Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009 | Permalink
Κατάσκοποι που κατασκοπεύουν κατασκόπους
Τι διαφοροποιεί τα κατασκοπικά θρίλερ του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα Τζον Λε Καρέ από τα υπόλοιπα του είδους; Νομίζω η ρεαλιστική τους διάσταση. Τα γεγονότα περιγράφονται ως ρεπορτάζ, σαν να έγιναν πραγματικά… Διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Λε Καρέ γίνεσαι μέρος της ιστορίας, συμμετέχεις ο ίδιος – ενώ οι πρωταγωνιστές του, άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» που αποδεικνύονται ικανοί γιά το χειρότερο (αλλά και το καλύτερο), όλο και κάτι σου θυμίζουν – σου φέρνουν στο μυαλό ιστορίες με ομίχλη και τύπους με καμπαρντίνες και καπέλα να περπατούν στους έρημους δρόμους και τα βήματά τους να ακούγονται σαν να είναι δίπλα σου.
Μπορεί το «Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» να θεωρείται ένα από τα καλύτερα βιβλία του Λε Καρέ (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος, σελ. 460), σίγουρα πάντως είναι από τα πιό μπερδεμένα του. Ο original τίτλος του βιβλίου είναι «Tinker, tailor, soldier, spy» («Γανωτής, ράφτης, στρατιώτης, κατάσκοπος»), μέρος ενός παιδικού τραγουδιού/ποιήματος, που ανήκει στην Αγγλική λαϊκή παράδοση – Tinker, tailor, soldier, sailor, rich man, poor man, beggarman, thief, εδώ ο συγγραφέας έχει αντικαταστήσει τον ναύτη(sailor) με τον κατάσκοπο (spy). Το μυθιστόρημα γραμμένο τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 απηχεί το ψυχροπολεμικό κλίμα των δεκαετιών 50 και 60, με τις αποκαλύψεις των κατασκόπων που υπήρχαν στα υψηλά κλιμάκια της Βρετανικής Αντικατασκοπίας με πιό ηχηρά ονόματα αυτά των Κιμ Φίλμπυ και Γκάι Μπέρτζες – δύο αριστοκρατών, αποφοίτων του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, που αποκαλύφθηκαν ότι ήταν «τυφλοπόντικες», δηλαδή διπλοί πράκτορες οι οποίοι αποκάλυπταν κρατικά μυστικά στους Σοβιετικούς.
Ο Σμάϊλι είναι ένας «αποστρατευμένος» πράκτορας της Αντικατασκοπείας. Κάποτε το Νο2 της υπηρεσίας, πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί μετά από μιά αποτυχημένη επέμβαση-παγίδα στην Τσεχοσλοβακία. Μετά από την απομάκρυνση του επικεφαλής της υπηρεσίας, του γηραιού «Ελέγχου» και του Σμάϊλι, την ηγεσία έχουν αναλάβει νεώτερα στελέχη. Όταν ένας ασήμαντος πράκτορας που υπηρετεί στο Χονγκ-Κονγκ ερωτεύεται μιά Ρωσίδα κατάσκοπο και προσπαθεί να την φυγαδεύσει στην Αγγλία κι εκείνη αμέσως συλλαμβάνεται από τους δικούς της , γίνεται πασιφανές ότι υπήρξε «κάρφωμα» εκ των ένδον, αφού η πληροφορία είχε πάει κατευθείαν στα ανώτερα κλιμάκια της υπηρεσίας. Κυβερνητικές υπηρεσίες προσπαθούν να βρουν τον «τυφλοπόντικα», τον διπλό πράκτορα που υπάρχει στα ηγετικά στελέχη της Αντικατασκοπείας. Την ίδια υποψία (περί ύπαρξης «τυφλοπόντικα») είχε και ο πρώην αρχηγός, ο «Έλεγχος», ο οποίος είχε δώσει στα ανώτερα στελέχη (που πλέον είναι στην εξουσία), τους κωδικούς, «γανωτής», «ράφτης», «στρατιώτης», «κατάσκοπος», υποθέτοντας ότι κάποιος από αυτούς είναι ο διπλός πράκτορας μέσα στην υπηρεσία.
