Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011 | Permalink
John le Carré X2
Είναι ν’απορείς με τον καταιγισμό εκδόσεων μυθιστορημάτων του John Le Carre, τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά. Μόνο τους τελευταίους μήνες βγήκαν 3 από τα παλαιότερα έργα του έτσι ώστε ο αναγνώστης του έργου του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα να μπερδευτεί τελείως και να μη ξέρει τι να πρωτοδιαβάσει – θα μπορούσε βέβαια κάποιος να διαβάζει μόνο Le Carre (δεν θα του’πεφτε κι άσχημα), υπάρχει αρκετό υλικό για πολλούς μήνες…Το καλό βέβαια είναι ότι δεν υπάρχει (όσο κι αν ψάξει κανείς) μέτριο βιβλίο του συγγραφέα, ότι κι αν διαβάσεις δεν θα το μετανιώσεις, απλά είναι πολλές φορές θέμα διάθεσης και υπομονής να «ξεκλειδώσεις» το (γεμάτο ίντριγκες) μυθιστορηματικό του σύμπαν.
Σήμερα στο blog, παρουσιάζονται 2 μυθιστορήματα του Λε Καρρέ, τα οποία γράφτηκαν με απόσταση 25 χρόνων μεταξύ τους και εκδόθηκαν στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες (αν και το δεύτερο είναι επανέκδοση, αφού πρωτοκυκλοφόρησε το 1987),το παλαιότερο είναι η «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ», του 1961 και το πιο πρόσφατο, το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», που γράφτηκε το 1986. Είναι και τα δύο, εκπληκτικά βιβλία, έχουν το ίδιο ελεγειακό ύφος – χαρακτηριστικό άλλωστε του συγγραφέα, ασχολούνται και τα δύο με θέματα κατασκοπείας αλλά διαφέρουν ριζικά ως προς την θεματική τους. Θα αρχίσω με το δεύτερο, το οποίο είναι περισσότερο εντυπωσιακό και αποτελεί τομή στο έργο του Le Carre – είναι εξάλλου το βιβλίο με το οποίο γίνεται η στροφή στην θεματολογία του συγγραφέα, όπου αρχίζει και υποχωρεί η δράση και δίδεται μεγαλύτερο βάρος στο χτίσιμο των χαρακτήρων και στην ψυχολογική τους διάσταση.
Το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ» (A perfect spy), (Εκδ. BELL, μετάφρ. Κ.Μπαρμπής, σελ.638), είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Le Carre που έχω διαβάσει (και έχω διαβάσει αρκετά) – ο δε Philip Roth εν τη υπερβολή του ενθουσιασμού του, το χαρακτήρισε ως «το καλύτερο μεταπολεμικό Αγγλικό μυθιστόρημα». Το έπος των (σχεδόν) 700 πυκνογραμμένων σελίδων, με την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα, την διάχυτη μελαγχολία και την εκφραστική δεινότητα, είναι ένα βιβλίο το οποίο κερδίζει τις εντυπώσεις από την αρχή μαγεύοντας τον αναγνώστη.
Ο Μάγκνους Πιμ, γύρω στα 50, ψηλός και αριστοκρατικός, γοητευτικός και με το στυλ του βρετανού αριστοκράτη («το κορμί του είχε μια ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, όπως προέβλεπε η παράδοση για τους εκπροσώπους της αγγλοσαξονικής άρχουσας τάξης»), φθάνει ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα στην μικροαστική πανσιόν της γηραιάς κυρίας Ντάμπερ, σε μια παραθαλάσια πόλη του Νότιου Ντέβον, από αυτές που οι γλάροι δεν σ’αφήνουν σε ησυχία με τις φωνές τους. Εκεί κρατάει ένα δωμάτιο σε μόνιμη βάση, έτσι κι αλλιώς άλλοι ένοικοι δεν υπάρχουν και η κυρία Ντάμπερ νομίζει ότι ενοικιάζει το δωμάτιό της σε κάποιον κο Καντέρμπερυ, τον οποίο θεωρεί ανώτερο κυβερνητικό υπάλληλο.
