Σάββατο, Μαρτίου 14, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 14, 2020 | Permalink
"Γερμανικό φθινόπωρο"

Το φθινόπωρο του 1946, ένα χρόνο και κάτι μήνες, αφότου είχε τελειώσει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος, η Σουηδική εφημερίδα Expressen, στέλνει τον ήδη διάσημο συγγραφέα Stig Dagerman  (Ουψάλα, 1923 - Στοκχόλμη, 1954), στην ηττημένη Γερμανία για μια σειρά ανταποκρίσεων σχετικά με την κατάσταση της κατεστραμμένης χώρας. Ο Σουηδός συγγραφέας, που ήταν τότε μόλις 23 ετών, αλλά έχοντας ήδη εκδώσει 2 μυθιστορήματα θεωρείτο το next best thing της λογοτεχνίας της χώρας, είχε από την διεύθυνση της εφημερίδας την πλήρη ελευθερία να περιγράψει ότι ακριβώς θα έβλεπε στις πόλεις που θα επισκεπτόταν, να αποδώσει σε μια σειρά μέχρι 10 άρθρων την κατάσταση που θα βίωνε. Τα άρθρα τελικά ήταν 12 και δημοσιεύτηκαν στην Expressen σε ένα διάστημα μερικών μηνών μεταξύ 1946 και 1947 και εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο «Tysk höst» την ίδια χρονιά.


Στα ελληνικά, η συλλογή των αφηγημάτων του Ντάγκερμαν, εκδόθηκε την περασμένη χρονιά με τίτλο «ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ», από τις εκδ. Καστανιώτη (μετάφρ. Αγγ. Νάτση, σελ.154). Στο βιβλίο περιλαμβάνονται 13 κείμενα, 11 από αυτά που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα και 2 αδημοσίευτα, εκ των οποίων το ένα (το εισαγωγικό) δίνει τον τίτλο στην ελληνική έκδοση. Εξαρχής το ερώτημα που προκύπτει είναι, πως γίνεται να ενδιαφέρει τον σημερινό Έλληνα, μια σειρά κειμένων που γράφτηκαν για ένα έντυπο 65 χρόνια πριν. Η απάντηση δίνεται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου και είναι αφοπλιστική. Αν δεν τον ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο, τότε τι; Είναι τέτοιο το αφηγηματικό στυλ του συγγραφέα που σε παίρνει μαζί του σε ένα ταξίδι στην κόλαση επί γης. Ο Ντάγκερμαν δεν γράφει ρεπορτάζ, γράφει απλή και καθαρή λογοτεχνία, που συγκλονίζει και δονεί, που συγκινεί και αφυπνίζει συνειδήσεις.

«Γιατί στη Γερμανία υπάρχουν πολλοί τίμιοι αντιφασίστες που είναι περισσότερο απογοητευμένοι, άστεγοι και νικημένοι απ' ότι θα είναι ποτέ οι ναζιστές λακέδες; Είναι απογοητευμένοι γιατί η απελευθέρωση δεν αποδείχτηκε τόσο δραστική όσο την είχαν φανταστεί, άστεγοι γιατί αποστασιοποιούνται από τη γενική γερμανική δυσαρέσκεια στην οποία εντοπίζουν έναν λανθάνοντα υπέρμετρο ναζισμό αλλά και από την πολιτική των Συμμάχων, αντιμετωπίζοντας με έκπληξη την υποχωρητικότητά τους στο θέμα των πρώην ναζιστών. Και τελικά νικημένοι επειδή αμφισβητούν ότι ως Γερμανοί συνέβαλαν στην τελική νίκη των Συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι πεπεισμένοι ότι ως αντιναζιστές δεν έχουν κανένα μερίδιο στη γερμανική ήττα. Έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους σε μια ολοκληρωτική παθητικότητα, μιας και "δράση" σημαίνει συνεργασία με τα ύποπτα στοιχεία που έμαθαν να μισούν αυτά τα δώδεκα χρόνια καταπίεσης.»

