Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2019 | Permalink
"Πατρίδα"

Τι πραγματικά γνωρίζουμε για την χώρα των Βάσκων; Ότι κατοικούν στην περιοχή αυτή, που ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην Ισπανία, άνθρωποι ατίθασοι και ανεξάρτητοι; Ότι έχει καλές ποδοσφαιρικές και μπασκετικές ομάδες; Ότι αποτελεί πλέον γαστριμαργικό παράδεισο και το Σαν Σεμπαστιάν είναι η πόλη με τα περισσότερα αστέρια Μισλέν παγκοσμίως; Ότι είναι πλέον, ένας πολύ ενδιαφέρων (και hype) τουριστικός προορισμός με το παράρτημα του περίφημου μουσείου Γκουγκενχάιμ να δεσπόζει στην πόλη του Μπιλμπάο; Σίγουρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από την εποχή που ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (που είχε και λίγο Βάσκικο αίμα στις φλέβες του), έγραφε με μεγάλη υπερβολή (αλλά και χιούμορ), τον αφορισμό, ότι "το μόνο στο οποίο συνεισέφερε στην Ιστορία, αυτή η φυλή, είναι το άρμεγμα των αγελάδων" στο διήγημα του "Η Βουλή".

Μέχρι πρότινος, οι αναφορές για την χώρα των Βάσκων, στα δελτία ειδήσεων των καναλιών και στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων, αφορούσαν την δράση της ΕΤΑ, της ένοπλης "απελευθερωτικής" οργάνωσης, που τα αρχικά της (Euskadi ta Askatasuna) σημαίνουν "Γη και Ελευθερία". Η ΕΤΑ που ιδρύθηκε μέσα στην Φρανκική δικτατορία, ως αντιστασιακό όργανο, εξελίχθηκε με τα χρόνια σε μια παραστρατιωτική οργάνωση με κύριο αίτημα, την αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία των Βάσκων, μιας αρχαίας φυλής που γεωγραφικά εκτείνεται όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και στην Γαλλία. Η ΕΤΑ, μέσα σε ένα διάστημα περίπου μισού αιώνα, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για εκατοντάδες δολοφονίες, χιλιάδες τραυματισμούς και απαγωγές, ενώ εκατοντάδες μέλη της φυλακίστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης αλλά και βασανίστηκαν, καθώς η οργάνωση θεωρείτο από τις περισσότερες χώρες ως "τρομοκρατική". Μετά από πολλές καταπαύσεις πυρός, μονομερείς κυρίως, ανέστειλε τελείως την δράση της το 2018.

Η λογοτεχνία που μεταφράζεται στα ελληνικά και αφορά την χώρα των Βάσκων, δεν είναι μεγάλη. Γνώριζα μόνο τον εξαίρετο Μπερνάρντο Ατσάγα, του οποίου μερικά μυθιστορήματα έχουν εκδοθεί στη χώρα μας, ώσπου έφτασε η ώρα να μεταφραστεί η διάσημη και βραβευμένη «Πατρίδα».
Διαβάζοντας, ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχεις ακούσει και διαβάσει πολλά σχόλια, τα οποία κυμαίνονται από εγκωμιαστικά έως αποθεωτικά, η αυτόματη αντίδραση είναι συνήθως κριτική απέναντί του. Αυτό συνέβη με την "ΠΑΤΡΙΔΑ" ("Patria"), το ογκώδες μυθιστόρημα του Βάσκου συγγραφέα Fernando Aramburu (Σαν Σεμπαστιάν, 1959) - (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Τ. Σπερελάκη, σελ. 718), καθώς η φήμη, με την διεθνή του αναγνώριση, είχε προηγηθεί της ελληνικής έκδοσης. Έλα όμως, που, ότι έχεις ακούσει και διαβάσει, απλά σε προετοιμάζουν για την αναγνωστική απόλαυση, που σου χαρίζει αυτό το στιβαρό και συγκινητικό βιβλίο, που για τον Έλληνα αναγνώστη, μπορεί να ξυπνήσει μνήμες Εμφυλίου ή καταστάσεις κυρίως της επαρχίας στην περίοδο από τον Β παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το 1974, που έχει διαβάσει σε ωραία ελληνικά μυθιστορήματα και το οποίο είναι γραμμένο με απλή (αλλά όχι απλοϊκή) γλώσσα, στιβαρότητα και έξοχη δομή.



