«Προτού
ξαναγεννηθείς, έλεγξε καλά που βρίσκεσαι» (Μορντεχάι (Μότι) Μπαχάραβ)
Μια
δυναμική 90άχρονη γυναίκα, που βρέθηκε από ένα χωριό της πρώην Γιουγκοσλαβίας,
σε ένα κιμπούτζ του Ισραήλ, παντρεμένη με έναν άντρα που δεν γνώριζε, ο οποίος
είχε έναν 16χρονο γιο που ξαφνικά βλέπει να εισβάλλουν στη ζωή του, όχι μόνο
μια νέα μητέρα που μίλαγε περίεργα τη γλώσσα τους αλλά και ένα εκπάγλου
καλλονής κορίτσι που ήταν η κόρη της. Δυο παιδιά που θα ερωτευτούν παράφορα, θα
ταλαιπωρηθούν λόγω της αδυναμίας προσαρμογής του κοριτσιού και θα κάνουν μια
κόρη, που έρχεται σαράντα χρόνια αργότερα να κινηματογραφήσει ένα (τουλάχιστον)
περίεργο ταξίδι, επιστροφής στις ρίζες της γριάς γυναίκας, ένα ταξίδι
αποκάλυψης αλλά και συνειδητοποίησης της αλήθειας που καθόρισε τη ζωή της κόρης
της.
Το
«Η ΖΩΗ ΠΑΙΖΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ» το νέο μυθιστόρημα του εξαιρετικού Ισραηλίτη συγγραφέα David Grossman (Ιερουσαλήμ, 1954)
– (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφρ. Λουίζα Μιζάν, σελ. 404), διαθέτει όλα τα στοιχεία
που χαρακτηρίζουν το λογοτεχνικό ύφος του συγγραφέα, και που θαυμάσαμε στο
αριστουργηματικό «ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ» πριν κάποια χρόνια. Θαυμάσιος αφηγηματικός
λόγος, ωραίος ρυθμός, χαρακτήρες που μένουν αλησμόνητοι, δομή και πυκνότητα
λόγου που συγκινεί. Ο Γκρόσμαν στο νέο του βιβλίο, διηγείται μια υπέροχη
ιστορία θυσίας και αγάπης, μυστικών και παρεξηγήσεων, έρωτα και απογοήτευσης,
που αν διέθετε καλύτερο φινάλε θα μιλούσαμε για ένα μεγάλο μυθιστόρημα.
Η
Βέρα, η Νίνα και η Γκίλι, τρεις γυναίκες που τις ενώνει ένα μυστικό. Και στη
μέση ο Ραφαήλ. Η Γκίλι ακολουθεί τα βήματά του πατέρα της, και ασχολείται με
τον κινηματογράφο. Είναι μια νέα γυναίκα, τραυματισμένη ψυχολογικά από την
απουσία μητέρας στη ζωή της και από έναν πατέρα που βρισκόταν σε μόνιμη
κατάθλιψη. Έχοντας ήδη κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θέλει να
κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την γιαγιά της, με την οποία οι σχέσεις της
εναλλάσσονταν μεταξύ ψυχρού και κρύου.
Την
Γκίλι, την μεγάλωσε η Βέρα, η γιαγιά της, που τώρα, το 2008 που είναι ο
μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου, έκλεισε τα 90 της χρόνια και ετοιμάζεται
για μια επιστροφή στην πατρική της γη, εκεί απ’ όπου διέφυγε την δεκαετία του ’50,
για να καταφύγει στο Ισραήλ και να παντρευτεί μετά από λίγο καιρό, τον χήρο
πατέρα του Ραφαήλ, που ήταν τότε 16 χρονών και είχε χάσει τη μητέρα του πριν
από ένα χρόνο.
