Τετάρτη, Μαΐου 13, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 13, 2020 | Permalink
"Δεσμοί στοργής"
Η
ιστορία μιας πραγματικής και όχι τόσο συνηθισμένης οικογένειας, περιγράφεται με
θαυμάσια οικονομία λόγου και υπέροχο λογοτεχνικό ύφος, στη νουβέλα του
Βολιβιανού (Παλαιστινιακής καταγωγής) συγγραφέα, σεναριογράφου και μουσικού Rodrigo Hasbun (Κοτσαμπάμπα,
1981), με τίτλο «ΔΕΣΜΟΙ ΣΤΟΡΓΗΣ» («Los Affectos») - (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Γ. Ζακοπούλου,
σελ.156).
Σε
αυτό το σύντομο και περιεκτικό μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε πραγματικά
γεγονότα, ο Ασμπούν διατρέχει τρεις δεκαετίες της Βολιβιανής ιστορίας (μιας
χώρας για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα), μέσα από μια πολυφωνική
αφήγηση (κατόρθωμα για τόσο μικρό σε μέγεθος λογοτεχνικό έργο). Μια ιστορία
όπου οι (πέντε) αφηγητές αλλάζουν σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, προβάλλοντας
διαφορετικές οπτικές γωνίες μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ιστορίας, που
αφηγούνται μέσα από τις μεταβολές στη ζωή των ηρώων της.
«Ήταν
τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου και μοναδική μου παρηγοριά ήταν να λέω στον
εαυτό μου ότι κάπου μακριά θα μπορούσα να ξαναρχίσω. Τα χρόνια εκείνα ήταν
ζοφερά και η αντίδρασή μου, όπου και να βρισκόμουν, ήταν να υποχρεώνω τον εαυτό
μου ξανά και ξανά να σκέφτεται έτσι.
Ύστερα
παραιτήθηκα.
Δεν
είναι αλήθεια ότι η μνήμη είναι ένας τόπος ασφαλής. Κι εκεί τα πράγματα
παραμορφώνονται και χάνονται. Κι εκεί στο τέλος απομακρυνόμαστε από τους πιο
αγαπημένους μας ανθρώπους.»
Η
οικογένεια Ερτλ είχε μεταναστεύσει στην Βολιβία μετά τον πόλεμο. Ο Χανς Ερτλ,
γνωστός εικονολήπτης στη Γερμανία, συνεργάτης της περίφημης (και διαβόητης)
σκηνοθέτιδας Λένι Ρίφενσταλ, πήρε την οικογένειά του, την σύζυγό του και τις
τρείς κόρες τους, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, μακριά από την κατεστραμμένη
πλέον πατρίδα του. Ιδιαίτερα διακεκριμένος στον χώρο του κατά τη διάρκεια της
Ναζιστικής κυριαρχίας, στρέφεται στην Βολιβία, στον χώρο των εξερευνήσεων με
όνειρο να βρει μια χαμένη πόλη των Ίνκας, που θρύλοι λένε ότι βρίσκεται στην
ζούγκλα του Αμαζονίου. Ο σκοπός του είναι να κινηματογραφήσει ένα ντοκιμαντέρ
για την χαμένη πόλη. Μετά από κάποιες προσπάθειες αποτυχημένες, ξεκινάει για
την μεγάλη αποστολή παίρνοντας μαζί του, τις δύο μεγαλύτερες κόρες του.
Η
Μόνικα, η Χάιντι και η Τρίξι είναι οι τρεις κόρες της οικογένειας, πολύ
διαφορετικές μεταξύ τους. Η Μόνικα, η μεγαλύτερη θα είναι το δεξί χέρι του
πατέρα της στις προσπάθειές του να επιτύχει τον σκοπό του. Η Χάιντι φεύγει για
πρώτη φορά από το σπίτι και όλα της φαίνονται μαγικά, τα δάση, οι ιθαγενείς, τα
ζώα, ο βοηθός του πατέρα της. Η μόλις 11χρονη Τρίξι, θα μείνει στην Λα Παζ με
την μητέρα της, την Αουρέλια, με την οποία θα κάνουν ατελείωτες συζητήσεις. Η
αποτυχία της αποστολής θα επηρεάσει καταλυτικά τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια,
με την κάθε κόρη (και την σύζυγο) να αντιδράει με τον δικό της τρόπο.
Οι
ζωές τους εκτυλίσσονται διαφορετικά μέσα στα χρόνια. Η Μόνικα - ο πιο
ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου -, θα εξεγερθεί κατά πάντων, του πατέρα της
(από τον οποίο κληρονόμησε την περιπετειώδη φύση), της οικογένειάς της, του
παρελθόντος, της Βολιβιανής κοινωνίας. Η αντίδρασή της θα φτάσει μέχρι τα βουνά
της χώρας όπου θα στρατολογηθεί στο αντάρτικο που μάχεται την κυβέρνηση, ενώ θα
προσπαθήσει να εκδικηθεί τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα, προσπαθώντας να σκοτώσει
τον εκτελεστή του. Η Χάιντι θα στραφεί στην δημιουργία οικογένειας, επιλέγοντας
έναν πιο ασφαλή δρόμο, ενώ η Τρίξι θα αναλωθεί στην επιβίωση της
καθημερινότητας, παρατηρώντας εκ του μακρόθεν τα γεγονότα μοιάζοντας περισσότερο
με την μητέρα της.