Ο Μάγκνους Πιμ όμως το έχει σκάσει απ’όλους, είναι ένας φυγάς. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Βρετανικής Αντικατασκοπείας που υπηρετεί στη Βιέννη, έρχεται στην Αγγλία να κηδέψει τον πατέρα του που μόλις πέθανε. Όλοι πιστεύουν ότι μετά την κηδεία θα γυρίσει πίσω στην πλούσια κοσμική ζωή της Βιέννης και στα συνηθισμένα του καθήκοντα, αλλά εκείνος θα μπερδέψει τους πάντες και θα βρεθεί σε ένα χωριουδάκι που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Στην αρχή, ούτε η σύζυγός του Μαίρη, ούτε ο προϊστάμενός και μέντοράς του, ο Τζακ Μπράδερχουντ δεν συνειδητοποιούν (ή δεν θέλουν να πιστέψουν), τι έχει ακριβώς γίνει και γιατί ο Πιμ δεν μπήκε στην προγραμματισμένη πτήση της επιστροφής, αλλά σύντομα αντιλαμβάνονται ότι ο τύπος απλά «την έκανε» παίρνοντας μαζί του όχι μόνο το αρχείο της υπηρεσίας μαζί με διάφορα άλλα πολύτιμα έγγραφα, ενώ σύντομα διαπιστώνουν ότι κουβαλάει και το αρχείο που διατηρούσε ο πατέρας του. Οι Αμερικανοί τον υποψιάζονταν καιρό και τώρα πιέζουν τις καταστάσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο «προδότης» ενώ μετά από λίγες μέρες άπαντες διαπιστώνουν ότι τον ψάχνουν και οι Τσέχοι, προς τους οποίους υπάρχουν στοιχεία ότι ο Πιμ έδινε πληροφορίες. Τι κάνει όμως ο Πιμ στο δωμάτιο της πανσιόν;
Ο Πιμ γράφει την εξομολόγηση του, την ιστορία της ζωής του με μορφή επιστολών στον γιό του, τον Τομ. Προσπαθεί να προλάβει να τα πει όλα προτού τον ανακαλύψουν. Είναι σίγουρος ότι ο δαιμόνιος Τζακ, αυτός που τον προσέλαβε πολλά χρόνια πριν θα τον βρει τελικά – και βιάζεται να γράψει όσα μπορεί περισσότερα. Μένει ξάγρυπνος γράφοντας, περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο και «ξεγυμνώνει τη ζωή του». Πως πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ζώντας με τον πατέρα του, που ήταν ένας grande απατεώνας, ο οποίος είχε έναν ολόκληρο στρατό υποτακτικών να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη κάνοντας κάθε είδους ρεμούλα, από την μικρότερη έως την μεγαλύτερη – άλλοτε πάμπλουτος και άλλοτε στον δρόμο. Ο πατέρας του είχε όλα τα έγγραφα γύρω από τη ζωή του σε ένα τεράστιο μεταλλικό αρχείο – ο Πιμ μετά την κηδεία φροντίζει να το πάρει κι’αυτό. Θέλει να μάθει τα πάντα, τα μυστικά και τα ψέμματα της ζωής του. Η μητέρα του έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, χαμένη από χρόνια και ο μικρός Πιμ να μπαινοβγαίνει σε ακριβά σχολεία πληρωμένα με επιταγές που πολλές φορές δεν έχουν αντίκρυσμα, σπουδάζοντας στην Οξφόρδη άλλοτε ζώντας πριγκιπικά και άλλοτε δουλεύοντας για να τα βγάλει πέρα. Τα χρόνια στην Βέρνη μετά τον πόλεμο, όταν δουλεύει και σπουδάζει γνωρίζοντας έναν ιδιόρρυθμο Τσεχογερμανό, τον χωλό Άξελ, ο οποίος θα του αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ενώ την ίδια εποχή γνωρίζει στην ίδια πόλη τον Μπράδερχουντ και αρχίζει να αναλαμβάνει μερικές παρακολουθήσεις οι οποίες θα αποτελέσουν το εισιτήριο του για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του.
