Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2020 | Permalink
"Ταξιδεύοντας σε ξένη γη"

Ένας πατέρας τριών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους παιδιών, οδηγεί επί ώρες σε ένα χιονισμένο τοπίο, για να φέρει σπίτι τον γιό του που σπουδάζει σε μια μακρινή πόλη, και είναι αποκλεισμένος, καθώς οι εναέριες συγκοινωνίες έχουν διακοπεί λόγω κακοκαιρίας. Στην διάρκεια του ταξιδιού του, θα είναι μόνος με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του. Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας που αφηγείται ο Βορειοϊρλανδός συγγραφέας David Park (Belfast, 1953), στο μυθιστόρημά του «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΓΗ» («Travelling in a strange land») – (εκδ. Gutenberg, μετάφρ. (και ωραία εισαγωγή) Ν.Μάντης, σελ. 233).


Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα θέμα που ίσως θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα μεγάλο διήγημα. Με οδηγό όμως τον συναισθηματισμό και χρησιμοποιώντα πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ύφος, επιτυγχάνει να γράψει ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα για την απώλεια και την λύτρωση, για το τι σημαίνει να είσαι γονιός και για τα μυστικά που θάβουμε βαθιά μέσα μας, μαζί με τις ενοχές μας.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η Μεγάλη Βρετανία αντιμετωπίζει μια από τις χειρότερες κακοκαιρίες των τελευταίων ετών. Ο Λιουκ σπουδάζει στο Σάντερλαντ και δεν μπορεί να βρει μεταφορικό μέσο για να επιστρέψει στο Μπέλφαστ, να περάσει τις γιορτές με την οικογένειά του. Ο πατέρας του, ο Τομ υπό την ισχυρή πίεση της συζύγου του Λόρνα, αποφασίζει να περάσει με το αυτοκίνητό του με φέρι-μποτ, από την Βόρεια Ιρλανδία μέσω Σκωτίας να μεταφέρει τον γιο του, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες υπέφερε από υψηλό πυρετό. Συντροφιά στο μακρύ ταξίδι των χιονισμένων περιοχών της Σκωτίας και της βόρειας Αγγλίας, έχει μόνο τη φωνή του GPS του, τις μουσικές που ακούει, και τις αναμνήσεις του.

«Ξέρω ότι πρέπει να κρατήσω δική μου την ιστορία του Ντάνιελ, να μην αφήσω κανέναν να επινοήσει μιαν άλλη αφήγηση, να επιβάλλει μια διαφορετική ανάγνωση, γιατί εγώ είμαι που πρέπει να βγάλω νόημα απ’ αυτή. Παλεύω κάθε μέρα, κάθε καινούργια μέρα, για να κάνω τούτο το πράγμα, και ίσως με τον καιρό, παρόλο που δεν μπορώ να το φανταστώ εύκολα, ίσως να καταφέρει να γίνει μια ιστορία που να μπορώ να μοιραστώ με τους άλλους, γιατί δεν έχω ανάγκη κανέναν τρελογιατρό για να μου πει ότι η τόσο στενή επαφή μαζί της είναι διαβρωτική και μ’ εμποδίζει να είμαι πλήρως εκείνο που μπορώ και οφείλω να είμαι για τα παιδιά μου. Αυτά είναι πράγματα που τα γνωρίζω μέσα στο κεφάλι μου, αλλά δεν τα έχω νιώσει ακόμη στην καρδιά μου, ή είναι στο είναι μου, ή σε οτιδήποτε είναι απαραίτητο για να μπορέσεις να νιώσεις κάτι πραγματικά.»

Στην αρχή ο Τομ αναπολεί την σύζυγό του και την μικρότερη κόρη, την 10χρονη Λίλι, σκέπτεται την επαγγελματική του καριέρα – είναι φωτογράφος κυρίως γαμήλιων τελετών, την γνωριμία του με την Λόρνα και την επεισοδιακή έναρξη της σχέσης τους. Ο αναγνώστης δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας καλός και στοργικός άνθρωπος, που νοιάζεται για τον πλησίον του, δεν θα διστάσει να σταματήσει το όχημά του, καθυστερώντας το ταξίδι του για να βοηθήσει μια γυναίκα που γλίστρησε το αυτοκίνητό της από το οδόστρωμα και να καλέσει για βοήθεια, παρηγορώντας την μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο και η αστυνομία.

