Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011 | Permalink
Alice Munro
Πριν από 2 ακριβώς χρόνια έγραψα το παρακάτω ποστ. Σήμερα η Alice Munro κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2013. Μια μοναδική αναγνώριση για μια συγγραφέα χαμηλών τόνων και μεγάλης λεπτότητας στη γραφή που ειδικεύεται σε ένα είδος που σπανίζει όλο και περισσότερο μέσα στον καταιγισμό όλων και πιο μεγάλων σε όγκο βιβλίων.
Χάρηκα απεριόριστα γι'αυτή τη βράβευση σαν να τιμήθηκε ένας δικός μου άνθρωπος, ένας συγγενής μου. Θεωρώ ότι η βράβευσή της είναι μια τιμητική διάκριση της αγνής και καθαρής λογοτεχνίας, αυτής της λογοτεχνίας που είναι πέρα και πάνω από πρόσκαιρες μόδες και τάσεις, εντυπωσιασμούς και μπιχλιμπίδια, διαφημιστικές εκστρατείες, εξώφυλλα και τηλεοπτικές μεταφορές. Είναι μια λογοτεχνία που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και στις αισθήσεις, μια λογοτεχνία που μυεί και συναρπάζει με την ηρεμία και την απλότητά της.
____________________________________________________
Διαβάζοντας τις μοναδικές ιστορίες της Καναδής συγγραφέως Alice Munro (την οποία ομολογώ ότι «ανακάλυψα» δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση), μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό οι πίνακες του Edward Hopper. Άνθρωποι που κοιτάνε στο κενό, μοναχικοί, όψεις της υπαίθρου, της καθημερινής ζωής, όψεις της μεγαλούπολης. Η Munro ουσιαστικά μεταφέρει τους πίνακες του μεγάλου ζωγράφου στα γραπτά της και οι επιρροές είναι προφανείς – υποθέτω αυτό είναι μια αφόρητη κοινοτοπία στους μελετητές του έργου της αλλά είναι από τα πρώτα πράγματα που σου κάνουν εντύπωση. Σε συνέχεια αυτών των σκέψεων και προετοιμάζοντας αυτό το κείμενο (post), έπεσα πάνω σε μια «Χοπερική» εικόνα «αλιεύοντας» μια παλαιότερη συνέντευξή της, όπου δύο δημοσιογράφοι πηγαίνουν στον τόπο της, το Κλίντον του Οντάριο για να συζητήσουν μαζί της για το έργο της. Καθώς εκείνη τους γυρίζει (με το αυτοκίνητό της) πίσω στο ξενοδοχείο τους μετά από την συνέντευξη, την ρωτάνε αν υπάρχουν και άλλοι συγγραφείς στην περιοχή. Εκείνη στρίβει το τιμόνι και τους περνάει απέξω από ένα ετοιμόρροπο σπίτι όπου ένας γυμνός από τη μέση και πάνω άνδρας καθόταν μπροστά από μια γραφομηχανή, περιτριγυρισμένος από γάτες. «Κάθεται εκεί έξω κάθε μέρα» τους λέει η Munro, «με ήλιο ή βροχή. Δεν τον γνωρίζω, αλλά πεθαίνω από περιέργεια να μάθω τι σκαρώνει»…
Οι δύο συλλογές διηγημάτων της Alice Munro (γεν.1931) που κυκλοφορούν στη χώρα μας με διαφορά αρκετών χρόνων η μία (2010) από την άλλη (2003) , με πιο πρόσφατη (που αποτέλεσε και την αφορμή για την «γνωριμία» μου με την συγγραφέα) την «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» (Too much happiness), (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.391) και την παλαιότερη «Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ» (Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.443), είναι και οι δύο υπέροχες και το κυριότερο προσφέρουν μια πανοραμική εικόνα του έργου της συγγραφέως. Με καταπληκτικά διηγήματα, μικρές νουβέλες που ορισμένα από αυτά είναι τόσο καλά που ξαφνιάζουν με την λογοτεχνική τους πληρότητα.
Η «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» είναι μια συλλογή 10 ιστοριών, όπου όλες είναι έξοχες και διαπνέονται από τα θέματα που απασχολούν την συγγραφέα όπως είναι το παράδοξο, η απώλεια, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, οι επιπτώσεις πράξεων της παιδικής ηλικίας στο σήμερα, η αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, η συγγνώμη, οι ανθρώπινες σχέσεις. Ιστορίες ανθρώπινες, στις περισσότερες οι ήρωες είναι γυναίκες, καθημερινοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους να αλλάζει.
