Υπάρχουν
πολλοί λόγοι για να επανεκδοθεί ένα σημαντικό βιβλίο. Συνήθως αυτό συμβαίνει μετά
από πολλά χρόνια, που μια νέα ανάγνωση / προσέγγιση θεωρείται απαραίτητη, το
πιθανότερο (σχεδόν βέβαιο) είναι ότι θα το ξαναβρούμε με μια νέα μετάφραση.
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Αυστραλού (Τασμανού για την ακρίβεια – η Τασμανία
αποτελεί αυτόνομη πολιτεία της Αυστραλίας) συγγραφέα Richard
Flanagan (1961, Longford Tasmania), με τον περίεργο
τίτλο «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΧΘΥΩΝ, μυθιστόρημα σε 12 ψάρια» («Gould’s Book of Fish»), που
επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός (σελ. 421), δεν συνέτρεχε
κανείς από τους παραπάνω λόγους.
Το
βιβλίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά, το 2006, σε μετάφραση της Αθηνάς
Δημητριάδου, από τις εκδόσεις Άγρα, σε μια εκπληκτική έκδοση, διανθισμένη με
πίνακες ιχθύων, είχε εξαντληθεί εδώ και μερικά χρόνια, δεν ξαναβγήκε, είχε
γίνει περιζήτητο από τους βιβλιόφιλους, καθώς η φήμη του, το ακολουθούσε και
τώρα επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Ψυχογιός (που εκδίδουν όλα τα βιβλία του Richard Flanagan), χρησιμοποιώντας
την ίδια μετάφραση (ξανακοιταγμένη) και με ωραίο (και απαραίτητο) πρόλογο της ίδιας
μεταφράστριας, αλλά χωρίς τους πίνακες των ιχθύων – μια έλλειψη που χτυπάει
άσχημα στο μάτι, όταν συγκρίνεις τις δύο εκδόσεις, καθώς οι πίνακες δεν είναι
μόνο εξαίσιοι αισθητικά, αλλά συντελούν και στην καλύτερη κατανόηση του
κειμένου.
«Ονομάζομαι
Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ – βαρυποινίτης δολοφόνος και ζωγράφος & πολλά
άλλα άνευ σημασίας. Επειδή μου λείπει η αρετή, αναγκάζομαι να σας πω ότι είμαι
ο πλέον αναξιόπιστος οδηγός που θα εμπιστευτείτε ποτέ σας, ένας άνθρωπος
πεθαμένος πριν της ώρας του, ένας παραχαράκτης που καταδικάστηκε στη ζοφερή
αίθουσα του Κακουργοδικείου του Μπρίστολ εκείνο το αποπνικτικό απόγευμα της 10ης
Ιουλίου 1825 και ο δικαστής παρατήρησε, αν μη τι άλλο, πως το όνομά μου ήταν
κατάλληλο για το Ημερολόγιο του Νιούγκεϊ μαζί με όλων των άλλων θανατοποινιτών
κι αμέσως μετά έβγαλε τον μαύρο σκούφο του και με καταδίκασε σε θάνατο δι’
απαγχονισμού.»
Το
«Εγχειρίδιο Ιχθύων», είναι μια ιστορία εξαπάτησης, αλλά κι ένα βιβλίο μέσα σε
ένα άλλο βιβλίο, ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, καθόλου
εγκεφαλικό όπως συνήθως συμβαίνει – το αντίθετο μάλιστα, είναι ένα λογοτεχνικό
ταξίδι που είτε θα σε παρασύρει μαζί του, σε ένα σύμπαν εφιαλτικό και
ταυτόχρονα μαγευτικό, ή, θα σε αφήσει τελείως απέξω, κλείνοντας ερμητικά τις «πόρτες»
του. Ο αναγνώστης καλείται να προσέλθει σε αυτή την «περιπέτεια», αφήνοντας
πίσω του, όλες τις σκέψεις και να αφεθεί στη μοναδική αφήγηση του Φλάναγκαν, που
όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, είναι κι εδώ μοναδική!
