Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022 | Permalink
"Ο κόσμος όλος, είναι μια πληγή απέραντη" ("Για τον έρωτα και μόνο" του Νίκου Μπακόλα)

 

Λίγο πριν το τέλος του 2021, εκδόθηκε η νουβέλα «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ» (σελ. 187), του σπουδαίου συγγραφέα Νίκου Μπακόλα (1927-1999, Θεσσαλονίκη), από τις εκδόσεις Σοκόλη, με εξαιρετική εισαγωγή της Βενετίας Αποστολίδου, το ανέκδοτο και τελευταίο έργο ενός εκ των μέγιστων Ελλήνων πεζογράφων – και κατά την άποψη του γράφοντος, μέσα στους πέντε (5) εμβληματικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς, με την «Μεγάλη Πλατεία» του, να είναι ένα από τρία – τέσσερα καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στη γλώσσα μας. 
Δυστυχώς, η κυκλοφορία αυτή, πέρασε εν πολλοίς απαρατήρητη, όχι μόνο από το αναγνωστικό (και αγοραστικό) κοινό, αλλά και από τους θεωρούμενους ως ειδήμονες στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας, κάτι που καταδεικνύει αρχικά, την δύναμη του διαδικτύου, όπου, αν δεν είσαι δραστήριος σε αυτό ως εκδοτικός οίκος, ουσιαστικά δεν υπάρχεις, μέσα στη πληθώρα των νέων εκδόσεων και την προβολή αδιάφορων στην πλειονότητά τους βιβλίων, αλλά και την εξαφάνιση από την επικαιρότητα μιας σειράς μεγάλων συγγραφέων, που οι νέοι αναγνώστες δυστυχώς αγνοούν.


Το «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ», βρέθηκε ολοκληρωμένο και δακτυλογραφημένο μετά τον γρήγορο θάνατο από καλπάζοντα καρκίνο του συγγραφέα το 1999. Στις σημειώσεις που άφησε, γράφει ότι το άρχισε στο Λονδίνο το 1998, άρα είναι κυριολεκτικά η τελευταία του λογοτεχνική κατάθεση, κάτι που γνώριζε κι ο ίδιος, ολοκληρώνοντάς το με την φράση: «…αυτή η ιστορία θα τελειώσει τελεσίδικα, όπως κι όλες οι ατέλειωτές μας ιστορίες». Το πρώτο που προσέχει (από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου), ο επίμονος αναγνώστης του έργου του Μπακόλα, είναι ότι κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, διαφέρει θεματικά, τονίζοντας την ποικιλία που υπάρχει στη θεματολογία του, όπως όμως στο κέντρο της είναι πάντα ο άνθρωπος και οι περιπέτειές του, σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο, αυτό της Βόρειας Ελλάδας, όπου γεννήθηκε και έζησε για όλη του τη ζωή ο συγγραφέας.
 
Το μυθιστόρημα του Μπακόλα, εκτυλίσσεται την δεκαετία του ’90 και ο ήρωας είναι ένας έμπορος πάνω από εξήντα χρονών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Με πατέρα έμπορο (έναν «αρχοντάνθρωπο», όπως αναφέρει σε κάποιο σημείο η σύζυγός του), κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση, την οποία λόγω συνθηκών την μετέφερε εκτός πόλης σε ένα χωριό, όπου ζει πλέον με την οικογένειά του – την σύζυγο και τον φοιτητή γιό του. Ο ήρωας, βρίσκεται σε μια βαθιά προσωπική κρίση. Όλα του φαίνονται μάταια, με την σύζυγό του (μια γυναίκα που παντρεύτηκε βιαστικά και μάλλον επειδή αισθάνθηκε υποχρέωση) έχει απομακρυνθεί ψυχικά, ενώ, δεν βρίσκει κώδικα επικοινωνίας με τον γιο του. Η μόνη του διέξοδος είναι οι αναμνήσεις του από γυναίκες που του άρεσαν στην εφηβεία και στα νεανικά του χρόνια πριν παντρευτεί. Αναζήτησε λοιπόν, και βρήκε τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις τριών ώριμων, συνομηλίκων του γυναικών, οι οποίες είναι πλέον μόνες τους στη ζωή, όπως πληροφορήθηκε.
 