Στις «Διαστάσεις» μια γυναίκα επισκέπτεται τον άντρα της στη φυλακή, ο οποίος έχει διαπράξει το φρικτότερο των εγκλημάτων, παράφρων ή παράφορα ερωτευμένος μαζί της; Καθώς το διήγημα προχωράει η αποκάλυψη έρχεται σχεδόν υπόκωφα και μια ανατριχίλα διαπερνάει τον αναγνώστη. Στο «Πεζό» μια γυναίκα, καθηγήτρια μουσικής έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της καθώς διαπιστώνει ότι η κόρη της γυναίκας για την οποία την εγκατέλειψε ο πρώτος της σύζυγος εκδίδει ένα βιβλίο που ουσιαστικά είναι αφιερωμένο σ’αυτήν και στον θαυμασμό που η μικρή τότε έτρεφε για την δασκάλα της, της μουσικής και πως βίωσε τη στιγμή που η γυναίκα που θαύμαζε ήρθε να μαζέψει τα πράγματά της από το σπίτι που δεν ήταν πια δικό της. Στο «Γουένλοκ Έτζ» η συγγραφέας με ιδανικό τρόπο θίγει το πανάρχαιο ερώτημα, πόσο μας αλλάζουν οι συνθήκες και τι ακριβώς είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες καθώς μια νεαρή από χωριό πηγαίνει στην πόλη που ζει ένας θείος της, προβληματικός και ιδιόμορφος, να σπουδάσει. Η ζωή της κυλάει με οικονομικά προβλήματα και πολύ διάβασμα, ώσπου στο δωμάτιο της έρχεται να συγκατοικήσει μια περίεργη κοπέλα, την οποία έχει εγγράψει στη σχολή ένας πάμπλουτος και γηραιός κύριος που «ενδιαφέρεται» για εκείνην. Μια μέρα που η εξωτική και λίγο τρελλούτσικη «φοιτήτρια» βαριέται να πάει στην έπαυλη του προστάτη της, λέει στην συγκάτοικό της να πάει στη θέση της για δείπνο, όπου βρίσκεται μπροστά σε μια άκρως προκλητική και ιδιάζουσα κατάσταση η οποία της αλλάζει τη ζωή.
Οι δύο καλύτερες ίσως ιστορίες της συλλογής είναι οι «Βαθιές τρύπες» όπου η μοναδική σχέση μητέρας και γιού δοκιμάζεται όταν εκείνος μετά από χρόνια εξαφάνισης, εμφανίζεται ξαφνικά διαφορετικός απ’ότι η οικογένεια του περίμενε θέτοντας μπροστά τους διλήμματα περί κοινωνίας, οικογενειακών δεσμών, προτεραιοτήτων και γεγονότων του παρελθόντος που διαμόρφωσαν τις καταστάσεις και το σχεδόν τέλειο «Πρόσωπο» όπου ένα παιδί που γεννιέται με ένα τρομερό σημάδι στο πρόσωπο θα νιώσει την απόρριψη από τον πατέρα του, ο οποίος δεν θέλει ούτε να τον βλέπει και την καταπιεστική αγάπη της μητέρας του η οποία δεν τον αφήνει από κοντά της προσπαθώντας να τον προστατεύσει από τα σχόλια και τις κοροϊδίες των γύρω του καταστρέφοντας άθελά της τη ζωή του.
Το έξοχο διήγημα «Για παιχνίδι» καθορίζεται από ένα καλά κρυμμένο μυστικό δύο φιλενάδων, ένα έγκλημα το οποίο διέπραξαν στην εφηβεία τους και το οποίο ξαναβγαίνει στην επιφάνεια καθώς η μία από αυτές αργοσβήνει από καρκίνο ενώ στα «Κάποιες γυναίκες», «Ξύλο», και «Ελεύθερες ρίζες» σκηνές από την αγροτική ζωή στο Οντάριο κρύβουν από πίσω τους δράματα και δυστυχίες, μοναξιά και αγώνα για την επιβίωση. Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής – μάλλον νουβέλα 80 σελίδων - είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα του βιβλίου καθώς εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της φημισμένης μαθηματικού Σοφίας Κοβαλέφσκι (1850-1891), πρώτης γυναίκας που απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην Ευρώπη και πρώτη γυναίκα καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Η Κοβαλέφσκι διασχίζει την Ευρώπη με τρένο για να πάει στην Σουηδία όπου θα αφήσει την τελευταία της πνοή χτυπημένη από πνευμονία και αναπολεί τον αγώνα της για επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση, τις σχέσεις της, τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε, τον επικείμενο γάμο της. Θα σβήσει ψιθυρίζοντας τις λέξεις «πάρα πολλή ευτυχία» ανακαλύπτοντας στο τέλος ότι η σύντομη ζωή της ήταν πλήρης από συναισθήματα και εμπειρίες.