Ο
βαρυποινίτης Γιούλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ (1801 – 1853), είναι ο ήρωας του
βιβλίου. Αληθινό πρόσωπο, που καταδικάστηκε σε φυλάκιση κι εξορία 49 χρόνων, στην
Γη του Βαν Ντίμεν, όπως ήταν τότε γνωστή η Τασμανία. Έγινε γνωστός για τους 26
πίνακες με τα ψάρια που ζωγράφισε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη νήσο
Σάρα της Τασμανίας (12 από αυτούς τους πίνακες κοσμούν την πρώτη έκδοση του βιβλίου
από τις εκδόσεις Άγρα). Φύση καλλιτεχνική αλλά και απατεώνας ολκής, ο Γκουλντ,
ζωγράφισε ψάρια με κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά και οι πίνακές του
βρίσκονται σε ένα βιβλίο που ανήκει στην Βιβλιοθήκη της Τασμανίας.
Το
μυθιστόρημα του Φλάναγκαν, ξεκινάει στη σύγχρονη εποχή, όταν ένας απατεώνας, ο
Σιντ Χάμετ, που πουλάει στους τουρίστες έπιπλα, που (τα φτιάχνει έτσι, ώστε να)
δείχνουν παλιά, βρίσκει τυχαία, ένα χειρόγραφο με ζωγραφιές ιχθύων, όπου έχει
χρησιμοποιηθεί κάθε είδους γραφική ύλη, συνδυασμένη με μια περίτεχνη και
ιδιαίτερα δυσανάγνωστη γραφή και ιστορίες που η μια επικαλύπτει την άλλη. Ήταν
ένα χάος χωρίς αρχή και τέλος, ένα ημερολόγιο με γεγονότα βγαλμένα από ένα
παρανοϊκό μυαλό. Ο Χάμετ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι έχει μπροστά του, ένα
ιστορικό γεγονότων, γραμμένο από τον κατάδικο Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, στον
οποίον το 1828 ανατέθηκε από τον στρατιωτικό γιατρό της Νήσου Σάρα, της διαβόητης
αποικίας των βαρυποινιτών, να ζωγραφίσει όλα τα ψάρια που αλιεύονταν στις θάλασσες
της. Εκτός όμως από τα ψάρια, ο κατάδικος περιέγραφε και την καθημερινότητα από
την φυλακή που βρισκόταν. Η κάθε ιστορία ήταν γραμμένη με μελάνι διαφορετικού
χρώματος και οι «ειδικοί» που ο Χάμετ συμβουλεύεται πέφτουν σε αντιφάσεις για
την αυθεντικότητα των περιγραφών. Ο Χάμετ όμως χάνει το «Εγχειρίδιο Ιχθύων» και
δεν μπορεί να το ξαναβρεί με τίποτα. Έτσι, κάθεται και ξαναγράφει την ιστορία
που αφηγείται ο Γκουλντ, όπως τη θυμάται, κι εκεί ουσιαστικά αρχίζει αυτό το μαγευτικό
βιβλίο, από τη σελίδα 61 – καθώς οι πρώτες 60 σελίδες όπως αναφέρεται, έχουν
χαθεί…
Για
να συνειδητοποιήσουμε λίγο τα πράγματα, αυτό που ξεκινάει στη σελίδα 61, και
ολοκληρώνεται 350 σελίδες αργότερα, είναι η αφήγηση του Φλάναγκαν, πάνω σε ότι
θυμόταν ο Χάμετ, από το «αυθεντικό» βιβλίο του Γκουλντ. Σε αυτήν την εξαπάτηση,
της εξαπάτησης, βρίσκουμε έναν Γκουλντ, που το καλλιτεχνικό του ταλέντο τον διασώζει
από κρεμάλες, τιμωρίες, εκτελέσεις, έναν ζωγράφο που προσπαθεί να επιβιώσει από
παρανοϊκές καταστάσεις, σε ένα κόσμο ασύλληπτης βίας.
«Κι
όταν τελείωσα την εικόνα & έριξα μια ματιά στο κακόμοιρο το γουρουνόψαρο που
κειτόταν πια νεκρό στο τραπέζι, μου γεννήθηκε η απορία αν, με το θάνατο του
κάθε ψαριού, ο κόσμος γινόταν πιο μικρός ως προς την ποσότητα της αγάπης που θα
μπορούσε να νιώσει κανείς γι’ αυτό το πλάσμα Αν περιοριζόταν κατά τόσο το δέος
& η ομορφιά που απόμειναν καθώς ένα ένα τα ψάρια πιάνονταν στο δίχτυ. Κι αν
συνεχίσουμε ν’ αρπάζουμε & να γδέρνουμε & να σκοτώνουμε, αν κατά
συνέπεια ο κόσμος γίνεται όλο και πιο φτωχός από αγάπη & δέος &
ομορφιά, τι θα απομείνει στο τέλος;
Άρχιζε,
βλέπετε, να με ανησυχεί αυτός ο αφανισμός των ψαριών, αυτή η φθορά της αγάπης
που προκαλούσαμε τόσο άσκεφτα, & φανταζόμουν τον κόσμο του μέλλοντος σαν
στείρα ομοιομορφία, όπου ο καθένας είχε καταβροχθίσει τόσα ψάρια ώστε δεν
έμεναν πια άλλα & όπου η Επιστήμη γνώριζε όλα, μηδενός εξαιρουμένου, τα
είδη & τα φύλα & τα γένη, αλλά κανείς δεν γνώριζε την αγάπη, γιατί είχε
εξαφανιστεί μαζί με τα ψάρια.
