Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2023 | Permalink
A matter of Trust ("Παρακαταθήκη")
Τα σπουδαία μυθιστορήματα, τα αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες τους σελίδες, και η «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ» («Trust»), το βραβευμένο με το φετεινό Pulitzer (μαζί με το «Demon Copperhead» της Κίνγκσλοβερ) μυθιστόρημα του Αργεντινοαμερικανού συγγραφέα Hernan Diaz (Buenos Aires, 1973), που εκδόθηκε στις αρχές της χρονιάς από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μετάφρ. Κ.Παπαδάκη, σελ.514), είναι ένα από αυτά τα βιβλία που από την ώρα που θα τα αρχίσεις, δεν μπορείς να τα αφήσεις από τα χέρια σου. Το πιο σημαντικό για έναν αναγνώστη, είναι ότι όλα αυτά του συμβαίνουν, χωρίς το βιβλίο που διαβάζει να διαθέτει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, ούτε οι ανατροπές να διαδέχονται η μια την άλλη – του συμβαίνουν απλά, γιατί η δύναμη του λογοτεχνικού ύφους είναι τεράστια και αυτό που τον καθηλώνει είναι η μαγεία που εισπράττει.


Η «Παρακαταθήκη» χωρίζεται σε τέσσερα αυτόνομα μέρη, τα οποία όμως αλληλοσυνδέονται, παίρνοντας τη σκυτάλη το ένα από το άλλο. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι διαβάζουμε ουσιαστικά την ίδια ιστορία με τέσσερις διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους. Στο βιβλίο λοιπόν, συνυπάρχουν δημιουργικά, μια νουβέλα (ή και εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα) με τίτλο «Ομολογίες – μυθιστόρημα του Χάρολντ Βάνερ», οι αυτοβιογραφικές σημειώσεις του κεντρικού χαρακτήρα («Η ζωή μου»), ένα autofiction χρονικό («Μνήμες απομνημονευμάτων») και τέλος ένα ημερολόγιο («Μελλούμενα»). Στη βάση βέβαια του μυθιστορήματος, υπάρχει το Χρήμα, το χρήμα ως «μύθευμα», «πλάνη», ως «οικουμενικό αγαθό», ως κινητήρια δύναμη.
 
Στο πρώτο μέρος, αναπαρίσταται μέσα από τη γραφή ενός ιδιαίτερου συγγραφέα, του Χάρολντ Βάνερ, η μυθιστορηματική βιογραφία ενός θρύλου της Γουόλ Στριτ (αλλάζοντας βέβαια τα ονόματα των ηρώων του), και η ζωή του με την πρόωρα θανούσα σύζυγό του. Ο Άντριου Μπέβελ, είναι ένας μεγιστάνας που η περιουσία του δημιουργήθηκε μέσα από τις επενδύσεις του στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ο Μπέβελ ξεκινώντας δειλά και αντιλαμβανόμενος συν τω χρόνω, τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν, δεν δίσταζε να κάνει παράτολμες ενέργειες οι οποίες του απέφεραν όλο και περισσότερα κέρδη. Άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, παντρεύτηκε ένα μεγαλοφυές κορίτσι, την ασταθή συναισθηματικά Μίλντρεντ, με την οποία δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά και ζούσαν σε μια αχανή πολυτελή έπαυλη του Μανχάταν. Η ψυχολογική αστάθεια της Μίλντρεντ που ήταν μια μαικήνας των Τεχνών και των Επιστημών, διαθέτοντας το σαλόνι της για μουσικές βραδιές, εκθέσεις, ομιλίες, την οδηγεί σε ένα σανατόριο της Ελβετίας, όπου μυστηριωδώς πεθαίνει.
 