« Πάντα να θυμάσαι πως όταν ένας άντρας βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνει πίσω τα πάντα…Όταν βγαίνει μια γυναίκα, παίρνει μαζί της όλα όσα συνέβησαν εκεί.»
Η παλαιότερη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μ’αγαπάει δεν μ’αγαπάει» μπορεί να μη φτάνει στο σύνολό της την πληρότητα που αποπνέει το «Πάρα πολλή ευτυχία» αλλά εδώ υπάρχουν δύο αριστουργηματικά διηγήματα τα οποία εντυπωσιάζουν με την αρχιτεκτονική τους και την τόσο σύνθετη δομή τους παρά την φαινομενική τους απλότητα.
Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, καθαρά Τσεχωφικό σε στυλ και υποδόρεια ένταση περιγράφει την ιστορία μιάς ταπεινής γυναίκας μετανάστριας από την Σκωτία, που ντύνεται και στολίζεται νυφούλα για να πάει να παντρευτεί έναν άνδρα ο οποίος σχεδόν δεν έχει ιδέα για την ύπαρξή της. Η Τζοάνα γεροντοκόρη και κακομοίρα οικονόμος μια γηραιάς κυρίας, μόλις εκείνη πεθαίνει πηγαίνει να βρει τον χήρο Κεν Μπουντρό, ο οποίος είναι ένας τζογαδόρος και ακαμάτης τύπος που ζει σε ένα χωριό και έχει κερδίσει ένα κακορίζικο ξενοδοχείο στα χαρτιά. Η κόρη του που έχει έρθει στον θείο της και στην γιαγιά της (της οποίας οικονόμος είναι η Τζοάνα) μαζί με μια φίλη της σκαρώνουν μια φάρσα στην αφελή οικονόμο γράφοντας ερωτικά γράμματα που υπογράφουν ως Κεν Μπουντρό τα οποία η Τζοάνα δεν θέλει και πολύ να πιστέψει. Μια ιστορία που ξεκινάει από μια χοντροκομένη φάρσα και εξελίσσεται σε ένα υπαινικτικό δράμα, καθώς ο Κεν τσεκάρει το βιβλιάριο καταθέσεων που βρίσκει στην τσάντα της Τζοάνα και αποδέχεται σιωπηρά την παρουσία της και τον διαγραφόμενο ρόλο του. Εύθραυστο και καίριο, χαμηλότονο και κινηματογραφικό στη δομή του, το διήγημα αυτό συγκινεί και θέτει προβληματισμούς στον αναγνώστη.
Το έτερο συγκλονιστικό διήγημα είναι το μάλλον διάσημο από την κινηματογραφική του μεταφορά, «Πέρασε η αρκούδα το βουνό» για το οποίο είχα ξαναγράψει αφού συμπεριελήφθη στην ωραία συλλογή του Eugenides, «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε». Στο διήγημα αυτό η Μάνρο περιγράφει την ιστορία ενός παράξενου ερωτικού ζευγαριού που προκύπτει από την εισαγωγή μιας κάποτε πανέμορφης και πανέξυπνης γυναίκας, της Φιόνας σε ένα πολυτελές ίδρυμα λόγω του επιταχυνόμενου αλτζχάιμερ από το οποίο ταλαιπωρείτο. Ο σύζυγός της ο Γκραντ καθηγητής στο τοπικό κολλέγιο με πολλές ερωτικές περιπέτειες στην πλάτη του, παθαίνει σοκ όταν πηγαίνει μετά από ένα μήνα να την επισκεφτεί και την βλέπει να έχει αναπτύξει συναισθήματα μάλλον ερωτικά για έναν άλλο ασθενή (με πιο έντονα συμπτώματα της ασθένειας) τον Όμπρι. Το παράδοξο της κατάστασης εντείνει η διεύθυνση της κλινικής που αντιμετωπίζει την όλη ιστορία ως κάτι φυσιολογικό και ίσως ενθαρρυντικό για την πορεία των ασθενών. Η Μάνρο εξετάζει καλειδοσκοπικά την ιστορία, από τη μεριά του Γκράντ και δημιουργεί ένα αριστουργηματικό διήγημα που από τη μια σε καταθλίβει και από την άλλη σε αφήνει άφωνο με τη δυναμική του.
Τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, που το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στις ερημιές του Οντάριο, όλα από τη μεριά των γυναικών, που είτε θρηνούν τον πρόσφατο χαμένο σύζυγο, είτε υποφέρουν από καρκίνο, είτε βιώνουν μια ερωτική απογοήτευση ή μια οικονομική καταστροφή αντικατοπτρίζουν γυναίκες σαν τις μορφές του Χόπερ όπως προανέφερα, ανεξάρτητες και πολλές φορές να παραμένουν έφηβες, δυναμικές ή υποταγμένες, κοιταγμένες από απόσταση με κινήσεις άλλοτε μηχανικές και άλλοτε αφηρημένες, να σκέπτονται και να βιώνουν καταστάσεις φαινομενικά με απάθεια αλλά με κάτι υποδόρειο να σιγοβράζει.
«Οι νεαροί σύζυγοι είναι αυταρχικοί στην εποχή μας. Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τότε που ήταν σωστοί μνηστήρες, φιγούρες σχεδόν αστείες έτσι πεσμένοι στα γόνατα κι απελπισμένοι μέσα στην ερωτική αγωνία τους. Τώρα, καλά βολεμένοι, το παίζουν αποφασιστικοί κι επικριτικοί. Φεύγουν για τη δουλειά κάθε πρωί, φρεσκοξυρισμένοι, οι νεανικοί λαιμοί τους ν’ασφυκτιούν από τον κόμπο της γραβάτας, περνούν τη μέρα εκπληρώνοντας άγνωστα καθήκοντα, γυρίζουν στο σπίτι την ώρα του φαγητού για να ρίξουν μια περιφρονητική ματιά στο βραδινό και να τινάξουν την εφημερίδα, να την κρατήσουν ανάμεσα στον εαυτό τους και την ανάστατη κουζίνα, στις αδιαθεσίες και τα συναισθήματα, στα μωρά. Πόσα έχουν να μάθουν, και πόσο γρήγορα. Πώς να υποκλίνονται βαθιά στ΄αφεντικά και πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους. Πώς να κρατούν την αξιοπιστία τους για ό,τι έχει να κάνει όχι μόνο με υποθήκες, τοίχους αντιστήριξης, γκαζόν, αποχετεύσεις, πολιτική, αλλά και με τη δουλειά τους, πο ο ρόλος της είναι η συντήρηση της οικογένειας για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Οι γυναίκες λοιπόν είναι εκείνες που γυρίζουν πίσω σ’ένα είδος παρατεταμένης εφηβείας – μέρα με τη μέρα, βέβαια, και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την αβάσταχτη ευθύνη που έχουν φορτωθεί στις πλάτες τους, τα παιδιά. Ένα πνευματικό ξαλάφρμα όταν φεύγουν οι άντρες τους. Μια ονειροπόλα εξέγερση, ανατρεπτικές μαζώξεις, ξεσπάσματα γέλιου που δεν είναι τίποτε άλλο από επιστροφή στο σχολείο, κι όλα αυτά να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια από τους τοίχους που πληρώνει ο άντρας τους τις ώρες που δεν είναι εκεί.»
Φέρνοντας στο μυαλό την υπέροχη Φλάνερυ Ο’Κόνορ, τον Φώκνερ ενώ ο Τσέχωφ είναι μονίμως παρών στο background, δεν ξέρω αλλά μου είναι δύσκολο να σκεφτώ πληρέστερο σύγχρονο διηγηματογράφο από την Alice Munro. Κατορθώνει να συμπιέσει ολόκληρες ζωές και έντονα συναισθήματα σε περίπου 20-30 σελίδες απαντώντας ή και δημιουργώντας ερωτήματα, απεικονίζοντας με το δικό της ελαφρώς αποστασιοποιημένο και ειρωνικό στυλ ανθρώπινους ολοζώντανους χαρακτήρες, ακριβώς στην καρδιά της Λογοτεχνίας και όχι στην Πύλη όπως κάπου μια ηρωίδα ενός από τα διηγήματα της σκέφτεται, εκεί όπου η συγγραφέας αυτοσαρκάζεται με πικρό χιούμορ: «Το «Πώς να ζούμε» δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια συλλογή διηγημάτων. Αυτό από μόνο του είναι απογοήτευση. Μοιάζει να μειώνει το κύρος του βιβλίου, κάνοντας τη συγγραφέα να μοιάζει με κάποιον που απλώς περιμένει στην πύλη της Λογοτεχνίας, αντί να εγκαθίσταται με ασφάλεια μέσα σ’αυτή.» Διαβάζοντας την πολυβραβευμένη συγγραφέα, θα προβληματισθείς, θα σε καταθλίψουν κάποια πράγματα και κάποιες καταστάσεις που περιγράφει αλλά το τελικό συναίσθημα είναι η λογοτεχνική πληρότητα και η καθαρή απόλαυση της μοναδικής της γραφής.