Η
ζωή είναι ένα μυστήριο, έλεγε ο Γερο-Γκουλντ, μνημονεύοντας έναν άλλον Ολλανδό
ζωγράφο, & η αγάπη είναι το μυστήριο μέσα στο μυστήριο.
Χωρίς
τα ψάρια όμως, ποιο ζωηρό άλμα, ποιος παφλασμός θα σηματοδοτεί την αρχή των
κύκλων;»
Το
2007, όταν το blog, ήταν ακόμα νέο, είχα διαβάσει το «Εγχειρίδιο Ιχθύων»
από τις εκδόσεις Άγρα, και είχα γράψει ένα σύντομο (σε σχέση με τα «σεντόνια»
που γράφω τώρα) κείμενο. Επαναλαμβάνω όμως τα βασικά στοιχεία της ιστορίας,
γράφοντας με λίγο διαφορετικό τρόπο αυτά που είχα γράψει τότε, γιατί έχουμε το
ίδιο βιβλίο, οπότε θα ήταν άτοπο να γράψω άλλα (παρότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος
που ήμουν 15 χρόνια πριν).
Ο
Γκουλντ ζωγραφίζει για τον γιατρό της αποικίας, που προσβλέπει σε μια θέση στην
Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας, ένα βιβλίο με εικόνες ιχθύων. Ταυτόχρονα
ερωτεύεται μια ιθαγενή που είναι ερωμένη του αρχιδεσμοφύλακα και που μετέπειτα
θα γίνει ερωμένη και του (τελείως) παράφρονα Διοικητή της αποικίας, που μέσα
στα μαξιμαλιστικά του σχέδια που δεν έχουν περιορισμό, χτίζει ένα παλάτι, ξεπουλάει
την ξυλεία του νησιού σε Ιάπωνες και φτιάχνει ένα σιδηρόδρομο για ένα κυκλικό
δρομολόγιο τετρακοσίων μέτρων. Όλα αυτά εναλλάσσονται με φρικιαστικές
περιγραφές βασανιστηρίων, σκηνές κόλασης και καθαρτηρίου, και Άγγλους που
εξολόθρευαν τους Αβορίγινες ιθαγενείς με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί
κανείς. Ο Γκουλντ, το μόνο που σκέφτεται είναι η επιβίωση και θέλει να την
επιτύχει με κάθε τρόπο, καθιστώντας την παρουσία του απαραίτητη,
εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται.
Ο
Φλάναγκαν με παραληρηματικό ύφος σε πολλά σημεία του βιβλίου, ενσωματώνει μια ποικιλία λογοτεχνικών ειδών
στην αφήγησή του. Από το γκροτέσκο και το πικαρέσκο που θυμίζει Lawrence Sterne, στη gothic ατμόσφαιρα μυθιστορημάτων του 19ου
αιώνα, στο ιστορικό λογοτεχνικό έργο μεγάλης πνοής, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει
αναχρονισμούς και παιχνιδιάρικα στοιχεία στην ιστορία του που την «επικαιροποιούν»
αλλά και χρησιμεύουν ως ένα είδος πολιτικού σχολίου στον 20ο αιώνα, ουσιαστικά
μαγεύοντας τον αναγνώστη και παρασύροντάς τον στις υπερβολές της αφήγησης.
Κάποιες φορές αστεία, κάποιες στιγμές ιδιαίτερα ελκυστική, με πάρα πολλή βία
και θλίψη, αλλά πάνω απ’ όλα σαγηνευτική και μαγευτική η αφήγηση, κυριολεκτικά
σε καθηλώνει.
