Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008 | Permalink
Ένα έπος σε μινιατούρα
Παράξενη και ιδιόμορφη η νουβέλα του πολύ καλού Βρετανού συγγραφέα Martin Amis , «ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ (House of meetings)» , (Εκδ.Μεταίχμιο , σελ. 298, μετάφ. Στ.Παπασταύρου), (81) . Ερωτική ιστορία , πολιτικό μυθιστόρημα , ιστορία ωρίμανσης , αγώνας επιβίωσης , κατάθεση ψυχής , όλα μαζί αφού υπάρχουν στοιχεία από το καθένα. Ο Έιμις επιτυγχάνει κάτι πολύ δύσκολο , σε λιγότερες από 300 σελίδες συμπυκνώνει την μεταπολεμική ιστορία της Ρωσίας μέσα από μιά προσωπική αλλά πανανθρώπινη ιστορία . Το εάν το πετυχαίνει ή όχι , επαφίεται στον αναγνώστη να το αξιολογήσει.

Ο «ανώνυμος» αφηγητής (και πρωταγωνιστής) του Έιμις είναι ένας υπερήλικας εμιγκρές που επιστρέφει (γιά να πεθάνει) , στον τόπο μαρτυρίου του κάπου στη Σιβηρία . Εκεί σε ένα από τα αμέτρητα γκουλάγκ είχε εγκλεισθεί ως αντιφρονών λίγο μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο , όπου είχε πολεμήσει και διακριθεί . Κάτω από την βαρειά σκιά του Σταλινικού καθεστώτος , το στρατόπεδο αυτό είναι μία κόλαση, όπου το μοναδικό σου καθημερινό μέλημα είναι να βρεις κάτι να φας και να κρατηθείς ζωντανός. Κάποια μέρα βλέπει τον μικρότερο ετεροθαλή αδερφό του Λεβ , στην ουρά των νεοαφιχθέντων. Εκείνος συνελήφθη διαπράττων το «έγκλημα» του να είναι «ειρηνιστής» και να μιλάει κολακευτικά γιά την Αμερική. Προβληματικός από μικρός αλλά πολύ ευαίσθητος και δύσμορφος εξωτερικά , του εξομολογείται ότι πριν από λίγο καιρό παντρεύτηκε την ωραιότατη Ζόγια , μιά ελεύθερη συναισθηματικά και ωραιότατη κοπέλα η οποία αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου του αφηγητή , ο οποίος την πολιορκούσε χωρίς επιτυχία. Παρά το σοκ και την στενοχώρια του αναλαμβάνει να προστατεύσει τον Λεβ από τα «κοράκια» του γκουλάγκ και το καταφέρνει.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν το καθεστώς χαλαρώνει λίγο τα μέτρα και επιτρέπει τις επισκέψεις των συντρόφων των κρατουμένων.Οι συναντήσεις αυτές (οι «ιδιωτικές συναντήσεις») λαμβάνουν χώρα σε ένα σπιτάκι στην άκρη του στρατοπέδου, όπου το ζευγάρι περνάει τη νύχτα μαζί με λίγο φαγητό και ποτό. Η Ζόγια θα συναντήσει εκεί τον Λεβ μετά από χρόνια και θα ζήσουν μιά βραδιά που θα προετοιμάσει με κάθε λεπτομέρεια ο αφηγητής . Το τι έγινε όμως εκείνη τη νύχτα στο "σπίτι των συναντήσεων" είναι όμως ένα μυστήριο που θα τον απασχολήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα το μάθει από το γράμμα που του αφήνει ο Λεβ πολλά-πολλά χρόνια μετά , όταν όλα θα είναι διαφορετικά στις ζωές όλων.

Το μυθιστόρημα μαζί με τις ζωές του "ερωτικού τριγώνου", των δύο αδερφών και της Ζόγιας, παρακολουθεί την πορεία της Ρωσίας μέχρι τις μέρες μας . Ο πρωταγωνιστής αφηγείται την ιστορία του σε μία νεαρή Αμερικάνα , την Αφροδίτη κόρη της τελευταίας του συντρόφου . Της αφηγείται πως πλούτισε μετά την απελεύθερωση του – αρχικά επισκευάζοντας τηλεοράσεις Ρώσικες που δεν λειτούργησαν ποτέ και μετά κάνοντας εμπόριο όπλων. Πως ξανασυναντήθηκε μετά από χρόνια με την Ζόγια και την τραγική της ιστορία . Την ιστορία του Λεβ και της οικογένειας που δημιούργησε με μιά άλλη γυναίκα τα χρόνια που ακολούθησαν και τον θάνατο του μοναχογιού του στο Αφγανιστάν.

Ο αφηγητής ξαναβρίσκει τα ερείπια του στρατοπέδου 50 χρόνια μετά , ενώ τις ίδιες ημέρες διαδραματίζεται η σφαγή των μαθητών του δημοτικού σχολείου στο Μπεσλάν της Οσετίας από Τσετσένους αντάρτες. Ο Έιμις είναι σαφής , τίποτα δεν έχει αλλάξει στην Ρωσία , μιά χώρα μπουρδέλο , μιά χώρα που δεν ανήκει πουθενά, ούτε στη Δύση, ούτε στην Ανατολή, παρά μόνο στον εαυτό της και από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγει - η μοίρα του είναι να μείνει κοντά της μέχρι το τέλος της ζωής του γιατί μόνο εκεί είναι ο εαυτός του...

Ο κεντρικός χαρακτήρας "αυτομαστιγώνεται" συνέχεια. Ομολογεί ότι υπηρέτησε πιστά τον Σοβιετικό στρατό , εισβάλλοντας στην Γερμανία το 44-45 βιάζοντας και σκοτώνοντας κατά συρροή. Μαθημένος να επιβιώνει δεν δίσταζε να σκοτώνει και να μάχεται μέσα στο γκουλάγκ όπως και να μη φοβάται να κάνει τα πάντα γιά να πλουτίσει . Το μόνο πράγμα που τον κάνει να ονειρεύεται είναι η Ζόγια , που πήγαινε με όλους εκτός από εκείνον γιατί έβλεπε την βία στα μάτια του.

Γοητευτικό και ενδιαφέρον , περιεκτικό όσο δεν πάει άλλο αλλά όχι και ιδιαίτερα ελκυστικό το βιβλίο του Έιμις. Νιώθεις ότι «μπουκώνεις» είτε από την σκληρότητα , είτε από την «στενοχώρια» που το κατακλύζει,ενώ το "άρωμα" της πικρίας είναι διάχυτο στην ατμόσφαιρα που πλάθει ο συγγραφέας. Δυστυχώς ο Έιμις δεν είναι ούτε Ντοστογιέφσκι, ούτε Τολστόϊ , ενώ η επιρροή του μεγάλου Σωλ Μπέλοου διαφαίνεται στο γραπτό του αλλά δεν αρκεί γιά να απογειώσει το θέμα του.

