Τρίτη, Μαΐου 10, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 10, 2022 | Permalink
Ιρλανδική μελαγχολία ("Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη)
«Δεν είναι το μίσος η απάντηση στην αγάπη ∙ ο θάνατος είναι.»

Δυο παρακμάζοντες και ελαφρώς καταρρέοντες πρώην άνθρωποι του υποκόσμου περιμένουν στο λιμάνι της Αλχεθίρας, να καταφθάσουν τα πλοία από Ταγγέρη. Είναι δυο Ιρλανδοί μεσήλικες, που τα πολλά χιλιόμετρα ζωής στις πλάτες τους είναι εμφανώς ορατά. Τι ακριβώς όμως, περιμένουν αυτά τα δυο ερείπια, ο Μόρις Χερν και ο Τσάρλι Ρέντμοντ, στο θορυβώδες λιμάνι του Ισπανικού Νότου; Όχι τον «Γκοντό» του Μπέκετ, παρότι το μυαλό του αναγνώστη, πηγαίνει συνεχώς προς τα εκεί. Περιμένουν την κόρη του ενός, του Μόρις, την Ντίλι Χερν που έχουν να την δουν τρία χρόνια. Έχουν μαζί τους μια φωτογραφία του κοριτσιού στα είκοσί του χρόνια, ούτε ξέρουν πως μοιάζει τώρα η μικροκαμωμένη Ντίλι που είχε (στη φωτογραφία) τα μαλλιά της ράστα. Ρωτάνε, όποιον βρουν, άλλοτε επιθετικά, άλλοτε παρακλητικά, και όλοι προσπαθούν να απομακρυνθούν από κοντά τους.
 
Αυτός είναι ο καμβάς, πάνω στον οποίον ξετυλίγεται η ιστορία, του εξαιρετικού μυθιστορήματος «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΛΟΙΟ ΓΙΑ ΤΑΓΓΕΡΗ» («Night Boat to Tangier»), του βραβευμένου Ιρλανδού συγγραφέα Kevin Barry (1969, Limerick) – (εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφραση και επίμετρο  Ορφέα Απέργη, σελ. 302), το οποίο ήταν στη μακρά λίστα για το βραβείο Booker 2019. Εκπλήσσοντας με το μπαρόκ αφηγηματικό του ύφος, το μυθιστόρημα, που συνδυάζει προφορικό λόγο με γκροτέσκο, λυρισμό με στοιχεία παραλόγου, έρχεται να ταιριάξει απόλυτα στην μεγάλη Ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση.


«Στο λιμάνι της Αλχεθίρας είχαν μαζευτεί οι απογοητευμένοι ποινικοί της μισής Ευρώπης. Η ατμόσφαιρα είχε μια νότα από Μεσαίωνα. Τα περιπλανώμενα παιδιά πάντων των εθνών κάθονταν χάμω και τριπάρανε και ήταν σε κατάσταση μέθης. Όλα τα ταμπούρλα και τα κορίτσια και τα σκυλιά ήταν παρατεταγμένα. Μικρούτσικες φωτίτσες διακρίνονταν μες στο σκοτάδι καθώς ρουφιόντουσαν τα μπουριά. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα τελετουργικής επισημότητας. Επρόκειτο συχνότατα για παιδιά χωρίς χιούμορ. Το λιμάνι τη νύχτα είχε ένα χαρακτήρα πυρετικό, διαβολικό. Μέσα του αντηχούσε το παρελθόν, αλλά ανήκε στον νέο αιώνα. Μια νύχτα διαυγή σαν ετούτη μπορούσες να διακρίνεις, μια ώρα απόσταση προς νότο, τα φώτα της Ταγγέρης.»
 
Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο Οκτώβριος του 2018, η δράση του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε ένα 24ωρο, και όπως αναφέρω στην αρχή, ο Μόρις και ο Τσάρλι, κάποτε αυτοκόλλητοι, που έγιναν εχθροί και τώρα φιλιώσανε ξανά, περιμένουν την κόρη του πρώτου. Οι πιθανότητες να την βρούνε μέσα στον κόσμο ελάχιστες και το βράδυ είναι μακρύ. Τα κεφάλαια του βιβλίου, εναλλάσσονται μεταξύ της αναμονής στο λιμάνι, τους διαλόγους μεταξύ τους και τις ερωτήσεις σε νέους που πετυχαίνουν εδώ κι εκεί, μήπως είδαν ή γνωρίζουν την Ντίλι, και σε ένα μακρύ φλας – μπακ στο παρελθόν, όπου παρακολουθούμε κυρίως την πορεία του Μόρις, τον έρωτα και τη σχέση του με την Σίνθια, τον γάμο και την γέννηση της Ντίλι, το εμπόριο ναρκωτικών από την Ισπανία.
 
Ο ένας είναι κουτσός, ο άλλος έχει μείνει με ένα μάτι. Είναι και οι δύο θορυβώδεις και ενοχλητικοί, αντιπαθείς καταρχάς που στο τέλος ο αναγνώστης τους συμπαθεί. Με βασικό πρωταγωνιστή τον Μόρις, ξετυλίγεται η ιστορία της οικονομικής ανόδου των δύο ηρώων του βιβλίου αλλά και η πτώση τους, μετά την προσπάθεια για ξέπλυμα χρήματος του Μόρις που αγόρασε μια έκταση, έχτισε μεζονέτες που δεν πουλήθηκαν, την προβληματική σχέση με την Σίνθια, τους ατελείωτους καυγάδες τους που συνετέλεσαν στον χωρισμό τους, τον θάνατό της, και την φυγή του Μόρις στην Ισπανία, για τα καλά αυτή τη φορά, με τον Τσάρλι να αποτελεί το μοιραίο πρόσωπο σε αυτή τη σχέση.
 