«Η
ντροπή δεν με αγγίζει. Θαρρείτε πως δεν κάρφωσα ποτέ σύντροφό μου; Υπήρξα &
φίλος & φελλός, τους συμπαθούσα & έκλαιγα για λογαριασμό τους όταν με
βάση τις ψεύτικες πληροφορίες μου τους έπαιρναν για να τους μαστιγώσουν.
Επέζησα. Κακό & σφάλμα από μέρους μου & σε τι διέφερα από τη γάτα με τις
εννιά ουρές που τους ξέσκιζε τις ράχες όταν πουλούσα ψυχές για λίγα ψίχουλα ή
λίγη μπογιά; Πρόδωσα όλους όσους είχα ανάγκη. Ένα βρωμερό κουράδι κλεισμένο σε
κελί, να τι ήμουνα. Οσμιζόμουνα την ανάσα των συντρόφων μου. Είχα στο στόμα μου
την ξινίλα της σάπιας τους ζωής. Ήμουνα η βρομερή κατσαρίδα. Η σιχαμερή ψείρα,
μόνιμη πηγή φαγούρας. Ήμουνα η Αυστραλία. Πέθαινα πριν γεννηθώ. Ένας αρουραίος
ήμουνα που τρώει τα μικρά του. Η Μαρία Μαγδαληνή. Ο Χριστός. Ένας αμαρτωλός. Ένας
άγιος. Ήμουνα σάρκα & ορμή της σάρκας & σμίξιμο της σάρκας & ο
θάνατος & ο έρωτας ήταν εξίσου αποκρουστικοί & εξίσου όμορφοι στα μάτια
μου. Βαστούσα στην αγκαλιά μου τα τσακισμένα τους κορμιά στο χαροπάλεμά τους.
Φιλούσα τα σπυριά τους που πυορροούσαν. Έπλενα τα κοκαλιάρικα ποδάρια τους, γεμάτα
έλκη, κρατήρες όπου σάπιζε το πύο ∙ το πύο αυτό ήμουνα εγώ & ήμουνα πνεύμα
& Θεός & αμετάφραστος & ακατάληπτος ακόμη & για τον εαυτό μου.
Πόσο τον μισούσα τον εαυτό μου γι’ αυτή την κατάσταση. Πόσο θα ήθελα να βάλω σε
δοκιμασία το σύμπαν που τόσο αγαπούσα, που ήταν κι ο εαυτός μου, & πόσο θα
ήθελα να ξέρω γιατί στα όνειρά μου πετούσα πάνω από ωκεανούς & γιατί όταν
ξυπνούσα ήμουνα η γη που ανάδινε τη μυρουδιά φρεσκοαναδεμένης τύρφης. Κανένας
άνθρωπος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στους άγριους θρήνους μου ούτε να με
ακούσει να αστειεύομαι γιατί έπρεπε να ανέχομαι τέτοια ζωή. Ήμουνα Θεός &
πύο & ό,τι ήμουνα εγώ ήσουνα Εσύ & ήσουνα Άγιαος, τα πόδια Σου, τα
σπλάχνα Σου, η ήβη Σου, οι μασχάλες Σου, η μυρουδιά Σου & ο ήχος Σου &
η γεύση Σου, η εκπεσούσα Ομορφιά Σου, ήμουνα θεϊκός καθ’ ομοίωσή Σου &
ήμουνα Εσύ & δε λαχταρούσα άλλο πια τούτη τη μεγάλη γη & γιατί να μην
υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν πόσο πολύ πονούσα σπάραζα λέγοντας αντίο;»
Αλησμόνητοι
χαρακτήρες πρωταγωνιστούν στο βιβλίο του Φλάναγκαν. Όλοι παρανοϊκοί (ή σχεδόν),
ο Διοικητής με την χρυσή μάσκα που δεν την βγάζει ποτέ και σε κάποιες σελίδες
παραπέμπει στον Κουρτς του Κόνραντ, σε άλλες στον Πρόεδρο Μάο της Κίνας, όπως κολυμπάει
στον ποταμό, ο Χειρουργός Λεμπριέρ, σωτήρας και εκμεταλλευτής του Γκουλντ, ο
δεσμοφύλακας Πομπτζόι που τον βασανίζει αλλά του φέρνει υλικό για να ζωγραφίζει,
ο αινιγματικός γραμματέας Γιόργκενσεν, που ισχυρίζεται ότι διετέλεσε στο
παρελθόν «Βασιλιάς της Ισλανδίας», και η περιπετειώδης φύση του, τον έφερε στη
Γη του Βαν Ντίμεν, όπου γράφει την ιστορία της και πεθαίνει υπό το βάρος της βιβλιοθήκης
και των αρχείων του. Ο Γιόρκενσεν που θα μπορούσε να είναι ένα υποκατάστατο του
Χ.Λ.Μπόρχες θεωρεί ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία, μπορεί να συνοψιστεί σε
ένα αρχείο.