Καλείται λοιπόν ο Σμάϊλι να βρει την άκρη. Κλειδί στην υπόθεση είναι ο Τζιμ Πριντό, στον οποίο είχε ανατεθεί η επιχείρηση στην Τσεχοσλοβακία και ο οποίος αφού είχε συλληφθεί και ανακριθεί, ανταλλάχθηκε κάποια στιγμή και έτσι κατάφερε να γυρίσει στην Αγγλία. Πλέον ζει απομονωμένος, διδάσκοντας σε ένα επαρχιακό σχολείο κάπου στο πουθενά. Το θέμα είναι να θυμηθεί και να μιλήσει.
Ο Σμάϊλι είναι ένας κουρασμένος άνθρωπος, απογοητευμένος από τη προσωπική του ζωή, με την αριστοκρατική σύζυγό του πρώτα να δημιουργεί ερωτική σχέση με τον μακρινό της ξάδερφο και χαρισματικό συνάδελφο του Σμάιλι, τον Μπιλ Χέιντον, έναν εκ των νέων ηγετών της υπηρεσίας (και πλέον βασικών υπόπτων), εγκαταλείπει την συζυγική εστία αναζητώντας την ανεξαρτησία της από τον αρρωστημένο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Ο Σμάϊλι είναι μόνος και βαθύτατα θλιμμένος.
«...Μικρόσωμος,κοντόχοντρος και μεσήλικας και βάλε, στην όψη ήταν ένας από τους ταπεινούς του Λονδίνου που δεν θα κληρονομήσουν τη γή. Τα πόδια του ήταν κοντά, η περπατησιά του μόνο σβέλτη δεν ήταν και τα ρούχα του ήταν ακριβά, δεν του ταίριαζαν καλά κι ήταν μουσκίδι. Το πανωφόρι του, που απέπνεε μια αμυδρή αίσθηση χηρείας, είχε αυτή τη μαύρη αραιή ύφανση τη σχεδιασμένη να συγκρατεί την υγρασία. Είτε τα μανίκια ήταν πολύ μακριά είτε τα χέρια του ήταν πολύ κοντά, γιατί, όπως κι ο Ρόουτς, όταν φορούσε το αδιάβροχό του τα μανίκια σχεδόν σκέπαζαν τα δάχτυλα. Από ματαιοδοξία δεν φορούσε καπέλο, πιστεύοντας ορθά ότι τα καπέλα τον έκαναν να δείχνει γελοίος. «Σαν σκέπασμα αυγουλιέρας» είχε σχολιάσει η όμορφη σύζυγός του όχι πολύ πριν από την τελευταία φορά που τον παράτησε, και η κριτική της, όπως τόσο συχνά, ακόμα τον κατάτρυχε. Έτσι, χοντρές σταγόνες βροχής που δεν έλεγαν να φύγουν σκέπαζαν τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του αναγκάζοντάς τον πότε να χαμηλώνει το κεφάλι και πότε να το σηκώνει ψηλά καθώς βάδιζε βιαστικά στο πεζοδρόμιο κάτω από τις μαυρισμένες καμάρες στο σταθμό Βικτόρια. Πήγαινε δυτικά, στο Τσέλσι, που ήταν το άσυλό του και το σπίτι του. Το βήμα του ήταν για κάποιο λόγο κομμάτι αβέβαιο, κι αν ο Τζιμ Πριντό πρόβαλλε μέσ’από τις σκιές και τον ρωτούσε αν είχε καθόλου φίλους, μάλλον θ’απαντούσε πως, αντί για φίλους, θα προτιμούσε ένα ταξί.»
Χωρίς ρεβανσιστικές τάσεις αλλά με διάθεση να επιλύσει τον γρίφο και να βρει τον «τυφλοπόντικα» που «τρώει τις σάρκες» της υπηρεσίας, προχωράει βήμα-βήμα ψάχνοντας παλαιούς φακέλους και προσπαθώντας να βρει την άκρη του νήματος. Ξέρει ότι ο αντίπαλος του, ο Σοβιετικός αρχηγός των Μυστικών Υπηρεσιών της ΕΣΣΔ, ο διαβόητος Κάρλα, είναι πολύ ικανός, με φοβερές ικανότητες πειθούς. Έτσι λοιπόν παρακολουθούμε έναν ιδιότυπο αγώνα σκακιού, ένα εξαιρετικό mind game, που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και δεν είσαι σίγουρος εάν στην επόμενη σελίδα δεν θα βρεθείς μπροστά σε μία φοβερή ανατροπή, αφού το καταλαβαίνεις ότι όλοι είναι ικανοί γιά τα πάντα...