Χωρίς όμως να το αντιληφθεί ο Τομ, υποσυνείδητα, εισέρχονται και οι βαθύτερες και πιο οδυνηρές σκέψεις. Η σκέψη του Ντάνιελ, του μεγαλύτερου γιού του, που στην αρχή απλώς αναφέρεται, έρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, κυριαρχώντας στην ιστορία, και όπως αργόσυρτα και υπομονετικά κυλάει η αφήγηση, μαθαίνουμε τον λόγο. Ένα παιδί με πολλά προσόντα, ατίθασο και ασυμβίβαστο, που μεγαλώνοντας έγινε ένας προβληματικός και παραβατικός έφηβος, μπλεγμένος με ναρκωτικά και ποτό. Ο Τομ σκέπτεται πότε έγινε ο γιος του ένας ξένος, που χάθηκε η επικοινωνία, τι λάθη έκανε – μετανιώνει για τις αντιδράσεις του, όταν ο Ντάνιελ έκλεψε τον επαγγελματικό του εξοπλισμό, διώχνοντας τον από το σπίτι και χάνοντάς τον ίσως οριστικά. Ο Τομ διασχίζει το χιονισμένο τοπίο, αποφασίζοντας να ξεκλειδώσει το «δωμάτιο στο σπίτι της λίμνης» που στοιχειώνει τους εφιάλτες του, και το βιβλίο οδηγείται προς το σπαρακτικό του φινάλε.

«Τι να σκεφτόσουν καθώς κοίταζες τη θάλασσα; Πες μου τώρα Ντάνιελ. Ή μήπως δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το κρύο που πότιζε το δέρμα σου; Με πονάει η σκέψη αυτή, γιατί δεν μπορώ να την κάνω δίχως να σε δω περικυκλωμένο από εκείνο που έδειχνε σαν μια μοναξιά που δεν κατάφερνα να διαπεράσω. Και τώρα στα όνειρά μου, όταν φωνάζω το όνομά σου ξανά και ξανά, η φωνή μου πνίγεται απ’ τον αέρα και το αδιάκοπο παράπονο της ανήσυχης θάλασσας. Μετά δεν έρχεσια σπίτι αλλά μου ζητάς να σε αφήσω κάπου κοντά στο πανεπιστήμιο επιστρέφοντας στην πόλη κι εγώ δεν φεύγω παρά μόνο όταν έχεις εξαφανιστεί τελείως.»

Ο Τομ είναι ένας άνθρωπος που παλεύει με τις ενοχές του, και προσπαθεί να κατανοήσει τη ζωή του και την θέση του ως πατέρας και σύζυγος. Το ταξίδι του σε αυτή την «ξένη γη» (ο συγγραφέας «παίζει» με την αμφίσημη λέξη «Strange», που σημαίνει «ξένος/η» αλλά και «άγνωστος», όπως και «παράξενος»), είναι ουσιαστικά μια πορεία προς τον βαθύτερο εαυτό του, η συνειδητοποίηση κι ο απολογισμός τής μέχρι τώρα ζωής του, για τα λάθη του και τα προβλήματά του, είναι όμως και ένας δρόμος προς την λύτρωση, την ειρήνη με τον εαυτό του.

Ισορροπώντας έξοχα μεταξύ συναισθήματος και μελοδραματισμού, το βιβλίο στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη, συγκινώντας όχι μόνο τους πατέρες αλλά και όσους είναι γονείς. Η απουσία πλοκής σε ένα τόσο βαθύ μυθιστόρημα έρχεται να τονίσει εμφαντικά το γεγονός, ότι δεν χρειάζεται δράση και περιπεπλεγμένες ιστορίες για να σαγηνεύσουν τον αναγνώστη, αλλά ο στοχασμός και η αφηγηματική ικανότητα στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων μπορούν μια χαρά να κάνουν τη δουλειά.

Όπως και στους αριστουργηματικούς «Νεκρούς» του Τζόις, έτσι κι εδώ το χιόνι με την σιωπή του και την λευκότητά του, φωτίζει την καρδιά και τα συναισθήματα των ανθρώπων, και έρχεται να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο την θλίψη και την συντριβή του Τομ, σε αυτό το στιβαρό και υπέροχο μυθιστόρημα, που συγκινεί ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον καθοριστικό ρόλο της μουσικής στο βιβλίο (όπως και σε κάθε Ιρλανδικό μυθιστόρημα ή ταινία), το οποίο είναι γεμάτο από αναφορές σε (έξοχα) τραγούδια και ερμηνευτές – υπάρχει και σχετική λίστα στο Spotify .

Το βραβευμένο «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη», αυτό το ταξίδι από το Μπέλφαστ στο Σάντερλαντ, είναι ένα βιβλίο, που η κάθε παράγραφος μετράει, δεν έχει τίποτα το περιττό. Είναι ένα βιβλίο που περισσότερο το νιώθεις, παρά το περιγράφεις – ένας προσωπικός και πολύ συγκινητικός απολογισμός, ένα ταξίδι προς την συγχώρεση και την συμφιλίωση με τον εαυτό σου.

Βαθμολογία 82 / 100




 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home