«Επομένως, τι αναζητούσε, τι αποζητούσε ο ταλαίπωρος, ως ανάστασιν νεκρών ερώτων, παιδικών, εφηβικών, ανομολόγητων, στοιχειωμένα τους λημέρια σε μια κτίση εντελώς παρεφθαρμένη; Ίσως να’τανε ο μάταιος αγώνας, ίσως όχι (έλπιζε), πάντως έκλαιγαν κι οδύρονταν τα πάντα, έξω νόμιζε, παντού μα οπωσδήποτε εντός του, δηλαδή σε έναν κόσμο μισοπεθαμένον και επιρρεπή σε αρχαία δράματα. Πήρε μια βαθιάν ανάσα λες και θα πνιγότανε, ήξερε ή διαισθανόταν ότι το μοναδικό του γιατρικό ήταν ο εξαψήφιος αριθμός της, πήγε πάλι στο περίπτερο και τον σχημάτισε, άκουσε το σήμα που κουδούνιζε εν αποστάσει, τέλος μια φωνή εκείνης, που έλεγε και πάλι, «λέγετε;», οπότε ένιωσε σαν να τον πιάσανε επ’ αυτοφώρω (μα σε τι;), πάτησε πάλι το κουμπί και το’κλεισε εν ταραχή.
Ασφαλώς όλα ετούτα δεν του συμβαίνανε πρώτη φορά, ήταν από καιρό βρεμένο ή πλημμυρισμένος από άφατες ψυχρολουσίες, πιο πολύ εντός του, στα κατάβαθα του αίματος, στις πιο ανεξερεύνητες σπηλιές της σκέψης του ή του θυμού του, ίσως της απέλπιδας προσπάθειας να καλύψει ό,τι άδειο κι ό,τι πονεμένο ή και ανικανοποίητο, έξω κι να το λεν γυναίκα, σπίτι, τέκνο, εργασία.»
 
Στις τρεις αυτές γυναίκες, δίνει συνθηματικά ονόματα, όταν τις σκέφτεται. Η μία είναι η «βεζυροπούλα», η οποία ζει στη Βέροια και ήταν συμμαθήτριά του στο Δημοτικό, αποτελώντας τον πρώτο του «έρωτα». Είναι μια γυναίκα που δραστηριοποιήθηκε στην Αριστερά και ταλαιπωρήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο. Είναι διαζευγμένη και ζει μόνη σε μια συνοικία της πόλης και ελάχιστα έως καθόλου θυμόταν τον παλιό της συμμαθητή. Η δεύτερη είναι η αριστοκρατικής καταγωγής «πυργοδέσποινα», ένας άπιαστος εφηβικός έρωτας, χήρα πλέον, που ζει τελείως απομακρυσμένη από τον κόσμο σε ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ η τρίτη που την αποκαλεί «ουρί του παραδείσου», είναι μια ελαφρώς μεγαλύτερή του γυναίκα, που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε τη θητεία του στην Αθήνα και είχε υπάρξει ένα έντονο φλερτ μαζί της, το οποίο συνεχίστηκε δια αλληλογραφίας όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα με μετάθεση για την πόλη του. Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε ένας αμοιβαίος έρωτας που δεν εξελίχθηκε ποτέ λόγω κάποιων αυστηρών πλαισίων της εποχής.
 