Όπως τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα του Λε Καρέ, έτσι κι αυτό έχει ένα ελεγειακό στυλ και η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του. Μπορεί οι υπερβολικές κωδικοποιήσεις και το στυλιζάρισμα κάπου να κουράζουν αλλά είναι τέτοιος ο ρυθμός της αφήγησης και η μέθοδος που ακολουθεί ο Σμάιλι που κεντρίζουν συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μυστικά και ψέμματα, ο ένας να προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον ακόμα και στις πιό καθημερινές κουβέντες και κυρίως οι ρεαλιστικές περιγραφές της καθημερινότητας, μας κάνουν κοινωνούς ενός διαφορετικού κόσμου και μιάς εποχής που έχει περάσει. Μιάς εποχής που δεν είχε ούτε τα σούπερ μηχανήματα παρακολούθησης, ούτε τους δορυφόρους και τις κάμερες, ούτε το διαδίκτυο και την άμεση πληροφόρηση αλλά είχε το βασάνισμα του μυαλού, την μεθοδικότητα και την πονηριά, την κουλτούρα και την ιδεολογία. Οι «Τζεημσμποντικές» μέθοδοι εδώ δεν υπάρχουν, ο κόσμος του Λε Καρέ είναι διαφορετικός και ο αναγνώστης πρέπει να είναι προετοιμασμένος γιά ένα επίμονο διανοητικό παιχνίδι, σαν παζλ γιά δυνατούς παίκτες.
Θαυμασμό προκαλεί η ανάλυση των χαρακτήρων του βιβλίου. Πέραν του «αντιτουριστικού» Σμάιλι που σέρνει τα βήματά του είτε στους σκοτεινούς δρόμους, είτε στα λασπωμένα χωράφια, σκιτσάρονται εξαιρετικά οι φιγούρες των πρακτόρων της βρετανικής αντικατασκοπείας που ο καθένας τους θα μπορούσε να αποτελέσει τον κεντρικό ήρωα ενός άλλου μυθιστορήματος. Ο Λε Καρέ, έχει βάλει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία αφού και ο ίδιος υπηρετώντας στην αντικατασκοπεία, ως άλλος Σμάϊλι έπεσε θύμα του Κιμ Φίλμπυ, είδε το όνομά του στις λίστες των πρακτόρων που παρέδωσε ο διασημότερος «τυφλοπόντικας» της ιστορίας στους Σοβιετικούς όταν αυτομόλησε. Ο συγγραφέας αναγκάστηκε να συνταξιοδοτηθεί, η κυβέρνηση έχασε έναν πράκτορα, ο κόσμος κέρδισε έναν συγγραφέα τεράστιου βεληνεκούς.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση του BBC το 1979 σε μορφή 7 επεισοδίων με πρωταγωνιστές τους Άλεκ Γκίνες (εξαιρετική επιλογή), Ίαν Ρίτσαρντσον και Ίαν Μπάνεν, ενώ ετοιμάζεται και η κινηματογραφική του μεταφορά, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε δύο-τρία χρόνια. «Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας, η οποία συνεχίζεται με τον «ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟ ΜΑΘΗΤΗ», και ολοκληρώνεται με το «ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΣΜΑΪΛΙ». Οι εκδόσεις Καστανιώτη ήδη τον Μάρτιο εξέδωσαν τον «...ΜΑΘΗΤΗ» ενώ οι «ΑΝΘΡΩΠΟΙ...» βγαίνουν τον Ιούλιο. Έτσι είναι τα (εκδοτικά) πράγματα στην Ελλάδα, ή όλα, ή τίποτα...Μέσα σε έναν χρόνο, ως εκ θαύματος, ανακαλύπτεται ο Λε Καρέ, μέχρι πρότινος «εξορισμένος» σε εκδόσεις τσέπης (από τις οποίες τον μάθαμε και τον αγαπήσαμε) να κοσμεί τα stands νησιώτικων πρακτορείων τύπου ή αθηναϊκών περιπτέρων! Μας έφαγε η «ποιότητα» σ’αυτή τη χώρα.