Η γραφή του είναι στυλάτη και η ματιά του με χιούμορ και αρκετή δόση ειρωνίας και αυτοσαρκασμού αλλά το βιβλίο τελειώνει και νιώθεις ότι έχει μείνει ανολοκλήρωτο , ότι κάποια πράγματα λείπουν , κάποια κομάτια από το παζλ δεν έχουν δέσει καλά. Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις όμως την «οικονομία» του συγγραφέα και την ικανότητα του να χωρέσει ένα επικό θέμα σε μιά μινιατούρα . Και δεν μπορούν να το κάνουν πολλοί αυτό...
 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2008 | Permalink
Σ'έχω κάνει Θεό
Ανάμικτα συναισθήματα μου προκάλεσε, η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Δημήτρη Καπετανάκη ,«Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗΣ» (Εκδ.ΕΣΤΙΑ , σελ. 525), (70). Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι το βιβλίο δεν είναι του στυλ που προτιμώ (οι τακτικοί αναγνώστες του blog μάλλον θα το έχουν καταλάβει αυτό), ούτε η προβληματική του με αγγίζει αφού τα μεταφυσικά θέματα με κουράζουν αφάνταστα αλλά, οφείλω να ομολογήσω ότι παρ’όλο το μπουρδούκλωμα της δράσης , το τελικό αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον και προκαλεί συζητήσεις.

Το μυθιστόρημα έχει ως επίκεντρο την περιοχή (Χώρα) των Καθαρών στην νότια Γαλλία , μιάς αίρεσης που αναπτύχθηκε μαζικά κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα , άκμασε γιά δύο αιώνες , στράφηκε κατά του Πάπα και έτσι συνετρίβη από τα στρατεύματα των Καθολικών , οι οποίοι προέβησαν σε μαζικές σφαγές των φανατικών της αίρεσης , η δε βία των ενεργειών τους ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι Καθαροί πίστευαν στον δυϊσμό, στην ύπαρξη δυαρχίας στο σύμπαν. Ο Θεός δημιούργησε το Άπειρο, την Ψυχή, την Καλοσύνη κλπ. Από την άλλη ο Διάβολος (το άλλο του μισό) κατασκεύασε τα πράγματα της ύλης, το Σώμα, το Κακό, την Ύλη . Μέσα στους Καθαρούς υπήρχαν δύο τάσεις , κάποιοι πίστευαν στην απόλυτη και ίση δυαρχία (οι ριζοσπαστικοί) και οι περισσότεροι πίστευαν ότι ο Διάβολος ήταν υποδεέστερος του Θεού (οι συντηρητικοί). Σύμφωνα με τους δεύτερους , ο Χριστός δεν είχε υλική υπόσταση αλλά απλώς δανείστηκε μιά μορφή γιά να είναι αναγνωρίσιμος και να μεταφέρει το μήνυμα του «Καλού» Θεού στους ανθρώπους.

Η γοητευτική (απ’όπου και να την πιάσεις) ιστορία των Καθαρών συνδέεται στο βιβλίο με την προσπάθεια μιάς παγκόσμιας οργάνωσης ασφαλείας να εξακριβώσει τι κρύβεται πίσω από έξι ενέργειες, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους που δεν άπτονται του ποινικού δικαίου και σκοπό μάλλον έχουν τον εντυπωσιασμό και την δημιουργία έντονου συγκινησιακού φόρτου στους παρευρισκόμενους σ’αυτές. Προσλαμβάνεται ένας σούπερ-ντούπερ πράκτορας γιά την επίλυση του γρίφου που «όλως τυχαίως» φέρει το όνομα του «εξολοθρευτή» των Καθαρών τον Μεσαίωνα – Αρνώ Αμορί . Αινιγματική φιγούρα κάτι μεταξύ Μάλκο (S.A.S), Μποντ και Σβαρτσενέγκερ προσπαθεί να συνδιάσει τα γεγονότα με την βοήθεια ενός υπερ-εργαλείου αναζήτησης , του «Βιβλίου του Ενώχ» . Τα γεγονότα έλαβαν χώρα τα τελευταία 5-6 χρόνια σε διάφορα μέρη , στην Ίμπιζα,κοντά στην Λυών, στην Πάτμο, σ την Μαδρίτη, στην Αστυπάλαια καθώς και σε ένα λιμάνι της Βαλτικής. Οι ελάχιστοι μάρτυρες που υπάρχουν λένε "άλλα αντ'άλλων" παραδεχόμενοι ότι βίωσαν μιά απόκοσμη εμπειρία που τους άλλαξε την ζωή. Ο δαιμόνιος Αμορί καταφέρνει (σχετικά εύκολα) , να εντοπίσει την πενταμελή συμμορία που απαρτίζεται από δύο γυναίκες εκπάγλου καλλονής , έναν μαύρο πάμπλουτο ,έναν κορυφαίο εξαφανισμένο από προσώπου γης επιστήμονα και έναν μυστηριώδη «Μάγο» που καταφέρνει να αλλάζει μορφές . Η συνάντηση με την ομάδα θα είναι καθοριστική γιά την μοίρα του πράκτορα ο οποίος θα διαπιστώσει ότι δεν είναι ο θύτης αλλά μάλλον το θύμα της ιστορίας αφού ουσιαστικά χρησιμοποιείται από τους εργοδότες του αλλά και την Συμμορία γιά να αποδειχθεί ότι αυτός είναι ο Σατανάς (οπότε ο αντίπαλος του, ο «Μάγος» είναι ο Ιησούς!!!).

Μπερδεμένο;Μάλλον...Το μυθιστόρημα κυλάει συναρπαστικά μέχρι τη συνάντηση της ομάδας με τον Αμορί . Ο τελευταίος χρησιμοποιώντας κάθε είδους θεμιτές αλλά και αθέμιτες μεθόδους ταξιδεύει όχι μόνο στα μέρη των γεγονότων αλλά και στα Μπαρμπέϊντος, την Περσέπολη, το Ναύπλιο, την Βιέννη, την Βαρκελώνη, τον Μαυρίκιο , την Λα Κορούνια . Το ζουμί της ιστορίας βέβαια είναι (που αλλού?) στην Ελλάδα . Η Πάτμος και η Αστυπάλαια , μυστηριακές και γεμάτες ενέργεια διαδραμματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας ενώ ο «Μάγος» τι άλλο μπορεί να είναι , παρά Έλληνας (διότι «παντού υπάρχει ένας Μύθος»). Η ομάδα των πέντε ιδεαλιστών στοχεύουν με την δημιουργία της συγκίνησης στον απλό κόσμο, να βγεί «το πάθος, η δημιουργικότητα, η ομορφιά που κρύβει ο καθένας βαθιά μέσα του, κι όχι η αναγκαιότητα, ο καταναλωτισμός και το χρήμα.».Το τελειωτικό χτύπημα που ετοιμάζουν στοχεύει στο να βυθίσει τον κόσμο στο σκοτάδι (κυριολεκτικά), όμως θα αποτελέσει την δημιουργία μιάς νέας αρχής , όπου η «ανθρωπότητα θα επιστρέψει σε μια ομορφότερη, γονιμότερη, πολύ πιό γνήσια φάση.»