Χάρηκα απεριόριστα γι'αυτή τη βράβευση σαν να τιμήθηκε ένας δικός μου άνθρωπος, ένας συγγενής μου. Θεωρώ ότι η βράβευσή της είναι μια τιμητική διάκριση της αγνής και καθαρής λογοτεχνίας, αυτής της λογοτεχνίας που είναι πέρα και πάνω από πρόσκαιρες μόδες και τάσεις, εντυπωσιασμούς και μπιχλιμπίδια, διαφημιστικές εκστρατείες, εξώφυλλα και τηλεοπτικές μεταφορές. Είναι μια λογοτεχνία που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και στις αισθήσεις, μια λογοτεχνία που μυεί και συναρπάζει με την ηρεμία και την απλότητά της.
____________________________________________________
Διαβάζοντας τις μοναδικές ιστορίες της Καναδής συγγραφέως Alice Munro (την οποία ομολογώ ότι «ανακάλυψα» δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση), μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό οι πίνακες του Edward Hopper. Άνθρωποι που κοιτάνε στο κενό, μοναχικοί, όψεις της υπαίθρου, της καθημερινής ζωής, όψεις της μεγαλούπολης. Η Munro ουσιαστικά μεταφέρει τους πίνακες του μεγάλου ζωγράφου στα γραπτά της και οι επιρροές είναι προφανείς – υποθέτω αυτό είναι μια αφόρητη κοινοτοπία στους μελετητές του έργου της αλλά είναι από τα πρώτα πράγματα που σου κάνουν εντύπωση. Σε συνέχεια αυτών των σκέψεων και προετοιμάζοντας αυτό το κείμενο (post), έπεσα πάνω σε μια «Χοπερική» εικόνα «αλιεύοντας» μια παλαιότερη συνέντευξή της, όπου δύο δημοσιογράφοι πηγαίνουν στον τόπο της, το Κλίντον του Οντάριο για να συζητήσουν μαζί της για το έργο της. Καθώς εκείνη τους γυρίζει (με το αυτοκίνητό της) πίσω στο ξενοδοχείο τους μετά από την συνέντευξη, την ρωτάνε αν υπάρχουν και άλλοι συγγραφείς στην περιοχή. Εκείνη στρίβει το τιμόνι και τους περνάει απέξω από ένα ετοιμόρροπο σπίτι όπου ένας γυμνός από τη μέση και πάνω άνδρας καθόταν μπροστά από μια γραφομηχανή, περιτριγυρισμένος από γάτες. «Κάθεται εκεί έξω κάθε μέρα» τους λέει η Munro, «με ήλιο ή βροχή. Δεν τον γνωρίζω, αλλά πεθαίνω από περιέργεια να μάθω τι σκαρώνει»…
Οι δύο συλλογές διηγημάτων της Alice Munro (γεν.1931) που κυκλοφορούν στη χώρα μας με διαφορά αρκετών χρόνων η μία (2010) από την άλλη (2003) , με πιο πρόσφατη (που αποτέλεσε και την αφορμή για την «γνωριμία» μου με την συγγραφέα) την «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» (Too much happiness), (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.391) και την παλαιότερη «Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ» (Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.443), είναι και οι δύο υπέροχες και το κυριότερο προσφέρουν μια πανοραμική εικόνα του έργου της συγγραφέως. Με καταπληκτικά διηγήματα, μικρές νουβέλες που ορισμένα από αυτά είναι τόσο καλά που ξαφνιάζουν με την λογοτεχνική τους πληρότητα.
Η «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» είναι μια συλλογή 10 ιστοριών, όπου όλες είναι έξοχες και διαπνέονται από τα θέματα που απασχολούν την συγγραφέα όπως είναι το παράδοξο, η απώλεια, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, οι επιπτώσεις πράξεων της παιδικής ηλικίας στο σήμερα, η αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, η συγγνώμη, οι ανθρώπινες σχέσεις. Ιστορίες ανθρώπινες, στις περισσότερες οι ήρωες είναι γυναίκες, καθημερινοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους να αλλάζει.