Μπορεί το «Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» να θεωρείται ένα από τα καλύτερα βιβλία του Λε Καρέ (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος, σελ. 460), σίγουρα πάντως είναι από τα πιό μπερδεμένα του. Ο original τίτλος του βιβλίου είναι «Tinker, tailor, soldier, spy» («Γανωτής, ράφτης, στρατιώτης, κατάσκοπος»), μέρος ενός παιδικού τραγουδιού/ποιήματος, που ανήκει στην Αγγλική λαϊκή παράδοση – Tinker, tailor, soldier, sailor, rich man, poor man, beggarman, thief, εδώ ο συγγραφέας έχει αντικαταστήσει τον ναύτη(sailor) με τον κατάσκοπο (spy). Το μυθιστόρημα γραμμένο τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 απηχεί το ψυχροπολεμικό κλίμα των δεκαετιών 50 και 60, με τις αποκαλύψεις των κατασκόπων που υπήρχαν στα υψηλά κλιμάκια της Βρετανικής Αντικατασκοπίας με πιό ηχηρά ονόματα αυτά των Κιμ Φίλμπυ και Γκάι Μπέρτζες – δύο αριστοκρατών, αποφοίτων του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, που αποκαλύφθηκαν ότι ήταν «τυφλοπόντικες», δηλαδή διπλοί πράκτορες οι οποίοι αποκάλυπταν κρατικά μυστικά στους Σοβιετικούς.
Ο Σμάϊλι είναι ένας «αποστρατευμένος» πράκτορας της Αντικατασκοπείας. Κάποτε το Νο2 της υπηρεσίας, πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί μετά από μιά αποτυχημένη επέμβαση-παγίδα στην Τσεχοσλοβακία. Μετά από την απομάκρυνση του επικεφαλής της υπηρεσίας, του γηραιού «Ελέγχου» και του Σμάϊλι, την ηγεσία έχουν αναλάβει νεώτερα στελέχη. Όταν ένας ασήμαντος πράκτορας που υπηρετεί στο Χονγκ-Κονγκ ερωτεύεται μιά Ρωσίδα κατάσκοπο και προσπαθεί να την φυγαδεύσει στην Αγγλία κι εκείνη αμέσως συλλαμβάνεται από τους δικούς της , γίνεται πασιφανές ότι υπήρξε «κάρφωμα» εκ των ένδον, αφού η πληροφορία είχε πάει κατευθείαν στα ανώτερα κλιμάκια της υπηρεσίας. Κυβερνητικές υπηρεσίες προσπαθούν να βρουν τον «τυφλοπόντικα», τον διπλό πράκτορα που υπάρχει στα ηγετικά στελέχη της Αντικατασκοπείας. Την ίδια υποψία (περί ύπαρξης «τυφλοπόντικα») είχε και ο πρώην αρχηγός, ο «Έλεγχος», ο οποίος είχε δώσει στα ανώτερα στελέχη (που πλέον είναι στην εξουσία), τους κωδικούς, «γανωτής», «ράφτης», «στρατιώτης», «κατάσκοπος», υποθέτοντας ότι κάποιος από αυτούς είναι ο διπλός πράκτορας μέσα στην υπηρεσία.
Καλείται λοιπόν ο Σμάϊλι να βρει την άκρη. Κλειδί στην υπόθεση είναι ο Τζιμ Πριντό, στον οποίο είχε ανατεθεί η επιχείρηση στην Τσεχοσλοβακία και ο οποίος αφού είχε συλληφθεί και ανακριθεί, ανταλλάχθηκε κάποια στιγμή και έτσι κατάφερε να γυρίσει στην Αγγλία. Πλέον ζει απομονωμένος, διδάσκοντας σε ένα επαρχιακό σχολείο κάπου στο πουθενά. Το θέμα είναι να θυμηθεί και να μιλήσει.