"Την ημέρα που δολοφόνησαν τον Τσάτο έβρεχε. Ημέρα εργάσιμη, γκρίζα, από εκείνες που μοιάζει να παρατείνονται ατέλειωτα, όπου τα πάντα είναι αργά, μουσκεμένα, και το πρωί είναι απαράλλαχτο με το απόγευμα. Μια μέρα κανονική, με την κορυφή των λόφων γύρω από το χωριό σκεπασμένη με σύννεφα."

Η ιστορία που αφηγείται ο Αραμπούρου, επικεντρώνεται σε δύο οικογένειες, που ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν, την μεγάλη πόλη της χώρας των Βάσκων. Είναι οι οικογένειες δύο γειτόνων, του Τσάτο και του Χοσίαν, κάποτε κολλητών φίλων που οι ζωές τους ακολούθησαν διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους, ο Τσάτο έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας και ο Χοσίαν παρέμεινε σε όλη του τη ζωή εργάτης. Οι δύο σύζυγοί τους, η Μπιτόρι και η Μίρεν αντίστοιχα, ήταν κι αυτές όχι απλώς φίλες, αλλά σχεδόν αδερφές.
Η δράση καλύπτει μια περίοδο περίπου 30 χρόνων, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως το 2011, ξεκινώντας από το τελευταίο διάστημα.

Είναι το 2011 και η Μπιτόρι, χήρα του δολοφονημένου Τσάτο, που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των εκτελεστών της οργάνωσης, αποφασίζει να γυρίσει στο χωριό, όπου έγινε ο φόνος, και να ξανανοίξει το σπίτι, που έμενε κλειστό από τότε. Πήρε την απόφαση αυτή, μετά την τελευταία ανακοίνωση της ΕΤΑ, για οριστική κατάπαυση του πυρός (ουσιαστικά την παύση της ένοπλης δραστηριότητας της). Η Μπιτόρι, δεν ξέχασε ποτέ της, πως δολοφονήθηκε ο Τσάτο και την εχθρική ή απλά φοβισμένη στάση των κατοίκων του χωριού απέναντι στην οικογένειά της.