Ο Καπετανάκης ανακατεύει στην συγγραφική του μαρμίτα κάθε είδους υλικό . Το μυθιστόρημα του είναι γεμάτο από θεολογικές και φιλοσοφικές αναφορές , ιστορικές λεπτομέρειες , κοσμοπολίτικα ταξίδια , γκουρμέ ρεστωράν , αναφορές σε τραγούδια , παραπομπές σε κινηματογραφικές σκηνές . Η δράση (όταν οι ήρωες δεν αναλώνονται σε φιλοσοφικές/θεολογικές συζητήσεις), είναι ξέφρενη με γυναίκες σε ρόλο Σαολίν τύπου Λάρα Κροφτ , αισθησιακές σεξουαλικές σκηνές , σκληρά βασανιστήρια, μουσουλμάνους τρομοκράτες , γιάπηδες πολυεκατομμυριούχους , ωραίες βίλες , υπέροχα σκηνικά .Υπάρχει όμως και αρκετή φλυαρία , επαναλαμβανόμενες συζητήσεις γύρω από τα ίδια και τα ίδια θέματα που εάν δεν σ’ενδιαφέρουν και τόσο, καταντάνε κουραστικά .

Το βιβλίο όπως προείπα διαβάζεται ευχάριστα σαν μιά Χολυγουντιανή κινηματογραφική περιπέτεια που θα δεις αγκαλιάζοντας ένα extra-large λαχταριστό ζεστό ποπ κορν . Ο συγγραφέας έχει ικανότητα στην δημιουργία ατμόσφαιρας και ξέρει να κρατήσει τον αναγνώστη . Αλλά μέχρι εκεί...Η πλοκή μπάζει από παντού και όσο προχωράει η δράση περισσότερες απορίες δημιουργούνται παρά ξεκαθαρίζονται . Το δε τέλος , στο Γκουαντάναμο (ω ναι, έχει κι από αυτό) είναι τουλάχιστον αφελές . .

Στην εξωφρενικά «δήθεν» χώρα μας , όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι το «φαίνεσθαι» , συγγραφείς όπως ο Νταν Μπράουν , ο Μάρτιν Κρουζ Σμιθ και ο Ρόμπερτ Λίτελ κατακεραυνώνονται ως «μπεστσελερίστες» και «κενοί» . Έχει ενδιαφέρον η οπτική της γνωστής και καταξιωμένης κριτικού Λ.Πανταλέων , στην Ελευθεροτυπία γιά την «Συμμορία...», όπου το βιβλίο υμνείται – δεν φοβάμαι να το παραδεχθώ , η κριτική αυτή συνέβαλλε κυρίως στο να αγοράσω το βιβλίο , όχι ότι το μετάνιωσα , ίσα-ίσα πέρασα μερικές ευχάριστες ώρες μαζί του , αλλά κλείνοντάς το είχα την αίσθηση ότι κάποιος μου έκανε πλάκα . Επειδή δε, μέσα στο καλοκαίρι διάβασα, την υπέροχη «ΑΒΑΝΑ», ένα κατασκοπικό θρίλερ του Μάρτιν Κρουζ Σμιθ (εξαντλημένο βιπεράκι που μου βρήκε το βιβλιομαμούνι ο Μαμαλούκας) , οι συγκρίσεις ήταν συντριπτικές αλλά δυστυχώς αναπόφευκτες . Τέλος πάντων , επανερχόμενος στο μυθιστόρημα του Καπετανάκη , μιά ενδιαφέρουσα άποψη γιά τα ονόματα που χρησιμοποιεί στους ήρωες του ο συγγραφέας, θα βρείτε στο μπλογκ του Πατριάρχη Φώτιου (ο οποίος λόγω ονόματος δικαιούται να πει και μιά κουβέντα παραπάνω), γενικά το θέμα προσφέρεται γιά trivia και άλλα τέτοια χαριτωμένα . Από την πλευρά μου θα ψάξω το βιβλίο του Λέο Περούτς που επηρέασε τόσο τον συγγραφέα , όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στις «ευχαριστίες» του τέλους .
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008 | Permalink
Το σκάνδαλο
Αμερικάνικος Νότος, δεκαετία του 30. Ειδυλλιακή επαρχιακή πόλη – πρότυπο αρχιτεκτονικό , το Νόρφολκ με το ποτάμι του και τις όμορφες βίλες .Όλα τακτοποιημένα και κομψά όπου η καμπάνα της όμορφης προτεσταντικής εκκλησίας σήμαινε τις ώρες μέρα , νύχτα . Η Βίβλος ήταν το κύριο ανάγνωσμα της περιοχής και σ’αυτήν κατέφευγαν οι κάτοικοι μορφωμένοι και μη , γιά να βρουν τις απαντήσεις σε όλες τις απορίες τους .
Στα ανατολικά της πόλης ζούσαν οι μαύροι σε ένα ιδιότυπο γκέτο . Κι εκείνων η ζωή περιστρέφονταν γύρω από την εκκλησιά τους . Ένα αόρατο τείχος χώριζε τις δύο κοινότητες και τα όρια ήταν καθορισμένα και σαφή.

Αυτό είναι το σκηνικό που επιλέγει γιά να στήσει την ιστορία του , ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Jean-Marie Rouart , στην νουβέλα «ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» , (Εκδ.Πόλις , μετάφ.Ξ.Σκούρα, σελ.171), (81).

Σ’αυτή την ήρεμη φαινομενικά πόλη μιά μαύρη κοπέλα βρίσκεται βιασμένη και δολοφονημένη στις όχθες του ποταμού. Δράστης όπως όλα δείχνουν είναι ο γόνος της αριστοκρατικότερης οικογένειας του τόπου , ο οποίος προορίζεται γιά το βουλευτικό αξίωμα με απώτερο όνειρο ένα κυβερνητικό πόστο . Το έγκλημα κουκουλώνεται με την συνέργεια του κλήρου και των τοπικών αρχών . Την ίδια περίοδο ο νεαρός Τζίμ Γκόρντον γόνος κι αυτός «καλής και αξιότιμης» οικογένειας ερωτεύεται τρελλά την πανέμορφη μαύρη Άντζελα και ζει μαζί της έναν μεγάλο έρωτα . Οι γονείς του αφού φρικάρουν τελείως, τον στέλνουν μακριά γιά σπουδές και τον καλοπαντρεύουν . Η δε Άντζελα απήχθη ένα βράδυ από μασκοφόρους και σύμφωνα με τον κώδικα των μαύρων κλείσθηκε σε έναν οίκο ανοχής σε μιά κοντινή πόλη, την Μπέθλεχεμ, αφού πρώτα σημαδεύτηκε με πυρωμένο σίδερο στο μπράτσο της.