Στις «Διαστάσεις» μια γυναίκα επισκέπτεται τον άντρα της στη φυλακή, ο οποίος έχει διαπράξει το φρικτότερο των εγκλημάτων, παράφρων ή παράφορα ερωτευμένος μαζί της; Καθώς το διήγημα προχωράει η αποκάλυψη έρχεται σχεδόν υπόκωφα και μια ανατριχίλα διαπερνάει τον αναγνώστη. Στο «Πεζό» μια γυναίκα, καθηγήτρια μουσικής έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της καθώς διαπιστώνει ότι η κόρη της γυναίκας για την οποία την εγκατέλειψε ο πρώτος της σύζυγος εκδίδει ένα βιβλίο που ουσιαστικά είναι αφιερωμένο σ’αυτήν και στον θαυμασμό που η μικρή τότε έτρεφε για την δασκάλα της, της μουσικής και πως βίωσε τη στιγμή που η γυναίκα που θαύμαζε ήρθε να μαζέψει τα πράγματά της από το σπίτι που δεν ήταν πια δικό της. Στο «Γουένλοκ Έτζ» η συγγραφέας με ιδανικό τρόπο θίγει το πανάρχαιο ερώτημα, πόσο μας αλλάζουν οι συνθήκες και τι ακριβώς είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες καθώς μια νεαρή από χωριό πηγαίνει στην πόλη που ζει ένας θείος της, προβληματικός και ιδιόμορφος, να σπουδάσει. Η ζωή της κυλάει με οικονομικά προβλήματα και πολύ διάβασμα, ώσπου στο δωμάτιο της έρχεται να συγκατοικήσει μια περίεργη κοπέλα, την οποία έχει εγγράψει στη σχολή ένας πάμπλουτος και γηραιός κύριος που «ενδιαφέρεται» για εκείνην. Μια μέρα που η εξωτική και λίγο τρελλούτσικη «φοιτήτρια» βαριέται να πάει στην έπαυλη του προστάτη της, λέει στην συγκάτοικό της να πάει στη θέση της για δείπνο, όπου βρίσκεται μπροστά σε μια άκρως προκλητική και ιδιάζουσα κατάσταση η οποία της αλλάζει τη ζωή.
Οι δύο καλύτερες ίσως ιστορίες της συλλογής είναι οι «Βαθιές τρύπες» όπου η μοναδική σχέση μητέρας και γιού δοκιμάζεται όταν εκείνος μετά από χρόνια εξαφάνισης, εμφανίζεται ξαφνικά διαφορετικός απ’ότι η οικογένεια του περίμενε θέτοντας μπροστά τους διλήμματα περί κοινωνίας, οικογενειακών δεσμών, προτεραιοτήτων και γεγονότων του παρελθόντος που διαμόρφωσαν τις καταστάσεις και το σχεδόν τέλειο «Πρόσωπο» όπου ένα παιδί που γεννιέται με ένα τρομερό σημάδι στο πρόσωπο θα νιώσει την απόρριψη από τον πατέρα του, ο οποίος δεν θέλει ούτε να τον βλέπει και την καταπιεστική αγάπη της μητέρας του η οποία δεν τον αφήνει από κοντά της προσπαθώντας να τον προστατεύσει από τα σχόλια και τις κοροϊδίες των γύρω του καταστρέφοντας άθελά της τη ζωή του.
Το έξοχο διήγημα «Για παιχνίδι» καθορίζεται από ένα καλά κρυμμένο μυστικό δύο φιλενάδων, ένα έγκλημα το οποίο διέπραξαν στην εφηβεία τους και το οποίο ξαναβγαίνει στην επιφάνεια καθώς η μία από αυτές αργοσβήνει από καρκίνο ενώ στα «Κάποιες γυναίκες», «Ξύλο», και «Ελεύθερες ρίζες» σκηνές από την αγροτική ζωή στο Οντάριο κρύβουν από πίσω τους δράματα και δυστυχίες, μοναξιά και αγώνα για την επιβίωση. Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής – μάλλον νουβέλα 80 σελίδων - είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα του βιβλίου καθώς εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της φημισμένης μαθηματικού Σοφίας Κοβαλέφσκι (1850-1891), πρώτης γυναίκας που απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην Ευρώπη και πρώτη γυναίκα καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Η Κοβαλέφσκι διασχίζει την Ευρώπη με τρένο για να πάει στην Σουηδία όπου θα αφήσει την τελευταία της πνοή χτυπημένη από πνευμονία και αναπολεί τον αγώνα της για επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση, τις σχέσεις της, τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε, τον επικείμενο γάμο της. Θα σβήσει ψιθυρίζοντας τις λέξεις «πάρα πολλή ευτυχία» ανακαλύπτοντας στο τέλος ότι η σύντομη ζωή της ήταν πλήρης από συναισθήματα και εμπειρίες.