«Ήταν η εικόνα του Γκάλιβερ καρφωμένου στο έδαφος, το δέρμα του τεντωμένο από χιλιάδες μικρά σχοινάκια καρφωμένα με πρόκες στο χώμα: η γυναίκα του, το παιδί του, η μάνα του, ο πεθαμένος πατέρας του, ο πράσινος διάδρομος, τα εγκλήματα κι οι εθισμοί του, οι εχθροί του κι ακόμα χειρότερα οι φίλοι του, οι πιστωτές του, οι άγρυπνες νύχτες του, η βία του, η ζήλια του, το μίσος του, η απίστευτη γαμημένη λαγνεία του, οι πόθοι του, τα οκτώ άδεια σπιτάκια του, τα θύματά του, οι ακατονόμαστοι φόβοι του και το σφυροκόπημα της καρδιάς του μες στο σκοτάδι και όλος αυτός ο κίνδυνος που σερνόταν μες στη νύχτα και όλα τα φαντάσματά του και όλα αυτά που τα φαντάσματά του απαιτούσαν από κείνον και όλα τα μέρη που είχε πάει στη ζωή του και τα νοσταλγούσε, και οι μεγάλοι λάκκοι της σιωπής στους κοκαλιασμένους λόφους εδώ πάνω – τι να ζει μέσα σ’ αυτούς τους γαμημένους τους λόφους; - και η απομόνωση που τόσο απελπισμένα ποθούσε, και η γαλήνη που τόσο είχε ανάγκη, και η αγάπη που χρειαζόταν, και ήταν νέος ακόμη, ουσιαστικά, ήταν πραγματικά πολύ νέος – αλλά ναι, ήταν καρφωμένος στο γαμημένο το χώμα.
Και Θε μου πόσο πολύ ήθελε να την κοπανήσει.»

 
Η Ιρλανδία μέσα από τα θλιμμένα και κουρασμένα μάτια των δύο ταλαίπωρων ηρώων του βιβλίου, είναι ένα κλειστοφοβικό μέρος, μια χώρα που σου τρώει τις σάρκες αλλά είναι κι ένα μέρος που σε κυνηγά για πάντα, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό και όλο θέλεις να ξαναγυρνάς. Η οικονομική άνοδος μέσα από τα ναρκωτικά και τα επικίνδυνα παιχνίδια, οι ρισκαδόρικες μπίζνες του δίδυμου, και η απότομη πτώση του, αντανακλούν το κάποτε θεωρούμενο ως «οικονομικό θαύμα» της χώρας, τα μεγάλα ποσά που βρέθηκαν σε χέρια ανθρώπων, που δεν δίσταζαν να πεταχτούν μέχρι τις Σκανδιναβικές χώρες για να διαλέξουν έπιπλα για το σπίτι – όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μόρις, αλλά και την ταχεία και απότομη πτώση αυτής της ψευδο-ευημερίας, που δείχνει με εύγλωττο τρόπο ο συγγραφέας, μέσα από το πολυτελές συγκρότημα κατοικιών που δεν πουλιέται ούτε ένα.


Ο Barry, με θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα, μετατρέπει ένα φαινομενικά «σκοτεινό μυθιστόρημα» με δυσάρεστο θέμα, σε μια αναγνωστική απόλαυση. Οι διάλογοι του Μπεκετικού διδύμου είναι εκπληκτικοί με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, πικρία και κυνισμό. Οι δύο άνθρωποι, που διετέλεσαν απατεώνες ολκής, σε αυτές τις ατέλειωτες ώρες αναμονής, κάνουν έναν απολογισμό της συντριβής τους, το δικό «τέλος του παιχνιδιού». Όπως λέει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του, «στους Ιρλανδούς αρέσει πολύ να μιλάνε, να ακούνε τον ήχο της φωνής τους», οπότε κι εδώ έχουμε ένα βιβλίο βασισμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στον διάλογο.
 
Εμφανείς οι αναφορές στον Μπέκετ, αλλά και στη Ιρλανδική παράδοση των σπουδαίων λογοτεχνών, από τον Τζόις μέχρι τους πιο σύγχρονους, συνδυάζει τον λυρισμό με τον προφορικό λόγο, τη γλώσσα των pub με έξοχο λογοτεχνικό ύφος. Ατμοσφαιρικά το βιβλίο θυμίζει περισσότερο βέβαια, το υπέροχο «Αποστολή στη Μπριζ», την ταινία του McDonagh από το 2008, παρά τα θεατρικά έργα ή τα βιβλία του Μπέκετ, ενώ οι δύο ήρωες θα μπορούσαν να βγαίνουν από ένα επεισόδιο των Sopranos (στις σκηνές με την μητέρα του Μόρις κυρίως).
 
Το «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΛΟΙΟ ΓΙΑ ΤΑΓΓΕΡΗ», ωραία μεταφρασμένο από τον Ορφέα Απέργη, είναι ένα υπέροχο υπαρξιακό νουάρ, διαποτισμένο από την έμφυτη μελαγχολία και τρέλα των Ιρλανδών, ένα λογοτεχνικό έργο που ενσωματώνει με ιδανικό τρόπο τις πολλές επιρροές που έχει, υψώνοντας την ευδιάκριτη δική του. Είναι ένα μυθιστόρημα ελεγειακό, που ξαφνιάζει με την στιβαρότητά του και το ωραίο του στυλ, που δείχνει έναν συγγραφέα (άγνωστο μέχρι τώρα στη χώρα μας), του οποίου, ανυπομονούμε να διαβάσουμε τα υπόλοιπα βιβλία του.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home