Με καμία από τις γυναίκες αυτές, ο άνδρας, δεν διατηρούσε επαφή στις τέσσερις-πέντε δεκαετίες που πέρασαν. Ούτε ήξερε κάτι γι’ αυτές. Ο ήρωας βρίσκει «νόημα» στην αδιάφορη ζωή του, σκεπτόμενος τις τρεις γυναίκες, μη ξέροντας πώς να τις προσεγγίσει, αρκούμενος σε τηλεφωνικές κλήσεις, οι οποίες τις αναστατώνουν, σε επισκέψεις (στην περίπτωση της «βεζυροπούλας» στη Βέροια) αδιέξοδες και επικίνδυνες για τη σωματική του υγεία – σε μια από αυτές «γκρεμοτσακίζεται» όπως προσπαθεί να φύγει ταπεινωμένος, σε παρακλήσεις τηλεφωνικές. Οι απόπειρές του να δημιουργήσει μια πιο στενή επαφή με κάποια από αυτές, αποτυγχάνουν με τραγικό τρόπο και οι εμμονές του, τον κυριεύουν όλο και περισσότερο, οδηγώντας τον σε ενέργειες που τον γεμίζουν άγχος και απελπισία. Η σύζυγός του, μια καλή κατά βάση γυναίκα, αντιλαμβάνεται ότι «κάτι τρέχει», αναρωτιέται για τα συνεχή ταξίδια, αλλά και πάλι δεν δύναται να κατανοήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά του συζύγου της, έως τις τραγικές συνέπειες, που θα οδηγήσουν σε μια νέα πραγματικότητα.
 
«Δηλαδή, διερωτότανε ανακεφαλαιώνων, ήτανε ένας χαμένος βίος ο δικός του ή μπορούσαν να τον διασώζανε τα μυστικά, το ότι τα κρατούσε μέσα του, ωσάν βαρύτιμες φωτιές, και τον ζεσταίναν;»
 
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα αγωνιώδες ψυχολογικό θρίλερ. Ο ήρωας, μέσα σε μια πλήρη ψυχολογική μοναξιά, παρουσιάζει όλα τα στοιχεία ενός αρρωστημένου stalker, που θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνος ανά πάσα στιγμή. Όμως ο Μπακόλας, δεν ενδιαφέρεται για μια τέτοια εξέλιξη στην ιστορία του. Έγραψε ένα ελεγειακό υπαρξιακό δράμα μεγάλης έντασης, έχοντας στο κέντρο της ιστορίας του, έναν στιβαρό λογοτεχνικό ήρωα που δονεί το βιβλίο με την παραληρηματική του αφήγηση και την απελπισία του. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής, δεν μιλάει πολύ για το τι τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, ζώντας μια ζωή που εξωτερικά δείχνει επίπεδη και άχρωμη. Κληρονόμος μιας επιχείρησης, δεν μόχθησε ιδιαίτερα στη ζωή του, δειλός και άτολμος από παιδί, οδηγήθηκε εκών άκων στο γάμο του, χωρίς ποτέ να αντιδράει σε τίποτα. Είναι ένας «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» που περνάει απαρατήρητος και δεν ασχολείται ποτέ κανείς σοβαρά μαζί του. Εσωτερικά όμως διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του, βράζει. Οι απόκρυφές του σκέψεις, οι επιθυμίες του για μια ουσιαστική σχέση με μια από τις τρεις γυναίκες που προσπαθεί να πλησιάσει, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, τον οδηγούν σε μια δίνη παραλογισμού που είναι βέβαιο ότι δεν θα τον βγάλει πουθενά.
 
Ο άνδρας από την αρχή έως το τέλος της νουβέλας, παραμένει ένα μυστήριο. Παρακολουθούμε μια διαδρομή προς μια προσωπική κόλαση που βιώνει, μια διαδρομή προς τον θάνατο καθώς οι ενέργειές του γίνονται όλο και πιο παράτολμες, πιο αδιέξοδες. Δεν γνωρίζουμε τι τον οδήγησε στην επιλογή των γυναικών αυτών και αν τις είχε στο μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να αρχίσει τα τηλεφωνήματα (που μάλλον τις είχε), δεν διευκρινίζεται αν συνέβη κάτι που τον οδήγησε στην ανάληψη πρωτοβουλιών, έστω και υπό τη μορφή τηλεφωνημάτων ή παρακολούθησης κατοικιών.
 