Ο Τσάτο, ενώ ζούσε ειρηνικά για πολλά χρόνια στη πόλη που μεγάλωσε και είχε μια μεταφορική εταιρία, δίνοντας δουλειά σε πολλούς συντοπίτες του, άρχισε να λαμβάνει εκβιαστικές επιστολές από την ΕΤΑ, για «προσφορά χρημάτων στον απελευθερωτικό αγώνα». Στην αρχή υπακούει, τα ποσά δεν είναι μεγάλα, αλλά όταν οι οικονομικές απαιτήσεις μεγαλώνουν, αρνείται να συμβιβαστεί, και τότε στους τοίχους των σπιτιών εμφανίζονται γκράφιτι με υβριστικά συνθήματα εναντίον του, χαρακτηρίζοντάς τον «Προδότη» κλπ. Οι κάτοικοι του χωριού, αποφεύγουν τον Τσάτο αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, είτε από φόβο, είτε υιοθετώντας τα συνθήματα, ακόμα κι ο Χοσίαν, ο παιδικός του φίλος, του φέρεται ψυχρά, γιατί ο μεγαλύτερος γιος του, ο Χοσέ Μάρι έχει φύγει να εκπαιδευτεί από την ΕΤΑ.
Μετά από λίγο καιρό, ο Τσάτο, δολοφονείται εν ψυχρώ, μπροστά στο σπίτι του - λίγες ημέρες πριν την εκτέλεση, είχε πει στην Μπιτόρι, ότι είχε δει τον Χοσέ Μάρι να παρακολουθεί το σπίτι τους.
Η Μπιτόρι και τα δύο τους παιδιά, ο Σαμπίερ και η Νερέα, μετακομίζουν σε ένα διαμέρισμα του Σαν Σεμπαστιάν, που είχε προλάβει η οικογένεια να αγοράσει, αφότου ο εκβιασμός είχε γίνει πιο έντονος. Τώρα η Μπιτόρι αποφασίζει να ξαναγυρίσει, επισκεπτόμενη καθημερινά το νεκροταφείο, όπου είναι θαμμένος ο σύζυγός της. Τα δύο της παιδιά, ο Σαμπίερ, που είναι επιτυχημένος γιατρός αλλά με μεγάλη συναισθηματική μοναξιά και η Νερέα που προσπαθεί να βρει ένα νόημα στη ζωή της, ανίκανη να ξεπεράσει τα τραύματα που της προκάλεσε η δολοφονία του πατέρα της και τις ενοχές της, για την αποστασιοποίηση που κρατούσε τότε στα γεγονότα, προσπαθούν να την μεταπείσουν, χωρίς μεγάλη επιτυχία.

"Ένας άνθρωπος όμως μπορεί να είναι καράβι. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι καράβι με ατσάλινη γάστρα. Μετά περνούν τα χρόνια και δημιουργούνται ρήγματα. Από κει μπαίνει το νερό της νοσταλγίας, μολυσμένο με μοναξιά, και το νερό της συνείδησης ότι έκανε λάθος και ότι δεν μπορεί να διορθώσει το λάθος, κι αυτό το νερό που διαβρώνει τόσο, το νερό της μετάνοιας που νιώθει και δεν παραδέχεται από φόβο, από ντροπή για να μη τα χαλάσει με τους συντρόφους. Κι έτσι ο άνθρωπος, καράβι πια σπασμένο, θα βουλιάξει στον πάτο από τη μια στιγμή στην άλλη."

Παράλληλα, παρακολουθούμε την Μίρεν, την σύζυγο του Χοσίαν και την οικογένειά της. Μια οικογένεια, που διάλεξε πλευρά, υποστήριξε με πάθος τον αγώνα της ΕΤΑ και το έχει πληρώσει. Ο Χοσέ Μάρι, συνελήφθη και είναι στην φυλακή, καταδικασμένος με πολυετή κάθειρξη, αμετανόητος και σκληρός. Η Μίρεν φανατισμένη και μονοδιάστατη στις απόψεις της, τον στηρίζει σε ότι κάνει και ότι λέει, ερχόμενη σε ρήξη με τα δύο της παιδιά, την Αράντσα, που είναι πλέον καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, μετά το ισχυρό εγκεφαλικό που έπαθε σε ένα ταξίδι, ήδη (τότε) σε διάσταση με τον σύζυγό της και πλέον διαζευγμένη, χωρίς δυνατότητα κίνησης και ομιλίας, επικοινωνώντας μόνο μέσω μιας ταμπλέτας, αλλά και τον Γκόρκα, τον νεότερο γιο, που είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ζεί μόνιμα στο Σαν Σεμπαστιάν με τον εκδότη σύντροφό του. Μόνο ο γέροντας πλέον, Χοσίαν, την ανέχεται, κλεισμένος στον εαυτό του και ασχολούμενος με το μποστάνι του.