«Η εγγύτητα μπορεί να γίνει αβάσταχτο βάρος για εκείνους που, όταν τη βιώνουν για πρώτη φορά ύστερα από μια ολόκληρη ζωή περήφανης αυτάρκειας, συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι ολοκληρώνει τον κόσμο τους. Η εύρεση της ευτυχίας γίνεται ένα με τον φόβο της απώλειάς της. Αμφισβητούν το δικαίωμά τους να οφείλουν την ευδαιμονία τους σε κάποιον άλλον ∙ ανησυχούν ότι ο αγαπημένος τους μπορεί να βρει τη λατρεία τους κουραστική ∙ φοβούνται ότι η λαχτάρα τους ίσως να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά τους με τρόπους που δεν μπορούν να αντιληφθούν. Επομένως, καθώς το βάρος από όλα ετούτα τα ερωτήματα και τις ανησυχίες τούς κάνει να κλειστούν στον εαυτό τους, η καινούργια χαρά που βρίσκουν στη συντροφικότητα μετατρέπεται σε μια βαθύτερη έκφραση της μοναχικότητας που νόμιζαν ότι είχαν αφήσει πίσω τους.»
 
Στο δεύτερο μέρος, οι αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Άντριου Μπέβελ προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν (από τη μεριά του μεγιστάνα) το τοπίο, γύρω από τα σημεία στα οποία διαφωνεί με τον τρόπο που περιγράφει τον κοινό συζυγικό βίο ο Βάνερ στη νουβέλα του. Ουσιαστικά λοιπόν, οι σημειώσεις είναι πάνω στην πρώτη ιστορία, στα ίδια γεγονότα αλλά υπό μια διαφορετική οπτική γωνία, απλά αλλάζοντας τα ονόματα. Εάν στο πρώτο μέρος, η αφήγηση ακολουθεί κλασσικότροπο δρόμο, θυμίζοντας το «Τα Χρόνια της Αθωότητας» της Edith Wharton, αλλά και την πρόζα του F.S.Fitzgerald στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ», το αφηγηματικό ύφος αλλάζει στο δεύτερο, όπου ο Diaz περιγράφει την προσπάθεια του Μπέβελ να απολογηθεί και να ρίξει (τελείως υποκειμενικά) «φως» στην ιστορία.
Ο Μπέβελ έξαλλος από την κυκλοφορία της νουβέλας, το 1938 λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της Μίλντρεντ, προσπαθεί να πει την ιστορία «όπως πραγματικά είναι», επικαλούμενος την αριστοκρατική καταγωγή της οικογένειάς του, και αφήνοντας στο κάθε κεφάλαιο ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω σημειώσεων, ο Diaz, εκθέτει τον διάχυτο ναρκισσισμό του πρωταγωνιστή του, που παρουσιάζει τον εαυτό του ως αυτοδημιούργητο, ενώ στην πραγματικότητα, εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την προϋπάρχουσα οικογενειακή περιουσία, δομώντας την ιστορία του πάνω σε θραυσματικά στοιχεία, όπου αφήνει τον αναγνώστη να ενώσει τα κομμάτια, να βρει στοιχεία που υπαινίσσονται στην αφήγηση, να ανατρέξει στο τι διάβασε κάποιες σελίδες πριν, να προβληματιστεί και να αναρωτηθεί.
 
Στο τρίτο μέρος, το τοπίο ξεκαθαρίζει (ή και μπερδεύει) κατά ένα μεγάλο μέρος του. Ο Μπέβελ αναθέτει στη νεαρή Ιταλοαμερικανίδα Άιντα Παρτένζα (που ο πατέρας της ήταν μαχητικός συνδικαλιστής και η οποία, προσπαθούσε να γίνει δημοσιογράφος) , την επιμέλεια της εξομολόγησης της ζωής του με σκοπό να εκδοθεί ως βιβλίο-απάντηση στη νουβέλα του Βάνερ. Λειτουργώντας ουσιαστικά ως «ghost-writer», η Άιντα που προσλαμβάνεται με τον τυπικό τίτλο της προσωπικής γραμματέως του Μπέβελ, περιγράφει μετά από δεκαετίες, την εμπειρία της από τις διηγήσεις του μεγιστάνα και ξαναδιαβάζοντας τις σημειώσεις της, βρίσκει τα θολά σημεία μιας αφήγησης που διακόπηκε απότομα και κυρίως τις σημειώσεις της Μίλντρεντ, ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα που μέχρι τα 2/3 του βιβλίου, πληροφορούμαστε ότι ακριβώς θέλει να μας πει ο Μπέβελ γι’ αυτήν.
 
