμές μπερδεύουν τον αναγνώστη. Δεν είναι περίεργο που το «Τέλος της παρέλασης» (συνολικά) δεν γίνεται τόσο δημοφιλές αφού οι περισσότεροι μιλούν γι’ αυτό παρά το έχουν διαβάσει. Ακόμα και ως τηλεοπτική σειρά σε αυτήν την έξοχη μεταφορά της από το BBC (με μοναδικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της), πριν μερικά χρόνια, δεν προχώρησε πέρα από το πρώτα δύο βιβλία της τετραλογίας, αποδεικνύοντας ότι είναι δύσκολο για βιβλία τέτοιου ύφους να τα αποδεχτεί το πλατύ κοινό.
 
Βαθμολογία 90 / 100


 
 
 
 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home