«...Ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Αυτή δεν είχε οδηγήσει στην αμαρτία έναν έντιμο νεαρό με καθαρό μέτωπο, που εξαιτίας της παραλίγο να χάσει την υπόληψή του; Ήταν η ακολασία προσωποποιημένη, το έρεβος, ο Διάβολος. Καμία τιμωρία δεν ήταν αρκετή. Άλλωστε η μητέρα του Τζιμ ήταν η πρώτη που την καταδίκαζε. Αυτή η γενικά μετρημένη γυναίκα γινόταν έξω φρενών στη σκέψη ότι ο γιός της, όπως έλεγε, «τόσο λεπτεπίλεπτος, τόσο ξανθός, μπόρεσε να αγγίξει το σώμα μιάς σιχαμερής νέγρας». Δεν το χωρούσε το μυαλό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η κοπέλα είχε πετύχει τον σκοπό της δίχως να χρησιμοποιήσει μάγια, κάποιο ερωτικό φίλτρο γιά να τον διαφθείρει. Ο πατέρας του Τζιμ, πιό συγκαταβατικός και με την εμπειρία της στρατιωτικής ζωής, έβλεπε πιό ψύχραιμα τα πράγματα. Θα ήθελε απλώς αυτή η ιστορία να μην είχε μαθευτεί. Όπως στον στρατό. Δεν είδαμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Γιατί το να κοιμηθεί κανείς με μια μαύρη ήταν, στο κάτω κάτω, μέρος των εμπειριών ενός άντρα, όπως το να κολλήσει σύφιλη, να μπλέξει σε καβγά, να πέσει από το άλογο ή να χάσει στο πόκερ.»

Όμως ο Τζιμ δεν μπορεί να την ξεχάσει - όταν η Άντζελα με χρήματα της θείας του και την βοήθεια ενός προοδευτικού καθολικού ιερέα απελευθερώνεται και γιά τα μάτια του κόσμου παντρεύεται έναν αινιγματικό και φιλόδοξο μιγά τον Άρτσιμπαλντ , ο έρωτάς τους ξαναφουντώνει , υπό την σιωπηρή ανοχή του συζύγου της. Είναι πάλι παράνομοι , αλλά τώρα έχουν υποπέσει και σε άλλο (μεγαλύτερο) αμάρτημα . Είναι ένοχοι μοιχείας . Και στην θρησκόληπτη κοινωνία που ζουν , όπου τον νόμο τον καθορίζει το «ιερό βιβλίο» μπορείς και να πεθάνεις γι’αυτό...

Η νουβέλα του Rouart είναι αιχμηρή και θίγει πολλά θέματα . Τον ρατσισμό και των δύο πλευρών – οι μαύροι στο βιβλίο δεν είναι λιγότερο ένοχοι από τους λευκούς . Την φανατική θρησκοληψία . Τον πολιτικό οπορτουνισμό , τον δημοσιογραφικό καιροσκοπισμό . Την υποκρισία μιάς ολόκληρης κοινωνίας που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικάνικης ενδοχώρας .

Η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα είναι λιτό και κοφτό . Περίεργο δεν είναι; Γάλλος να γράφει γιά τον Αμερικάνικο Νότο μιά ιστορία ρατσισμού...Ο ίδιος δήλωσε ότι διάβασε κάπου μιά παρόμοια ιστορία η οποία τον συγκλόνισε και έτσι αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σ’αυτή. Κάπου τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά, κάτι (ταινίες,βιβλία) μας θυμίζουν , αλλά χρήσιμο είναι να τα ξαναθυμόμαστε που και που γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε ,αλλά τα ίδια μένουν.

Περισσότερο ρεπορταζιακό βέβαια το βιβλίο μέσα σε λιγότερες από 200 σελίδες καλύπτει γεγονότα και καταστάσεις που οι περισσότεροι συγγραφείς θα γεμίζανε σελίδες επί σελίδων. Αυτό το εγχείρημα έχει σίγουρα ένα κόστος – την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Εκεί πάσχει η νουβέλα του Rouart . Οι προσωπικότητες των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών είναι αχνές και διαφανείς . Ο Τζιμ ακολουθεί την φωνή της καρδιάς του, προτάσσει το συναίσθημα έναντι της λογικής και βαδίζει προς την καταστροφή του με ηρεμία και αποφασιστικότητα . Ο συγγραφέας απεικονίζει εξαιρετικά τα γεγονότα αλλά, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο ως προς το τι πραγματικά ήταν ο Τζιμ . Ποιές ήταν οι εσωτερικές διεργασίες που έγιναν στο να πάρει αυτές τις αποφάσεις που πήρε . Η δε μεταστροφή της Άντζελας δικαιολογείται μεν από αυτά που τράβηξε αλλά ο χαρακτήρας της δεν σκιαγραφείται επαρκώς ώστε να καταλάβουμε πολλά πράγματα γι’αυτήν . Περισσότερο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του μιγά Άρτσιμπαλντ , ίσως του πλέον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της νουβέλας που κατορθώνει να επιβιώνει όλων των καταστάσεων και όλων των κρίσεων.

Ο νόμος της σιωπής καλύπτει τα πάντα και ο Τζιμ που επιλέγει να παίξει τον ρόλο του «εχθρού του λαού» θα πάει κόντρα σε όλους και όλα . Η δομή της τοπικής (και όχι μόνο) κοινωνίας όμως είναι ισχυρότερη από τον αφελή , μαλθακό και ευκολόπιστο ήρωα . Θα τον συντρίψει και θα είναι καλύτερα γιά όλους , ακόμα και γιά την οικογένεια του . Ένας «ενοχλητικός» θα βγεί από τη μέση , και ο «ποταμός Μόλι , συνεχίζει να κυλάει – οι αμμουδερές όχθες του που σκιάζονται από κλαίουσες ιτιές, είναι πάντα βολικές γιά τους ερωτευμένους. Μοιάζει να μη θυμάται τίποτα, λες και οι άνθρωποι που έζησαν δίπλα του ήταν άυλοι και εφήμεροι, σαν το αντιφέγγισμα του ήλιου στα πράσινα νερά του.»
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008 | Permalink
Η κληρονομιά της απώλειας
Ήταν σίγουρα έκπληξη η απονομή του βραβείου Μπούκερ το 2006 στην Ινδή συγγραφέα Κίραν Ντεσάι γιά το μυθιστόρημα της με τον υπέροχο τίτλο «Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ» (The inheritance of loss) , (Εκδ.Μίνωας , μετάφ.Αλέξης Καλοφωλιάς , σελ.511) , (80) . Εκείνη τη χρονιά , ο συναγωνισμός (ως συνήθως) ήταν μεγάλος αλλά η κόρη της γνωστής συγγραφέως Αμάντας Ντεσάι τα κατάφερε με το μόλις δεύτερο βιβλίο της αποδεικνύοντας την δυναμική των νέων φωνών από την Ινδία που εκφράζεται μέσα από συγγραφείς οι οποίοι ζουν και δημιουργούν εκτός της πατρίδας τους , όπως οι Ζέϊντι Σμιθ,Χάρυ Κούνζρου,Τζούμπα Λαχίρι,Ρόιντον Μίστρυ (ο καλύτερος όλων κατά την ταπεινή μου γνώμη) και άλλοι.

