Τρίτη, Μαΐου 14, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 14, 2019 | Permalink
Σάμα

«Βγήκα από την πόλη, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, για μια μοναχική συνάντηση με το πλοίο που περίμενα, δίχως να ξέρω πότε θα’ρθει.
Έφτασα ως την παλιά αποβάθρα, μια κατασκευή ανεξήγητη, μιας και η πόλη με το λιμάνι της βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση, ένα τέταρτο της λεύγας πιο πάνω στο ποτάμι.
Ανάμεσα στους ξύλινους πασσάλους της, λωρίδες ποταμίσιου νερού στροβιλίζονταν ορμητικά.
Παγιδευμένη στα κυματάκια και στις αδιέξοδες νερογυρισιές, μια μαϊμού, νεκρή, ανέπαφη ακόμα, λικνιζόταν μπρος πίσω με σταθερό ρυθμό. Όλη της τη ζωή, το νερό στις παρυφές του δάσους την προσκαλούσε σε ένα ταξίδι που δεν έκανε παρά μονάχα όταν δεν ήταν πια μαϊμού αλλά κουφάρι μαϊμούς. Το νερό ήθελε να την πάρει μακριά, και θα τα κατάφερνε αν εκείνη δεν μπλεκόταν στους πασσάλους της παμπάλαιας αποβάθρας. Εκεί βρισκόταν, έτοιμη να φύγει, χωρίς να φεύγει, εκεί βρισκόμασταν και οι δυο.
Εκεί βρισκόμασταν, έτοιμοι να φύγουμε, χωρίς να φεύγουμε.»

Ο Δον Ντιέγο ντε Σάμα, περιμένει μια μετάθεση που δεν έρχεται ποτέ, ένα ταχυδρομείο που θα του φέρει τα καλά νέα, μια θέση κοντά στην οικογένειά του, την γυναίκα του Μάρτα, τα παιδιά του, την μητέρα του. Ο Σάμα, είναι ο ήρωας του ομώνυμου, εκπληκτικού μυθιστορήματος "ΣΑΜΑ" ("Zama"), του σπουδαίου Αργεντίνου συγγραφέα Antonio Di Benedetto (1922-1986) - (εκδ. Καστανιώτη, (ωραιότατη) μετάφρ. Α. Βερροιοπούλου, σελ. 297), ενός λυρικού, υπαρξιακού βιβλίου, που περιγράφει την αργή και σταθερή πτώση ενός ανθρώπου.


Το μυθιστόρημα, διατρέχει τρείς χρονικές περιόδους, καλύπτοντας ένα διάστημα δέκα ετών, ξεκινάει το 1790, συνεχίζεται με ένα χρονικό άλμα στο 1794 για να ολοκληρωθεί το 1799. Ο Σάμα είναι ένας ανώτερος κυβερνητικός υπάλληλος, που είναι διορισμένος ως νομικός σύμβουλος του κυβερνήτη, στην Ασουνσιόν της Παραγουάης, χιλιάδες μίλια μακριά από την οικογένειά του, σε μια πόλη στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα, που ήταν περισσότερο ένα μεγάλο χωριό. Ο Σάμα ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί στην αμερικάνικη ήπειρο, είναι ένας γηγενής Αμερικανός, πράγμα που τον καθιστά δεύτερης κλάσης υπάλληλο, έναντι των Ισπανών κυβερνητικών αξιωματούχων. Βρισκόμαστε στην περίοδο της αποικιοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα στα χρόνια της Ισπανικής Αντιβασιλείας. Υπήρχε ήδη η κοινωνική και πολιτική αφύπνιση των κρεολών, των λευκών δηλαδή απογόνων των Ισπανών κατακτητών, η οποία θα ξεσπάσει στον πόλεμο της ανεξαρτησίας στις αρχές του 19ου αιώνα (1810-1818), δημιουργώντας το κράτος της Αργεντινής.

«Το παρελθόν ήταν ένα τετραδιάκι με σημειώσεις που είχα χάσει σε μια ανύποπτη στιγμή.»

Ο Σάμα αισθάνεται ότι βρίσκεται σε δυσμένεια, στην κυβερνητική υπηρεσία, αλλά δεν κάνει και τίποτα για να γίνει έστω και ελάχιστα δημοφιλής, εκφράζοντας όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την έντονη δυσαρέσκειά του, για μια μετάθεση που αργεί να έρθει, παρά τις διαβεβαιώσεις των ανωτέρων του, για τις καθυστερήσεις στις πληρωμές που τον φέρνουν σε κατάσταση ένδειας, για τις συνθήκες ζωής στην απομονωμένη επαρχία. Ζει ανάμεσα στους ντόπιους, διαμένει σε διαμερίσματα που του νοικιάζουν κρεολοί, κινείται σε μια μόνιμη κατάσταση δυσθυμίας και μελαγχολίας, αλλά και ερωτικής στέρησης και επιθυμίας.

«Το βράδυ εκείνο ονειρεύτηκα πως με το πλοίο έφτασε μια γυναίκα μόνη και γελαστή, πως έφτασε για μένα μόνο, αποζητώντας την προστασία μου, την ασφάλεια της αγκαλιάς μου, για να σμίξει την τρυφερότητά της με τη δική μου. Μπόρεσα να διακρίνω το ευγενικό της πρόσωπο, το ξανθό χνούδι στον λαιμό της, όμοιο με ροδάκινου, που λίγωνε τις αισθήσεις μου.
Δεν ήταν η Μάρτα. Δεν ήταν η Λουσιάνα. Δεν ήταν καμία από τις γυναίκες που ήξερα.»

