Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011 | Permalink
John le Carré X2
Είναι ν’απορείς με τον καταιγισμό εκδόσεων μυθιστορημάτων του John Le Carre, τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά. Μόνο τους τελευταίους μήνες βγήκαν 3 από τα παλαιότερα έργα του έτσι ώστε ο αναγνώστης του έργου του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα να μπερδευτεί τελείως και να μη ξέρει τι να πρωτοδιαβάσει – θα μπορούσε βέβαια κάποιος να διαβάζει μόνο Le Carre (δεν θα του’πεφτε κι άσχημα), υπάρχει αρκετό υλικό για πολλούς μήνες…Το καλό βέβαια είναι ότι δεν υπάρχει (όσο κι αν ψάξει κανείς) μέτριο βιβλίο του συγγραφέα, ότι κι αν διαβάσεις δεν θα το μετανιώσεις, απλά είναι πολλές φορές θέμα διάθεσης και υπομονής να «ξεκλειδώσεις» το (γεμάτο ίντριγκες) μυθιστορηματικό του σύμπαν.

Σήμερα στο blog, παρουσιάζονται 2 μυθιστορήματα του Λε Καρρέ, τα οποία γράφτηκαν με απόσταση 25 χρόνων μεταξύ τους και εκδόθηκαν στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες (αν και το δεύτερο είναι επανέκδοση, αφού πρωτοκυκλοφόρησε το 1987),το παλαιότερο είναι η «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ», του 1961 και το πιο πρόσφατο, το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», που γράφτηκε το 1986. Είναι και τα δύο, εκπληκτικά βιβλία, έχουν το ίδιο ελεγειακό ύφος – χαρακτηριστικό άλλωστε του συγγραφέα, ασχολούνται και τα δύο με θέματα κατασκοπείας αλλά διαφέρουν ριζικά ως προς την θεματική τους. Θα αρχίσω με το δεύτερο, το οποίο είναι περισσότερο εντυπωσιακό και αποτελεί τομή στο έργο του Le Carre – είναι εξάλλου το βιβλίο με το οποίο γίνεται η στροφή στην θεματολογία του συγγραφέα, όπου αρχίζει και υποχωρεί η δράση και δίδεται μεγαλύτερο βάρος στο χτίσιμο των χαρακτήρων και στην ψυχολογική τους διάσταση.

Το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ» (A perfect spy), (Εκδ. BELL, μετάφρ. Κ.Μπαρμπής, σελ.638), είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Le Carre που έχω διαβάσει (και έχω διαβάσει αρκετά) – ο δε Philip Roth εν τη υπερβολή του ενθουσιασμού του, το χαρακτήρισε ως «το καλύτερο μεταπολεμικό Αγγλικό μυθιστόρημα». Το έπος των (σχεδόν) 700 πυκνογραμμένων σελίδων, με την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα, την διάχυτη μελαγχολία και την εκφραστική δεινότητα, είναι ένα βιβλίο το οποίο κερδίζει τις εντυπώσεις από την αρχή μαγεύοντας τον αναγνώστη.

Ο Μάγκνους Πιμ, γύρω στα 50, ψηλός και αριστοκρατικός, γοητευτικός και με το στυλ του βρετανού αριστοκράτη («το κορμί του είχε μια ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, όπως προέβλεπε η παράδοση για τους εκπροσώπους της αγγλοσαξονικής άρχουσας τάξης»), φθάνει ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα στην μικροαστική πανσιόν της γηραιάς κυρίας Ντάμπερ, σε μια παραθαλάσια πόλη του Νότιου Ντέβον, από αυτές που οι γλάροι δεν σ’αφήνουν σε ησυχία με τις φωνές τους. Εκεί κρατάει ένα δωμάτιο σε μόνιμη βάση, έτσι κι αλλιώς άλλοι ένοικοι δεν υπάρχουν και η κυρία Ντάμπερ νομίζει ότι ενοικιάζει το δωμάτιό της σε κάποιον κο Καντέρμπερυ, τον οποίο θεωρεί ανώτερο κυβερνητικό υπάλληλο.

Ο Μάγκνους Πιμ όμως το έχει σκάσει απ’όλους, είναι ένας φυγάς. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Βρετανικής Αντικατασκοπείας που υπηρετεί στη Βιέννη, έρχεται στην Αγγλία να κηδέψει τον πατέρα του που μόλις πέθανε. Όλοι πιστεύουν ότι μετά την κηδεία θα γυρίσει πίσω στην πλούσια κοσμική ζωή της Βιέννης και στα συνηθισμένα του καθήκοντα, αλλά εκείνος θα μπερδέψει τους πάντες και θα βρεθεί σε ένα χωριουδάκι που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Στην αρχή, ούτε η σύζυγός του Μαίρη, ούτε ο προϊστάμενός και μέντοράς του, ο Τζακ Μπράδερχουντ δεν συνειδητοποιούν (ή δεν θέλουν να πιστέψουν), τι έχει ακριβώς γίνει και γιατί ο Πιμ δεν μπήκε στην προγραμματισμένη πτήση της επιστροφής, αλλά σύντομα αντιλαμβάνονται ότι ο τύπος απλά «την έκανε» παίρνοντας μαζί του όχι μόνο το αρχείο της υπηρεσίας μαζί με διάφορα άλλα πολύτιμα έγγραφα, ενώ σύντομα διαπιστώνουν ότι κουβαλάει και το αρχείο που διατηρούσε ο πατέρας του. Οι Αμερικανοί τον υποψιάζονταν καιρό και τώρα πιέζουν τις καταστάσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο «προδότης» ενώ μετά από λίγες μέρες άπαντες διαπιστώνουν ότι τον ψάχνουν και οι Τσέχοι, προς τους οποίους υπάρχουν στοιχεία ότι ο Πιμ έδινε πληροφορίες. Τι κάνει όμως ο Πιμ στο δωμάτιο της πανσιόν;

Ο Πιμ γράφει την εξομολόγηση του, την ιστορία της ζωής του με μορφή επιστολών στον γιό του, τον Τομ. Προσπαθεί να προλάβει να τα πει όλα προτού τον ανακαλύψουν. Είναι σίγουρος ότι ο δαιμόνιος Τζακ, αυτός που τον προσέλαβε πολλά χρόνια πριν θα τον βρει τελικά – και βιάζεται να γράψει όσα μπορεί περισσότερα. Μένει ξάγρυπνος γράφοντας, περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο και «ξεγυμνώνει τη ζωή του». Πως πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ζώντας με τον πατέρα του, που ήταν ένας grande απατεώνας, ο οποίος είχε έναν ολόκληρο στρατό υποτακτικών να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη κάνοντας κάθε είδους ρεμούλα, από την μικρότερη έως την μεγαλύτερη – άλλοτε πάμπλουτος και άλλοτε στον δρόμο. Ο πατέρας του είχε όλα τα έγγραφα γύρω από τη ζωή του σε ένα τεράστιο μεταλλικό αρχείο – ο Πιμ μετά την κηδεία φροντίζει να το πάρει κι’αυτό. Θέλει να μάθει τα πάντα, τα μυστικά και τα ψέμματα της ζωής του. Η μητέρα του έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, χαμένη από χρόνια και ο μικρός Πιμ να μπαινοβγαίνει σε ακριβά σχολεία πληρωμένα με επιταγές που πολλές φορές δεν έχουν αντίκρυσμα, σπουδάζοντας στην Οξφόρδη άλλοτε ζώντας πριγκιπικά και άλλοτε δουλεύοντας για να τα βγάλει πέρα. Τα χρόνια στην Βέρνη μετά τον πόλεμο, όταν δουλεύει και σπουδάζει γνωρίζοντας έναν ιδιόρρυθμο Τσεχογερμανό, τον χωλό Άξελ, ο οποίος θα του αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ενώ την ίδια εποχή γνωρίζει στην ίδια πόλη τον Μπράδερχουντ και αρχίζει να αναλαμβάνει μερικές παρακολουθήσεις οι οποίες θα αποτελέσουν το εισιτήριο του για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του.