«Οι περισσότεροι από εμάς προτιμάμε να πιστεύουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για τις νίκες μας, όμως δεν φέρουμε καμία ευθύνη για τις ήττες μας. Θριαμβεύουμε, αλλά στην πραγματικότητα δεν είμαστε εμείς που αποτυγχάνουμε, απλώς καταστρεφόμαστε από ανεξέλεγκτες δυνάμεις.»


Το τέταρτο μέρος με τις ημερολογιακές καταγραφές της Μίλντρεντ από το Ελβετικό σανατόριο, έρχεται να ξεκαθαρίσει (;) κάποια πράγματα αλλά επίσης να προσθέσει ερωτηματικά σε μια ιστορία, που δεν ξεκαθαρίζει ένας θάνατος, αλλά τα στοιχεία μιας ζωής και ενός κεντρικού χαρακτήρα, της αινιγματικής Μίλντρεντ, λογοτεχνικής ηρωίδας που αναδεικνύεται ως η αφανής πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα. Σε αυτό τον παθιασμένο και φορτισμένο επίλογο μιας ιστορίας, ο αναγνώστης βρίσκεται διαρκώς προ διλημμάτων σχετικά με την αξιοπιστία των αφηγητών, που σε συνδυασμό με το αποστασιοποιημένο ύφος των ¾ του μυθιστορήματος, έρχεται να θολώσει περισσότερο τα νερά.
 
Η «Παρακαταθήκη» είναι ένα βιβλίο ιντριγκαδόρικο, που διαρκώς σε ξαφνιάζει χωρίς να έχει ανατροπές, ενώ προς το τέλος γίνεται τόσο συναρπαστικό σαν θρίλερ – χωρίς να έχει αστυνομική υφή. Ο αναγνώστης διαρκώς αναρωτιέται, ποια είναι τα όρια της αλήθειας και ποια του ψέματος – νιώθει ότι ο συγγραφέας παίζει μαζί του σε έναν διαφορετικό κύβο του Ρούμπικ, ότι τον εξαπατά, αλλά από την άλλη τον μαγνητίζει και τον κρατάει «δέσμιο» του ύφους του.
 
« «Χρήμα; Τι είναι το χρήμα; Ένα προϊόν καθαρά φανταστικής μορφής». Μελαγχολικό κούνημα του κεφαλιού, ξαφνικό συνοφρύωμα, αναστεναγμός. «Το ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν οι μαρξιστές. Το κράτος τους και η δικτατορία τους. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούν, μ’ εκείνους τους ογκόλιθους νοημάτων, περιορίζοντας τον κόσμο σε μία και μοναδική εξήγηση. Όπως η θρησκεία. Όχι, δεν μου αρέσουν οι μαρξιστές. Αλλά ο Μαρξ…» Ξανά εκείνη η γκριμάτσα, λες και τον βασάνιζε ένα υπέρμετρα όμορφο θέαμα. «Είχες δίκιο σ’ αυτό: το χρήματα είναι ένα πλασματικό προϊόν. Δεν μπορείς ούτε να τραφείς με χρήμα ούτε να το φορέσεις, όμως αντιπροσωπεύει όλο το φαγητό και τα ρούχα που υπάρχουν στον κόσμο. Γι’ αυτό είναι μια πλάνη. Κι αυτό είναι που το μετατρέπει στο μέτρο με το οποίο αποτιμούμε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα. Τι σημαίνει ετούτο; Σημαίνει ότι το χρήμα γίνεται οικουμενικό αγαθό. Όμως να θυμάσαι: το χρήμα είναι ένα μύθευμα, αγαθά σε μια καθαρά φανταστική μορφή, σωστά; Κι αυτό είναι δύο φορές αλήθεια για το χρηματιστικό κεφάλαιο. Μετοχές, μερίδια, ομόλογα. Νομίζεις ότι αυτά τα πράγματα που εκείνοι οι ληστές στην απέναντι όχθη του ποταμού πουλάνε κι αγοράζουν αντιπροσωπεύουν κάποια αληθινή, απτή αξία; Όχι. Όχι, σε καμία περίπτωση. Οι μετοχές και τα μερίδια και όλα τούτα τα σκουπίδια δεν είναι παρά προσδοκίες για μια μελλοντική αξία. Αν λοιπόν το χρήμα είναι ένα μύθευμα, το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το μύθευμα ενός μυθεύματος. Αυτό εμπορεύονται όλοι εκείνοι οι εγκληματίες: μυθεύματα». »