Η αφήγηση του Αραμπούρου επικεντρώνεται στις δύο γυναίκες, την Μπιτόρι και την Μίρεν, που είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι περιστάσεις τις χώρισαν. Η Μίρεν αλύγιστη και σκληρή, ξεκόβει με τη μία από την αδερφική της φίλη, μόλις ο γιος της εντάσσεται στις γραμμές της ΕΤΑ. Θα μείνει έτσι και καθ' όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του, θα πάθει σοκ, όταν ενημερωθεί ότι η Μπιτόρι εμφανίστηκε πάλι στο χωριό, θα συγκλονιστεί όταν η κατάκοιτη (ουσιαστικά) κόρη της, θα επιδιώξει την επαφή με την Μπιτόρι και θα έχει μια φιλική σχέση μαζί της, θα δει τον κόσμο της να ανατρέπεται όταν ακούει τα περί εκεχειρίας και παράδοσης των όπλων. Η Μπιτόρι είναι μια γυναίκα που δεν έχει ξεχάσει, δεν θα ξεχάσει ποτέ. Δεν θέλει να εκδικηθεί, ούτε να ανατρέψει καμιά κατάσταση.  Γνωρίζει πολύ καλά τους παλιούς της συγχωριανούς για να τους συγχωρέσει, απλά θέλει να μάθει, αν ο Χοσέ Μάρι, ήταν ο δολοφόνος του Τσάτο, αν μετάνιωσε και να ακούσει μια "συγγνώμη" από τα χείλη του.


" "Γιατί φέρομαι έτσι;"
"Από δειλία"
"Ακριβώς. Επειδή είμαι τόσο δειλός όσο κι αυτός και όσο τόσοι άλλοι αυτή τη στιγμή που στο χωριό μου θα λένε χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούσουν, πρόκειται για κτηνωδία, για ανώφελη αιματοχυσία, δε χτίζεται έτσι μια πατρίδα. Κανείς όμως δεν πρόκειται να κουνήσει το δάχτυλό του. Αυτή την ώρα θα έχουν κιόλας καθαρίσει τον δρόμο με μια μάνικα για να μη μείνει ούτε ίχνος του εγκλήματος. Και αύριο θα υπάρχουν μουρμουρητά στον αέρα, κατά βάθος όμως όλα θα συνεχίσουν ίδια. Οι άνθρωποι θα πάνε στην επόμενη διαδήλωση υπέρ της ΕΤΑ, ξέροντας πως είναι σκόπιμο να τους δουν μέσα στο κοπάδι. Είναι ο φόρος που πληρώνει κανείς για να ζει ήσυχα στη χώρα των σιωπηλών." "

Ο συγγραφέας δεν αφηγείται γραμμικά την εξόχως ενδιαφέρουσα ιστορία του, αλλά πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο, ξετυλίγοντας με υπομονή το κουβάρι των γεγονότων και των αναμνήσεων. Παρά την παύση πυρός της ΕΤΑ, ο πόλεμος συνεχίζεται στις καρδιές και στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση που θα πάρει καιρό να ειρηνεύσει. Η δολοφονία του Τσάτο και εάν ο Χοσέ Μάρι ήταν ο δολοφόνος και ποιος ήταν ο βαθμός εμπλοκής του στους μοιραίους πυροβολισμούς, που πήραν τη ζωή του κάποτε γείτονά του, και ανθρώπου που του είχε φερθεί με στοργή και αγάπη όταν ήταν μικρό παιδί, θα απασχολήσουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, αλλά δεν είναι αυτό το μείζον ερώτημα, ούτε εκείνο που κυριαρχεί στο βιβλίο.

