Ινδιάνοι
που κατέχουν μεγάλες εκτάσεις και έχουν στη δούλεψή τους μαύρους σκλάβους.
Ινδιάνοι που ντύνονται με περίεργα ρούχα, θέλουν να μιμηθούν τους λευκούς για
να νιώσουν ανώτεροι. Ινδιάνοι που στην αρχή δεν ήξεραν τι να κάνουν τους
μαύρους σκλάβους, κάποιους δε, τους έτρωγαν, αλλά μετά είδαν τι δουλευταράδες
ήταν, όπως και την ανταλλακτική αξία που είχαν και τους πουλούσαν στους λευκούς
μεγαλώνοντας την περιουσία τους. Ινδιάνοι χοντροί και πλαδαροί, νωθροί και
παραδομένοι σε ηδονές, που καθόλου δεν ταιριάζουν με την εικόνα που μέχρι τώρα
είχαμε γι’ αυτούς!
Όλα
αυτά τα περίεργα (και κάποια από αυτά πραγματικά) γεγονότα, εξιστορεί ο μεγάλος
Αμερικανός συγγραφέας William Faulkner (1897 New
Albany, Mississippi – 1962, Byhalia, Mississippi), στο αριστουργηματικό
διήγημά του, με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΥΛΛΑ» («Red
Leaves»), που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1930 στην εφημερίδα Saturday Evening Post της Φιλαδέλφεια, και τον επόμενο χρόνο
συμπεριελήφθη στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε ο συγγραφέας, με τίτλο
«These 13» - όπως και αργότερα στον συγκεντρωτικό τόμο «Collected Stories».
Η κυκλοφορία από τις εκδόσεις Κίχλη, στο τέλος του 2021 του διηγήματος του
Φώκνερ σε μια εξαιρετική έκδοση, σε μετάφραση και έξοχο επίμετρο του Γ.
Παλαβού, με χρονολόγιο και εικόνες από φωτογραφίες, ξυλογραφίες και γκραβούρες
(σελ. 127), έρχεται να επισημάνει πόσο σπουδαίος διηγηματογράφος (εκτός από
εμβληματικός μυθιστοριογράφος) ήταν ο Αμερικανός συγγραφέας.
Στα
«Κόκκινα φύλλα», η ιστορία εκτυλίσσεται τα πρώτα χρόνια του 19ου
αιώνα, στην (επινοημένη) επαρχία της Γιοκναπατάουφα (όπως γνωρίζουν οι
αναγνώστες του Faulkner, μυθιστορηματικό
πλαίσιο πολλών ιστοριών του) και πιο συγκεκριμένα σε ένα απομακρυσμένο σημείο
της. Ο Ινδιάνος γαιοκτήμονας Ισσετιμπέχα, έχει μόλις πεθάνει και τον έχει διαδεχθεί
ο ανεπρόκοπος γιος του, ο Μοκετούμπε. Σύμφωνα με το έθιμο, μαζί του πρέπει να
ταφούν, ο μαύρος σκλάβος του, το άλογο και το σκυλί του. Ο σκλάβος όμως,
διαβλέποντας τον επερχόμενο (και ουσιαστικά αναπόφευκτο) θάνατό του, το σκάει,
και προσπαθεί να κρυφτεί όπου βρει, χωρίς να βγαίνει από τα όρια του τεράστιου
κτήματος. Στην καταδίωξή του συμμετέχουν οι Ινδιάνοι που δουλεύουν στο κτήμα
αλλά όλα φαίνονται μάταια, καθώς κι ο ίδιος ο σκλάβος το γνωρίζει, αποκλείεται
να γλυτώσει από τους διώκτες του.
«Ο
πρώτος Ινδιάνος λεγόταν Τρία Μπάσκετ. Θα ήταν γύρω στα εξήντα. Ήταν κι οι δυο
κοντόχοντροι, κάπως μονοκόμματοι, κι έμοιαζαν με χωριάτες είχαν πλαδαρές
κοιλιές και μεγάλα κεφάλια με μεγάλα, πλατιά και μελαμψά πρόσωπα που πρόδιδαν
χαύνη μακαριότητα, σαν κεφαλές λαξευμένες σε μισογκρεμισμένο τοίχο στο Σιάμ ή
στη Σουμάτρα, που προβάλλουν μέσα απ’ την αντάρα. Ο ήλιος το είχε αργάσει, ο
αδυσώπητος ήλιος, η αδυσώπητη σκιά. Τα μαλλιά τους θύμιζαν αγριόχορτα σε καμένο
λιβάδι. Μια επισμαλτωμένη ταμπακιέρα κρεμόταν από το αυτί του Τρία Μπάσκετ.