Σε αυτό το λογοτεχνικό έπος, αυτό το «tour de force» αφηγηματικής δύναμης και συνεχών παρεκκλίσεων από την ευθεία γραμμή που διατρέχει μια ιστορία, ο Diaz, έγραψε ένα βιβλίο γεμάτο θραύσματα, ένα διαρκές παζλ, όπου από την ατμόσφαιρα μυθιστορήματος των αρχών του μεσοπολέμου και τους Φιτζεραλντικούς ήρωες του (έναν διαφορετικό και λιγότερο χαρισματικό Γκάτσμπι, μια διαφορετική και λιγότερο ζωντανή Ζέλντα), περνάμε σε πιο προσωπικούς τόνους που όμως διατηρούν μια απόσταση από τα γεγονότα, για να έρθουμε σε μια προσπάθεια βιογραφίας με πολλά σκοτεινά σημεία, σε ένα καλά κρυμμένο ημερολόγιο του τέλους. Ποιον από τους αφηγητές μπορούμε να πιστέψουμε και πως μπορούμε να βγούμε από μια μαύρη τρύπα, στην οποία βυθιζόμαστε με κάθε σελίδα που διατρέχει την ανάγνωση αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος;
 
Η «Παρακαθήκη» με τον αμφίσημο τίτλο (ο δε πρωτότυπος Αγγλικός τίτλος «Trust» με τις πολλαπλές έννοιες, είναι ακόμα περισσότερο αμφίσημος), είναι ένα βιβλίο κυρίως για το Χρήμα και τη δύναμή του, τον Καπιταλισμό και τα «success stories», τον πλουτισμό, την εξουσία, την απληστία. Είναι όμως και ένα βιβλίο για την καταπίεση των γυναικών, τον σεξισμό, τις προσωπικές σχέσεις, τον γάμο, την δυστυχία που καλύπτεται κάτω από το χαλί, τον τρόπο που οι γυναίκες μείνανε στο περιθώριο της ιστορίας τους προηγούμενους αιώνες. Τέλος είναι ένα βιβλίο για την Αλήθεια και το Ψέμα, την Χειραγώγηση και την Προδοσία, την Εμπιστοσύνη (άλλη μια έννοια της λέξης Trust) και την αναζήτηση Ταυτότητας.
 
«Το αναποδογύρισμα της αντιστροφής
Ένα τραγούδι που παίζεται αντίστροφα και ανάποδα»
 
Πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο το μυθιστόρημα του ευφυέστατου και ιδιαίτερα ταλαντούχου Diaz (που θα μεταφερθεί στις τηλεοπτικές οθόνες από το HBO, με την Kate Winslet στον ρόλο της Μίλντρεντ), διαβάζεται σαν page-turner ∙ μέχρι να συνειδητοποιήσεις που έχεις μπλέξει, είναι πολύ αργά. Η «Παρακαταθήκη» είναι από τα πολύ σημαντικά βιβλία της χρονιάς, αληθινή αναγνωστική και διανοητική απόλαυση, γραμμένο με τόση ευστροφία και λογοτεχνική δύναμη, που θα ζήλευε κι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home