« Πάντα να θυμάσαι πως όταν ένας άντρας βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνει πίσω τα πάντα…Όταν βγαίνει μια γυναίκα, παίρνει μαζί της όλα όσα συνέβησαν εκεί.»
Η παλαιότερη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μ’αγαπάει δεν μ’αγαπάει» μπορεί να μη φτάνει στο σύνολό της την πληρότητα που αποπνέει το «Πάρα πολλή ευτυχία» αλλά εδώ υπάρχουν δύο αριστουργηματικά διηγήματα τα οποία εντυπωσιάζουν με την αρχιτεκτονική τους και την τόσο σύνθετη δομή τους παρά την φαινομενική τους απλότητα.
Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, καθαρά Τσεχωφικό σε στυλ και υποδόρεια ένταση περιγράφει την ιστορία μιάς ταπεινής γυναίκας μετανάστριας από την Σκωτία, που ντύνεται και στολίζεται νυφούλα για να πάει να παντρευτεί έναν άνδρα ο οποίος σχεδόν δεν έχει ιδέα για την ύπαρξή της. Η Τζοάνα γεροντοκόρη και κακομοίρα οικονόμος μια γηραιάς κυρίας, μόλις εκείνη πεθαίνει πηγαίνει να βρει τον χήρο Κεν Μπουντρό, ο οποίος είναι ένας τζογαδόρος και ακαμάτης τύπος που ζει σε ένα χωριό και έχει κερδίσει ένα κακορίζικο ξενοδοχείο στα χαρτιά. Η κόρη του που έχει έρθει στον θείο της και στην γιαγιά της (της οποίας οικονόμος είναι η Τζοάνα) μαζί με μια φίλη της σκαρώνουν μια φάρσα στην αφελή οικονόμο γράφοντας ερωτικά γράμματα που υπογράφουν ως Κεν Μπουντρό τα οποία η Τζοάνα δεν θέλει και πολύ να πιστέψει. Μια ιστορία που ξεκινάει από μια χοντροκομένη φάρσα και εξελίσσεται σε ένα υπαινικτικό δράμα, καθώς ο Κεν τσεκάρει το βιβλιάριο καταθέσεων που βρίσκει στην τσάντα της Τζοάνα και αποδέχεται σιωπηρά την παρουσία της και τον διαγραφόμενο ρόλο του. Εύθραυστο και καίριο, χαμηλότονο και κινηματογραφικό στη δομή του, το διήγημα αυτό συγκινεί και θέτει προβληματισμούς στον αναγνώστη.
Το έτερο συγκλονιστικό διήγημα είναι το μάλλον διάσημο από την κινηματογραφική του μεταφορά, «Πέρασε η αρκούδα το βουνό» για το οποίο είχα ξαναγράψει αφού συμπεριελήφθη στην ωραία συλλογή του Eugenides, «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε». Στο διήγημα αυτό η Μάνρο περιγράφει την ιστορία ενός παράξενου ερωτικού ζευγαριού που προκύπτει από την εισαγωγή μιας κάποτε πανέμορφης και πανέξυπνης γυναίκας, της Φιόνας σε ένα πολυτελές ίδρυμα λόγω του επιταχυνόμενου αλτζχάιμερ από το οποίο ταλαιπωρείτο. Ο σύζυγός της ο Γκραντ καθηγητής στο τοπικό κολλέγιο με πολλές ερωτικές περιπέτειες στην πλάτη του, παθαίνει σοκ όταν πηγαίνει μετά από ένα μήνα να την επισκεφτεί και την βλέπει να έχει αναπτύξει συναισθήματα μάλλον ερωτικά για έναν άλλο ασθενή (με πιο έντονα συμπτώματα της ασθένειας) τον Όμπρι. Το παράδοξο της κατάστασης εντείνει η διεύθυνση της κλινικής που αντιμετωπίζει την όλη ιστορία ως κάτι φυσιολογικό και ίσως ενθαρρυντικό για την πορεία των ασθενών. Η Μάνρο εξετάζει καλειδοσκοπικά την ιστορία, από τη μεριά του Γκράντ και δημιουργεί ένα αριστουργηματικό διήγημα που από τη μια σε καταθλίβει και από την άλλη σε αφήνει άφωνο με τη δυναμική του.
Τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, που το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στις ερημιές του Οντάριο, όλα από τη μεριά των γυναικών, που είτε θρηνούν τον πρόσφατο χαμένο σύζυγο, είτε υποφέρουν από καρκίνο, είτε βιώνουν μια ερωτική απογοήτευση ή μια οικονομική καταστροφή αντικατοπτρίζουν γυναίκες σαν τις μορφές του Χόπερ όπως προανέφερα, ανεξάρτητες και πολλές φορές να παραμένουν έφηβες, δυναμικές ή υποταγμένες, κοιταγμένες από απόσταση με κινήσεις άλλοτε μηχανικές και άλλοτε αφηρημένες, να σκέπτονται και να βιώνουν καταστάσεις φαινομενικά με απάθεια αλλά με κάτι υποδόρειο να σιγοβράζει.
«Οι νεαροί σύζυγοι είναι αυταρχικοί στην εποχή μας. Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τότε που ήταν σωστοί μνηστήρες, φιγούρες σχεδόν αστείες έτσι πεσμένοι στα γόνατα κι απελπισμένοι μέσα στην ερωτική αγωνία τους. Τώρα, καλά βολεμένοι, το παίζουν αποφασιστικοί κι επικριτικοί. Φεύγουν για τη δουλειά κάθε πρωί, φρεσκοξυρισμένοι, οι νεανικοί λαιμοί τους ν’ασφυκτιούν από τον κόμπο της γραβάτας, περνούν τη μέρα εκπληρώνοντας άγνωστα καθήκοντα, γυρίζουν στο σπίτι την ώρα του φαγητού για να ρίξουν μια περιφρονητική ματιά στο βραδινό και να τινάξουν την εφημερίδα, να την κρατήσουν ανάμεσα στον εαυτό τους και την ανάστατη κουζίνα, στις αδιαθεσίες και τα συναισθήματα, στα μωρά. Πόσα έχουν να μάθουν, και πόσο γρήγορα. Πώς να υποκλίνονται βαθιά στ΄αφεντικά και πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους. Πώς να κρατούν την αξιοπιστία τους για ό,τι έχει να κάνει όχι μόνο με υποθήκες, τοίχους αντιστήριξης, γκαζόν, αποχετεύσεις, πολιτική, αλλά και με τη δουλειά τους, πο ο ρόλος της είναι η συντήρηση της οικογένειας για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Οι γυναίκες λοιπόν είναι εκείνες που γυρίζουν πίσω σ’ένα είδος παρατεταμένης εφηβείας – μέρα με τη μέρα, βέβαια, και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την αβάσταχτη ευθύνη που έχουν φορτωθεί στις πλάτες τους, τα παιδιά. Ένα πνευματικό ξαλάφρμα όταν φεύγουν οι άντρες τους. Μια ονειροπόλα εξέγερση, ανατρεπτικές μαζώξεις, ξεσπάσματα γέλιου που δεν είναι τίποτε άλλο από επιστροφή στο σχολείο, κι όλα αυτά να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια από τους τοίχους που πληρώνει ο άντρας τους τις ώρες που δεν είναι εκεί.»
Φέρνοντας στο μυαλό την υπέροχη Φλάνερυ Ο’Κόνορ, τον Φώκνερ ενώ ο Τσέχωφ είναι μονίμως παρών στο background, δεν ξέρω αλλά μου είναι δύσκολο να σκεφτώ πληρέστερο σύγχρονο διηγηματογράφο από την Alice Munro. Κατορθώνει να συμπιέσει ολόκληρες ζωές και έντονα συναισθήματα σε περίπου 20-30 σελίδες απαντώντας ή και δημιουργώντας ερωτήματα, απεικονίζοντας με το δικό της ελαφρώς αποστασιοποιημένο και ειρωνικό στυλ ανθρώπινους ολοζώντανους χαρακτήρες, ακριβώς στην καρδιά της Λογοτεχνίας και όχι στην Πύλη όπως κάπου μια ηρωίδα ενός από τα διηγήματα της σκέφτεται, εκεί όπου η συγγραφέας αυτοσαρκάζεται με πικρό χιούμορ: «Το «Πώς να ζούμε» δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια συλλογή διηγημάτων. Αυτό από μόνο του είναι απογοήτευση. Μοιάζει να μειώνει το κύρος του βιβλίου, κάνοντας τη συγγραφέα να μοιάζει με κάποιον που απλώς περιμένει στην πύλη της Λογοτεχνίας, αντί να εγκαθίσταται με ασφάλεια μέσα σ’αυτή.» Διαβάζοντας την πολυβραβευμένη συγγραφέα, θα προβληματισθείς, θα σε καταθλίψουν κάποια πράγματα και κάποιες καταστάσεις που περιγράφει αλλά το τελικό συναίσθημα είναι η λογοτεχνική πληρότητα και η καθαρή απόλαυση της μοναδικής της γραφής.