Από τη μια ο Άξελ, κι από την άλλη ο Μπράδερχουντ. Δύο άνθρωποι, όψεις του ίδιου νομίσματος που υποκαθιστούν τον πατέρα, την οικογένεια για τον Πιμ. Τους αγαπάει και τους δύο και δουλεύει και για τους δύο. Με τον Άξελ θέλουν ν’αλλάξουν τον κόσμο και με τον Μπράδερχουντ μοιράζονται την ίδια γυναίκα, τα ίδια γούστα και βέβαια την αγάπη για την πατρίδα. Και από την άλλη, ο πατέρας, η σκιά του να πέφτει καταλυτικά και να μη τον αφήνει ν’ανασάνει. Ο «σερ Μάγκνους» (όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του πατέρα του), ζει μια ζωή δανεική, από την αρχή παλεύει με τους δαίμονές του, μια ζωή υποκρινόμενος και παραστάνοντας κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι – αλλά μήπως ξέρει κι’αυτός ποιος είναι; «Επιτέλους είμαι ελεύθερος» κραυγάζει όταν μαθαίνει ότι πέθανε ο παμπόνηρος Ρικ. Ο Ρικ που ήταν ο «αγαπημένος των γυναικών», ο καταφερτζής που λίγο να καθόσουν μαζί του θα σε πούλαγε και θα σε αγόραζε εν ριπή οφθαλμού, ο Ρικ που κατάφερνε να ξεγλιστράει απ’όλους και που τρέλλανε ακόμα και το Αμερικάνικο φορολογικό σύστημα.
«Ο Ρικ θα΄πρεπε να είχε πεθάνει όταν τον σκότωσα. Ο Πιμ είπε τη φράση φωναχτά, προκαλώντας τον εαυτό του να την ακούσει. «Θα΄πρεπε να’χεις πεθάνει όταν σε σκότωσα». Γύρισε στο γραφείο του και ξανάπιασε το στυλό του. Κάθε γραμμή που γράφω είναι μια γραμμή που περνάει και χάνεται πίσω μου. Μια φορά το κάνεις και μετά πεθαίνεις. Έγραφε γοργά. Κι όπως έγραφε, άρχισε να ξαναχαμογελάει. Η αγάπη είναι το μόνο που μπορείς ακόμα να προδώσεις, σκέφτηκε. Κι η προδοσία μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο αν αγαπάς.»
Με παλινδρομική αφήγηση, αφού οι αναμνήσεις του Πιμ εναλάσσονται στα γεγονότα που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή στις διάφορες υπηρεσίες που είναι στο κατόπι του, το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 40 χρόνων, με πυκνή και γοητευτική αφήγηση σε μια περιπέτεια κοσμοπολίτικη αλλά και ιδιαίτερα μελαγχολική αφού σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Ο Μπράδερχουντ και ο Άξελ, ο ίδιος ο Πιμ είναι ξεπερασμένοι πλέον από την τεχνολογία και οι Αμερικανοί έχουν αναλάβει τα πάντα, ανίκανοι όμως να καταλάβουν τις παραμέτρους και την ψυχοσύνθεση κάποιων ανθρώπων που ακολουθούν έναν διαφορετικό ηθικό κώδικα από αυτούς.
Αριστουργηματικό μυθιστόρημα μαθητείας, έπος ζωής, αυτοβιογραφικό μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο – όταν τον ρωτάνε για τη ζωή του, ο Λε Καρρέ τους παραπέμπει σ’αυτό το βιβλίο του, είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ήταν απατεώνας ολκής και την μητέρα του την είχε πρωτογνωρίσει όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, ενώ πέρασε ένα διάστημα στην Βέρνη και το αντικείμενο του όταν δούλευε στην Αντικατασκοπεία ήταν η Τσεχοσλοβακία – το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», είναι ένα «σχεδόν τέλειο» βιβλίο, το οποίο σε σαγηνεύει τόσο ώστε κάνεις τα πάντα να μη τελειώσει ποτέ.
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ» («Call for the dead»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ιλ.Διονυσοπούλου, σελ.167), είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς των βιβλίων του Λε Καρρέ, με ήρωα τον Σμάϊλι, αυτόν τον εμβληματικό λογοτεχνικό ήρωα. Γραμμένο το 1961, περισσότερο με τη μορφή νουβέλας, το βιβλίο είναι ένα απολαυστικό αστυνομικό, με πολύ σασπένς και ξεκάθαρη δράση (κάτι που το διαφοροποιεί από τα βιβλία της σειράς του Σμάϊλι, τα οποία είναι όλα έξοχα αλλά –όπως έχω ξαναγράψει - ιδιαιτέρως μπερδεμένα και λαβυρινθώδη).