«Το’πα
και το ξανάπα, δεν είν΄ο τρόπος ο σωστός. Παλιά ούτε κοιτώνες υπήρχαν ούτε
νέγροι. Ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε τον καιρό του. Είχε καιρό. Τώρα πρέπει να
περνάει ψάχνοντας να βρει δουλειά σ’ αυτούς που τους αρέσει να μοχθούν.»
«Σαν
τ’ άλογα είναι, σαν τα σκυλιά».
«Στον
κόσμο ολάκερο δε βρίσκεις άλλο σαν και δαύτους. Τίποτα δεν θέλουν, μόνο να
μοχθούν. Χειρότεροι κι απ’ τους λευκούς».
«Και
να πεις πως αποφάσισε ο Άντρας ότι πρέπει να δουλεύουν…»
«Έτσι.
Δε μ’ αρέσει η δουλεία. Δεν είν’ ο τρόπος ο σωστός. Παλιά υπήρχε ο τρόπος ο
σωστός. Μα πάει πια».
«Ούτε
τον παλιό τον τρόπο τον θυμάσαι».
«Άκουσα
αυτούς που τον θυμούνται, δοκίμασα κι ετούτον εδώ. Ο άνθρωπος, λέω, δε
γεννιέται για να μοχθεί».
«Όντως.
Κοίτα πώς κατάντησε το πετσί τους».
«Ναι.
Μαύρο. Και το κρέας τους πικρό».
«Το
γεύτηκες;»
«Μια
φορά. Ήμουνα νέος τότε, είχα πιο πολλή όρεξη. Τώρα είν’ αλλιώς».
«Ναι.
Τώρα δε συμφέρει να τους φας».
«Είναι
πικρό το κρέας τους, δε μ’ αρέσει».
«Όπως
και να ‘χει, εφόσον οι λευκοί δίνουν άλογα για να τους αγοράσουν, δε
συμφέρει».»
Οι
Ινδιάνοι της ιστορίας, ανήκουν (το πιθανότερο) στη φυλή των Τσίκασο, μιας από
τις πέντε «πολιτισμένες» φυλές (Τσίκασο, Τσόκτο, Τσερόκι, Κρικ και Σέμινολ) που
όπως γράφει ο Γ.Παλαβός στις σημειώσεις του βιβλίου, ανέπτυξαν σχέσεις με τους
Ευρωπαίους αποίκους, υιοθετώντας στοιχεία του πολιτισμού τους (ενδυμασία,
χριστιανική πίστη και δουλοκτησία). Οι Ινδιάνοι της φυλής αυτής, προσπαθούν να
μιμηθούν τους Λευκούς σε όλα και σημαντικό στοιχείο της ιστορίας που αφηγείται
ο Faulkner, είναι τα κόκκινα πασουμάκια (παντόφλες)
που ο Ισσετιμπέχα έφερε μαζί του από το Παρίσι (μαζί με άλλα πράγματα – ένα
χρυσαφί κρεβάτι, κηροπήγια, καθρέφτη κλπ), στο ταξίδι που έκανε μετά την πώληση
40 σκλάβων του. Οι κόκκινες παντόφλες είναι βέβαια τελείως παράταιρες στο
περιβάλλον της φάρμας, αλλά αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας για τον Μοκετούμπε
που από πολύ μικρός προσπαθούσε να τις κλέψει από τον πατέρα του. Βρίσκει την
ευκαιρία μετά τον θάνατο του να τις φοράει συνεχώς παρότι τα πόδια του δεν
χωράνε με τίποτα. Ο Μοκετούμπε υπέρβαρος και υπερβολικά νωθρός, που προσπαθεί
να μοιάσει με κάθε τρόπο στους Ευρωπαίους, βλέπει στις κόκκινες παντόφλες την
«δύναμη», την «εξουσία» που ανέκαθεν επιθυμούσε και θα έκανε τα πάντα για να
τις αποκτήσει.