Από τη μια ο Άξελ, κι από την άλλη ο Μπράδερχουντ. Δύο άνθρωποι, όψεις του ίδιου νομίσματος που υποκαθιστούν τον πατέρα, την οικογένεια για τον Πιμ. Τους αγαπάει και τους δύο και δουλεύει και για τους δύο. Με τον Άξελ θέλουν ν’αλλάξουν τον κόσμο και με τον Μπράδερχουντ μοιράζονται την ίδια γυναίκα, τα ίδια γούστα και βέβαια την αγάπη για την πατρίδα. Και από την άλλη, ο πατέρας, η σκιά του να πέφτει καταλυτικά και να μη τον αφήνει ν’ανασάνει. Ο «σερ Μάγκνους» (όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του πατέρα του), ζει μια ζωή δανεική, από την αρχή παλεύει με τους δαίμονές του, μια ζωή υποκρινόμενος και παραστάνοντας κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι – αλλά μήπως ξέρει κι’αυτός ποιος είναι; «Επιτέλους είμαι ελεύθερος» κραυγάζει όταν μαθαίνει ότι πέθανε ο παμπόνηρος Ρικ. Ο Ρικ που ήταν ο «αγαπημένος των γυναικών», ο καταφερτζής που λίγο να καθόσουν μαζί του θα σε πούλαγε και θα σε αγόραζε εν ριπή οφθαλμού, ο Ρικ που κατάφερνε να ξεγλιστράει απ’όλους και που τρέλλανε ακόμα και το Αμερικάνικο φορολογικό σύστημα.

«Ο Ρικ θα΄πρεπε να είχε πεθάνει όταν τον σκότωσα. Ο Πιμ είπε τη φράση φωναχτά, προκαλώντας τον εαυτό του να την ακούσει. «Θα΄πρεπε να’χεις πεθάνει όταν σε σκότωσα». Γύρισε στο γραφείο του και ξανάπιασε το στυλό του. Κάθε γραμμή που γράφω είναι μια γραμμή που περνάει και χάνεται πίσω μου. Μια φορά το κάνεις και μετά πεθαίνεις. Έγραφε γοργά. Κι όπως έγραφε, άρχισε να ξαναχαμογελάει. Η αγάπη είναι το μόνο που μπορείς ακόμα να προδώσεις, σκέφτηκε. Κι η προδοσία μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο αν αγαπάς.»
Με παλινδρομική αφήγηση, αφού οι αναμνήσεις του Πιμ εναλάσσονται στα γεγονότα που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή στις διάφορες υπηρεσίες που είναι στο κατόπι του, το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 40 χρόνων, με πυκνή και γοητευτική αφήγηση σε μια περιπέτεια κοσμοπολίτικη αλλά και ιδιαίτερα μελαγχολική αφού σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Ο Μπράδερχουντ και ο Άξελ, ο ίδιος ο Πιμ είναι ξεπερασμένοι πλέον από την τεχνολογία και οι Αμερικανοί έχουν αναλάβει τα πάντα, ανίκανοι όμως να καταλάβουν τις παραμέτρους και την ψυχοσύνθεση κάποιων ανθρώπων που ακολουθούν έναν διαφορετικό ηθικό κώδικα από αυτούς.

Αριστουργηματικό μυθιστόρημα μαθητείας, έπος ζωής, αυτοβιογραφικό μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο – όταν τον ρωτάνε για τη ζωή του, ο Λε Καρρέ τους παραπέμπει σ’αυτό το βιβλίο του, είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ήταν απατεώνας ολκής και την μητέρα του την είχε πρωτογνωρίσει όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, ενώ πέρασε ένα διάστημα στην Βέρνη και το αντικείμενο του όταν δούλευε στην Αντικατασκοπεία ήταν η Τσεχοσλοβακία – το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», είναι ένα «σχεδόν τέλειο» βιβλίο, το οποίο σε σαγηνεύει τόσο ώστε κάνεις τα πάντα να μη τελειώσει ποτέ.

«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ» («Call for the dead»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ιλ.Διονυσοπούλου, σελ.167), είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς των βιβλίων του Λε Καρρέ, με ήρωα τον Σμάϊλι, αυτόν τον εμβληματικό λογοτεχνικό ήρωα. Γραμμένο το 1961, περισσότερο με τη μορφή νουβέλας, το βιβλίο είναι ένα απολαυστικό αστυνομικό, με πολύ σασπένς και ξεκάθαρη δράση (κάτι που το διαφοροποιεί από τα βιβλία της σειράς του Σμάϊλι, τα οποία είναι όλα έξοχα αλλά –όπως έχω ξαναγράψει - ιδιαιτέρως μπερδεμένα και λαβυρινθώδη).

Ο Σμάϊλι, υψηλόβαθμο στέλεχος των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών αναλαμβάνει να ανακρίνει τον Σάμιουελ Φίναν, έναν υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, μετά από μια ανώνυμη επιστολή-καταγγελία ότι ο δεύτερος είχε διατελέσει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Ο Σμάϊλι (θεωρώντας εξ’αρχής το θέμα άνευ ιδιαίτερης σημασίας), συζητάει με τον Φίναν και κλείνει τον φάκελο, ενώ καθησυχάζει τον τελευταίο. Το επόμενο βράδυ όμως ο Φίναν βρίσκεται νεκρός, με ένα σημείωμα στη γραφομηχανή να λέει, ότι αυτοκτονεί διότι θεωρεί την καριέρα του τελειωμένη. Ο Σμάϊλι συνομιλεί με την ανατολικογερμανίδα σύζυγο του θανόντος, την οποία βρίσκει ιδιαιτέρως αινιγματική. Καθώς είναι ακόμα στο σπίτι, το τηλέφωνο χτυπάει και είναι η υπηρεσία αφύπνισης, να εκτελέσει την παραγγελία που άφησε το προηγούμενο βράδυ ο Φίναν για αφύπνιση εκείνο το πρωινό, κάτι πολύ παράξενο για κάποιον που σκόπευε να αυτοκτονήσει το προηγούμενο βράδυ. Γυρίζοντας δε στο γραφείο του, ο Σμάϊλι παραλαμβάνει ένα σημείωμα από τον Φίναν (σταλμένο το ίδιο βράδυ που «αυτοκτόνησε»), με μία πρόσκληση σε γεύμα και συζήτηση.

Όλα συνηγορούν ότι πρόκειται περί δολοφονίας και ο Σμάϊλι δεν έχει παρά να ακολουθήσει τα ίχνη. Αυτό τον οδηγεί σε μια ξέφρενη καταδίωξη κατασκόπων, όπου εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες της Ανατολικής Γερμανίας και της Βρετανίας. Σύντομα η καταδίωξη παίρνει προσωπικό χαρακτήρα αφού αντίπαλος του Σμάϊλι είναι ένας γερμανός που είχε απορριφθεί από τον ίδιο αλλά μετέπειτα στρατολογηθεί πριν τον Β Παγκόσμιο πόλεμο από τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και διακρίθηκε κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών για τις ριψοκίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε. Τώρα αυτός ο άνθρωπος είναι αντίπαλός του, και οι δύο γνωρίζονται καλά, η μάχη των δύο κοσμοθεωριών (του «Φαουστικού» Ντίτερ, του ανθρώπου της δράσης και της με κάθε τρόπο επίτευξης του στόχου και του ήρεμου και συντηρητικού, υπέρμαχου της «Λογικής» Σμάϊλι), θα είναι αδυσώπητη.