Ο Σμάϊλι, υψηλόβαθμο στέλεχος των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών αναλαμβάνει να ανακρίνει τον Σάμιουελ Φίναν, έναν υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, μετά από μια ανώνυμη επιστολή-καταγγελία ότι ο δεύτερος είχε διατελέσει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Ο Σμάϊλι (θεωρώντας εξ’αρχής το θέμα άνευ ιδιαίτερης σημασίας), συζητάει με τον Φίναν και κλείνει τον φάκελο, ενώ καθησυχάζει τον τελευταίο. Το επόμενο βράδυ όμως ο Φίναν βρίσκεται νεκρός, με ένα σημείωμα στη γραφομηχανή να λέει, ότι αυτοκτονεί διότι θεωρεί την καριέρα του τελειωμένη. Ο Σμάϊλι συνομιλεί με την ανατολικογερμανίδα σύζυγο του θανόντος, την οποία βρίσκει ιδιαιτέρως αινιγματική. Καθώς είναι ακόμα στο σπίτι, το τηλέφωνο χτυπάει και είναι η υπηρεσία αφύπνισης, να εκτελέσει την παραγγελία που άφησε το προηγούμενο βράδυ ο Φίναν για αφύπνιση εκείνο το πρωινό, κάτι πολύ παράξενο για κάποιον που σκόπευε να αυτοκτονήσει το προηγούμενο βράδυ. Γυρίζοντας δε στο γραφείο του, ο Σμάϊλι παραλαμβάνει ένα σημείωμα από τον Φίναν (σταλμένο το ίδιο βράδυ που «αυτοκτόνησε»), με μία πρόσκληση σε γεύμα και συζήτηση.
Όλα συνηγορούν ότι πρόκειται περί δολοφονίας και ο Σμάϊλι δεν έχει παρά να ακολουθήσει τα ίχνη. Αυτό τον οδηγεί σε μια ξέφρενη καταδίωξη κατασκόπων, όπου εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες της Ανατολικής Γερμανίας και της Βρετανίας. Σύντομα η καταδίωξη παίρνει προσωπικό χαρακτήρα αφού αντίπαλος του Σμάϊλι είναι ένας γερμανός που είχε απορριφθεί από τον ίδιο αλλά μετέπειτα στρατολογηθεί πριν τον Β Παγκόσμιο πόλεμο από τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και διακρίθηκε κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών για τις ριψοκίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε. Τώρα αυτός ο άνθρωπος είναι αντίπαλός του, και οι δύο γνωρίζονται καλά, η μάχη των δύο κοσμοθεωριών (του «Φαουστικού» Ντίτερ, του ανθρώπου της δράσης και της με κάθε τρόπο επίτευξης του στόχου και του ήρεμου και συντηρητικού, υπέρμαχου της «Λογικής» Σμάϊλι), θα είναι αδυσώπητη.
Εξαιρετικό μυθιστόρημα, που μπορεί να μη φτάνει σε αξία στο ύψος της τριλογίας του Σμάϊλι (για το πρώτο βιβλίο της οποίας έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά το απολαμβάνεις στο έπακρο. Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του Λε Καρέ είναι εδώ, ίντριγκα, ατμόσφαιρα, ρεαλιστικοί χαρακτήρες, ήρωες που ισορροπούν μεταξύ καλού και κακού, χιούμορ, πυκνογραμμένη αφήγηση, διάλογοι που «τσακίζουν». Εγγυημένη απόλαυση από έναν μοναδικό στυλίστα.
«Ποιος ξέρει όμως; Πως το είχε πει ο Έσε; «Παράξενη η περιπλάνηση στην καταχνιά, καθένας μόνος. Κανένα δέντρο δε γνωρίζει το διπλανό του. Καθένα μόνο». Τίποτα δεν γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλο, τίποτα, συλλογίσθηκε ο Σμάιλι. Όσο κοντά κι αν ζούμε, όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας κι αν ακούμε τις βαθύτερες σκέψεις ο ένας του άλλου, δε γνωρίζουμε τίποτα. Πως μπορώ να κρίνω την Έλσα Φίναν; Καταλαβαίνω, νομίζω, τον πόνο της και τα φοβισμένα ψέμματά της, αλλά τι γνωρίζω για κείνη; Τίποτα.»
