Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2018 | Permalink
"Το Πλέγμα"

Σπονδυλωτό «μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους» (όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο), ή μια συμπαγής συλλογή διηγημάτων που έχει ένα κοινό νήμα; Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα με την ανάγνωση του πολυφωνικού βιβλίου «ΤΟ ΠΛΕΓΜΑ» του εξαίρετου συγγραφέα Μιχάλη Μοδινού (Αθήνα, 1950) – (εκδ. Καστανιώτη, σελ.228). Είκοσι μονόλογοι, είκοσι σύντομες ιστορίες στην Αθήνα του 21ου αιώνα, ένα σκηνικό πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, την έξοχη «Εκουατόρια».


Στην εισαγωγή του βιβλίου, υπάρχει (μεταξύ άλλων) και μια πρόταση του Μισέλ Ουελμπέκ από το μυθιστόρημα του «Τα στοιχειώδη σωματίδια»: «Το καλό συνδέει, το κακό αποσυνδέει. Διαχωρισμός είναι το άλλο όνομα του κακού. Είναι επίσης το άλλο όνομα του ψέματος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μια θαυμαστή και απέραντη αλληλεπίδραση». Στην «αλληλεπίδραση» που αναφέρει ο αντιφατικός Γάλλος συγγραφέας στηρίζεται η δομή του «Πλέγματος». Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Μοδινού, γνωρίζονται μεταξύ τους (αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από αυτούς), οι ζωές τους είναι μπλεγμένες, δημιουργώντας ένα σύνολο σχέσεων και συνθηκών, σε ένα ιδιότυπο γαϊτανάκι.

Ο Δημήτρης Ωραιόπουλος συνταξιούχος δικαστικός, που βρίσκει ένα νέο ενδιαφέρον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ο «άτυπος» ήρωας του βιβλίου, καθώς όχι μόνο πρωταγωνιστεί σε δύο από τις ιστορίες, αλλά ουσιαστικά γύρω του περιστρέφονται (λιγότερο ή περισσότερο) τα υπόλοιπα πρόσωπα με τις ιστορίες τους άλλες ενδιαφέρουσες, άλλες όχι και τόσο, σκηνές της αθηναϊκής καθημερινότητας σε μια εποχή κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Οι ήρωες των ιστοριών αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο, τις ερωτικές τους σχέσεις, μπερδεμένες και αξεδιάλυτες, αισθηματικά δράματα, γυναίκες που αισθάνονται ως λογοτεχνικές ηρωίδες και άνδρες που προσπαθούν να το παίξουν εραστές, ενώ η πεζή καθημερινότητα τα διαλύει όλα. Οι παράνομοι εραστές του βιβλίου, γνωρίζονται μεταξύ τους, καθώς έχουν οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις σε αυτό το παιχνίδι του έρωτα που προσπαθεί να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου που ταλανίζει τους μεσήλικες πρωταγωνιστές των ιστοριών του Μοδινού. Ο έρωτας απασχολεί τις σκέψεις τους, προσπαθούν να κρατηθούν από ψήγματα τρυφερότητας και ελάχιστου ενδιαφέροντος, να θυμηθούν ότι υπάρχουν.

«Άλλο θέλω να πω ωστόσο, Βερονίκ, γεννηθήκαμε για να πιστεύουμε ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι αμφίδρομες, ότι το βέλος πρέπει να δείχνει και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλιώς για τι σχέσεις μιλάμε - είναι θέμα ορισμού, έτσι δεν είναι; Δεχόμαστε ότι το τάιμινγκ μπορεί να μην είναι πάντα το σωστό, ότι οι συγκυρίες μπορεί να καταβαραθρώσουν μια ανοιχτή δυνατότητα, αλλά ότι κάπου μες στην οικονομία του σύμπαντος, ή, για να το χαμηλώσουμε λίγο, της κοινωνίας - του ανθρώπινου οικοσυστήματος όπως το ονόμαζε ο ίδιος ο Πέτρος -, υπάρχει μια πληρωμή, μια ανταμοιβή, ένα σήμα πως η όποια επένδυσή σου δεν είναι ένα τίποτα χαμένο στο τίποτα. Η αναλωθείσα ενέργεια δεν χάνεται, απλώς μεταμορφώνεται, ή έστω υποβαθμίζεται, λέει ένα αξίωμα της φυσικής. Αλλά που βρισκόταν η δική μου σπαταλημένη ενέργεια; Και τι παίρνεις ως απάντηση στις δεήσεις σου από αυτό το σκληρό, αδιάφορο σύμπαν; Τη σιγή, την απόλυτη σιγή. Δεν μοιάζει με αρνητική θρησκευτική εμπειρία, κάτι σαν να προσεύχεσαι στο κενό;»