Η
Βέρα το 1960, είχε ήδη μια κόρη από τον αξιωματικό του Σερβικού στρατού και
μεγάλου της νεανικό έρωτα, τον Μίλος. Η Νίνα, η κόρη της Βέρας, ήταν ένα
ατίθασο αλλά πανέμορφο κορίτσι στην ηλικία του Ραφαέλ. Τα δυο παιδιά βρίσκονται
αίφνης στο ίδιο σπίτι, σε μια ένωση θυελλώδη, κι έναν έρωτα που δεν θα
μπορέσουν να του αντισταθούν. Όμως η Νίνα ήταν απρόβλεπτη και δεν μπορούσε να
ανεχθεί οποιουδήποτε είδους δεσμεύσεις, έτσι λοιπόν θα φύγει – χωρίς να αφήσει
κανένα ίχνος πίσω της, παρά μόνο έναν διαλυμένο Ραφαήλ.
Μετά
από μερικά χρόνια και με έναν Ραφαήλ να την αναζητά παντού, η Νίνα επιστρέφει
και μένουν μαζί, γεννιέται η Γκίλι. Η Νίνα όμως δεν μπορεί αυτό το είδος ζωής,
εργασία, σπίτι, οικογένεια – θα ξαναφύγει και θα χαθεί από προσώπου γης. Η
Γκίλι μεγαλώνει με την Βέρα και με έναν Ραφαήλ που τής αφοσιώνεται
ολοκληρωτικά.
Τώρα
όμως, τόσα χρόνια αργότερα, το 2008, η Γκίλι ετοιμάζει το ντοκιμαντέρ για την
Βέρα. Θα πάνε όλοι μαζί στο Τσάκοβετς της Κροατίας (πλέον) που είναι ο
γενέθλιος τόπος της γηραιάς γυναίκας (από την εβραϊκής καταγωγής οικογένειά
της), κι από εκεί θα καταλήξουν στο μικρό νησί Γκόλι Ότοκ, όπου η Βέρα
φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τις δυνάμεις Ασφαλείας του Τίτο, κάποια χρόνια
μετά την απελευθέρωση από τους Ναζί και την ανάληψη της εξουσίας από τους
Κομμουνιστές. Αίφνης, την βραδιά των γενεθλίων της Βέρας και λίγο πριν την
αναχώρηση, εμφανίζεται η Νίνα, που τους ανακοινώνει ότι θα έρθει μαζί τους στο
ταξίδι, μόλις ενημερώνεται γι’ αυτό. Ενημερώνει δε, τον έκπληκτο Ραφαήλ, ότι
είναι άρρωστη με λίγα χρόνια ζωής μπροστά της, οπότε το ταξίδι αυτό έχει
ιδιαίτερη σημασία για εκείνη, ώστε να καταλάβει κάποια πράγματα για τις
αποφάσεις που πήρε η μητέρα της τότε.
Η
οικογενειακή ομάδα για το ταξίδι, σχηματίζεται. Ο άβουλος Ραφαήλ που νιώθει σαν
χαμένος με την επιστροφή της αιώνιας αγαπημένης του και θα συμβουλεύει ως
εμπειρότερος, την Γκίλι στα γυρίσματα, η Νίνα, μαέστρος στον χειρισμό των
ανθρώπων, που δεν έχει καμία επαφή με την κόρη της (η οποία δεν θέλει να την
βλέπει), η Γκίλι που εκτός από το άγχος και την προετοιμασία του ντοκιμαντέρ,
παλεύει με τις ανασφάλειές της και την φανερή της ενόχληση για την «εισβολέα»,
και η Βέρα που με την αφήγησή της θα κυριαρχήσει στην ιστορία μέχρι το τέλος.
«Έμειναν
μαζί σε ένα διαμέρισμα ενάμισι δωματίου στον τρίτο όροφο στη συνοικία Κιριάτ
Γιοβέλ στην Ιερουσαλήμ. Η Νίνα εργαζόταν στο εργαστήριο αναλύσεων, και ο Ραφαέλ
δούλευε σε ευκαιριακές δουλειές. Την αγαπούσε με κάθε τρόπο που εκείνη του
επέτρεπε ή του επέβαλλε. Μπορεί να τον αγαπούσε κι αυτή – ούτε που ασχολούμαι
με αυτό, τι αισθανόταν για εκείνον υπάρχουν περιοχές που όποτε μπαίνω
στον πειρασμό να τις περιδιαβώ, μου έρχεται να αυτοκτονήσω , και γιατί να το
κάνω αυτό – αλλά η έκφραση στο πρόσωπό της δεν επέστρεψε. Το αντίθετο. Το
όμορφο πρόσωπό της λες κι έγινε ακόμα πιο αδιάφορο. Εκείνος υποψιαζόταν πως το
άδειαζε επίτηδες από νόημα κάθε φορά που την κοίταζε με τα ευγενικά του μάτια.