Εξαιρετικό μυθιστόρημα, που μπορεί να μη φτάνει σε αξία στο ύψος της τριλογίας του Σμάϊλι (για το πρώτο βιβλίο της οποίας έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά το απολαμβάνεις στο έπακρο. Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του Λε Καρέ είναι εδώ, ίντριγκα, ατμόσφαιρα, ρεαλιστικοί χαρακτήρες, ήρωες που ισορροπούν μεταξύ καλού και κακού, χιούμορ, πυκνογραμμένη αφήγηση, διάλογοι που «τσακίζουν». Εγγυημένη απόλαυση από έναν μοναδικό στυλίστα.

«Ποιος ξέρει όμως; Πως το είχε πει ο Έσε; «Παράξενη η περιπλάνηση στην καταχνιά, καθένας μόνος. Κανένα δέντρο δε γνωρίζει το διπλανό του. Καθένα μόνο». Τίποτα δεν γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλο, τίποτα, συλλογίσθηκε ο Σμάιλι. Όσο κοντά κι αν ζούμε, όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας κι αν ακούμε τις βαθύτερες σκέψεις ο ένας του άλλου, δε γνωρίζουμε τίποτα. Πως μπορώ να κρίνω την Έλσα Φίναν; Καταλαβαίνω, νομίζω, τον πόνο της και τα φοβισμένα ψέμματά της, αλλά τι γνωρίζω για κείνη; Τίποτα.»






JOHN BARRY– The Persuaders’ theme
________________________________________________________________________






Εύχομαι σε όλους, ένα ευτυχισμένο 2012. Ξέρω ότι για τους περισσότερους τα πράγματα έχουν αλλάξει, δυσκολέψει και «the winter is coming» (όπως λένε στο «Game of Thrones») αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι το διάβασμα (η ανάγνωση) είναι (εκτός των άλλων και) μια εξαιρετική «θεραπεία» και ο καλύτερος οδηγός για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Το «ταξίδι» παρά τις αντιξοότητες θα συνεχιστεί και την καινούργια χρονιά με πολλά ωραία βιβλία. Να’στε όλοι καλά.
 
Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011
posted by Librofilo at Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011 | Permalink
Το αυτοβιογραφικό "κύκνειο άσμα" ενός μεγάλου συγγραφέα
Ο πρόωρα χαμένος Πολωνός συγγραφέας Μάρεκ Χουάσκο (1934-1969) ήταν ένας κλασσικός εκπρόσωπος του είδους που αποκαλείται «καταραμένη λογοτεχνία», δημιουργώντας έργα «βλάσφημα» και «περιθωριακά» και ζώντας μια ζωή αυθεντικού μπήτνικ. Ο (και Τζέημς Ντην αποκαλούμενος λόγω της ομοιότητας του με τον διάσημο ηθοποιό) Χουάσκο, στα χρόνια της δεκαετίας του 50 θεωρείτο το «χρυσό παιδί» της Πολωνικής λογοτεχνίας, αντισυμβατικός και αναρχικός στην έκφραση, χτυπούσε το καθεστώς από μέσα και για να αντέξει τον πόλεμο που δεχόταν το’ριξε στο ποτό ενώ σύντομα αντιμετώπισε προβλήματα κατάθλιψης. Το 1958 κατέφυγε στο Παρίσι, το οποίο δεν τον σήκωσε και πήγε στο Δυτικό Βερολίνο όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο αλλά λίγο αργότερα το μετάνιωσε και ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Την Πολωνία δεν μπορούσε να την βγάλει από τη ζωή του αλλά δεν μπορούσε και να ζήσει σ’αυτήν. Παντρεύτηκε στη Γερμανία, πήγε λίγο στο Ισραήλ, μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές, ώσπου με τη βοήθεια του Ρομάν Πολάνσκι πήγε στο Λος Άντζελες για να εργαστεί ως σεναριογράφος. Απέτυχε να προσαρμοστεί κι εκεί, τριγυρίζοντας και πίνοντας, το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει μια άδεια πιλότου. Μετά από ένα ατύχημα λόγω του μεθυσιού με έναν Πολωνό εμιγκρέ μουσικό που κατέληξε στον θάνατο του δεύτερου, ο Χουάσκο γύρισε στη Γερμανία το 1969, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στο Βισμπάντεν από άγνωστους λόγους, μάλλον ένα κοκτέηλ ποτού και ναρκωτικών ουσιών ήταν ο λόγος, εκτός κι αν αυτοκτόνησε.

Τα είδωλά του ήταν ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η ζωή του θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός σπαρακτικού μυθιστορήματος. Μετά το θάνατό του όμως κυκλοφόρησε μια εξαιρετική νουβέλα, καθαρά αυτοβιογραφική, που πρόσφατα εκδόθηκε στην Ελλάδα με τίτλο «ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΝ ΤΟ ΡΥΖΙ» (Palcie ryż każdego dnia), «Εκδ. Μελάνι, μετάφρ. Δ.Χουλιαράκης, σελ.245), όπου παίρνουμε μια γερή γεύση της ζωής και του μεγάλου ταλέντου αυτού του ιδιόμορφου συγγραφέα κι ανθρώπου.

«Βλέπεις αυτόν τον σκύλο, Έλεν;» «Ναι» «Ξέρεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’εμένα και σ’εκείνον;» ρώτησε. Εκείνη δεν απάντησε κι έτσι της είπε: «Μόνο ότι εγώ έχω χρέη ενώ αυτός όχι, αν και σε τούτη τη χώρα αυτό μπορεί ν’αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Αν όμως σήμερα υπάρχει ακόμη μια διαφορά ανάμεσα σ’εμένα και σ’εκείνον το σκύλο, είναι πως εγώ πρέπει να πληρώσω τα χρέη που έχω σε κάτι μπινέδες.»

Το ακροτελεύτιο μυθιστόρημα του Χουάσκο (και πρώτο που εκδίδεται στη χώρα μας), η Αμερική και ο (πολυδιαφημισμένος) τρόπος ζωής της περιγράφεται με ζοφερά χρώματα.Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60 και ο ήρωας βρίσκεται στην Δυτική Ακτή, στην Καλιφόρνια, κάπου κοντά στο Λος Άντζελες και κινείται πέριξ μιας αερολέσχης. Έχει οικειοποιηθεί ένα όνομα που υποδηλώνει μετανάστη, Τζέικομπ Άντερσον, μιλάει με βαριά ανατολικοευρωπαϊκή προφορά, είναι «βαρύς και μόνος» - πράγμα που φροντίζει να το δείχνει. Ψάχνει για το μεροκάμματο, χωρίς όμως να κάνει εκπτώσεις στη συμπεριφορά του με αποτέλεσμα να τον διώχνουν από παντού. Τα μόνα πράγματα που γουστάρει πραγματικά είναι να πετάει με το αεροπλάνο – και εκεί σπαταλάει ότι βγάζει, νοικιάζοντας ένα μικρό αεροσκάφος με την ώρα - , και η Έστερ, μια αινιγματική γυναίκα με την οποία τον ενώνει ένα κοινό παρελθόν και μια (παρελθούσα αλλά ακόμα ζωντανή) ερωτική σχέση. Η Έστερ όμως είναι δεσμευμένη με έναν πλούσιο Αμερικανό, τον οποίο έχει βάλει να μάθει να πετάει, ξανθό και πανέμορφο, με μια υπέροχη έπαυλη στην ακτή.

Αυτό το ιδιότυπο τρίγωνο, οι δύο άνδρες, ο ένας το αντίθετο του άλλου, που τους ενώνουν τα πράγματα που τους χωρίζουν και η Έστερ, μονίμως παρούσα ακόμα κι όταν είναι απούσα, αισθησιακή και προκλητική. Υπάρχει και η Έλεν, μια σχιζοφρενής γυναίκα, αλκοολική που έχει μονίμως δίπλα της μια ξεφτισμένη κούκλα στη θέση του νεκρού πλέον παιδιού της, για την φύλαξη της οποίας, ο Άντερσον λαμβάνει ένα μηνιαίο τσεκ από τους συγγενείς της.