Οι 19 χαρακτήρες του βιβλίου αφηγούνται αυτόνομους μονολόγους, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι μεσοαστοί με εκλεπτυσμένα γούστα, γνώστες του καλού οίνου, του καλού φαγητού, των ωραίων ρεστωράν.Μέσα από την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα του καθενός συμπληρώνεται ένα παζλ προσωπικοτήτων και ιστοριών που επικεντρώνονται περισσότερο στις σχέσεις (κυρίως τις σεξουαλικές) υφαίνοντας το πλέγμα που μέσα του διασταυρώνονται οι εμπειρίες και η πορεία τους. Μπορεί ο Δημήτρης Ωραιόπουλος να αποτελεί τον κεντρικό πόλο του βιβλίου, αλλά στις ιστορίες εμφανίζεται ο ίδιος ψυχίατρος και το ίδιο κέντρο αισθητικής▪ κατ’ αυτόν τον τρόπο η ευφυής σύλληψη του συγγραφέα εντάσσει τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του σε ένα είδος μικροκοινωνίας, ή κοινότητας ή (όπως έγραψε ο Μ.Πιμπλής στα ΝΕΑ) ένα είδος θιάσου, αν και η ματιά του Μοδινού είναι περισσότερο κινηματογραφική, καθώς ο αναγνώστης νιώθει ότι ο συγγραφέας κρατάει μια κάμερα που κινηματογραφεί από ψηλά τις κινήσεις των ηθοποιών του.


Το «μυθιστόρημα» έχει καλές και κακές στιγμές, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες, κάποιες κοινότοπες▪ όλες χρησιμεύουν στην οικονομία της αφήγησης, γιατί η προσπάθεια να αποτυπώσεις την καθημερινότητα θα πρέπει να συμπεριλάβει και την κοινοτοπία. Ξεχωρίζουν όμως οι λεπτομέρειες που δείχνουν την ικανότητα του Μοδινού ως συγγραφέα στιβαρού και ιδιαίτερα αξιόλογου σε στιγμιότυπα όπως, η καθαρίστρια της ΕΡΤ, που γυρίζοντας σπίτι της, και βλέπει στο βαγόνι του μετρό έναν παλιό εραστή της και θυμάται την σχέση τους («Μεταβολισμός»), η ιστορία του γέροντα, παλαιού ναυτικού, που κλαίει στα δελτία ειδήσεων και γνωρίζει την σημασία του «Sodade» («Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου»), ή η ιστορία του μεσήλικα εραστή που ξενερώνει και φεύγει απογοητευμένος ακούγοντας την παρ’ ολίγον ερωμένη του να εκθειάζει τον Μπιν Λάντεν και την πτώση των Δίδυμων Πύργων («Χαμένες προσδοκίες») και αρκετές άλλες ακόμα, που χωρίς να διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στα δρώμενα, δίνουν το στίγμα του βιβλίου.