Ο Σμάϊλι είναι ένας κουρασμένος άνθρωπος, απογοητευμένος από τη προσωπική του ζωή, με την αριστοκρατική σύζυγό του πρώτα να δημιουργεί ερωτική σχέση με τον μακρινό της ξάδερφο και χαρισματικό συνάδελφο του Σμάιλι, τον Μπιλ Χέιντον, έναν εκ των νέων ηγετών της υπηρεσίας (και πλέον βασικών υπόπτων), εγκαταλείπει την συζυγική εστία αναζητώντας την ανεξαρτησία της από τον αρρωστημένο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Ο Σμάϊλι είναι μόνος και βαθύτατα θλιμμένος.
«...Μικρόσωμος,κοντόχοντρος και μεσήλικας και βάλε, στην όψη ήταν ένας από τους ταπεινούς του Λονδίνου που δεν θα κληρονομήσουν τη γή. Τα πόδια του ήταν κοντά, η περπατησιά του μόνο σβέλτη δεν ήταν και τα ρούχα του ήταν ακριβά, δεν του ταίριαζαν καλά κι ήταν μουσκίδι. Το πανωφόρι του, που απέπνεε μια αμυδρή αίσθηση χηρείας, είχε αυτή τη μαύρη αραιή ύφανση τη σχεδιασμένη να συγκρατεί την υγρασία. Είτε τα μανίκια ήταν πολύ μακριά είτε τα χέρια του ήταν πολύ κοντά, γιατί, όπως κι ο Ρόουτς, όταν φορούσε το αδιάβροχό του τα μανίκια σχεδόν σκέπαζαν τα δάχτυλα. Από ματαιοδοξία δεν φορούσε καπέλο, πιστεύοντας ορθά ότι τα καπέλα τον έκαναν να δείχνει γελοίος. «Σαν σκέπασμα αυγουλιέρας» είχε σχολιάσει η όμορφη σύζυγός του όχι πολύ πριν από την τελευταία φορά που τον παράτησε, και η κριτική της, όπως τόσο συχνά, ακόμα τον κατάτρυχε. Έτσι, χοντρές σταγόνες βροχής που δεν έλεγαν να φύγουν σκέπαζαν τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του αναγκάζοντάς τον πότε να χαμηλώνει το κεφάλι και πότε να το σηκώνει ψηλά καθώς βάδιζε βιαστικά στο πεζοδρόμιο κάτω από τις μαυρισμένες καμάρες στο σταθμό Βικτόρια. Πήγαινε δυτικά, στο Τσέλσι, που ήταν το άσυλό του και το σπίτι του. Το βήμα του ήταν για κάποιο λόγο κομμάτι αβέβαιο, κι αν ο Τζιμ Πριντό πρόβαλλε μέσ’από τις σκιές και τον ρωτούσε αν είχε καθόλου φίλους, μάλλον θ’απαντούσε πως, αντί για φίλους, θα προτιμούσε ένα ταξί.»
Χωρίς ρεβανσιστικές τάσεις αλλά με διάθεση να επιλύσει τον γρίφο και να βρει τον «τυφλοπόντικα» που «τρώει τις σάρκες» της υπηρεσίας, προχωράει βήμα-βήμα ψάχνοντας παλαιούς φακέλους και προσπαθώντας να βρει την άκρη του νήματος. Ξέρει ότι ο αντίπαλος του, ο Σοβιετικός αρχηγός των Μυστικών Υπηρεσιών της ΕΣΣΔ, ο διαβόητος Κάρλα, είναι πολύ ικανός, με φοβερές ικανότητες πειθούς. Έτσι λοιπόν παρακολουθούμε έναν ιδιότυπο αγώνα σκακιού, ένα εξαιρετικό mind game, που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και δεν είσαι σίγουρος εάν στην επόμενη σελίδα δεν θα βρεθείς μπροστά σε μία φοβερή ανατροπή, αφού το καταλαβαίνεις ότι όλοι είναι ικανοί γιά τα πάντα...