Ο Άντερσον κινείται σε μια no mans’ land, μια «έρημη χώρα», όπου τα δέντρα έχουν διαφορετικό χρώμα και η θάλασσα δεν μυρίζει. Όπου αν δεν έχεις αυτοκίνητο δεν πας πουθενά και οι άνθρωποι μόνο στο ποτό μπορούν να βρουν ανακούφιση. Όπου πίσω από τη βιτρίνα της πολυτέλειας και της εκζήτησης υπάρχουν τα μεροκάματα της ξεφτίλας και οι εργατικές σχέσεις ενός σύγχρονου δουλεμπορίου. Αυτοί που «πυρπολούν το ρύζι» στο Βιετνάμ δεν ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους παρά μόνο για το χρήμα και ο Άντερσον αρνείται να τους κοιτάξει, ξαπλώνει και κοιτάει μόνο τον ήλιο.

«Και γιατί πιστεύεις ότι η χώρα αυτή είναι καλή, Έλεν» είπε• τώρα μίλαγε σιγανά, ήσυχα, σαν να διηγιόταν σε ένα παιδί κάποιο παραμύθι. «Όλοι το περιμένουν αυτό για κάποιο λόγο που ούτε και οι ίδιοι ξέρουν. Είναι μια χώρα όπως κάθε άλλη. Και οι άνθρωποι είναι όπως όλοι οι άλλοι, έχουν τα ίδια σώματα με τους άλλους, και το ξέρουν. Γι’αυτό τους κάψανε το ρύζι, Έλεν. Ακριβώς γιατί και οι άλλοι, που μπορούσαν να πάρουν το ρύζι, έχουν τα ίδια στομάχια, τις ίδιες καρδιές, τα ίδια νεφρά και θα ψοφήσουν της πείνας αν δεν βρουν ρύζι. Αλλά υπάρχουν κι αυτές οι μανάδες κι αυτά τα παιδιά που επίσης θα ψοφήσουν και που ψοφάνε κάθε μέρα γιατί τους καίνε το ρύζι. Και ξέρεις πόσο κάνει αυτό το ρύζι, Έλεν; Μπορεί πέντε, μπορεί δέκα δολλάρια. Και ξέρεις πόσα γαλόνια βενζίνη, έχουν ρίξει για να το κάψουν; Το χωριό αυτό θα μπορούσε να ζήσει μισό χρόνο από τη βενζίνη που χρησιμοποίησαν ώστε να μη μείνει ούτε ένα σπυρί ρύζι. Και τώρα Έλεν έλα στα συγκαλά σου και πες μου: Τι θα έκανε αυτήν τη χώρα να ενδιαφερθεί για μια άρρωστη, φτωχιά γυναίκα, που το παιδί της το σκότωσαν είκοσι χρόνια πριν; Τίποτα, Έλεν. Απλώς αστειευόσουν. Κι αυτό το ξέρουμε και οι δυό μας.»

Βαθιά συμβολικό, με έναν δυναμισμό στην αφήγηση που εκπλήσσει, με έξοχο στυλ, κατάμαυρο και απελπισμένο αλλά με πολλή ανθρωπιά, το έξοχο μυθιστόρημα του Χουάσκο. Βυθίζεσαι στον κόσμο του, της απογοήτευσης και της ήττας ενός ανθρώπου στιβαρού και ακέραιου, αμετακίνητου και μπρουτάλ αλλά που υπερασπίζεται τη φιλοσοφία του μέχρι θανάτου. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο ψευδεπίγραφος Άντερσον συγκινεί και προβληματίζει, αντιφατικός και σαγηνευτικός, όπως κάθε «καταραμένος» ήρωας της λογοτεχνίας, ξέρει ότι δεν θα βρει πουθενά την ηρεμία του και θα παλεύει με τους δαίμονές του στο διηνεκές, άπατρις και ερημοσπίτης, ένας «μοναχικός και μόνος κάουμποϊ» που πορεύεται σ’αυτή τη ζωή παρέα με τους εφιάλτες του.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

TINDERSTICKS - Dying slowly
 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011 | Permalink
Σ'ουρανό και γη
Με έντονα στοιχεία νουάρ και αρκετά από την pulp fiction, το άκρως σινεφίλ μυθιστόρημα του Γάλλου René Belletto (γεν.1945), με τίτλο «Σ’ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΓΗ» (Sur la terre comme au ciel,πρώτη έκδοση 1982), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Φ.Μίντλεττον, σελ.366), δεν φέρνει κάτι καινούργιο στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος, ούτε εντυπωσιάζει με την μάλλον προβλέψιμη πλοκή του αλλά προσφέρει ευχάριστη και ανέφελη ανάγνωση. Το βιβλίο στηρίζεται περισσότερο στην γοητεία που αποπνέει η «jazzy» ατμόσφαιρα και οι ασπρόμαυρες νουάρ (και όχι μόνο) ταινίες που είναι διάσπαρτες στο βιβλίο.

Νεαρός, καθηγητής μουσικής, ο Νταβίντ Ωρφέ άστατος και επιπόλαιος χαρακτήρας ζει στην Λυόν μια (μπακούρικη) ζωή στα οικονομικά όρια, ουσιαστικά μόνο και μόνο για να καταφέρνει να βλέπει τις αγαπημένες του ταινίες – τις περισσότερες από τις οποίες έχει δει αρκετές φορές – και για να παίζει στην κιθάρα του τις μουσικές που γουστάρει. Ένας ιδιόρρυθμος φίλος του από ευκατάστατη οικογένεια, τον συστήνει στην οικογένεια του Γκράχαμ Τόμπστεϊ, ενός δυναμικού και πλούσιου βιομήχανου για να διδάξει κιθάρα στην Βίβιαν την δεκαπεντάχρονη, εκπάγλου καλλονής κόρη του. Από την πρώτη στιγμή όμως η μητέρα της, η Τζούλια Τόμπστεϊ, που δεν υστερεί σε εμφάνιση από την κόρη της, φλερτάρει αγρίως τον ευρισκόμενο σε σεξουαλική (εκτός από οικονομική) ένδεια νεαρό.

Απέναντι από το πολυτελές σπίτι των Τόμπστεϊ, έχει μόλις μετακομίσει μια μονήρης και γοητευτική γυναίκα, η Εντουίζ Λεντιέ που το μισό πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο. Η Εντουίζ που γνωρίζεται αμέσως με τον Νταβίντ (ο οποίος «πέφτει» πάνω στη μετακόμισή της) είναι κι αυτή φανατική σινεφίλ και διασταυρώνεται συνεχώς πάνω στον νεαρό μουσικό στις σκοτεινές αίθουσες. Γρήγορα αρχίζουν να κάνουν παρέα, να βλέπουν και να συζητούν για τις αγαπημένες τους ταινίες. Όμως από το πρώτο βράδυ, της γνωριμίας του με τους Τόμπστεϊ, ο Νταβίντ έχει συνάψει ερωτικές σχέσεις με την φλογερή Τζούλια η οποία του εκμυστηρεύεται τα προβλήματα που έχει στη σχέση της με τον σύζυγό της, και τον έρωτά της για έναν τύπο στην Τυνησία.

Ένα βράδυ, ο Νταβίντ δέχεται επίθεση έξω από το σπίτι του. Σώζεται από την παρέμβαση ενός μυστηριώδους (και γοητευτικού) τύπου, του Ντανιέλ Φορέστ, τον οποίον έχει ξαναδεί στο πάρκο απέναντι από το σπίτι των Τόμπστεϊ και ο οποίος καθώς πίνουν ένα ποτό μαζί του εξομολογείται ότι εργάζεται ως «εκτελεστής» και έχει αναλάβει να υλοποιήσει ένα «συμβόλαιο» στη Λυόν και αυτή τη στιγμή περιμένει οδηγίες. Το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν μια βιντεοκασέτα φτάνει σπίτι του Νταβίντ και της Τζούλιας με περιεχόμενο (τι άλλο;) τις ερωτικές περιπτύξεις των δύο παράνομων εραστών.