Η
ρευστότητα του κειμένου συνδυάζεται με την ανυποληψία του αφηγητή. Ό,τι
διαβάζουμε μπορεί να αμφισβητηθεί, όλα είναι θολά – μια ασαφής γραμμή μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας, γραπτού λόγου και πράξεων. Προς το τέλος του
βιβλίου, συνειδητοποιούμε ότι το πτώμα που πλέει μέσα στο διαρκώς πλημμυρισμένο
κελί του Γκουλντ, είναι ενός από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος,
μια υπενθύμιση της ρευστότητας της ύπαρξης. Ο συγγραφέας (ποιος απ’ όλους
άραγε;) «υποχρεώνει» τον αναγνώστη του, να σκεφτεί τα ασαφή όρια μεταξύ ζωής
και θανάτου στο βιβλίο, επισημαίνοντας διαρκώς το ερώτημα, ποιος είναι νεκρός
και ποιος ζωντανός στο κείμενο.
Κήτς,
Ντε Κουίνσι, Γκαίτε, το πικαρέσκο μυθιστόρημα αλλά και οι μεγάλες αφηγήσεις του
19ου περνάνε στην αφήγηση του Φλάναγκαν που δεν διστάζει να υπερβεί
όρια και γραμμές. Ο συγγραφέας, επισημαίνοντας και τονίζοντας σε όλο το σώμα
του έργου, τη σχέση αφέντη / σκλάβου, θέτει και το θέμα της ταυτότητας της χώρας,
πως διαμορφώθηκε δηλαδή, μέσα από τη βία και την αμφισβητούμενη και θολή
προέλευση των ανθρώπων που εποίκισαν το νησί.
Με
έντονες επιρροές από τους μεγάλους συγγραφείς του 18ου και του 19ου
αιώνα, ποιον να πρωτοαναφέρεις, καθώς ο κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει κάποιον,
με πιο έντονη την επίδραση των Κόνραντ, Μπόρχες, Σουίφτ, Στερν, Θερβάντες ο
Φλάναγκαν έγραψε ένα μνημειώδες αριστουργηματικό μυθιστόρημα, πλημμυρισμένο από
δυναμισμό και ενέργεια – παρά τον κάποιες φορές «υπνωτιστικό» του ρυθμό. Ένα
μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να συμπεριλάβει ολόκληρο το σύμπαν είναι το «Εγχειρίδιο
Ιχθύων», υπερβολικό και βίαιο, ανοικονόμητο και προκλητικό, αινιγματικό και
δυσερμήνευτο, σκατολογικό και ταυτόχρονα βαθιά ανθρωπιστικό.
Το
«Εγχειρίδιο ιχθύων», είναι ένα βιβλίο που θεωρεί την «αλήθεια» και την «αντικειμενικότητα»
δευτερεύουσες, προτάσσοντας την ερμηνεία και την υποκειμενικότητα σε όλη της την
μεγαλοπρέπεια. Μεταμοντέρνο και ταυτόχρονα παλαιϊκό με ένα μαγικό τρόπο, είναι
ένα «μυθιστόρημα εξαπάτησης» που τυπικά έχει τα χαρακτηριστικά της «Στρατοπεδικής
Λογοτεχνίας», ανατρέποντας όμως έννοιες και δεδομένα, είναι ένα βιβλίο για την
ανθρώπινη εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία, ωθώντας τον αναγνώστη
του σε μια διαρκή πάλη και αμφισβήτηση, όχι μόνο γι’ αυτά που διαβάζει, αλλά
και γι’ αυτά που (νομίζει ότι) γνωρίζει. Είναι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο που
ευτύχησε στην μεταφορά του στη γλώσσα μας από την Αθηνά Δημητριάδου.
Βαθμολογία
86 / 100 (διατηρώ την ίδια βαθμολογία με το 2007, παρότι στη δεύτερη ανάγνωση,
το βιβλίο μου άρεσε περισσότερο και άνετα πλησίαζε το 90 / 100)
Δημοσίευση σχολίου