«Μέσα από το γλιστερό ψιλόβροχο η ασχήμια της πόλης αναδύεται ανεμπόδιστη. «Μοναξιά» είναι η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει αυτά τα απόβραδα. Ο Βασίλης σπρώχνει το σιντί με τη Σεζάρια Εβόρα, η ίδια αυτή λέξη που ακούγεται ως "σοντάντ" ή κάτι τέτοιο επαναλαμβάνεται αενάως και σου πλακώνει την ψυχή με έναν βροντερό λυρικό στόμφο, το "ο" ολοστρόγγλο, το "α" σβήνει στο άπειρο. Πάω να του πω να βάλει κάτι πιο χαρωπό, όμως αλλάζω γνώμη, γυρίζω στον γέρο και του λέω, Τι σημαίνει αυτή η λέξη, μήπως ξέρετε, πατέρα; Μοναξιά, απαντά χωρίς δισταγμό. Αλλά πιο πολύ σημαίνει απώλεια, νοσταλγία, προσδοκία επιστροφής. Μένω άναυδη, κι ο Βασίλης το ίδιο, υποθέτω, γιατί τον βλέπω να διορθώνει το καθρεφτάκι. Μια φορά πιάσαμε στο Κάπο Βέρντε για ένα φορτίο ζάχαρης, συνεχίζει ο γέρος, μιλάνε πορτογαλέζικα εκεί, και στο λιμάνι γνώρισα μια μιγάδα. Περάσαμε μια ολόκληρη βδομάδα μαζί, μου τραγουδούσε με τη βαθιά φωνή της για να με πάρει ο ύπνος, και μετά μου έγραφε μια ζωή ρωτώντας μονότονα αυτή τη λέξη με κεφαλαία, κι από δίπλα θαυμαστικά και καρδούλες, μέχρι να γεμίσει η σελίδα. Δεν επέστρεψα ποτέ, ούτε τήρησα τις υποσχέσεις μου. Δεν γινόταν. Ο Βασίλης μου ήταν μωρό τότε, περίμενε τον πατέρα του. Μόνο πότε πότε έβαζα σ' έναν φάκελο ένα πενηντοδόλαρο για τα παιδιά της - πολλά λεφτά σ' εκείνα τα μέρη. Μην το χαμηλώνεις, λέει στον Βασίλη με απρόσμενη ένταση στη φωνή, και πράγμα περίεργο, τη στιγμή που θα έπρεπε λογικά να κλαίει, τα μάτια του είναι στεγνά σαν την έρημο Σαχάρα και μόνο μια υποπράσινη λάμψη  φωσφορίζει μέσα τους, αν μπορώ να δω καλά - εκτός κι αν είναι οι αντανακλάσεις της πόλης. Απέναντι αριστερά η Πρεσβεία και το Μέγαρο Μουδικής, καιρό έχουμε να περάσουμε νύχτα, πατέρα, λέω για να πω κάτι, πριν ξεσπάσω εγώ σε κλάματα. Και το άγαλμα του Βενιζέλους στο Πάρκο Ελευθερίας, πρώην ΕΤΑ-ΕΣΑ. Ναι, ακούω τη φωνή του να με παρακάμπτει, θυμάμαι μια φορά στο Βαλπαραΐζο...»

Το «Πλέγμα», είναι ένα τολμηρό (ως προς την σύλληψη) βιβλίο, ωραίο ρυθμό, γλώσσα δουλεμένη που αλλάζει ύφος ανάλογα με τον αφηγητή της κάθε ιστορίας, με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, και μερικές εξαιρετικές ιστορίες που ίσως χάνονται καθώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για νουβέλες ή ακόμα και μυθιστορήματα. Το βιβλίο βρίθει βιβλιοφιλικών αναφορών, Γιόζεφ Ροτ, Γιασμίνα Ρεζά (με ένα θεατρικό της), Ουελμπέκ, ο Κούρτοβικ, η Σχινά, τα αστυνομικά της Άγρας – όλα αυτά περνάνε μέσα από τις ιστορίες των μεσοαστών (ως επί το πλείστον) πρωταγωνιστών τους.
Μετά από τις «μεγάλες αφηγήσεις» των έξοχων μυθιστορημάτων του που εκτυλίσσονταν στην Αφρικάνικη ήπειρο ή το άκρως επιτυχημένο «πείραμα» με την «Σχεδία» (ίσως το καλύτερό του βιβλίο), ο Μοδινός τα καταφέρνει πολύ καλά και με την περιγραφή της καθημερινότητας στην πόλη, σε ένα «μυθιστόρημα» που εμπεριέχει κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό – περισσότερο εμφανή τον πρώτο, υποδόριο τον δεύτερο με ιστορίες που στις καλές στιγμές τους φέρνουν στο νου αυτές του Ρέιμοντ Κάρβερ. Δεν ξέρω ποιον δρόμο θα επιλέξει στην πορεία ο ευφυέστατος (και εξαιρετικός) συγγραφέας, αλλά με το «Πλέγμα» δείχνει ότι μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά και στα «μικρά» αλλά και στα «μεγάλα».

Βαθμολογία 80 / 100






 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home