JOHN BARRY– The Persuaders’ theme
________________________________________________________________________
Εύχομαι σε όλους, ένα ευτυχισμένο 2012. Ξέρω ότι για τους περισσότερους τα πράγματα έχουν αλλάξει, δυσκολέψει και «the winter is coming» (όπως λένε στο «Game of Thrones») αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι το διάβασμα (η ανάγνωση) είναι (εκτός των άλλων και) μια εξαιρετική «θεραπεία» και ο καλύτερος οδηγός για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Το «ταξίδι» παρά τις αντιξοότητες θα συνεχιστεί και την καινούργια χρονιά με πολλά ωραία βιβλία. Να’στε όλοι καλά.
Σήμερα στο blog, παρουσιάζονται 2 μυθιστορήματα του Λε Καρρέ, τα οποία γράφτηκαν με απόσταση 25 χρόνων μεταξύ τους και εκδόθηκαν στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες (αν και το δεύτερο είναι επανέκδοση, αφού πρωτοκυκλοφόρησε το 1987),το παλαιότερο είναι η «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ», του 1961 και το πιο πρόσφατο, το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», που γράφτηκε το 1986. Είναι και τα δύο, εκπληκτικά βιβλία, έχουν το ίδιο ελεγειακό ύφος – χαρακτηριστικό άλλωστε του συγγραφέα, ασχολούνται και τα δύο με θέματα κατασκοπείας αλλά διαφέρουν ριζικά ως προς την θεματική τους. Θα αρχίσω με το δεύτερο, το οποίο είναι περισσότερο εντυπωσιακό και αποτελεί τομή στο έργο του Le Carre – είναι εξάλλου το βιβλίο με το οποίο γίνεται η στροφή στην θεματολογία του συγγραφέα, όπου αρχίζει και υποχωρεί η δράση και δίδεται μεγαλύτερο βάρος στο χτίσιμο των χαρακτήρων και στην ψυχολογική τους διάσταση.
Το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ» (A perfect spy), (Εκδ. BELL, μετάφρ. Κ.Μπαρμπής, σελ.638), είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Le Carre που έχω διαβάσει (και έχω διαβάσει αρκετά) – ο δε Philip Roth εν τη υπερβολή του ενθουσιασμού του, το χαρακτήρισε ως «το καλύτερο μεταπολεμικό Αγγλικό μυθιστόρημα». Το έπος των (σχεδόν) 700 πυκνογραμμένων σελίδων, με την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα, την διάχυτη μελαγχολία και την εκφραστική δεινότητα, είναι ένα βιβλίο το οποίο κερδίζει τις εντυπώσεις από την αρχή μαγεύοντας τον αναγνώστη.
Ο Μάγκνους Πιμ, γύρω στα 50, ψηλός και αριστοκρατικός, γοητευτικός και με το στυλ του βρετανού αριστοκράτη («το κορμί του είχε μια ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, όπως προέβλεπε η παράδοση για τους εκπροσώπους της αγγλοσαξονικής άρχουσας τάξης»), φθάνει ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα στην μικροαστική πανσιόν της γηραιάς κυρίας Ντάμπερ, σε μια παραθαλάσια πόλη του Νότιου Ντέβον, από αυτές που οι γλάροι δεν σ’αφήνουν σε ησυχία με τις φωνές τους. Εκεί κρατάει ένα δωμάτιο σε μόνιμη βάση, έτσι κι αλλιώς άλλοι ένοικοι δεν υπάρχουν και η κυρία Ντάμπερ νομίζει ότι ενοικιάζει το δωμάτιό της σε κάποιον κο Καντέρμπερυ, τον οποίο θεωρεί ανώτερο κυβερνητικό υπάλληλο.