Το μυθιστόρημα αφηγηματικά, παρουσιάζει όλα τα γνώριμα στοιχεία του Μπακολικού ύφους. Συνειδησιακή ροή (εσωτερικός μονόλογος), τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον μοναδικό (σχεδόν μουσικό) ρυθμό που έχουν όλα τα έργα του, λυρισμός (τα όνειρα διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ροή της νουβέλας) που εναλλάσσεται με ρεαλισμό, μέσα από συνομιλίες ή εγκιβωτισμένες αφηγήσεις των ανθρώπων – παρατηρητών που συνδέονται με τον ήρωα. Ο Μπακόλας ως έξοχος και συνεπής μεταφραστής του W.Faulkner, ήταν βαθιά επηρεασμένος από το έργο του (όπως άλλωστε και άλλων Αμερικανών συγγραφέων του Μεσοπολέμου) και τα βιβλία του ακολουθούν τον ρυθμό του μεγάλου Αμερικανού, όπου όλα εξηγούνται από τους λιγότερο εμφανείς πρωταγωνιστές του δράματος.
 
«… μην είσαι τόσο απόλυτος, πρέπει να διδαχτείς, να μάθεις να μην αδικείς οικείους, φίλους, φίλες, μπορεί κι αυτοί να έχουν τις βαθιές λαβωματιές τους, τις πολύ βαθύτερες απ’ τις δικές σου, γιατί ο κόσμος όλος είναι μια πληγή απέραντη, τουλάχιστον μια αρμαθιά από απογοητεύσεις, που πλέκουν ένα δίχτυ, πάλι απέραντο, και τα τυλίγουν όλα, ίσως να τα πνίγουνε απόνετα.»


Ουσιαστικά παρακολουθούμε μια πορεία προς την πλήρη παρακμή, προς τον θάνατο και μέσα από τον «έρωτα» (με πολλά εισαγωγικά) που αποζητάει ο ήρωας, αφήνεται να εξευτελίζεται, να γελοιοποιείται, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο των «προσπαθειών» του, ανίκανος να ξεφύγει από τον ιστό, που μόνος του έχει πλέξει. Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο «έρωτας» του τίτλου, δεν υπάρχει – παρά μόνο μια φαντασίωσή του, ένα ιδανικό που δεν θα πιαστεί ποτέ.
Το «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ», είναι μια συγκλονιστική ελεγειακή νουβέλα για την ύπαρξη, τη μοναξιά, το ανέφικτο του έρωτα, τα γηρατειά, τον θάνατο, που μας υπενθυμίζει εμφαντικά το πόσο σπουδαίος ήταν ο Νίκος Μπακόλας.
 
Βαθμολογία 87 / 100

Υ.Γ. Πριν από ένα χρόνο και κάτι, εκδόθηκε και η πρώτη νουβέλα του Νίκου Μπακόλα, από τις εκδόσεις Σοκόλη και πάλι, με τίτλο «ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ» (σελ. 101), με εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα, η οποία γράφτηκε το 1958 – σαράντα δηλαδή χρόνια πριν το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα. Είναι μια βραβευμένη νουβέλα, που παρά τον αφόρητα μελοδραματικό της τίτλο, δεν έχει κανένα έντονα συγκινησιακό στοιχείο στην ιστορία της. Είναι μια αξιόλογη ιστορία «λιμανιού», με πολλά στοιχεία από την Αμερικανική νουάρ πεζογραφία, όπου ένας μαύρος ναυτικός, μαζί με κάποιους συνεργάτες του, ληστεύουν το ταμείο του πλοίου που εργάζονται, και το οποίο βρίσκεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εκεί ο μαύρος, έχοντας μαζί του όλο το ποσόν της ληστείας, γνωρίζεται με μια κοπέλα ενός καμπαρέ, και προσπαθεί να διαφύγει από τους διώκτες του. Ωραία ιστορία, που παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία του συγγραφέα.

 


Υ.Γ.2 Σημαντικά στοιχεία για το έργο του Νίκου Μπακόλα, μπορεί να βρει κανείς στο site www.bakolas.gr.




 


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home