Γρήγορη δράση, έντονη κινηματογραφοφιλία, πολλή μουσική, βόλτες στην παλιά πόλη της Λυόν, συνεχείς διάλογοι, συνθέτουν ένα page-turner μυθιστόρημα με το οποίο γελάς και αγωνιάς συμπάσχοντας με τους ολοζώντανους χαρακτήρες. Νιώθεις ότι οι καταστάσεις σου είναι οικείες από ασπρόμαυρες ταινίες. Μοιραίες γυναίκες, μυστηριώδεις, πανέμορφες, γητεύτρες, η χυμώδης Τζούλια, η (βγαλμένη κατευθείαν από ταινία με το μαλλί να καλύπτει το μισό πρόσωπο) αινιγματική Εντουίζ, η (σαν άγγελος) πανέξυπνη και ανεξάρτητη Βίβιαν. Αδύναμοι άνδρες, ο Νταβίντ πανέξυπνος και επιπόλαιος, ο μυστηριώδης «εκτελεστής» (ως άλλος Αλαίν Ντελόν) Ντανιέλ, που έχει έρθει στην Λυόν για να εκτελέσει το τελευταίο του συμβόλαιο, ο αυστηρός και αλύγιστος Γκράχαμ Τόμπστεϊ με τα πολλά μυστικά στο ντουλάπι του.

Το μυθιστόρημα του ιδιοφυούς Μπελετό, που βραβεύτηκε με το «Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας» στη χώρα του, γραμμένο για να γυριστεί κινηματογραφική ταινία – όπως κι έγινε άλλωστε με εμπορική και κριτική επιτυχία – δεν είναι μεγάλων λογοτεχνικών απαιτήσεων αλλά είναι έντιμο μέσα στην απλότητά του, έχει χιούμορ και έξυπνους διαλόγους, δράση που κλιμακώνεται χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, με στέρεους χαρακτήρες που όλοι τους είναι αθώοι και ένοχοι ταυτόχρονα - όπως στα περισσότερα επιτυχημένα αστυνομικά -, κινηματογραφική γραφή χωρίς βέβαια να ανανεώνει το είδος, ούτε να προσφέρεται για μεγάλη εμβάθυνση. Όμως τελικά περνάς καλά, σαν να κλείστηκες σε μια σκοτεινή αίθουσα και να άφησες τον εαυτό σου να χαλαρώσει και να απολαύσει μια ωραία ιστορία.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

MILES DAVIS – Ascenseur pour l'échafaud (Générique)
 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2011 | Permalink
Ο γύρος του θανάτου
Η ιστορία του «Δράκου του Σέϊχ-Σου» είναι απλώς η αφορμή για τον εξαιρετικό ερευνητή, φιλόλογο, στιχουργό και άλλα πολλά, Θωμά Κοροβίνη για την δημιουργία του πολύ καλού αναγνώσματος, «Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», (Εκδ. Άγρα, σελ.209). Το βιβλίο που ανήκει στην κατηγορία των «non-fiction novels» (δηλαδή μυθιστορήματα χωρίς μύθο) δεν εξιστορεί επί μακρόν τα δραματικά γεγονότα της σύλληψης του Αριστείδη Παγκρατίδη, ούτε τόσο την στημένη (τελείως) δίκη, ούτε τις κατασκευασμένες κατηγορίες προς τον «τέλειο ένοχο». Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι ο κοινωνικός περίγυρος, η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη των λαϊκών συνοικιών, το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε, η ατμόσφαιρα του κλίματος μιας εποχής.

Τα γεγονότα είναι γνωστά και έχουν καταγραφεί σε πολλά βιβλία που έχουν ασχοληθεί με το θέμα του «Δράκου», κυρίως δε έχουν καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων έζησαν, είτε ως μικρά παιδιά, είτε ως μεγάλοι στην δεκαετία του 60. Τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε, καταδικάστηκε και τελικά εκτελέστηκε ο Παγκρατίδης συνέβησαν από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 59. Πέντε άνθρωποι, το ζευγάρι Αθανασίου-Βλάχου στο Σέϊχ-Σου, το ζευγάρι Ραΐση-Παληογιάννη κοντά στο αεροδρόμιο της Μίκρας και η Πατρικίου μέσα στο Δημ.Νοσοκομείο. Δεν υπήρχε δράση του δολοφόνου (που τα στοιχεία καταδείκνυαν ότι ήταν το ίδιο άτομο) το επόμενο διάστημα, κατά το οποίο καλλιεργείτο μια ατμόσφαιρα τρόμου στην πόλη. Ο Παγκρατίδης συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 63, επιχειρώντας να βιάσει μια ανήλικη στο ορφανοτροφείο «Μέγας Αλέξανδρος» και μετά από μερικές μέρες ανακρίσεων «ομολόγησε» για όλες τις ανεξιχνίαστες μέχρι τότε δολοφονίες. Προσήχθη σε δίκη, η οποία διεξήχθη δύο χρόνια μετά και παρά την πρόταση του εισαγγελέα για ισόβια κάθειρξη λόγω «αβεβαιότητας», το δικαστήριο τον καταδίκασε «τετράκις εις θάνατον» (Φεβ.1966) και δύο ακριβώς χρόνια μετά (Φεβ.1968) στις 7.06 το πρωί στο Γεντί Κουλέ, δίπλα στις φυλακές, «εκεί που σήμερα γίνονται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις», ο Παγκρατίδης έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Μανούλα μου, είμαι αθώος.»

Τα στοιχεία για την δίκη και γύρω από την απολογία και την ανάκριση του Παγκρατίδη παρατίθενται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στο κύριο (και μεγαλύτερο) κομμάτι του, ο Κοροβίνης δίνει μυθοπλαστικά τον λόγο σε 9 ανθρώπους που μιλάνε για την γνωριμία τους με τον Παγκρατίδη. Μέσα από τις περιγραφές αυτών των διαφορετικών ανθρώπων ξετυλίγεται η σπαρακτική ιστορία ενός ανθρώπου του περιθωρίου, ενός λούμπεν τύπου που «η μοίρα από νωρίς τον είχε σημαδέψει». Ορφανός από πολύ μικρός, ζούσε με την μάνα του και τα μεγαλύτερα αδέρφια του στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Μονίμως πεινασμένος, έψαχνε στα σκουπίδια για φαγητό και το παρατσούκλι του ήταν «Γουρούνα», από μικρός στη βιοπάλη και στο μεροκάματο, κάθεται να τον πηδάνε διάφοροι για ένα πιάτο φασολάδα. Από τους πάντες αποδιωγμένος και χωρίς μόνιμη δουλειά, μπλέκει σε μικροκλοπές, γνωρίζει τη νύχτα από την καλή κι απ’την ανάποδη. Η πιο σταθερή του δουλειά, λίγοι μήνες «γενικών καθηκόντων» στον «Γύρο του θανάτου» ένα δημοφιλέστατο θέαμα της εποχής στα λούνα-παρκ (άγνωστο στους νεώτερους), όπου σε ένα τεράστιο βαρέλι μπαίνανε δύο ή και παραπάνω μοτοσυκλετιστές όπου ανέπτυσσαν ιλιγγιώδη ταχύτητα γυρνώντας γύρω-γύρω προκαλώντας απίστευτο θόρυβο.

