Σάββατο, Μαρτίου 12, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 12, 2022 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας ένα αριστούργημα («Απόψεις ενός κλόουν» του Χάινριχ Μπελ)

 
«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να καταλαβαίνει έναν κλόουν ∙ ακόμα κι ένας κλόουν δεν καταλαβαίνει έναν άλλον, πάντα μπαίνουν στη μέση φθόνος και αντιπάθειες.»
 
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν οι αναγνωστικές μου αναζητήσεις είχαν πλέον σταθεροποιηθεί, έπεσε στα χέρια μου, το μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα και βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972, Heinrich Boll (1917, Κολωνία – 1985 Langenbroich),  «Ο Κλόουν» στην έκδοση που τότε κυκλοφορούσε από τον Ζάρβανο, στην μετάφραση του Γ.Λάμψα (από τα γνωστότερα μεταφραστικά ονόματα της εποχής). Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την ανάγνωση, μόνο το σοκ που ένιωσα από την δύναμη του κειμένου και τον παθιασμένο έρωτα του Χανς για την Μαρί που τον εγκατέλειψε. Ξαναδιάβασα το βιβλίο, όταν εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως «Οι απόψεις ενός κλόουν» από τις εκδόσεις Γράμματα, στην εξαίρετη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη και η επίδρασή του επάνω μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Είχα ήδη διαβάσει και άλλα βιβλία του Γερμανού συγγραφέα που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν πολύ «hot» όνομα στην βιβλιοφιλική κοινότητα της Αθήνας, οπότε γνώριζα καλά την ατμόσφαιρα των βιβλίων του. Η έκδοση των Γραμμάτων δεν ξέρω σε πόσες βιβλιοθήκες πήρε θέση, είμαι σίγουρος σε πολλές, το βιβλίο συζητήθηκε πολύ κι αγαπήθηκε περισσότερο.
 
Η νέα (πολύ φροντισμένη) έκδοση του βιβλίου «ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΛΟΟΥΝ» («Ansichten eines Clowns») από τις εκδόσεις Πόλις (σελ.379), σε ωραία μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη και έξοχο επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, έρχεται να επιβεβαιώσει εμφαντικά μια αναγκαιότητα, ότι τα «καλά βιβλία» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, θα πρέπει να επανακυκλοφορούν μετά από κάποιες δεκαετίες, με νέες καλές μεταφράσεις και νέες εκδόσεις, και να διαγράφουν μια καινούργια πορεία στην αγορά, ώστε να τα μαθαίνουν οι νέες γενιές αναγνωστών.


Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, είναι σχετικά απλή. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχουν περάσει λίγα χρόνια από το τέλος του πολέμου και η Γερμανία βρίσκεται σε ανοδική πορεία, αφήνοντας πίσω της τα συντρίμμια της ήττας. Ο ήρωας και αφηγητής του βιβλίου, είναι ο Χανς Στιρ, ένας άνθρωπος σχεδόν 27 χρονών και είναι Κλόουν. Για την ακρίβεια, ήταν ένας πολύ επιτυχημένος Κλόουν και δεν γνωρίζουμε τι θα κάνει στο μέλλον, γιατί για την ώρα, είναι ένας άνθρωπος συναισθηματικά συντετριμμένος και επαγγελματικά σε καθοδική πορεία. Ο λόγος: η σύντροφός του Μαρί, τον εγκατέλειψε μετά από χρόνια που ήταν μαζί, για να παντρευτεί έναν παλιό κοινό τους γνωστό μέλος της Καθολικής εκκλησίας. Ο Χανς επιστρέφει στην Βόννη, την πόλη όπου γεννήθηκε, ουσιαστικά για να βρει την Μαρί, αλλά και για να δει τι θα κάνει με την επαγγελματική του πορεία, μετά τις συνεχείς απορρίψεις και ακυρώσεις εμφανίσεων, καθώς τον τελευταίο καιρό, ήταν διαρκώς μεθυσμένος στις παραστάσεις του, απογοητεύοντας το κοινό του.
 
« «Αχ, δεν αφήνετε αυτές τις βλακείες, Σνιρ; Τι σας έχει πιάσει;»
«Οι καθολικοι με εξοργίζουν», είπα εγώ, «επειδή παίζουν βρώμικα».
«Οι προτεστάντες;»
«Αυτοί με αηδιάζουν με τις μπούρδες τους περί συνείδησης».
«Και οι άθεοι;» Εξακολουθούσε να γελάει.
«Αυτοί πάλι με κάνουν να πλήττω, γιατί μιλάνε συνεχώς για τον Θεό».
«Κι εσείς τελικά τι είστε;»
«Κλόουν», είπα, «ένας κλόουν για την ώρα καλύτερος από την τρέχουσα φήμη του.» »
 