«Είσαι
η νοικοκυρά χωρίς νοικοκυριό, η αναίσθητη σύζυγος, η γυναίκα που αφιερώνεται
στις αγαθοεργίες με μια φίλη από το σχολείο για να αποφύγει την ενοχή και την
πλήξη και τα συχνά ταξίδια του άντρα της (να πηγαίνει άραγε απευθείας στα
ορυχεία ή μήπως έχει μυστική ζωή, μια ζωή που θα εξηγούσε την ανικανότητά του
και την αβουλία του;). Είσαι το κοριτσάκι που οι επιχειρηματίες θέλουν διαρκώς
να ξελογιάσουν, η άνετη γυναίκα που βλέπει τη μια της αδελφή αραιά και πού και
έχει χάσει την επαφή της με την άλλη, με την οποία στ' αλήθεια ποτέ δεν τα
πήγαινε καλά. Είσαι η κόρη δίχως μάνα, αυτή που δεν μπορεί να πάψει να
σκέφτεται τον πατέρα της, με βαθύ μίσος τις μισές φορές και τις άλλες μισές με
θαυμασμό και αδιάλειπτη αγάπη, χωρίς όρους. Είσαι εκείνη που μιλάει με τους
άπορους που έρχονται στη στέγη, ου ενδιαφέρεται να μάθει όσα έχουν να πουν, που
συγκλονίζεται από τις ιστορίες τους, αν και συνήθως είναι μάλλον σιωπηλοί,
γυναίκες και άντρες ου εξαφανίζονται μυστηριωδώς, όπως ήρθαν. Είσαι εκείνη που
παραμένει άγνωστη ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Η πρώην καταθλιπτική, η
σχεδόν Βολιβιανή. Όπως και να το δει κανείς, το σύνολο αποδεικνύεται
αξιοθρήνητο.»
Με
τους αφηγητές να εναλλάσσονται ανά κεφάλαιο, ο Ασμπούν στο πολυφωνικό του
μυθιστόρημα, συνδυάζει την μυθοπλασία με ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την
Βολιβιανή κοινωνία. Οικογενειακές σχέσεις γεμάτες ένταση, διαφωνίες αλλά και
αφοσίωση, χαρακτήρες διαφορετικοί που συγκρούονται αλλά μένουν δεμένοι και μια ταλαιπωρημένη
και φτωχή χώρα που αλλάζει με τα χρόνια όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Ο
συγγραφέας τονίζει τις λεπτομέρειες, την πορεία στη ζούγκλα, τις κουβέντες
μεταξύ των αδερφών, την μελαγχολία της μητέρας, τα χαμένα όνειρα που δεν
υλοποιήθηκαν ποτέ.
Με
επίκεντρο της ιστορίας που αφηγείται, τον Χανς Ερτλ αυτόν τον αινιγματικό και
ριψοκίνδυνο κινηματογραφιστή, με το σκοτεινό παρελθόν και την Μόνικα (που
αναφορές στη δράση της υπάρχουν στις ιστορίες για το αντάρτικο στην Βολιβία,
στο «Τσε» του Τάιμπο και αλλού), την τολμηρή και ατίθαση γυναίκα που θα
ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, ο συγγραφέας στηρίζεται μεν στην πραγματική τους
ιστορία αλλά με την ικανότητά του, σκιαγραφεί δύο αλησμόνητους λογοτεχνικούς
ήρωες. Δύο άνθρωποι που είναι χαμένοι στο χιμαιρικό τους όνειρο, που θα
πληγωθούν και θα ταλαιπωρηθούν στην διαδρομή, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος,
που οι επιλογές τους θα τους καθορίσουν για πάντα, χαρίζουν στον αναγνώστη έναν
εξαίσιο λογοτεχνικό διάλογο, ένα ιδεολογικό και οικογενειακό μπρα-ντε-φερ στο
καλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου.
Οι
«Δεσμοί στοργής» σαγηνεύουν και εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη με τον ρυθμό και το
ύφος τους – μικρά κεφάλαια σαν βινιέτες, κινηματογραφικό στυλ με συνεχή fade-outs, και χαρακτήρες
γεμάτοι ζωντάνια και δύναμη, χαρίζουν δυο-τρεις ώρες (δεν χρειάζεσαι παραπάνω
για να ολοκληρώσεις την ανάγνωση αυτού του υπέροχου βιβλίου), λογοτεχνικής
απόλαυσης.
Δεν
καινοτομεί με το βιβλίο του ο Ασμπούν, καθώς υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα που
συνδυάζουν πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο με προσωπικές διαδρομές, αλλά καταφέρνει
κάτι πολύ δύσκολο, να γράψει ένα πυκνό μυθιστόρημα ισορροπώντας άψογα την
πολιτική με την αισθητική και να χειριστεί έξοχα το συναίσθημα που αναβλύζει
αλλά δεν πνίγει τον αναγνώστη.
Βαθμολογία
83 / 100
Δημοσίευση σχολίου