Κανείς δεν πίστεψε ότι ο Αρίστος Παγκρατίδης ήταν ο πραγματικός ένοχος των δολοφονιών που του αποδώθηκαν από τις αρχές και αυτή την άποψη περνάει από όλους τους αφηγητές ο συγγραφέας. Αυτό το δεδομένο, το οποίο δεν αμφισβητείται από κανέναν πλέον, λειτουργεί ως υποστηριχτικό γεγονός στο αφηγηματικό υπόβαθρο των αφηγήσεων, ενός παιδικού φίλου του Αρίστου, μιας γειτόνισας, ενός ανθρώπου της ψαραγοράς που έβλεπε τι τραβούσε ο έφηβος Αρίστος από τους μάγκες της πιάτσας, ενός γείτονα παρακρατικού, ενός αστού οικογενειάρχη που έπιασε την «ψυχοκόρη» του αγκαλιά με τον Αρίστο, ενός αστυφύλακα, ενός τραβεστί, του αφεντικού του στον «Γύρο του θανάτου» και τελικά μιας τραγουδίστριας των περιθωριακών μαγαζιών η οποία είχε ερωτική σχέση με τον Αρίστο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διαφορετικό ύφος στην κάθε αφήγηση ανάλογα με το κοινωνικό στάτους του αφηγητή – φέρνοντας στο νου χορικά αρχαίας τραγωδίας. Από την αρχαΐζουσα του αστού, στα καλιαρντά της τραβεστί, στην λαΐκή γλώσσα των προσφυγικών συνοικιών με τις πολλές τούρκικες λέξεις.

Το πολύ γοητευτικό στοιχείο του ιδιόμορφου «μυθιστορήματος» του Θ.Κοροβίνη είναι η πανοραμική εικόνα της εποχής. Στα μάτια μας προβάλλει η εικόνα μιας πόλης και μιας εποχής, όπου οι άνθρωποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο και η εξουσία τους εκμεταλευόταν χυδαία. Χαφιεδισμοί, αστυνομοκρατία, παρακράτος, λούμπεν καταστάσεις, φτώχεια και μιζέρια προβάλλουν ολοκάθαρα μέσα από την πένα του Κοροβίνη. Η δύναμη του αστυνομικού κράτους που κατασκευάζει ενόχους, που κρατάει τον απλό πολίτη εγκλωβισμένο στην ανέχεια και στον φόβο. Η περιγραφή του κοινωνικού πλαισίου είναι αυτό που εντυπωσιάζει στην γραφή του Κοροβίνη και αυτό που προσδίδει την μεγαλύτερη αξία στο βιβλίο αυτό.

Μοιάζει με ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, οι δε χαρακτήρες έχουν κάτι από την δωρικότητα των προσώπων που χρησιμοποιούσε ο Παζολίνι στις ταινίες του.Μπορεί κάποιες στιγμές η μεγάλη και συχνή χρήση των τούρκικων λέξεων να κουράζει, ενώ η ανάγνωση του κεφαλαίου με την αφήγηση της Λόλας (του τραβεστί) στα καλιαρντά να μην είναι εύκολη αλλά η δύναμη των σκηνών είναι τέτοια που μόνο σε κινηματογραφική ταινία έχω ξανασυναντήσει. Ελεγειακό και ποιητικό μέσα στην αγριάδα του, το βιβλίο του Κοροβίνη ψύχραιμο και καθόλου καταγγελτικό, αποφεύγοντας μελοδραματισμούς και «ευκολίες», είναι ένας θρήνος για μια πόλη και για μια εποχή (ελάχιστα αθώα,αρκετά πιο αφελής και σε πολλά αποκρουστική) που φαντάζει τόσο μακρινή πίσω στον χρόνο.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Δ.Σαββόπουλος & Α.Πρωτοψάλτη – Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011 | Permalink
Εννέα νύχτες
Η εξαιρετική νουβέλα του Βραζιλιάνου συγγραφέα και δημοσιογράφου Bernardo Carvalho (γεν.1960) με τίτλο «ΕΝΝΕΑ ΝΥΧΤΕΣ» (Nove noites), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Ψύλλια, σελ.177), έκτο και βραβευμένο βιβλίο του συγγραφέα, κινείται στα όρια, μεταξύ ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, ξεφεύγοντας από ψευτορομαντισμούς περί «ευγενών αγρίων» και άλλων τινών, επισημαίνοντας δε στον αναγνώστη ότι το «πολιτιστικό σοκ» δεν είναι απαραίτητα εποικοδομητικό για όλους.

Ο ανώνυμος αφηγητής της νουβέλας για ακαθόριστους λόγους (κάπου αναφέρει ότι πρόθεση του είναι να γράψει ένα μυθιστόρημα) ερευνά τον θάνατο και πιο συγκεκριμένα, την αυτοκτονία ενός Αμερικανού ανθρωπολόγου, του Μπιούλ Κουέιν που συνέβη το 1939 (62 χρόνια πριν την χρονιά που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα) στον Αμαζόνιο. Ο αφηγητής «πέφτει» πάνω στην ιστορία κατά τύχη. Κανείς από το σινάφι του δεν αναφέρεται πλέον σ’αυτήν, ο τύπος είναι ξεχασμένος απ’όλους. Εκείνο που τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του αφηγητή/ερευνητή είναι οι συνθήκες της αυτοκτονίας του Κουέιν και οι λόγοι που τον οδήγησαν στην απονενοημένη ενέργεια.

Ο 27άχρονος ανθρωπολόγος, ήδη αρκετά έμπειρος για την ηλικία του, είχε πάει να περάσει ένα χρονικό διάστημα με την φυλή των Τρουμάι, μια αρκετά απομονωμένη και μάλλον παρακμάζουσα φυλή Ινδιάνων του Αμαζονίου με πολύ ιδιόμορφο κοινοβιακό σύστημα. Μετά από ελάχιστο διάστημα ο Κουέιν αφήνει κάποιες επιστολές, λέει στους Ινδιάνους ότι έχει πολλά προβλήματα με την σύζυγό του (ενώ στην πραγματικότητα ήταν ανύπαντρος), πηγαίνει σε ένα καλύβι μακριά από όλους και με ένα μαχαίρι ξεσκίζει τον εαυτό του (κυριολεκτικά). Στις επιστολές που άφησε αναφέρεται ασαφώς σε κάποια ανίατη ασθένεια. Υπήρχε και άλλη επιστολή που δεν βρίσκεται πουθενά; Και ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος της αυτοκτονίας;

Αυτό είναι το ντοκουμέντο, το πραγματολογικό στοιχείο της νουβέλας. Το μυθοπλαστικό πλαίσιο είναι η εμμονή του αφηγητή με τον Κουέιν και την δραματική ιστορία του, η αναζήτηση ανθρώπων που ζουν μετά από τόσα χρόνια, παλιών συναδέλφων, ινδιάνων που κάτι θυμούνται από την ιστορία αυτή, δημοσιεύσεις σε έντυπα του καιρού, φωτογραφίες…Ο αφηγητής μπαίνει σιγά-σιγά μέσα στην ιστορία, ζει κι αυτός με τους ινδιάνους μερικές (βασανιστικές) μέρες, βρίσκει στοιχεία από την αλληλογραφία του ανθρωπολόγου, από τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειάς του.

«Είχε έναν ενθουσιασμό εφηβικό σχεδόν για την επιστήμη και την τεχνολογία. Δεν μπορεί να είχε σκεφτεί πως, όσο ο άνθρωπος προσπαθεί να ξεφύγει από το θάνατο, τόσο περισσότερο πλησιάζει στην αυτοκαταστροφή, δεν μπορεί να του είχε περάσει από το νου πως ίσως αυτός να ήταν ο απόκρυφος και προδοτικός προορισμός της επιστήμης, το αντίτιμό της, παρότι πολλά απ’αυτά που παρατήρησε στους Ινδιάνους και συνέδεσε από διαίσθηση με τη δική του εμπειρία θα μπορούσαν να τον είχαν οδηγήσει πολύ κοντά σ’αυτό το συμπέρασμα.»