Ο Χανς θα περάσει μερικές ώρες στη Βόννη – όσο διαρκεί το μυθιστόρημα. Σε αυτές τις ώρες, πηγαίνοντας από το τρένο στο διαμέρισμά του, θα επιδοθεί σε μια σειρά τηλεφωνημάτων για την ανεύρεση της Μαρί αλλά και για την εξασφάλιση μερικών χρημάτων, καθώς είναι άφραγκος (κυριολεκτικά – βρίσκεται με ένα μάρκο μόνο στην κατοχή του). Ο Χανς Σνιρ όμως θα μπορούσε να μη βρίσκεται σε αυτή τη θέση, γιατί η οικογένειά του, είναι από τις πλουσιότερες όχι μόνο στη πόλη όπου ζουν, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Η οικογένεια των Σνιρ, έχοντας στη κατοχή της ορυχεία λιγνίτη, δεν αντιμετώπισε ποτέ, ούτε στον πόλεμο προβλήματα επιβίωσης. Ο Χανς όμως, βιώνοντας το σοκ, να δει την μεγαλύτερή του αδερφή, να στέλνεται με χαρές και τραγούδια, στη σφαγή των τελευταίων ημερών του πολέμου – τότε που επιστρατεύτηκαν μικρά παιδιά για την άμυνα των Γερμανικών πόλεων -, ήταν από παιδί αντιδραστικός απέναντι στην υποκρισία της οικογένειάς του, και κυρίως της μητέρας του, τελείωσε κακήν κακώς τη βασική εκπαίδευση και έφυγε μακριά, παίρνοντας μαζί του την άβουλη (τότε) Μαρί, ακολουθώντας την καριέρα όχι ενός ηθοποιού (που θα ήταν κοινωνικά πιο αποδεκτό) αλλά ενός Κλόουν.
 
Ο Χανς σε αυτά του τα αδιέξοδα εν πολλοίς τηλεφωνήματα, θα επιτεθεί κατά πάντων. Κατά της Καθολικής εκκλησίας – να σημειωθεί ότι η οικογένειά του είναι Προτεσταντική, αλλά εκείνος από μικρός παρακολουθούσε τις δραστηριότητες των Καθολικών, κατά της οικογένειάς του, κατά της μικροαστικής νοοτροπίας, της υποκρισίας, της ψεύτικης ηθικής των γύρω του, της κοινωνικής δομής. Ο Χανς εκφράζει φωναχτά και χωρίς αυτοπεριορισμούς την αντίδρασή του απέναντι στην συντήρηση και τον καθωσπρεπισμό, στην υποτιθέμενη «αποναζιστοποίηση», στην δύναμη της Εκκλησίας. Είναι απελπισμένος αλλά ζωντανός και θα συνεχίσει με συνέπεια τον δρόμο που έχει επιλέξει, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα καταλήξει επαίτης στα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
 
«Αυτό που με τρέλαινε (…) ήταν η αφέλεια των επαναπατρισθέντων εξορίστων. Τους συγκινούσε τόσο όλο αυτό το κύμα μεταμέλειας και οι μεγαλόστομες δηλώσεις αφοσίωσης στη δημοκρατία, ώστε οι συμφιλιώσεις κι οι εναγκαλισμοί δεν είχαν τέλος. Δεν εννοούσαν να καταλάβουν ότι το μυστικό του τρόμου κρύβεται στις λεπτομέρειες. Είναι πανεύκολο να μετανοήσεις για μεγάλα πράγματα: για πολιτικά σφάλματα, για μοιχεία, φόνο, αντισημιτισμό – ποιος όμως μπορεί να συγχωρήσει κάποιον όταν μπορεί να διακρίνει τις λεπτομέρειες;»
 
Το μυθιστόρημα του Boll είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος. Γραμμένο απλά και με έξοχο αφηγηματικό ρυθμό, καθηλώνει τον αναγνώστη του με τον σπαραγμό και την απελπισία που με ρεαλισμό αποτυπώνει ο ιδιοφυής συγγραφέας στη φωνή του ήρωά του. Μέσα από την θλίψη και την αγανάκτηση του Χανς και τα ξεσπάσματά του, περνάει ουσιαστικά η εικόνα της Γερμανικής κοινωνίας. Ενδυόμενος την φορεσιά του Κλόουν, ο ήρωας – επιλογή καθόλου τυχαία -, μπορεί να λέει ότι θέλει σε όποιον βρίσκεται μπροστά του, συνεχίζοντας την παράδοση του Ελισαβετιανού θεάτρου, όπου ο γελωτοποιός («ο Τρελός»), είχε την ελευθερία της κριτικής και της ανεξάρτητης φωνής.



Επαναλαμβάνοντας διαρκώς, ότι είναι «συλλέκτης στιγμών», ο Χανς παρατηρεί προσεκτικά (έχοντας εξασκήσει ως Κλόουν αυτή την ικανότητα) τις κινήσεις των συνομιλητών του, διαισθάνεται από τη φωνή τους στο τηλέφωνο την διάθεσή τους, το πώς θα του φερθούν, τι θα του πουν. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι αναμφίβολα, ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος (που επαναλαμβάνει ότι είναι «μονογαμικός»), που βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, είναι ένας αρχετυπικός «
loser», που αποκήρυξε την κατεστημένη εκπαίδευση, που στάθηκε απέναντι από τον δρόμο που χάρασσε το οικογενειακό του περιβάλλον, έχοντας «επιτύχει» να αποδιώξει όλους τους συγγενείς και γνωστούς από κοντά του, τραβώντας τον μοναχικό του δρόμο, υφιστάμενος διαρκώς τις συνέπειες.
 