Η ερωτική του απελπισία και μοναξιά, θα τον οδηγήσει, στην μάταιη πολιορκία της Ισπανίδας Λουσιάνα, συζύγου ενός ανώτερου κυβερνητικού υπαλλήλου, η οποία παίζει μαζί του, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, ενώ αργότερα στο βιβλίο, μετά από τέσσερα χρόνια, θα τον βρούμε πατέρα ενός παιδιού με μια Ινδιάνα. Τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα με τον μισθό του να μη φτάνει ποτέ, όπως και η πολυαναμενόμενη μετάθεση που δεν έρχεται, τον βυθίζουν όλο και περισσότερο μέσα στην απελπισία και την αφόρητη μοναξιά. Το σουρεαλιστικό τρίτο μέρος, το 1799 πια, τον βρίσκει σε ακόμα απελπιστικότερη κατάσταση, όπου παίρνει αποφάσεις χωρίς ειρμό, χωρίς λογική οδηγώντας τα πράγματα πλέον στα άκρα.

«Εγώ, καταμεσής μιας ολόκληρης ηπείρου, αόρατης στα μάτια μου, παρότι την ένιωθα ολόγυρά μου σαν έναν έρημο παράδεισο, αχανή για τα πόδια τα δικά μου. Η Αμερική δεν υπήρχε παρά μόνο για μένα▪ υπήρχε όμως μόνο στις ανάγκες μου, στις επιθυμίες και στους φόβους μου.»


Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το μυθιστόρημα του Ντι Μπενεντέτο, είναι ταυτόχρονα πολύπλοκο και απλό. Σε πρώτο επίπεδο δεν γίνονται σπουδαία πράγματα καθώς ακολουθούμε την ολίσθηση του Σάμα και τα συνεχή του σφάλματα (για να μη πω κάτι βαρύτερο), την  κατάσταση αποξένωσής του, την απελπισία και την κατάθλιψή του, ενώ προσπαθεί να πιαστεί από εφήμερες σχέσεις και κουβέντες, ελπίδες που διαψεύδονται πολύ γρήγορα και παρεξηγήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις με τα νεύρα τεντωμένα.

Το μυθιστόρημα περιγράφει ουσιαστικά μια ιστορία πτώσης, αναμονής και άγχους. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες σελίδες, ότι αυτή η μετάθεση δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, το πολυπόθητο νέο δεν θα φτάσει. Είναι άξια θαυμασμού η ικανότητα του συγγραφέα, στην διάρθρωση και στην αρχιτεκτονική του υλικού του. Στις τρεις χρονικές περιόδους που χωρίζεται η πλοκή του βιβλίου, ο Σάμα αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα (χωρίς όμως τα παλαιά να πάψουν να τον ταλαιπωρούν), πρώτα το σεξουαλικό, μετά το οικονομικό και τελευταία το θέμα της επιβίωσής του. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτός ο ανώριμος και διχασμένος ήρωας, κάνει τις λάθος εκτιμήσεις, χάνει την αξιοπρέπειά του, υποπίπτει στο ένα σφάλμα μετά το άλλο, ζει πρώτιστα με τις φαντασιώσεις του για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα που μονίμως τον απογοητεύει.

«Όλοι, σχεδόν όλοι, είμαστε ασήμαντα γεγονότα. Κατασκευάζουμε ένα ανάξιο λόγου παρόν και εισπράττουμε ένα απεχθές παρελθόν.»

Απόηχοι κυρίως από την «Ναυτία» του Σαρτρ, όπως και από τον «Ξένο» του Καμύ, αλλά και από τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι, υπαρξιακό άγχος και αποξένωση, ατμόσφαιρα που σε πνίγει, αφόρητη μοναξιά και ένα κλίμα παράνοιας, αλλά και εύστοχο υπαινικτικό σχόλιο για την αποικιοκρατία, σημαδεύουν το «Σάμα», το ψυχολογικό και αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ντι Μπενεντέτο, ένα μεγαλειώδες βιβλίο που στην απόλαυση του συντελεί τα μέγιστα η εξαιρετική μετάφραση (και το κατατοπιστικότατο επίμετρο) της Άννας Βερροιοπούλου (που την δουλειά της θαυμάσαμε και στην έξοχη νουβέλα «Οι αυτόχειρες» του ίδιου συγγραφέα).

Βαθμολογία 88 / 100




Υ.Γ. 1/ Το «ΣΑΜΑ» μεταφέρθηκε στην οθόνη από την Αργεντινή σκηνοθέτιδα Lucrecia Martel, το 2017 και διακρίθηκε σε αρκετά φεστιβάλ. Αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο, απολαμβάνεις περισσότερο αυτή την θαυμάσια ταινία, η οποία όμως εστιάζει περισσότερο στο αποικιοκρατικό κλίμα και στην ατμόσφαιρα, παρά στην υπαρξιακή πλευρά της ιστορίας. Η σκηνοθέτις δεν ακολουθεί τις χρονικές περιόδους του μυθιστορήματος, κι ο θεατής δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές του χρόνου, βλέπει τις σκηνές τη μια μετά την άλλη με μια ονειρική χροιά. Δεν μπορώ όμως να είμαι αντικειμενικός γιατί έκανα διαρκώς τις συγκρίσεις με το βιβλίο πράγμα που σίγουρα αδικεί το φιλμ, που έχει την δικιά του αξία και έτσι πρέπει να κριθεί.


Υ.Γ. 2/  Το blog έκλεισε αυτές τις μέρες, τα 13 του χρόνια (2006-2019). Σας ευχαριστώ που συνεχίζετε να με διαβάζετε.
 



2 Comments:


At 14/5/19 19:37, Blogger ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ

Ευχαριστούμε πολύ !!Καλή συνέχεια και στα επόμενα χρόνια..

 

At 15/5/19 18:23, Blogger Librofilo

Σ'ευχαριστώ πολύ Μαρία μου

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home