Το βιβλίο αφηγείται με πολύ χιούμορ την έλευση μιάς νέας εποχής στο πολιτικογεωγραφικό γίγνεσθαι των χωρών γύρω από την Ινδία , την σύγκρουση των πολιτισμών και την απότομη προσγείωση ανθρώπων προσκολλημένων στο παρελθόν στον «καινούριο» κόσμο.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο νεαρά παιδιά , η ορφανή από γονείς Σάϊ , η οποία πηγαίνει να ζήσει με τον παππού της στα 16 της χρόνια , σε μία παρακμάζουσα έπαυλη στο μακρινό Κάλιμπονγκ ,στους πρόποδες των βορειοδυτικών Ιμαλαϊων ,ένα κάποτε ειδυλιακό μέρος που βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αυτονομιστικού κινήματος που είναι έτοιμο να ξεσπάσει στην περιοχή.
Στο σπίτι ζουν ο γέρος συνταξιούχος δικαστής , η εγγονή του Σάϊ, ο μάγειρας του και το σκυλάκι η Ματ ,εκεί όπου «οι ειδήσεις έκαναν λόγο γιά ένα νέο κύμα δυσαρέσκειας στους λόφους, γιά τη συγκέντρωση εξεγερμένων , γιά άνδρες και όπλα. Αυτήν τη φορά ήταν Ινδονεπαλέζοι, που είχαν βαρεθεί να τους αντιμετωπίζουν σαν μειονότητα σε ένα μέρος όπου πλειοψηφούσαν. Ήθελαν τη δική τους χώρα, ή , τουλάχιστον ένα δικό τους κρατίδιο γιά να διαχειρίζονται μόνοι τους τις υποθέσεις τους.Εκεί όπου τα σύνορα της Ινδίας μπλέκονταν με του Μπουτάν και του Σικίμ και όπου ο στρατός έκανε πουσάπς, συντηρώντας τα τεθωρακισμένα του με χακί μπογιά γιά την περίπτωση που άνοιγε η όρεξη των Κινέζων γιά περισσότερα εδάφη πέρα από το Θιβέτ, ο χάρτης ήταν πάντα μπερδεμένος. Οι εφημερίδες εξέφραζαν ένα είδος παραίτησης. Μεγάλες έριδες, προδοσίες και απαλλοτριώσεις είχαν λάβει χώρα ανάμεσα στο Νεπάλ, την Αγγλία, το Θιβέτ, την Ινδία, το Σικίμ και το Μπουτάν – το Νταρτζίλινγκ αποσπάστηκε απο εδώ,το Κάλιμπονγκ από κει – παρόλο που ,ω, παρόλο που η ομίχλη εφορμούσε από τα βουνά σαν δράκος, έκρυβε και κατέλυε τα σύνορα, κάνοντάς τα να φαντάζουν γελοία.»

Ο έτερος «ήρωας» της ιστορίας μας είναι ο Μπίτζου ,ο γιός του μάγειρα, που πηγαίνει στην Αμερική να «κάνει την τύχη του».Χωρίς άδεια παραμονής ο νεαρός,αντί γιά την γη της επαγγελίας βρίσκεται στην κόλαση...Εκεί που ο πατέρας του ονειρεύεται ότι ο γιός του έχει μιά καλή δουλειά και βγάζει αρκετά λεφτά, εκείνος δουλεύει λαθραία σε κουζίνες έθνικ εστιατορίων, κοιμάται σε υπόγεια γεμάτα ποντίκια , μονίμως με τον φόβο των Αρχών , χωρίς λεφτά ,χωρίς περίθαλψη με το όνειρο της «πράσινης κάρτας»
«Ο Μπιτζού στο Μπέιμπυ Μπιστρό.
Επάνω,το εστιατόριο ήταν γαλλικό, αλλά κάτω στην κουζίνα ήταν μεξικάνικο και ινδικό.Και όταν προσέλαβαν κι έναν Πακιστανό, έγινε μεξικάνικο,ινδικό και πακιστανικό.


Ο Μπίτζου στο Λε Κολονιάλ, μιά γνήσια αποικιακή εμπειρία.
Επάνω,οι πλούσιοι άποικοι και κάτω, στο υπόγειο, οι φτωχοί ιθαγενείς. Από την Κολομβία,την Τυνησία,το Εκουαδόρ,την Γκάμπια.

Από κει στο Σταρς εντ Στράιπς Ντάινερ.Επάνω,μόνο αμερικάνικες σημαίες, κάτω, μόνο σημαίες της Γουατεμάλας. Και μία ινδική, όταν έφτασε ο Μπίτζου.»


Η συγγραφέας εναλάσσει την αφήγηση μεταξύ των δύο κόσμων. Του φαινομενικά ήρεμου και ακίνητου κόσμου της Σάι που όμως αλλάζει με τρομερή ταχύτητα και βία και του λούμπεν κόσμου (με άρωμα Ντίκενς) του Μπίτζου των λαθρομεταναστών και της ανέχειας.Η Σάι θα ερωτευτεί τον εικοσάχρονο νεπαλέζο Γκάϊαν,που της διδάσκει μαθηματικά, αλλά εκείνος θα την προδώσει γιά να ενσωματωθεί στον αγώνα των συμπατριωτών του ενάντια στους Ινδούς.Οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής που ζουν σε μιάν άλλη εποχή ,με τα τέϊα τους και τις δαντέλες τους και που ακούν στα χαριτωμένα ονόματα Νόνι,Λόλα,θείος Πόττυ και ο φίλος του πατήρ Μπούτυ θα βιώσουν στο πετσί τους την εξέγερση, ενώ ο γερο-δικαστής που ζει με τις αναμνήσεις των (σκληρών) σπουδών του στην Βρετανία θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Ο δε Μπίτζου στο κυνήγι μιάς «καλύτερης ζωής» θα αποτύχει οικτρά και θα αναγκαστεί να μπει σε ένα «αεροπορικό λεωφορείο» γιά να προλάβει να σώσει τον πατέρα του.

Η ματιά της Ντεσάι είναι διεισδυτική και το χιούμορ είναι κυρίαρχο στοιχείο σ’αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυλάει σαν νεράκι . Ορισμένες σκηνές μέσα στην δραματικότητά τους είναι σπαρταριστές , ενώ οι αντιθέσεις είναι συνεχώς παρούσες . Μακράν τα πιό ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι στην διαμονή του Μπίτζου στην Νέα Υόρκη και η περιπλάνηση του στις κουζίνες και τα υπόγεια διαμερίσματα γεμάτα ακαθαρσίες και έντομα.Η Ντεσάι ζει στις Η.Π.Α., ξέρει λοιπόν πολύ καλά ότι η περίφημη παγκοσμιοποίηση (με τα καλά της και τα κακά της), δεν καταργεί την «πάλη των τάξεων», ίσα-ίσα που ορισμένες φορές οι ταξικές αντιθέσεις δείχνουν εντονότερες από ποτέ.

Η σημασία του να ανήκεις κάπου , η αναζήτηση της αγάπης (του έρωτα) και της συντροφικότητας , η δύναμη της πατρικής γης και το δράμα της μετανάστευσης θίγονται με ευαίσθητο και καίριο τρόπο από την συγγραφέα, φανερώνοντας μας μιά δυνατή γραφή με σημασία στην λεπτομέρεια , με σπιρτόζους διαλόγους αλλά το κυριότερο με εξαιρετικό χειρισμό του λεπτού χιούμορ. Αυτό όμως που είναι το πλεονέκτημα του βιβλίου (το χιούμορ) , αποτελεί και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του καθώς αποστασιοποιεί τον αναγνώστη από τους χαρακτήρες μετατρέποντας τους σε χάρτινες φιγούρες χωρίς ψυχή και συναίσθημα.