Τα δύο πλαίσια κάπου αναμειγνύονται, κυρίως με την αφήγηση ενός έτερου προσώπου, ενός μηχανικού με τον οποίο (μυθοπλαστικά πάντα) φαίνεται ο Κουέιν να είχε μια μεγαλύτερη σχέση περνώντας 9 νύχτες μαζί του. Ο μηχανικός αυτός, γνωρίζει περισσότερα πράγματα και φαίνεται να έχει αφήσει σημειώσεις με την μορφή επιστολών, γύρω από την ιστορία του ανθρωπολόγου. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να περιμένει μια ξεκάθαρη λύση στον γρίφο, ο Κουέιν μπορεί να αυτοκτόνησε για μια σειρά από λόγους ή μόνο για τον απλούστερο όλων, την ιδεολογική απογοήτευση για το αδιέξοδο των ερευνών του, την φριχτή απογοήτευση για το ότι δεν κατάφερε να βρει τον αγνό πρωτόγονο άνθρωπο, τις απαρχές του είδους.

Ο Καρβάλιο ενδιαφέρεται περισσότερο για την αναζήτηση, την σπαζοκεφαλιά παρά για μια αστυνομική ή περιπετειώδη μορφή στο μυθιστόρημα του. Πυκνογραμμένο και δύσκολο στην ανάγνωση -οι 177 σελίδες διαβάζονται σαν να είναι διπλάσιες - (σίγουρα και στην μετάφραση γι'αυτό αξίζουν συγχαρητήρια στην μεταφράστρια), με μεστά νοήματα, με ωραίο και συμπαγές συγγραφικό στυλ που στην αρχή νομίζεις ότι προσπαθεί να μιμηθεί την «Καρδιά του σκοταδιού» του Κόνραντ αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνο που ο συγγραφέας επιδιώκει είναι να αποδώσει την ατμόσφαιρα της παράνοιας που κυρίευσε τον ανθρωπολόγο και την ταύτιση του αφηγητή με αυτόν.

Χρησιμοποιώντας τεχνικές μοντέρνου μυθιστορήματος, κάπου θυμίζοντας Ζέμπαλντ με τη χρήση των φωτογραφιών, περιγράφει έναν υποτιθέμενο «παράδεισο» που είναι μάλλον κόλαση. Η φυλή των Τρουμάι εξοικειωμένη με τον θάνατο, αδύναμοι και φοβισμένοι άνθρωποι υποταγμένοι στην μοίρα τους. Ο παραλογισμός της συμβίωσης μαζί τους, υιοθετώντας όσο καιρό είσαι εκεί τα έθιμά τους είναι τόσο ακραίος, που μπορεί να τρελλάνει τον οποιοδήποτε και ο αφηγητής του Καρβάλιο το βιώνει κατανοώντας πλήρως τον μοιραίο ανθρωπολόγο.

Όπως συμβαίνει σε πολλά βιβλία που ακολουθούν αυτό το ύφος, ισορροπώντας μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, το ιστορικό γεγονός αποδεικνύεται δυνατότερο και δραματικότερο του μύθου που μπορεί να κατασκευαστεί πάνω του, και εδώ έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτού του πολύ ωραίου και ιδιόμορφου μυθιστορήματος του οποίου το αίνιγμα μόνο ο ενεργός αναγνώστης μπορεί να λύσει.

«Καθένας διαβάζει τα ποιήματα όπως μπορεί και καταλαβαίνει απ’αυτά ό,τι θέλει, εφαρμόζει τη σημασία των στίχων στη δική του εμπειρία, όση έχει συσσωρεύσει μέχρι τη στιγμή που τους διαβάζει. Ένα Σαββατοκύριακο στην παραλία, στη διάρκεια μιας άυπνης νύχτας, μερικές βδομάδες αφότου άρχισα να ερευνώ τον θάνατο του Κουέιν, και το μυστήριο που κατά τη δική μου άποχη κοιμόταν εδώ και εξήντα δύο χρόνια, άνοιξα στη τύχη μια ανθολογία του Drummond de Andrade στη σελίδα της «Ελεγείας 1938»: «Δουλεύεις δίχως χαρά για έναν κόσμο ετοιμόρροπο, / που οι τρόποι και οι δράσεις του δεν δίνουν το παράδειγμα./ Με μόχθο εκτελείς παγκόσμιες χειρονομίες,/ νιώθεις τη ζέστη και το κρύο, τα λεφτά που λείπουν, την πείνα και την σεξουαλική επιθυμία. / (…) Περήφανη καρδιά, βιάζεσαι να ομολογήσεις την ήττα σου/ και ν’αναβάλεις για άλλον αιώνα τη συλλογική ευτυχία./ Δέχεσαι τη βροχή, τον πόλεμο, την ανεργία και την άδικη κατανομή / γιατί δεν μπορείς, μονάχη, να δυναμιτίσεις τη νήσο Μανχάταν.» »




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Heitor Villa-Lobos – Melodia sentimental
 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011 | Permalink
Το χαστούκι
Ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο ενός αντιπαθέστατου τετράχρονου είναι αρκετό για να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου σε μια παρέα συγγενών και φίλων που μαζεύτηκαν για ένα τυπικότατο μπάρμπεκιου με πολύ φαί και ποτό σε μια αστική συνοικία της Μελβούρνης. Με αυτό το απλό αλλά ουσιαστικό εύρημα αρχίζει το πολύ καλό μυθιστόρημα του, «ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ» (The slap), (Εκδ.Ωκεανίδα, μετάφρ. Β.Κιμούλης, σελ.653), ο Αυστραλός, ελληνικής καταγωγής συγγραφέας, Chris Tsiolkas, ένα προκλητικό και εντυπωσιακό βιβλίο, μωσαϊκό χαρακτήρων και συμπεριφορών, ανατομία του σύγχρονου τρόπου ζωής σε μια πολυπολιτισμική κοινότητα.

Το μυθιστόρημα του Τσιόλκα έχει κινηματογραφική γραφή και η δομή του θυμίζει την υπέροχη ταινία του R.Altman «Στιγμιότυπα (Short cuts)» (η οποία – ως γνωστόν – είναι βασισμένη σε διηγήματα του μεγάλου R.Carver). Η εναρκτήρια σκηνή της προετοιμασίας του μπάρμπεκιου από τον Έκτορα και την Αίσα, δεν προμηνύει την έκρηξη που θα επακολουθήσει. Το ζευγάρι τυπικό δείγμα της Αυστραλέζικης κοινωνίας, παιδιά μεταναστών, ο Έκτορας γιός Ελλήνων που πάλεψαν σκληρά για να τα φέρουν βόλτα στην καινούργια ήπειρο και η Αΐσα κόρη Ινδών μεταναστών, αποτελούν πλέον με τα δύο τους παιδιά μια οικογένεια αστών με καλές δουλειές, αυτός καλοπληρωμένος κυβερνητικός υπάλληλος και εκείνη κτηνίατρος με δικό της ιατρείο. Στο μπάρμπεκιου είναι καλεσμένοι μεταξύ άλλων οι γονείς του Έκτορα, ο Μανόλης και η Κούλα, ο εξάδελφος του,ο Χάρι με την οικογένειά του, οι κολλητές της Αΐσα, η Ανούκ, τηλεοπτική σεναριογράφος που ζει μια ξέφρενη σχέση με τον καμιά εικοσαριά χρόνια μικρότερο της ηθοποιό Ράις και η Ρόζι μια όψιμη χίπισα με τη ζωή της μονίμως άνω-κάτω και τελείως αποπροσανατολισμένη, αλλά τώρα «υπερήφανη μητέρα», έχει αφοσιωθεί στον γιό της Χιούγκο, ένα κακομαθημένο τετράχρονο, το οποίο ακόμα το θηλάζει, προσπαθώντας να τον κρατήσει αγκιστρωμένο επάνω της, μονίμως τσακωμένη με τον μέθυσο και «τελειωμένο» σύζυγό της Γκάρι. Επίσης παρευρίσκονται δύο έφηβοι, η Κόνι βοηθός της Αίσα στο κτηνιατρείο, ερωτευμένη με τον Έκτορα και ο φίλος της, ο Ρίτσι δειλός και ευαίσθητος, που μόλις έχει παραδεχθεί (στον εαυτό του) ότι είναι ομοφυλόφιλος.