Ο Ντάγκερμαν, φτάνει στην Γερμανία με σκοπό να μην αναπαράγει κλισέ και να μη δει την κατάσταση από απόσταση. Ταξιδεύει με το τρένο στην κατεστραμμένη χώρα μαζί με τον κόσμο, ακούει τις ιστορίες τους με ενσυναίσθηση, ψάχνει για την αλήθεια των πραγμάτων και των αφηγήσεων, μπαίνοντας στα σπίτια των οικογενειών που προσπαθούν να επιβιώσουν μόνο με βραστές πατάτες, βλέπει τα παιδιά που ζουν στις λάσπες και στα χιόνια, αλλά συναναστρέφεται και λογοτέχνες που αντιμετωπίζουν με χιούμορ και καρτερικότητα την κατάσταση, πουλώντας τις γραφομηχανές τους για ένα κομμάτι ψωμί.

Ο συγγραφέας δεν μπορεί να κρύψει το σοκ του, από το ερειπωμένο Αμβούργο, όπου μια ολόκληρη πόλη έχει ισοπεδωθεί και το τρένο διασχίζει έρημες εκτάσεις που κάποτε ήταν οι συνοικίες του μεγάλου λιμανιού. Η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για τον πόλεμο, για τους νεκρούς, για τις καταστροφές, για τις θηριωδίες αλλά πλέον είναι μια «έρημη χώρα», μια κόλαση, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία, με πλημμυρισμένα από κόσμο υπόγεια και καλύβες, την πείνα να θερίζει. Περιγράφει τους απλούς στρατιώτες – αιχμαλώτους πολέμου να γυρίζουν σπίτια τους (αν έχει μείνει τίποτα), ψυχικά διαταραγμένοι ή στην καλύτερη περίπτωση καταθλιπτικοί και τους παλιούς αριστοκράτες ή ευκατάστατους αξιωματικούς τους, που τους έδιναν τις διαταγές για μαζικές εκκαθαρίσεις πόλεων και πληθυσμών, να είναι οι περισσότεροι στα κτήματά τους στην επαρχία, μετά από ολιγόμηνη φυλάκιση, κυνηγώντας και περνώντας μια χαρά.


«Η Γερμανία δεν έχει μόνο μία χαμένη γενιά, αλλά περισσότερες. Σίγουρα μπορείς να διαφωνήσεις σχετικά με το ποια είναι η πιο χαμένη, πότε όμως για το ποια είναι η πιο αξιόπιστη. Όσοι είναι γύρω στα είκοσι συχνάζουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς των μικρών γερμανικών πόλεων, βαθιά χωμένοι στο σκοτάδι, χωρίς να περιμένουν κάποιο τρένο ή κάτι άλλο. Εκεί εκτυλίσσονται μικρές απεγνωσμένες ληστρικές απόπειρες τις οποίες διεξάγουν νευρικοί νεαροί που τινάζουν επιθετικά τα μαλλιά τους όταν τους συλλαμβάνει η αστυνομία. Μπορεί επίσης να δει μεθυσμένες κοπελίτσες να κρέμονται από τον λαιμό συμμαχικών στρατιωτών ή να είναι μισοξαπλωμένες στα παγκάκια των αιθουσών αναμονής παρέα με μεθυσμένους νέγρους. Καμιά άλλη νέα γενιά δεν έχει βιώσει παρόμοια μοίρα, δηλώνει ένας γνωστός Γερμανός εκδότης σε ένα βιβλίο που αναφέρεται σε αυτά τα νιάτα. Κυρίευσαν τον κόσμο στα δεκαοκτώ για να χάσουν τα πάντα στα είκοσι δύο.»

Η χαοτική κατάσταση που περιγράφει ο Ντάγκερμαν, επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ζωής. Δίκες συνεργατών του Ναζιστικού καθεστώτος (που άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, συνετέλεσαν σε αυτό το έκτρωμα), μετατρέπονται σε παρωδία, λόγω γραφειοκρατίας, μαρτύρων που εμφανίζονται από το πουθενά, υπερασπιζόμενοι «τον αγνό και άμοιρο οικογενειάρχη», ποινές - χάδια και ένα αίσθημα ατιμωρησίας που επικρατεί στην ατμόσφαιρα (μετά τις Δίκες της Νυρεμβέργης) που απελπίζει όλο και περισσότερο, τους Γερμανούς που ήταν αντίθετοι με το καθεστώς, που υπέφεραν ή υπέμειναν και τώρα τιμωρούνται ίσως περισσότερο από τους πραγματικά υπεύθυνους σε κάθε χωριό και συνοικία.