Εκείνο το στοιχείο που κυριαρχεί εντονότερα στο μυθιστόρημα είναι η δύναμη του τοπίου. Οι κορυφές του Καντσεντζούγκα αλλάζουν χρώματα , η φύση είναι διαρκώς παρούσα και το βλέμμα των πρωταγωνιστών αφήνεται στην απεραντοσύνη του τοπίου ακόμα και στις πιό προσωπικές τους στιγμές.Το βιβλίο κλείνει ακριβώς όπως άνοιξε,με την θέα των λόφων ,σε ένα αισιόδοξο χρυσαφί χρώμα δείγμα αισιοδοξίας και γλυκειάς προσμονής.
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008 | Permalink
Ένας κατακόκκινος Απρίλης
Πραγματικά έξοχο το πολιτικό θρίλερ (και όχι μονο) του σχετικά νέου (γεν.1975) , Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ», (Εκδ.Καστανιώτη ,σελ. 317–μετάφραση Μαργ.Μπονάτσου) (87) . Ένα αστυνομικό ουσιαστικά μυθιστόρημα συνδιασμός Σέβεν (Seven) και Πέδρο Πάραμο που υπαινίσεται περισσότερα απ’όσα λέει.

Σε μιά επαρχιακή πόλη του Περού που βίωσε στο πετσί της την (ουσιαστικά) εμφύλια διαμάχη που συγκλόνισε τη χώρα την δεκαετία του 80 μεταξύ της τρομοκρατικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» (Sendero Luminoso) και της κρατικής μηχανής, ο εισαγγελέας Φέλιξ Τσακαλτάνα , βρίσκεται μπροστά σε ένα φρικιαστικό έγκλημα – ένα πτώμα καμμένο και ακρωτηριασμένο που βρέθηκε σε μιά αποθήκη από έναν αγρότη . Ο Τσακαλτάνα είναι ένας τυπολάτρης κρατικός υπάλληλος , αρκετά μοναχικός , ο οποίος ζει στο παλιό οικογενειακό σπίτι με το φάντασμα της νεκρής μητέρας του . Ο φόνος είναι η απαρχή μιάς αλυσίδας μυστηριωδών θανάτων με ένα κοινό χαρακτηριστικό : όλοι οι νεκροί είναι άνθρωποι που είχαν ανακριθεί ή είχαν έρθει σε επαφή μαζί του . Η έρευνα του εισαγγελέα τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ενεργός ανάμιξη του Φωτεινού Μονοπατιού (εξάλλου η δράση του βιβλίου τοποθετείται στην πόλη Αγιακούτσο – εκεί όπου ήταν η ιστορική έδρα της οργάνωσης) , ενώ σιγά-σιγά καθώς προχωράει ουσιαστικά μόνος του στην έρευνα ανακαλύπτει και τις περίεργες (τουλάχιστον) μεθόδους που χρησιμοποίησε ο Περουβιανός στρατός και η αστυνομία στην προσπάθεια τους να επικρατήσουν των «τρομοκρατών». Ο Τσακαλτάνα θα ακολουθήσει ένα μοναχικό δρόμο , ανεπιθύμητος από τις τοπικές αρχές που κάνουν τα πάντα γιά να καλύψουν όπως-όπως την ιστορία διότι «επισήμως» το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχει συνθηκολογήσει με την κυβέρνηση.

Βρισκόμαστε στο 2000 ,ο (τελείως διεφθαρμένος) Φουτζιμόρι κυβερνάει με την βοήθεια των στρατιωτικών. Το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχασε τη μάχη γιά την εγκαθίδρυση μιάς ιδιότυπης επανάστασης αλλά στις αγροτικές περιοχές όπου κυρίως δρούσε παραμένει ενεργό . Η οργάνωση αυτή που ιδρύθηκε την δεκαετία του 60 από τον καθηγητή Γκουζμάν με «Μαοϊκές» τάσεις δραστηριοποιήθηκε έντονα από το 1980 και μετά . Έγινε περισσότερο γνωστή γιά την πολύ βίαιη δράση της κυρίως στις αγροτικές περιοχές του Περού όπου παρά την ισχυρή υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού , η οργάνωση προέβη σε μαζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων . Στις αρχές της δεκαετίας του 90 , το «Φωτεινό Μονοπάτι» είχε υπό την κατοχή του το Νότιο Περού και τις αγροτικές περιοχές ,αλλά λόγω των υπερβολικά βίαιων (έως απάνθρωπων) μεθόδων του ήταν μισητό στους κατοίκους των μεγαλουπόλεων ενώ όταν βύθισε σε ένα τερατώδες blackout την Λίμα ξεσήκωσε όλο τον κόσμο εναντίον του . Το 92 συνελήφθη ο Γκουζμάν και άλλα ανώτερα στελέχη της οργάνωσης σε ένα στούντιο χορού στην Λίμα (επεισόδιο που περιγράφεται στο εκπληκτικό μυθιστόρημα του Νίκολας Σέξπηρ «Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑΤΟΣ»), και η κυβέρνηση του Περού παίρνει το πάνω χέρι στην ιστορία. Χρήσιμο είναι να αναφέρω ότι ακόμα και τώρα υπάρχουν θύλακες της οργάνωσης στις επαρχίες της χώρας και από καιρού εις καιρόν κάποιο επεισόδιο λαμβάνει χώρα.

Ο Ρονκαλιόλο στις συνεντεύξεις του ισχυρίζεται ότι δεν έχει γράψει ένα πολιτικό θρίλερ αλλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που εμπνέεται από πολιτικά γεγονότα .Εν μέρει έχει δίκιο, το μυθιστόρημα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιάς έξαιρετικής αστυνομικής ιστορίας . Έχει καταιγιστική δράση, ξέφρενο ρυθμό , σασπένς , την απαραίτητη ερωτική ιστορία όπου δεν ξέρεις τι ρόλο μπορεί να παίζει η νεαρή σερβιτόρα που ερωτεύεται παράφορα ο «κύριος εισαγγελέας», ενώ οι σκηνές φρίκης θυμίζουν νεο-νουάρ αστυνομικές ιστορίες του Έλμερ Λέοναρντ και του Τζέημς Ελρόϋ.


Περισσότερο όμως «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ» (βραβείο Αλφαγκουάρα,2006), είναι μιά ιστορία γιά το Περού και όλα αυτά που στοιχειώνουν τη σύγχρονη ζωή της χώρας ,την κυβερνητική διαφθορά , την κυριαρχία του στρατού στην καθημερινότητα του πολίτη ,τον τρόμο που αισθάνεται ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος μπροστά στον παραλογισμό της αλληλοσφαγής . Τα είκοσι και πλέον χρόνια της εμφύλιας βίας και του σπαραγμού άφησαν τη χώρα να βολοδέρνει μέσα στην υπανάπτυξη και τη μιζέρια ενώ ο αγροτικός πληθυσμός (όποιοι γλύτωσαν από τις σφαγές και τις «εκκαθαρίσεις») ζει σε μιά κατάσταση άγνοιας και δαιμονοληψίας.