Μέσα από τις μνήμες του αναξιόπιστου αφηγητή του βιβλίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τι τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση. Ο Boll, με σκηνές καθηλωτικές, περιγράφει την  πάμπλουτη οικογένεια βιομηχάνων όπου η υποκρισία και ο καθωσπρεπισμός περίσσευε, με την μητέρα να διοργανώνει τις γιορτές της με τους υψηλούς καλεσμένους, προσέχοντας πάντα να είναι «μέσα στα πράγματα» - ενδεικτικά όταν ο ήρωας φτάνει στη Βόννη, η μητέρα του ηγείται μιας Ένωσης για την «Εξάλειψη των Φυλετικών Αντιθέσεων», εκείνη που ένιωσε την υπερηφάνεια να ξεχειλίζει από μέσα της όταν κατευόδωνε την κόρη της προς τον θάνατο -, με έναν πατέρα που σε μια από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, επισκέπτεται το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, τον Χανς και αρνείται να του παρέχει οικονομική βοήθεια με τον άβουλο και υποταγμένο αδελφό του να φοιτά σε ιερατική σχολή.
 
Η σχέση του ήρωα με την Μαρί, περιγράφεται ως σχέση πλήρους εξάρτησης, τουλάχιστον από την πλευρά του Χανς. Χωρίς εκείνη, είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος καθώς ποτέ του δεν επιθύμησε να βρίσκεται κοντά σε καμία άλλη. Η Μαρί όμως, μια προοδευτική Καθολική, βασανίζεται από τις ενοχές της που ζει «τη ζωή μιας αμαρτωλής», ενώ η άρνηση του ήρωα να την παντρευτεί με το θρησκευτικό τυπικό θα αποτελέσει καίριο χτύπημα στη σχέση τους. Η διαφωνία του με τους Καθολικούς συνομιλητές του στο τηλέφωνο, είναι ότι εκείνος υποστηρίζει ότι η Μαρί διαπράττει «μοιχεία» εγκαταλείποντάς τον, ενώ εκείνοι θεωρούν ότι με τον επικείμενο γάμο της με ένα εκλεκτό μέλος της εκκλησίας τους, πλησιάζει προς την «αγνότητα». Η ερωτική και ανθρώπινη σχέση του νεαρού ζευγαριού που θα έρθει αντιμέτωπη προς τις «κοινωνικές νόρμες» του κατεστημένου, αποτελεί ένα από τα καίρια θέματα που θίγει το βιβλίο του Boll.
 
Στον σταθμό του τρένου ανοίγει το μυθιστόρημα του Boll, στον σταθμό του τρένου κλείνει, και ο ήρωας ηττημένος αλλά αξιοπρεπής, τσακισμένος αλλά ακόμα ζωντανός, είναι έτοιμος για μια νέα αρχή. Ο Χανς είναι και θα παραμείνει ένας αποξενωμένος άνθρωπος, ένας «Ξένος», διαφορετικός, και πάντα απέναντι σε ότι θεωρεί η κοινωνία της εποχής, «πρέπον». Με το βλέμμα του να επιμένει στις λεπτομέρειες, τις μικρές κινήσεις, θα σχολιάζει ότι μπορεί αλλά πρώτιστα την προσαρμογή των συμπατριωτών του στα νέα δεδομένα, στο πως κατάφεραν να επιπλεύσουν και να ξαναβγούν (χωρίς συνέπειες ή έστω με «μικρές αμυχές») στην επιφάνεια οι παλιοί (ένθερμοι ή απλώς συμπαραστάτες) συνεργάτες των Ναζί.
 
Η αστική και μεγαλοαστική τάξη, ο κοινωνικός συντηρητισμός, ο εφησυχασμός, η υποκρισία, ο Καθολικισμός σχολιάζονται από την επιθετική γραφίδα του Boll, που όπως σε όλα του τα βιβλία, ασχολείται με την έλλειψη μνήμης, την αποσιώπηση και τα καλά κρυμμένα μυστικά μιας κοινωνίας ευπροσάρμοστης και ευέλικτης που μπορεί να θυσιάσει τα πάντα για να μείνει αλώβητη.
Ο Boll που έχει γενικότερα υποτιμηθεί σε σχέση με συναδέλφους του της ίδιας λογοτεχνικής γενιάς (G.Grass, U.Johnson), θεωρούμενος ως περισσότερο «παραδοσιακός» υφολογικά, με τις «ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΛΟΟΥΝ» (όπως και με τα άλλα δύο σπουδαία μυθιστορήματά του, το «ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ» και το «ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ ΣΤΙΣ ΕΝΝΙΑΜΙΣΙ» - και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις) έγραψε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που θα είναι πάντα επίκαιρο με την υπαρξιακή του διάσταση και την αναζήτηση του ήρωά του για ένα νόημα στη ζωή.
 
Βαθμολογία: 87 /100  

 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home