«Λες και με τιμωρούσε για κάτι», είπε έκπληκτος στη Sony,
κι εκείνη που έπαιρνε τη συνέντευξη, η νεαρή ειδική στον τέλειο γάμο σε
συνδυασμό με την πραγματεία του ζευγαρώματος, σιωπούσε από το πολύ τακτ.
Και
τη μια φορά μετά την άλλη, διηγούνταν ο Ραφαέλ, η Νίνα γύριζε από τις
περιπλανήσεις της κοντά του, «βρόμικη, βρομερή, ντροπιασμένη», είπε σιγά,
«μερικές φορές πραγματικά πληγωμένη, κομμένη, με μαύρους και μπλε μώλωπες».
Όταν έβλεπε το βλέμμα του, άναβε μεμιάς και του χυμούσε, και αρκετές φορές τον
χτυπούσε κιόλας, εκείνος αμυνόταν, προσπαθούσε να την κλείσει στην αγκαλιά του
για να ηρεμήσει, εκείνη όμως ήταν πιο γρήγορη και πιο άγρια από αυτόν. Και τότε
ερχόταν η στιγμή που έβγαινε εκτός εαυτού και άρχιζε να τη χτυπά κι αυτός,
συνέχισε ο Ραφαέλ να διηγείται στην τρομαγμένη νεαρή που έπαιρνε τη συνέντευξη,
που παρ’ όλη τη δύναμη της αχαλίνωτης φαντασίας της δεν της περνούσε από το
μυαλό αυτή η πιθανότητα. «Όμως την αγαπούσες!» ψιθύρισε εκείνη που έπαιρνε τη
συνέντευξη με πνιχτή φωνή, «πώς μπορούσες να τη χτυπάς αφού την αγαπούσες; «Δεν
ξέρω, Γκίλι. Δεν ξέρω. Αυτά τα δυο…» και τράβηξε με το δάχτυλο το πάνω χείλος
και αποκάλυψε στην αμήχανη κάμερα το στόμα του και το κενό στους δυο
τραπεζίτες, «αυτά τα δυο τα έχασα στις μάχες μας». Σιωπή. Η κάμερα επάνω του,
το δράμα όμως είναι τώρα της εικονολήπτριας. Γιατί ξαφνικά, με σημερινή ματιά,
είναι ξεκάθαρο μέχρι πόνου πως το
κορίτσι που ήμουν τότε, όταν κινηματογραφούσαμε, πληρώνει εδώ μπροστά στα μάτια
μας το τίμημα της μεγάλης της απάτης: να παριστάνει την ενήλικη.»
Από
την στιγμή που οι τέσσερις συνταξιδιώτες, συγγενείς είτε εξ αίματος, είτε εξ
αγχιστείας, προσγειώνονται στην Κροατία, το βιβλίο γίνεται συγκλονιστικό!
Μεταξύ «μυθιστορήματος δρόμου» και στρατοπεδικής λογοτεχνίας, η αφήγηση του
Γκρόσμαν, μέσα από την φωνή της Βέρας, περιγράφει τον παθιασμένο έρωτα με τον
Μίλος, τις μέρες του πολέμου και τον χαμό των γονιών της στο Άουσβιτς, και
τέλος, το τι έγινε υπό του καθεστώς του Τίτο και τα βασανιστήρια που υπέστη η
Βέρα στο νησί Γκόλι Ότοκ στις ακτές της Αδριατικής. Η Βέρα αφηγείται τις
μοιραίες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, καταστρέφοντας δια βίου, την σχέση της
με την μικρή τότε κόρη της, που άφησε σε συγγενείς στο Βελιγράδι, ενώ μέσα από
το μικροσκόπιο του συγγραφέα, θα περιγραφούν οι αντιδράσεις της Νίνα όταν
ακούει για πρώτη φορά, αυτά που πέρασε η μητέρα της.