Ο
Μοκετούμπε ουσιαστικά αρνείται να ηγηθεί της προσπάθειας ανεύρεσης του σκλάβου
και αδιαφορεί ως προς την ταφή του πατέρα του, που το πτώμα του, έχει αρχίσει
να σαπίζει περιμένοντας την ταφή του. Διότι κι ο Μοκετούμπε είναι ουσιαστικά
νεκρός, με τα μάτια μισόκλειστα από το πάχος και την νωθρότητα αλλά κι ο
(ανώνυμος) σκλάβος που παρότι πασαλείβεται με λάσπη για να μη τον μυρίζουν τα
σκυλιά που είναι στο κατόπι του, είναι ουσιαστικά νεκρός «εν αναμονή», αλλά
συνεχίζει να παλεύει μέσα στην απελπισία του και θα παραδοθεί μόνο μετά το
δάγκωμα ενός φιδιού.
Τα
«Κόκκινα φύλλα» θεωρούνται ένα από τα καλύτερα διηγήματα που έγραψε ο σπουδαίος
Αμερικανός συγγραφέας. Ο τίτλος αντιπροσωπεύει το «φθινόπωρο» των παλιών, καλών
(?) ημερών και στην ιστορία βρίσκουμε ένα μικρό (αλλά ακριβές) δείγμα της
σαγηνευτικής αφηγηματικής τέχνης που ανέπτυξε κυρίως στη μεγάλη φόρμα ο Faulkner.
Στο
μικρό αλλά περιεκτικό και καίριο αυτό διήγημα υπάρχουν τόσα θέματα που θίγονται
ενώ είναι γεμάτο από συμβολισμούς. Οι Ινδιάνοι που βρίσκονται σε παρακμή και ο
πολιτισμός τους αργοπεθαίνει, σε μια κατάσταση πλήρους σήψης και διαφθοράς –
αποτέλεσμα της ανάμιξής τους με τους λευκούς («καμία ταυτότητα, δεν γλυτώνει
από την επιρροή των λευκών και τη φθορά που αυτή συνεπάγεται» όπως ισχυρίζεται
στο σύνολο του έργου του ο Faulkner και παραθέτει στο
επίμετρό του ο μεταφραστής του βιβλίου), έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία
για ζωή των μαύρων σκλάβων τους – ο μόνος που δεν είναι καρικατούρα στο διήγημα
είναι ο καταδιωκόμενος άμοιρος σκλάβος που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να
γλυτώσει αλλά προτιμάει να πεθάνει μαχόμενος για τη ζωή του, παρά υποταγμένος
στο τελετουργικό που απαιτεί τη θυσία του.
Χρησιμοποιώντας
το χιούμορ και την ειρωνεία, και περιγράφοντας με γκροτέσκο (και υπερβολικό) τρόπο
τους Ινδιάνους (ο «κανιβαλισμός» δεν ήταν κάτι που έχουμε τη βεβαιότητα ότι
συνέβαινε), και τις καταστάσεις στην τεράστια έκταση που διαφεντεύουν, ο συγγραφέας σχολιάζει με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο
την κοινωνία του Νότου που σε προέκταση αρκετά χρόνια αργότερα οδηγήθηκε στην
πλήρη παρακμή εκμεταλλευόμενη τους σκλάβους και τον εύκολο πλουτισμό.
Μπορεί
ορισμένα στοιχεία της ιστορίας, να φαίνονται τελείως «πολιτικά ανορθόδοξα» στον
σημερινό αναγνώστη, αλλά ουδείς μπορεί να αντισταθεί στη μαεστρία της αφήγησης
του W.Faulkner. Τα «Κόκκινα
φύλλα» είναι, μια απολαυστική ιστορία, που η μετάφραση του Γ.Παλαβού αποδίδει
στο έπακρο την ατμόσφαιρά της αλλά και (κυρίως) με το εξαιρετικό του επίμετρο,
προσφέρει στον αναγνώστη τα απαραίτητα στοιχεία για την καλύτερη κατανόησή της,
την καθιστά απολαυστική.
Βαθμολογία
86 / 100
Δημοσίευση σχολίου