Τα παιδιά βλέπουν DVD και μετά παίζουν στην αυλή και οι μεγάλοι τρώνε και πίνουν, όταν αντιλαμβανόμενοι την φασαρία που γίνεται εκεί που κάθονται τα παιδιά πάνε να διαπιστώσουν τι τρέχει και βλέπουν τον Χιούγκο να κρατάει το ρόπαλο του κρίκετ, να το σηκώνει ψηλά έτοιμος να κοπανήσει όποιον βρει μπροστά του, εν προκειμένω τον γιό του Χάρι, τον Ρόκο. Ο Χάρι έξαλλος παρεμβαίνει, ο μικρός του ρίχνει μια κλωτσιά στο καλάμι, εκείνος σηκώνει το χέρι και του ρίχνει μια δυνατή ξανάστροφη. Γίνεται της μουρλής, όλοι φωνάζουν, ο Χιούγκο ουρλιάζει προτού βουτήξει να θηλάσει το στήθος της σοκαρισμένης Ρόζι η οποία μαζί με τον Γκάρι ζητάνε τα στοιχεία του Χάρι για να υποβάλλουν μήνυση. Οι μισοί από τους καλεσμένους υποστηρίζουν το αίτημά της, οι υπόλοιποι – οι στενοί συγγενείς του Χάρι κυρίως προσπαθούν να την ηρεμήσουν και ο Χιούγκο τους «ξεραίνει» όλους, λέγοντας την κορυφαία ατάκα του βιβλίου «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα ν’αγγίζει το σώμα μου χωρίς την άδειά μου»

Αυτό το κάποτε ασήμαντο αλλά τώρα στην εποχή του political correct πολύ σημαντικό συμβάν (γι’αυτό και οι μεγαλύτεροι και προερχόμενοι από διαφορετικές κουλτούρες όπως η Κούλα και ο Μανώλης αδυνατούν να καταλάβουν την υστερία), προκαλεί συνεχείς και εξακολουθητικές ρωγμές στις σχέσεις των άμεσα ή έμμεσα εμπλεκομένων στην ιστορία. Ο Τσιόλκας παρακολουθεί τα γεγονότα μέσα από τα πορτρέτα 8 προσώπων, 4 ανδρών, των 3 Ελληνοαυστραλών, του Έκτορα, του Χάρι και του γηραιού Μανόλη και του εφήβου Ρίτσι με τον οποίο κλείνει το μυθιστόρημα, και 4 γυναικών , της τριάδας των κολλητών Αΐσα, Ανούκ και Ρόζι και της έφηβης Κόνι. Εξ’αρχής το δίλημμα που τίθεται είναι ποιοι στηρίζουν την μήνυση που έχουν υποβάλλει οι Ρόζι και Γκάρι και ποιοι όχι. Όλοι συμφωνούν ότι ήταν υπερβολική η αντίδραση του Χάρι και έως ένα βαθμό αδικαιολόγητη αλλά πρέπει να φτάσει στα δικαστήρια; Με αυτή την αφορμή αποκαλύπτονται ρατσιστικές συμπεριφορές, άλλες καλά κρυμμένες υπό το πρόσχημα μιας πολιτικά σωστής συμπεριφοράς, άλλες που υπέβοσκαν τόσα χρόνια, άλλες αποδεκτές στα σιωπηρά για τις οποίες κανείς δεν μιλούσε (όπως της Κούλας, μητέρας του Έκτορα, που αρνείται ακόμα και να προφέρει το όνομα της νύφης της Αΐσα διότι είναι Ινδή – τώρα δε που η Αΐσα φαίνεται αποφασισμένη να υποστηρίξει την Ρόζι στον δικαστικό αγώνα εναντίον του Χάρι που «είναι της οικογένειας» αυτή η συμπεριφορά γίνεται εντονότερη).

Η γραφή του Τσιόλκα αιχμηρή και ανελέητη δεν χαρίζεται σε κανέναν. Δεν υπάρχει ήρωας / χαρακτήρας στο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που βγαίνει αλώβητος. Όλοι παρουσιάζονται άγγελοι και δαίμονες ταυτόχρονα. Ο Έκτορας γυναικάς και «μάτσο» τύπος, υπερφίαλος και γεμάτος αυταρέσκεια καθώς θαυμάζει το σώμα του στον καθρέφτη σπάει μπροστά στη γυναίκα του ξεσπώντας σε κλάμματα. Ο Χάρι νεόπλουτος και εγωιστής φέρεται εξαιρετικά στους υπαλλήλους του, κάπου αρχίζεις να τον συμπαθείς για την περιπέτεια στην οποία έμπλεξε από μια ενστικτώδη αντίδραση αλλά σιγά-σιγά αποκαλύπτεται ως ένας πολύ βίαιος και μισογύνης άνθρωπος ο οποίος πλακώνει ενίοτε την υποταγμένη και άβουλη σικάτη γυναίκα του στο ξύλο. Η Αΐσα παγερή και στιβαρή, πανέμορφη και επιτυχημένη από τη μια σκέφτεται να χωρίσει τον Έκτορα υποκύπτοντας στη γοητεία ενός ωραίου ξενοπηδήματος κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου από την άλλη αισθάνεται δεμένη μαζί του. Η Ρόζι περίπτωση μοναδική που προσπαθεί να μεγαλώσει τον γιό της «υγιεινά και σωστά» και ουσιαστικά αναθρέφει ένα τέρας, το οποίο φροντίζει να κρατάει κολλημένο επάνω της προσφέροντάς του το στήθος της συνέχεια.

Οι σχέσεις – σεξουαλικές, οικογενειακές, κοινωνικές – αναλύονται διεξοδικά με κυνική ματιά ο δε συγγραφέας, με το στυλ των μεγάλων Αμερικανών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, εξετάζει με ακρίβεια και ειρωνία την προσαρμογή στην κοινωνία των μεταναστών, την αλλοτρίωση των σύγχρονων Αυστραλών ανεξαρτήτως καταγωγής όπου όλοι προσπαθούν να ακολουθήσουν έναν ενιαίο τρόπο συμπεριφοράς χάνοντας σιγά-σιγά τις εθνικές τους ταυτότητες. Μητρότητα, εφηβεία, παιδική ηλικία, συζυγική ζωή, απιστία, όλα παρουσιάζονται γυμνά και σε μια ρεαλιστική διάσταση που εντυπωσιάζει με την ωμότητά της.

Το μυθιστόρημα είναι κλασσικό page-turner, δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Η δυναμική και έντονα συναισθηματική γραφή του Τσιόλκα μπορεί να μη διακρίνεται από πρωτοτυπία ή λογοτεχνικότητα, οι διάλογοι μεταξύ γυναικών να θυμίζουν επεισόδια από το Sex and the City, στους περισσότερους χαρακτήρες να μην υπάρχει μεγάλη εμβάθυνση, υπάρχουν καταστάσεις κλισαρισμένες (όπως και διάλογοι), αλλά προσπαθώντας να το δω σφαιρικά, ο συγγραφέας δίνει περισσότερη έμφαση στην ανατομία της κοινωνίας, στα γενικότερα χαρακτηριστικά της. Ο Τσιόλκας, ο οποίος δέχθηκε ισχυρή κριτική για «μισογυνισμό» στο βιβλίο (κάτι που δεν αντελήφθην, με την ίδια λογική μπορείς να τον κατηγορήσεις για «μισανθρωπισμό»), μας προσφέρει ένα εξαιρετικό και μάλλον δυσοίωνο πορτρέτο της σύγχρονης πολυπολιτισμικής οικογένειας που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανένα.





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

MORRISSEY – That’s how people grow up