«...Τότε ο Τσακαλτάνα τους είδε.Στην πραγματικότητα , πήγαινε ένας χρόνος που τους έβλεπε . Συνέχεια . Και τώρα ο επίδεσμος έπεσε από τα μάτια του. Τα ακρωτηριασμένα τους σώματα συσσωρεύονταν γύρω του, τα στήθη τους ανοιγμένα από πάνω έως κάτω βρομούσαν ομαδικούς τάφους και θάνατο. Χιλιάδες και χιλιάδες ήταν τα πτώματα, όχι μόνο εκεί, στο γραφείο του διοικητή, αλλά σε όλη την πόλη. Κατάλαβε τότε ότι ήταν οι νεκροί που του πουλούσαν εφημερίδες ,που οδηγούσαν τα λεωφορεία, που έφτιαχναν τα χειροτεχνήματα, που του σέρβιραν φαγητό. Δεν είχε άλλους κατοίκους το Αγιακούτσο, ακόμα και όσοι έρχονταν από αλλού, πέθαιναν . Μόνο που ήταν τόσοι πολλοί οι νεκροί που δεν μπορούσαν πιά να αναγνωριστούν. Κατάλαβε με ένα χρόνο καθυστέρηση πως είχε φτάσει στην κόλαση και πως δεν θα έφευγε ποτέ από εκεί.»


Αριστουργηματικό μυθιστόρημα, μιά άλλη διάσταση στην συνεχώς ανανεούμενη νοτιοαμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή . Μακριά από τους «μαγικούς ρεαλισμούς» αλλά και τους «επιγόνους» του Μπόρχες και κοντύτερα στην νουάρ αργεντίνικη λογοτεχνία , ο Ρονκαλιόλο όπως και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί του από τις γύρω χώρες προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από την «στεγανοποίηση» και να υψώσουν τις δικές τους φωνές . Απομένει να δούμε αν όλο αυτό το «λογοτεχνικό μπουμ» θα αποκτήσει κάποια ομοιογένεια ή θα περιοριστεί σε αυτόνομες και αυτόφωτες περιπτώσεις . Όπως και νά’χει οι κερδισμένοι θα είμαστε εμείς οι αναγνώστες.
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008 | Permalink
Το "Κοινωνικό συμβόλαιο" και η προσπάθεια να το σπάσεις
«...Αποφάσισα στο μέλλον να μην ικανοποιώ κανέναν παρά μόνο τον εαυτό μου. Αποφάσισα ότι είχα κάνει αρκετά γιά τους άλλους. Είχα κάνει τις θυσίες μου γιά την κοινωνία, τους συνανθρώπους μου, το κοινό καλό και την οικογένειά μου. Γιά την ακρίβεια, αποφάσισα ότι είχα περάσει μεγάλο μέρος της ζωής μου με το να υπηρετώ τους άλλους, να τους πείθω, να τους κερδίζω, να τους εξαπατώ (για το δικό τους καλό), να πουλάω τα προϊόντα που έφτιαχναν, να πουλάω τις ιδέες που ήθελαν να πουληθούν. Κι όσο περισσότερο πλησίαζα στο σκοπό μου, αυτό που έκανα ήταν να υπαναχωρώ στους άλλους και στον τρόπο ζωής τους, όχι στον δικό μου. Μέχρι που επέτρεψα στον εαυτό μου ν’αφήσω πολλούς άγνωστους Γιαπωνέζους να με πυροβολήσουν γιά το καλό «του τρόπου ζωής μας». Οπότε, τώρα, θα προσκυνούσα την ιερότητα του εγωκεντρισμού. Από δω και στο εξής, θα γινόμουν μια καλή, ήσυχη, εγωκεντρική αποτυχία, ένα αυτόνομο, αντικοινωνικό αρχίδι, ένας ανεύθυνος, φευγάτος, ακοινώνητος μαλάκας. Κι αν δεν τους αρέσει, Andale burro.»

«Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ (The Arrangement)» του ΕΛΙΑ ΚΑΖΑΝ , (Εκδ. Μελάνι, σελ. 636, μετάφ.Ηλία Μαγκλίνη) , (77) είναι ένα χειμαρρώδες μυθιστόρημα , πολύ ενδιαφέρον αλλά με πάρα πολλές ατέλειες . Ο Καζάν περισσότερο γνωστός και καταξιωμένος ως σκηνοθέτης παρά ως λογοτέχνης θέλει να τα πει όλα με τη μία . Το βιβλίο λοιπόν έχει δράση, έχει άποψη, έχει ύφος , είναι ζωντανό αλλά είναι τεράστιο και γεμάτο κλισέ και ατέρμονη φλυαρία .Δεν μπορεί όμως κανείς να μην αναγνωρίσει ότι παραμένει 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες μας παρ΄ότι στο εξωτερικό είναι τελείως ξεχασμένο.

Ο Έντι Άντερσον είναι ένας σαραντάρης σούπερ επιτυχημένος διαφημιστής που ζει σε μιά πολυτελή βίλα στο Λος Άντζελες . Παντρεμένος καμιά εικοσαριά χρόνια με την (φαινομενικά) διακριτική (it's money that i love) Φλόρενς αποκαλούνται το «χρυσό ζευγάρι» από τους φίλους τους. Η κόρη τους Έλεν σπουδάζει σε καλό πανεπιστήμιο, η κοινωνική τους ζωή είναι πολύ έντονη ενώ ο Έντι σκίζει κυριολεκτικά στον τομέα του . Αφ’ότου υποχρεώθηκε να παρατήσει την Γκουέν , μιά γυναίκα τελείως ελεύθερη στην ερωτική της ζωή ,διάγει πλέον βίο ανθόσπαρτο με την Φλόρενς τελείως λοβοτομημένος . Ο Έντι (ή Ευάγγελος) αποτελεί το πρότυπο του «American dream», Ελληνοαμερικάνος που έχει γεννηθεί από τον αδερφό του Σταύρου του ήρωα του America,America (γνωστής ταινίας και βιβλίου του Καζάν). Γονείς μικροαστοί, κατεστραμμένοι στην περίοδο του κραχ, σπουδάζει , παλεύει και πλουτίζει με την αξία του . Πλέον αποτελεί το πρότυπο γιά όλους τους φίλους της οικογένειας.

Ώσπου μιά ωραία μέρα φλιπάρει : «Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Αλλά ακόμα και σήμερα, που είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος και ζω μιά εντελώς διαφορετική ζωή, κάθε φορά που αναρωτιέμαι τι ακριβώς συνέβη, μετά αναρωτιέμαι σε ποιόν ανήκε εκείνο το χέρι που μέσα στο απόλυτο γαλάζιο της ημέρας τράβηξε το τιμόνι της διθέσιας Triumph και, παρά τη δύναμη που κατέβαλα, με οδήγησε σε μια νταλίκα που περνούσε με ταχύτητα. Όλα έγιναν μέσα σε ένα δυο δευτερόλεπτα, αλλά αυτό το θυμάμαι καθαρά.»