Ο
Γκρόσμαν περιγράφει με την συνήθη γλαφυρότητά του, σκηνές από γεγονότα, άγνωστα
(στους περισσότερους) της Ιστορίας, με τις εκκαθαρίσεις του νέου καθεστώτος του
Τίτο, με τα απάνθρωπα βασανιστήρια σε ένα κολασμένο στρατόπεδο – όπου η ύπαρξη
των φυλακισμένων εξαρτιόταν από τις καθημερινές βουλές των φυλάκων τους, μέχρι
να ομολογήσουν «εγκλήματα» ή «παραβατικές συμπεριφορές» - άνθρωποι που εκτελούνταν
με μια σφαίρα στο κεφάλι ή ρίχνονταν από τους γκρεμούς στα βράχια της θάλασσας.
Η αγωνία για την επιβίωση θυμίζει μέρες των Ναζιστικών ή των Σοβιετικών
στρατοπέδων συγκέντρωσης και οι μικρές καθημερινές σκηνές που αφηγείται η
κραταιά Βέρα, συγκλονίζουν.
Το
βάρος της Ιστορίας και τα σκοτεινά κομμάτια της ζωής μας, είναι ένα από τα
κεντρικότερο στοιχεία στο λογοτεχνικό σύμπαν του Ισραηλίτη συγγραφέα. Έτσι κι
εδώ, το προσωπικό τραύμα συνδέεται με το συλλογικό στο μυθιστόρημα του
Γκρόσμαν, που θίγει σοβαρά θέματα και μυεί τον αναγνώστη σε ιστορικά
περιστατικά που είτε έχουν λησμονηθεί, είτε έχουν μείνει στο σκοτάδι. Ηθικά
διλήμματα τίθενται διαρκώς στο βιβλίο, όπως η ηρωική επιλογή της Βέρας να
αντισταθεί μέχρι τέλους που θα έχει συνέπειες στην υπόλοιπη ζωή της και στη ζωή
της κόρης της αλλά και η επιλογή της Νίνα ως μητέρας πλέον να φύγει, ακολουθώντας
τις παρορμήσεις της, παρατώντας την μικρή Γκίλι, που θα έχει συνέπειες στη ζωή
και των δύο.
Η
πλοκή στο βιβλίο κλιμακώνεται μετά την μέση του και το ταξίδι στα πατρογονικά
εδάφη της Βέρας, αλλά κλιμακώνεται και η αμηχανία του Γκρόσμαν, μπροστά στο
υλικό του. Ερωτήματα μένουν αναπάντητα, οι στέρεοι λογοτεχνικά χαρακτήρες των
γυναικών που με υπομονή και γλαφυρότητα «χτίζει» ο συγγραφέας, μένουν
ανολοκλήρωτοι και το φινάλε αφήνει περισσότερα ερωτηματικά από αυτά που
περίμενε ο αναγνώστης.
Τα
μεγάλα μυστικά που δεν λέγονται, οι μοιραίες ή και αυθόρμητες αποφάσεις που παίρνουμε,
ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειες μπορούν να καθορίσουν ζωές, μας λέει ο
Γκρόσμαν μέσα από το «Η ΖΩΗ ΠΑΙΖΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ».
Μνήμη
και αναζήτηση εαυτού, η λύτρωση ή το βάσανο που επέρχεται μετά την αποκάλυψη της
αλήθειας, οι σχέσεις γονέα με παιδί, το παρελθόν που εισέρχεται στο παρόν, όλα
αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, ενώ η θυσία και η αυτογνωσία
επανέρχονται διαρκώς, το δε πολιτικό στοιχείο με την τραγική ιστορία της Βέρας
και του Μίλος που από ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα, γίνονται αποδιοπομπαίοι
τράγοι στο «επαναστατικό» καθεστώς του Τίτο, παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον. Η
αδυναμία (ή η επιλογή) του Γκρόσμαν να δώσει τις απαντήσεις που περιμένει ο αναγνώστης στο
τέλος, επηρεάζει μεν την τελική κρίση, αλλά δεν αφαιρεί την μεγάλη γοητεία ενός
παραλίγο μεγάλου μυθιστορήματος.
Βαθμολογία
84 / 100
Δημοσίευση σχολίου