Η έμφαση δίνεται στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, των μελών των δύο εμπλεκόμενων στην ιστορία, οικογενειών. Ο Αραμπούρου δεν χρησιμοποιεί ιστορικά γεγονότα, αλλά επικεντρώνει στην καθημερινότητα και στα προβλήματα που αυτή η κατάσταση δημιουργεί στους απλούς ανθρώπους. Οι ζωές των πέντε παιδιών, δύο της οικογένειας του δολοφονηθέντος Τσάτο και τριών της οικογένειας της Μίρεν, περιγράφονται και αναλύονται, με την σκιά των γεγονότων που σημάδεψαν τη ζωή τους και τους χαρακτήρες τους να πέφτει βαριά επάνω τους. Η συγκλονιστική Αράντσα, που η ζωή της άλλαξε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, μετά το ισχυρό εγκεφαλικό που υπέστη, ο ευαίσθητος Γκόρκα, που θα φύγει από το χωριό για να βρει τον εαυτό του, τρομάζοντας για ότι έβλεπε και ήταν «υποχρεωμένος» από την κοινότητα να κάνει εκεί, και ο μελαγχολικός γιατρός Σαμπίερ, που δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά με κανέναν, μπορεί να δείχνουν σε πρώτη ματιά πιο ενδιαφέροντες απ' όλους, αλλά δεν πάνε πίσω και οι υπόλοιποι.



" "Έγραψα λοιπόν ενάντια στα δεινά που προκάλεσαν κάποιοι άνθρωποι σε άλλους, επιχειρώντας να καταδείξω σε τι συνίστανται τα εν λόγω δεινά, και ασφαλώς ποιος τα δημιουργεί και σε ποιες σωματικές και ψυχικές συνέπειες οδηγούν τα επιζώντα θύματα.
(...)
"Επίσης έγραψα εναντίον του εγκλήματος που διαπράττεται με πολιτικό πρόσχημα, στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιος πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί. Έγραψα χωρίς μίσος εναντίον της γλώσσας του μίσους και εναντίον της λησμονιάς και της λήθης που μηχανεύονται όσοι προσπαθούν να επινοήσουν μια ιστορία στην υπηρεσία του σχεδίου τους και των ολοκληρωτικών πιστεύω τους.""

Ο συγγραφέας, σκιαγραφεί με συμπάθεια και ενσυναίσθηση τους ήρωές του, περιγράφοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν και τονίζοντας τις διαφορές μεταξύ της ζωής στις μεγάλες πόλεις (όπως το Σαν Σεμπαστιάν) και της επαρχίας στη χώρα των Βάσκων. Τονίζει την αποδοχή και την κάλυψη από την πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού, στους δολοφόνους της ΕΤΑ, την εύκολη υιοθέτηση των φημών, και τον εξοβελισμό από την κοινότητα, της οικογένειας του Τσάτο, από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να γνωρίζει κανείς το γιατί. Περιγράφει, το πώς, οικονομικές ή ταξικές διαφορές, μπορεί να χρησιμεύσουν ως κάλυμμα για τις δήθεν πολιτικές διχόνοιες, εν ολίγοις μας δίνει με ρεαλισμό το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που ότι και να γίνει συνεχίζει να υπάρχει.

Η «Πατρίδα», είναι ένα θαυμάσιο «λαϊκό» (με την έννοια ότι μπορεί να το διαβάσει οποιοσδήποτε, χωρίς να δυσκολευτεί, γι’ αυτό διασκευάζεται για να μεταφερθεί ως τηλεοπτική σειρά), πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που μιλάει για την συγχώρεση και την λήθη, για τον εθνικισμό και την τρομοκρατία, τον ρόλο της Καθολικής εκκλησίας και τα πολιτικά παιχνίδια, τον φανατισμό και τον διχασμό της κοινωνίας.
Ισορροπώντας με απόλυτη (και παραδειγματική) επιτυχία τα μελοδραματικά στοιχεία της ιστορίας που περιγράφει, με τα ψυχολογικά και εσωτερικά (σε στυλ Ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα) στοιχεία, ο Αραμπούρου αποφεύγει την ηθικολογία και την ευκολία του διδακτισμού και μας χαρίζει ένα χορταστικό και σπαρακτικό, σπουδαίο βιβλίο που πολύ δύσκολα θα λησμονήσουμε.

Βαθμολογία 84 / 100





 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home