Ο Έντι επιζεί, αλλά πλέον είναι ένας ΑΛΛΟΣ .Αυτός ο «Mr Perfect» φέρεται διαφορετικά.Είναι ανάγωγος προς τους επισκέπτες,αδιάφορος με την γυναίκα του, καθυστερεί την επιστροφή του στην εταιρεία από την οποία αποφασίζει να παραιτηθεί.Τα μόνα άτομα που τον ενδιαφέρουν είναι η κόρη του Έλεν και η Γκουέν που έχει μετακομίσει στην Νέα Υόρκη και ζει με έναν χαζούλη «Φορεστ Γκαμπ»,μητέρα ενός «αγνώστου πατρός» μωρού.

Μέσα σε όλα,αρρωσταίνει σοβαρά και ο πατέρας του με τον οποίο έχει να επικοινωνήσει χρόνια. Ο Έντι το βλέπει ως μία ευκαιρία να έρθει πιό κοντά σ’αυτόν τον άγνωστο άνδρα που ποτέ δεν κατάλαβε.Τον καταπιεστικό και αυταρχικό Έλληνα πατέρα που πάντα τον κορόϊδευε γιά την προτίμηση του στα γράμματα αντί το εμπόριο για το οποίο προοριζόταν. Ο Έντι αφού αφήνει τα πάντα στην Φλόρενς φεύγει από τον κόσμο του γκλάμουρ και πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου τα κάνει μπάχαλο όλα. Πλακώνεται με την υστερική νύφη του, απαγάγει τον πατέρα του, καίει το εξοχικό της οικογένειας.

Ο δρόμος προς την αυτογνωσία είναι μακρύς και επίπονος. Θα τον κατακτήσει ο Έντι ή αυτό που θα καταφέρει στο τέλος μετά από κάποιες πράξεις τρέλλας, κάποιες ενέργειες αδικαιολόγητες αλλά και κάποιες ενέργειες πλήρους αφέλειας είναι ένας άλλου είδους «συμβιβασμός»?

Ο Καζάν ήταν σίγουρα ενας σκηνοθέτης μεγάλου βεληνεκούς.Στις μέρες μας περισσότερο τον θυμούνται γιά την περίφημη κατάθεση του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών που δήλωσε «μετανοημένος κομμουνιστής» και δεν δίστασε να «καρφώσει» συναδέλφους του γιά να σώσει την καριέρα του.Όμως κανείς δεν μπορεί να πει κάτι γιά την κινηματογραφική του αξία και ικανότητα . Η ταινία που γυρίστηκε με βάση το βιβλίο ήταν πολύ πιό συγκροτημένη και συμπαγής από το μυθιστόρημα. Ο δε Κερκ Ντάγκλας ήταν εκπληκτικός στον ρόλο του Έντι ενώ η Φέη Νταναγουέη (στα νιάτα της τότε) έλαμψε στον ρόλο της Γκουέν .

Ο Καζάν δημιουργεί ένα sequel του εξαιρετικού AMERICA,AMERICA . Εκείνο όμως το έργο του φαινόταν αυθεντικότερο και πλησιέστερο στην προσωπικότητά του. Οι απόγονοι των μεταναστών έχουν απωλέσει την ταυτότητα τους, έχουν κυνηγήσει και κατακτήσει το «αμερικάνικο όνειρο» ,τους χτυπάει «η κρίση της μέσης ηλικίας» και συνειδητοποιούν ότι είναι «χαμένοι».
«...Όντως δούλεψα σκληρά. Πουλούσα τη γαμημένη τη ζωή μου, τη μια μέρα μετά την άλλη, όλα αυτά τα χρόνια. Μου φέρνει τρομακτική θλίψη αυτό. Και ντροπή. Λυπάμαι που έκανα ότι έκανα στη Φλόρενς, όπως και στους άλλους. Τώρα όμως θα ξεκινήσω μιά δεύτερη ζωή και δεν θέλω τίποτα απ’όλ’αυτά που μου κόστισαν τόσο. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος γιά να πω ότι δεν τελείωσαν όλα γιά μένα, ότι δεν εγκαταλείπω τίποτα παρά μόνο αυτά που σχεδόν με σκότωσαν.»

Ουσιαστικά μπορούμε να το δούμε και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας του Καζάν. Όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, ο Έντι έχει πολλά στοιχεία του εαυτού του. Τοποθετεί τον κεντρικό του ήρωα (ουσιαστικά δηλαδή την περσόνα του) στον χώρο των διαφημιστικών εταιρειών που ο μεταπολεμικός γιγαντισμός τους είναι μιά τυπική απεικόνιση του αμερικανικού καπιταλισμού . Ο ήρωας όμως καταπιέζεται γιατί εκείνο που βαθιά μέσα του επιθυμεί είναι να γίνει συγγραφέας , αυτός ο «δυϊσμός» του Έντι κάνει το βιβλίο περισσότερο ανθρώπινο και βοηθάει στο να ταυτιστεί ο αναγνώστης με τον κεντρικό χαρακτήρα.

Το μυθιστόρημα έχει αρκετές ωραίες σκηνές (καθαρά κινηματογραφικές) , μερικούς εξαιρετικούς διαλόγους αλλά δεν έχει συνοχή και φλυαρεί. Μιμείται το ύφος του Νόρμαν Μέηλερ ενώ έχει ουσιαστικά ίδια ατμόσφαιρα με τα βιβλία του Χάρολντ Ρόμπινς (όπως εύστοχα επισημαίνει η Σώτη Τριανταφύλου στον πρόλογο του βιβλίου) , ενός μεγάλου λογοτεχνικού αστέρα της εποχής με τεράστια μπεστ-σέλερς , ο οποίος σήμερα έχει περάσει στην λογοτεχνική λήθη (μόλις 10 χρόνια από τον θάνατό του και μόλις 30 χρόνια μετά τις τεράστιες επιτυχίες του,απίστευτο πόσο γρήγορα τρέχει η εποχή και σ’αυτόν τον τομέα) . Anyway, τα μυθιστορήματα του Ρόμπινς ήταν τίγκα στις σεξουαλικές σκηνές (εξαιρετικές) , με γρήγορη δράση , πολλούς χαρακτήρες ,υπερσυντηρητικά μεν αλλά διαβαστερά (οι εκδόσεις Βίπερ τα έβγαζαν στην Ελλάδα την δεκαετία του 70 – δρχ.14) .

Το κυριότερο μειονέκτημα του βιβλίου είναι ο όγκος του. Τραβάει και ουσιαστικά επαναλαμβάνεται . Θα μπορούσε να ήταν το μισό ,και θα λειτουργούσε καλύτερα . Εκεί έγκειται και η ουσιαστική διαφορά του με την υπέροχη ομώνυμη ταινία . Ο Καζάν βάζει στη μαρμίτα σκηνές οικογενειακής βίας, άγριου σεξ , όνειρα , μετανάστευση , χαμένες πατρίδες , δολοπλοκίες εταιρικές, δολοπλοκίες οικογενειακές , έρωτες , ενδοσκοπήσεις , απόπειρες αυτοκτονίας . Το αποτέλεσμα είναι ένα «φαγητό» που το τρως ευχάριστα αλλά μετά σου κάθεται βαρύ στο στομάχι.