Ο Μάγκνους Πιμ όμως το έχει σκάσει απ’όλους, είναι ένας φυγάς. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Βρετανικής Αντικατασκοπείας που υπηρετεί στη Βιέννη, έρχεται στην Αγγλία να κηδέψει τον πατέρα του που μόλις πέθανε. Όλοι πιστεύουν ότι μετά την κηδεία θα γυρίσει πίσω στην πλούσια κοσμική ζωή της Βιέννης και στα συνηθισμένα του καθήκοντα, αλλά εκείνος θα μπερδέψει τους πάντες και θα βρεθεί σε ένα χωριουδάκι που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Στην αρχή, ούτε η σύζυγός του Μαίρη, ούτε ο προϊστάμενός και μέντοράς του, ο Τζακ Μπράδερχουντ δεν συνειδητοποιούν (ή δεν θέλουν να πιστέψουν), τι έχει ακριβώς γίνει και γιατί ο Πιμ δεν μπήκε στην προγραμματισμένη πτήση της επιστροφής, αλλά σύντομα αντιλαμβάνονται ότι ο τύπος απλά «την έκανε» παίρνοντας μαζί του όχι μόνο το αρχείο της υπηρεσίας μαζί με διάφορα άλλα πολύτιμα έγγραφα, ενώ σύντομα διαπιστώνουν ότι κουβαλάει και το αρχείο που διατηρούσε ο πατέρας του. Οι Αμερικανοί τον υποψιάζονταν καιρό και τώρα πιέζουν τις καταστάσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο «προδότης» ενώ μετά από λίγες μέρες άπαντες διαπιστώνουν ότι τον ψάχνουν και οι Τσέχοι, προς τους οποίους υπάρχουν στοιχεία ότι ο Πιμ έδινε πληροφορίες. Τι κάνει όμως ο Πιμ στο δωμάτιο της πανσιόν;
Ο Πιμ γράφει την εξομολόγηση του, την ιστορία της ζωής του με μορφή επιστολών στον γιό του, τον Τομ. Προσπαθεί να προλάβει να τα πει όλα προτού τον ανακαλύψουν. Είναι σίγουρος ότι ο δαιμόνιος Τζακ, αυτός που τον προσέλαβε πολλά χρόνια πριν θα τον βρει τελικά – και βιάζεται να γράψει όσα μπορεί περισσότερα. Μένει ξάγρυπνος γράφοντας, περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο και «ξεγυμνώνει τη ζωή του». Πως πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ζώντας με τον πατέρα του, που ήταν ένας grande απατεώνας, ο οποίος είχε έναν ολόκληρο στρατό υποτακτικών να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη κάνοντας κάθε είδους ρεμούλα, από την μικρότερη έως την μεγαλύτερη – άλλοτε πάμπλουτος και άλλοτε στον δρόμο. Ο πατέρας του είχε όλα τα έγγραφα γύρω από τη ζωή του σε ένα τεράστιο μεταλλικό αρχείο – ο Πιμ μετά την κηδεία φροντίζει να το πάρει κι’αυτό. Θέλει να μάθει τα πάντα, τα μυστικά και τα ψέμματα της ζωής του. Η μητέρα του έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, χαμένη από χρόνια και ο μικρός Πιμ να μπαινοβγαίνει σε ακριβά σχολεία πληρωμένα με επιταγές που πολλές φορές δεν έχουν αντίκρυσμα, σπουδάζοντας στην Οξφόρδη άλλοτε ζώντας πριγκιπικά και άλλοτε δουλεύοντας για να τα βγάλει πέρα. Τα χρόνια στην Βέρνη μετά τον πόλεμο, όταν δουλεύει και σπουδάζει γνωρίζοντας έναν ιδιόρρυθμο Τσεχογερμανό, τον χωλό Άξελ, ο οποίος θα του αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ενώ την ίδια εποχή γνωρίζει στην ίδια πόλη τον Μπράδερχουντ και αρχίζει να αναλαμβάνει μερικές παρακολουθήσεις οι οποίες θα αποτελέσουν το εισιτήριο του για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του.
Από τη μια ο Άξελ, κι από την άλλη ο Μπράδερχουντ. Δύο άνθρωποι, όψεις του ίδιου νομίσματος που υποκαθιστούν τον πατέρα, την οικογένεια για τον Πιμ. Τους αγαπάει και τους δύο και δουλεύει και για τους δύο. Με τον Άξελ θέλουν ν’αλλάξουν τον κόσμο και με τον Μπράδερχουντ μοιράζονται την ίδια γυναίκα, τα ίδια γούστα και βέβαια την αγάπη για την πατρίδα. Και από την άλλη, ο πατέρας, η σκιά του να πέφτει καταλυτικά και να μη τον αφήνει ν’ανασάνει. Ο «σερ Μάγκνους» (όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του πατέρα του), ζει μια ζωή δανεική, από την αρχή παλεύει με τους δαίμονές του, μια ζωή υποκρινόμενος και παραστάνοντας κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι – αλλά μήπως ξέρει κι’αυτός ποιος είναι; «Επιτέλους είμαι ελεύθερος» κραυγάζει όταν μαθαίνει ότι πέθανε ο παμπόνηρος Ρικ. Ο Ρικ που ήταν ο «αγαπημένος των γυναικών», ο καταφερτζής που λίγο να καθόσουν μαζί του θα σε πούλαγε και θα σε αγόραζε εν ριπή οφθαλμού, ο Ρικ που κατάφερνε να ξεγλιστράει απ’όλους και που τρέλλανε ακόμα και το Αμερικάνικο φορολογικό σύστημα.