Όπως τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα του Λε Καρέ, έτσι κι αυτό έχει ένα ελεγειακό στυλ και η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του. Μπορεί οι υπερβολικές κωδικοποιήσεις και το στυλιζάρισμα κάπου να κουράζουν αλλά είναι τέτοιος ο ρυθμός της αφήγησης και η μέθοδος που ακολουθεί ο Σμάιλι που κεντρίζουν συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μυστικά και ψέμματα, ο ένας να προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον ακόμα και στις πιό καθημερινές κουβέντες και κυρίως οι ρεαλιστικές περιγραφές της καθημερινότητας, μας κάνουν κοινωνούς ενός διαφορετικού κόσμου και μιάς εποχής που έχει περάσει. Μιάς εποχής που δεν είχε ούτε τα σούπερ μηχανήματα παρακολούθησης, ούτε τους δορυφόρους και τις κάμερες, ούτε το διαδίκτυο και την άμεση πληροφόρηση αλλά είχε το βασάνισμα του μυαλού, την μεθοδικότητα και την πονηριά, την κουλτούρα και την ιδεολογία. Οι «Τζεημσμποντικές» μέθοδοι εδώ δεν υπάρχουν, ο κόσμος του Λε Καρέ είναι διαφορετικός και ο αναγνώστης πρέπει να είναι προετοιμασμένος γιά ένα επίμονο διανοητικό παιχνίδι, σαν παζλ γιά δυνατούς παίκτες.
Θαυμασμό προκαλεί η ανάλυση των χαρακτήρων του βιβλίου. Πέραν του «αντιτουριστικού» Σμάιλι που σέρνει τα βήματά του είτε στους σκοτεινούς δρόμους, είτε στα λασπωμένα χωράφια, σκιτσάρονται εξαιρετικά οι φιγούρες των πρακτόρων της βρετανικής αντικατασκοπείας που ο καθένας τους θα μπορούσε να αποτελέσει τον κεντρικό ήρωα ενός άλλου μυθιστορήματος. Ο Λε Καρέ, έχει βάλει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία αφού και ο ίδιος υπηρετώντας στην αντικατασκοπεία, ως άλλος Σμάϊλι έπεσε θύμα του Κιμ Φίλμπυ, είδε το όνομά του στις λίστες των πρακτόρων που παρέδωσε ο διασημότερος «τυφλοπόντικας» της ιστορίας στους Σοβιετικούς όταν αυτομόλησε. Ο συγγραφέας αναγκάστηκε να συνταξιοδοτηθεί, η κυβέρνηση έχασε έναν πράκτορα, ο κόσμος κέρδισε έναν συγγραφέα τεράστιου βεληνεκούς.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση του BBC το 1979 σε μορφή 7 επεισοδίων με πρωταγωνιστές τους Άλεκ Γκίνες (εξαιρετική επιλογή), Ίαν Ρίτσαρντσον και Ίαν Μπάνεν, ενώ ετοιμάζεται και η κινηματογραφική του μεταφορά, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε δύο-τρία χρόνια. «Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας, η οποία συνεχίζεται με τον «ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟ ΜΑΘΗΤΗ», και ολοκληρώνεται με το «ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΣΜΑΪΛΙ». Οι εκδόσεις Καστανιώτη ήδη τον Μάρτιο εξέδωσαν τον «...ΜΑΘΗΤΗ» ενώ οι «ΑΝΘΡΩΠΟΙ...» βγαίνουν τον Ιούλιο. Έτσι είναι τα (εκδοτικά) πράγματα στην Ελλάδα, ή όλα, ή τίποτα...Μέσα σε έναν χρόνο, ως εκ θαύματος, ανακαλύπτεται ο Λε Καρέ, μέχρι πρότινος «εξορισμένος» σε εκδόσεις τσέπης (από τις οποίες τον μάθαμε και τον αγαπήσαμε) να κοσμεί τα stands νησιώτικων πρακτορείων τύπου ή αθηναϊκών περιπτέρων! Μας έφαγε η «ποιότητα» σ’αυτή τη χώρα.
Ξανα-ανακαλύπτω τον Λε Καρέ τα τελευταία 2-3 χρόνια και πραγματικά προσπαθώ να τον καταναλώνω λίγο-λίγο για να μην τελειώσει :-) Ιδιαίτερα οι "ανακριτικές" του σκηνές είναι σκέτη μέθεξη!