Τα κείμενα του Ντάγκερμαν είναι λογοτεχνικά διαμάντια. Ο λυρισμός εναλλάσσεται με τον ρεαλισμό και με εικόνες γεμάτες πόνο και δυστυχία. Ο συγγραφέας συντάσσεται με τον απλό άνθρωπο, αυτόν που υποφέρει (διότι πέρα από το «δίκαιο» ή το «άδικο», το έχει πει ο Μπρετόν καλύτερα απ' όλους, «ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση»), τον παρακολουθεί από κοντά, δεν πολυενδιαφέρεται για τις απεργίες κλπ, όπως αναφέρει σε μια επιστολή προς ένα συνάδελφό του «Καμιά όρεξη δεν έχω να οικειοποιηθώ όλες τις ελεεινές συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τον τέλειο δημοσιογράφο. Δυσκολεύομαι πολύ να κατανοήσω τον κόσμο που συναντώ στο ξενοδοχείο των δημοσιογράφων - πιστεύουν ότι μια απεργιούλα πείνας είναι πιο σημαντική από την πείνα των εκατομμυρίων. Οι πορείες και οι διαδηλώσεις για την πείνα δημιουργούν σίγουρα μεγάλη αίσθηση, ενώ η ίδια η πείνα δεν προκαλεί καμιά εντύπωση.»

To ζοφερό και ελεγειακό «ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ», δεν είναι μόνο, μια έξοχη περιγραφή των δεινών, της παρακμής και της απελπισίας μιας κατεστραμμένης χώρας, δεν είναι μόνο η ματιά ενός προικισμένου συγγραφέα και η απόδειξη της λογοτεχνικής του ποιότητας, είναι κι ένα μάθημα δημοσιογραφίας και το πως αυτό το (κάποτε) λειτούργημα συγγενεύει με την λογοτεχνία.
Ο Ντάγκερμαν λίγα χρόνια αργότερα, κουβαλώντας πολλά ψυχολογικά προβλήματα, θα αυτοκτονήσει σε νεότατη ηλικία, μόλις 31 χρονών. Η ωραία έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά, συνοδεύεται από το εξαιρετικό (και λίγα λέω), επίμετρο της μεταφράστριας  Αγγελικής Νάτση.

«Κι ενώ το αεροπλάνο υψώνεται στο χειμωνιάτικο βράδυ μέσα σε ένα σύννεφο γερμανικής βροχής και γερμανικού χιονιού και οι επιζήσαντες γερμανικοί αετοί εξαφανίζονται από κάτω μας στο σκοτάδι του αεροδρομίου, καθώς τα φώτα της Φρανκφούρτης σβήνουν στα νεφελώδη σκοτάδια και το σουηδικό αεροπλάνο υψώνεται πάνω από τον γερμανικό πόνο με ταχύτητα τριακοσίων χιλιομέτρων την ώρα, μία είναι η σκέψη που καταδυναστεύει τον ταξιδιώτη: Πως θα ήταν αν έπρεπε να μείνει εδώ, αν έπρεπε να πεινάει κάθε μέρα, αν έπρεπε να κοιμάται σε υπόγεια, αν έπρεπε κάθε ώρα και στιγμή να παλεύει με τον πειρασμό να κλέψει, αν έπρεπε να τρέμει διαρκώς από το κρύο, αν έπρεπε να παλεύει όλη μέρα κι όλη νύχτα με τις πλέον δύσκολες συνθήκες. Θυμάσαι και ανθρώπους που συνάντησες, ανθρώπους που έπρεπε να παλεύουν με όλα τα παραπάνω. Και, κυρίως, θυμάσαι κάποιους λογοτέχνες, κάποιους καλλιτέχνες, όχι επειδή ήταν πιο πεινασμένοι ή υπέφεραν περισσότερο από τους άλλους, αλλά επειδή είχαν επίγνωση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο πόνος, είχαν προσπαθήσει να μετρήσουν την απόσταση μεταξύ τέχνης και πόνου.»

Βαθμολογία 85 / 100








 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home