«Ο Ρικ θα΄πρεπε να είχε πεθάνει όταν τον σκότωσα. Ο Πιμ είπε τη φράση φωναχτά, προκαλώντας τον εαυτό του να την ακούσει. «Θα΄πρεπε να’χεις πεθάνει όταν σε σκότωσα». Γύρισε στο γραφείο του και ξανάπιασε το στυλό του. Κάθε γραμμή που γράφω είναι μια γραμμή που περνάει και χάνεται πίσω μου. Μια φορά το κάνεις και μετά πεθαίνεις. Έγραφε γοργά. Κι όπως έγραφε, άρχισε να ξαναχαμογελάει. Η αγάπη είναι το μόνο που μπορείς ακόμα να προδώσεις, σκέφτηκε. Κι η προδοσία μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο αν αγαπάς.»
Με παλινδρομική αφήγηση, αφού οι αναμνήσεις του Πιμ εναλάσσονται στα γεγονότα που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή στις διάφορες υπηρεσίες που είναι στο κατόπι του, το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 40 χρόνων, με πυκνή και γοητευτική αφήγηση σε μια περιπέτεια κοσμοπολίτικη αλλά και ιδιαίτερα μελαγχολική αφού σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Ο Μπράδερχουντ και ο Άξελ, ο ίδιος ο Πιμ είναι ξεπερασμένοι πλέον από την τεχνολογία και οι Αμερικανοί έχουν αναλάβει τα πάντα, ανίκανοι όμως να καταλάβουν τις παραμέτρους και την ψυχοσύνθεση κάποιων ανθρώπων που ακολουθούν έναν διαφορετικό ηθικό κώδικα από αυτούς.
Αριστουργηματικό μυθιστόρημα μαθητείας, έπος ζωής, αυτοβιογραφικό μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο – όταν τον ρωτάνε για τη ζωή του, ο Λε Καρρέ τους παραπέμπει σ’αυτό το βιβλίο του, είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ήταν απατεώνας ολκής και την μητέρα του την είχε πρωτογνωρίσει όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, ενώ πέρασε ένα διάστημα στην Βέρνη και το αντικείμενο του όταν δούλευε στην Αντικατασκοπεία ήταν η Τσεχοσλοβακία – το «ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ», είναι ένα «σχεδόν τέλειο» βιβλίο, το οποίο σε σαγηνεύει τόσο ώστε κάνεις τα πάντα να μη τελειώσει ποτέ.
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΛΗΣΗ» («Call for the dead»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ιλ.Διονυσοπούλου, σελ.167), είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς των βιβλίων του Λε Καρρέ, με ήρωα τον Σμάϊλι, αυτόν τον εμβληματικό λογοτεχνικό ήρωα. Γραμμένο το 1961, περισσότερο με τη μορφή νουβέλας, το βιβλίο είναι ένα απολαυστικό αστυνομικό, με πολύ σασπένς και ξεκάθαρη δράση (κάτι που το διαφοροποιεί από τα βιβλία της σειράς του Σμάϊλι, τα οποία είναι όλα έξοχα αλλά –όπως έχω ξαναγράψει - ιδιαιτέρως μπερδεμένα και λαβυρινθώδη).
Ο Σμάϊλι, υψηλόβαθμο στέλεχος των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών αναλαμβάνει να ανακρίνει τον Σάμιουελ Φίναν, έναν υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, μετά από μια ανώνυμη επιστολή-καταγγελία ότι ο δεύτερος είχε διατελέσει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Ο Σμάϊλι (θεωρώντας εξ’αρχής το θέμα άνευ ιδιαίτερης σημασίας), συζητάει με τον Φίναν και κλείνει τον φάκελο, ενώ καθησυχάζει τον τελευταίο. Το επόμενο βράδυ όμως ο Φίναν βρίσκεται νεκρός, με ένα σημείωμα στη γραφομηχανή να λέει, ότι αυτοκτονεί διότι θεωρεί την καριέρα του τελειωμένη. Ο Σμάϊλι συνομιλεί με την ανατολικογερμανίδα σύζυγο του θανόντος, την οποία βρίσκει ιδιαιτέρως αινιγματική. Καθώς είναι ακόμα στο σπίτι, το τηλέφωνο χτυπάει και είναι η υπηρεσία αφύπνισης, να εκτελέσει την παραγγελία που άφησε το προηγούμενο βράδυ ο Φίναν για αφύπνιση εκείνο το πρωινό, κάτι πολύ παράξενο για κάποιον που σκόπευε να αυτοκτονήσει το προηγούμενο βράδυ. Γυρίζοντας δε στο γραφείο του, ο Σμάϊλι παραλαμβάνει ένα σημείωμα από τον Φίναν (σταλμένο το ίδιο βράδυ που «αυτοκτόνησε»), με μία πρόσκληση σε γεύμα και συζήτηση.
Όλα συνηγορούν ότι πρόκειται περί δολοφονίας και ο Σμάϊλι δεν έχει παρά να ακολουθήσει τα ίχνη. Αυτό τον οδηγεί σε μια ξέφρενη καταδίωξη κατασκόπων, όπου εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες της Ανατολικής Γερμανίας και της Βρετανίας. Σύντομα η καταδίωξη παίρνει προσωπικό χαρακτήρα αφού αντίπαλος του Σμάϊλι είναι ένας γερμανός που είχε απορριφθεί από τον ίδιο αλλά μετέπειτα στρατολογηθεί πριν τον Β Παγκόσμιο πόλεμο από τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και διακρίθηκε κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών για τις ριψοκίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε. Τώρα αυτός ο άνθρωπος είναι αντίπαλός του, και οι δύο γνωρίζονται καλά, η μάχη των δύο κοσμοθεωριών (του «Φαουστικού» Ντίτερ, του ανθρώπου της δράσης και της με κάθε τρόπο επίτευξης του στόχου και του ήρεμου και συντηρητικού, υπέρμαχου της «Λογικής» Σμάϊλι), θα είναι αδυσώπητη.
Εξαιρετικό μυθιστόρημα, που μπορεί να μη φτάνει σε αξία στο ύψος της τριλογίας του Σμάϊλι (για το πρώτο βιβλίο της οποίας έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά το απολαμβάνεις στο έπακρο. Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του Λε Καρέ είναι εδώ, ίντριγκα, ατμόσφαιρα, ρεαλιστικοί χαρακτήρες, ήρωες που ισορροπούν μεταξύ καλού και κακού, χιούμορ, πυκνογραμμένη αφήγηση, διάλογοι που «τσακίζουν». Εγγυημένη απόλαυση από έναν μοναδικό στυλίστα.
«Ποιος ξέρει όμως; Πως το είχε πει ο Έσε; «Παράξενη η περιπλάνηση στην καταχνιά, καθένας μόνος. Κανένα δέντρο δε γνωρίζει το διπλανό του. Καθένα μόνο». Τίποτα δεν γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλο, τίποτα, συλλογίσθηκε ο Σμάιλι. Όσο κοντά κι αν ζούμε, όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας κι αν ακούμε τις βαθύτερες σκέψεις ο ένας του άλλου, δε γνωρίζουμε τίποτα. Πως μπορώ να κρίνω την Έλσα Φίναν; Καταλαβαίνω, νομίζω, τον πόνο της και τα φοβισμένα ψέμματά της, αλλά τι γνωρίζω για κείνη; Τίποτα.»
JOHN BARRY– The Persuaders’ theme
________________________________________________________________________
Εύχομαι σε όλους, ένα ευτυχισμένο 2012. Ξέρω ότι για τους περισσότερους τα πράγματα έχουν αλλάξει, δυσκολέψει και «the winter is coming» (όπως λένε στο «Game of Thrones») αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι το διάβασμα (η ανάγνωση) είναι (εκτός των άλλων και) μια εξαιρετική «θεραπεία» και ο καλύτερος οδηγός για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Το «ταξίδι» παρά τις αντιξοότητες θα συνεχιστεί και την καινούργια χρονιά με πολλά ωραία βιβλία. Να’στε όλοι καλά.
Δημοσίευση σχολίου