Ο καθηγητής Λατινικών Ραιμούντους Γκρεγκόριους διδάσκει σε ένα λύκειο της Βέρνης. Τυπικός και σχολαστικός στο έπακρο, ζει μόνο γιά να διδάσκει. Χωρισμένος,ζει μόνος του και κάθε μέρα ακολουθεί το ίδιο δρομολόγιο γιά να πάει στο σχολείο.Ένα πρωινό σώζει μιά νεαρή , η οποία αποπειράτο να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μιά γέφυρα . Συνομιλώντας μαζί της καταλαβαίνει ότι είναι ξένη,την ρωτάει ποιά είναι η μητρική της γλώσσα και εκείνη του απαντάει «português».Ο καθηγητής πάει γιά πρώτη φορά στη ζωή του,αργοπορημένος στη τάξη συνοδεύοντας την κοπέλλα , αλλά αυτή η λέξη με την χαρακτηριστική της προφορά του κολλάει στο κεφάλι.Με τη μελωδία αυτής της λέξης να τον τυραννάει περιπλανιέται στην πόλη και μπαίνει σε ένα Ιβηρικό βιβλιοπωλείο χωρίς ακόμα να έχει σχηματισμένο στο μυαλό του τι ακριβώς ζητάει εκεί μέσα. Ο βιβλιοπώλης του χαρίζει ένα μικρό βιβλιαράκι που είχε βρει παραπεταμένο,σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Λισαβόνας.Είναι μιά ιδιωτική (μάλλον) έκδοση του 1975 κάποιου Αμαντέου ντε Πράντου . Ο βιβλιοπώλης προσφέρεται να μεταφράσει λίγες προτάσεις στον Γκρεγκόριους. Του διαβάζει την εισαγωγή και του λέει ότι ο συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο ιδεών με κεφάλαια μεγάλα και κεφάλαια με μία μόνο πρόταση όπως αυτή:
«Αν πράγματι δεν μπορούμε να ζήσουμε παρά ένα μικρό μόνο μέρος όσων έχουμε μέσα μας – τότε τι γίνεται με τα υπόλοιπα?»
Ο Γκρεγκόριους παίρνει μαζί με το βιβλίο και μιά μέθοδο εκμάθησης Πορτογαλικών και ένα λεξικό.Μέχρι να τελειώσει η ημέρα,είχε πάρει την απόφαση του.Θα πάει στην Λισαβόνα να ψάξει γιά τον συγγραφέα αυτού του περίεργου βιβλίου.
Ο Πράντου στο βιβλίο του προσπαθεί να βρει τη σημασία της μοναξιάς,της φιλίας,της αγάπης,της εντιμότητας,του θανάτου και της ανθρώπινης φθοράς ,και των εμπειριών του ανθρώπου.Συνεπαρμένος απ’ότι διαβάζει ο Γκρεγκόριους προσπαθεί να κατανοήσει και να γνωρίσει περισσότερα γιά τον άγνωστό του αλλά και τόσο κοντινό του συγγραφέα.Το ψάξιμο του στη Λισαβόνα τού αποκαλύπτει έναν εκπληκτικό άνδρα-ένα γιατρό και ποιητή που η ανάμειξη του στην αντίσταση εναντίον του δικτάτορα Σαλαζάρ τού άλλαξε τη ζωή.
Πόσο μπορείς όμως να καταλάβεις πραγματικά κάποιον άλλον?Μήπως στη πραγματικότητα προσπαθείς μέσω αυτού να κατανοήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό?
«Κι’εδώ επιβεβαιώνεται γι’άλλη μιά φορά αυτό που πάμπολλες φορές μ’εχει διδάξει η πείρα μου,και μάλιστα ενάντια στην πνευματική μου ιδιοσυγκρασία:ότι το σώμα δεν δωροδοκείται όπως το μυαλό.Το μυαλό είναι το εξαίσιο σκηνικό ψευδαισθήσεων,υφασμένων από όμορφα,παρήγορα λόγια τα οποία μας ξεγελούν ότι τάχα ξέρουμε καλά τον εαυτό μας-τόσο καλά,ώστε ο οικείος αυτός εαυτός αποκλείεται να μας εκπλήξει.Πόσο βαρετή θα ήταν όμως,η ζωή μέσα σε τόσο απόλυτη αυτογνωσία!»
Πόσο εύκολα μπορείς να ξεφύγεις από τα δεσμά της οικογένειας?Η τραγική μοίρα της οικογένειας του Ντε Πράντου , η μεγαλοφυία του που πήγε χαμένη, οι εκπληκτικοί χαρακτήρες που γνωρίζει ο Γκρεγκόριους στην Πορτογαλία του αλλάζουν πραγματικά τη ζωή και τον βοηθάνε να κατανοήσει καλύτερα τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα εκπληκτικό,πολυφωνικό αριστούργημα που είναι ένα ταξίδι μέσα στην Ευρώπη αλλά και μέσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα μας.Ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα βαθύ και ευαίσθητο,ουσιαστικά ανθρώπινο και συγκινητικό που κερδίζει τον αναγνώστη με την ηρεμία του και τα νοήματα που εμπεριέχονται σε κάθε κεφάλαιο.Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και εσωτερικού ταξιδιού...
«Κι’όταν ξεκινάμε να καταλάβουμε κάποιον ως τα μύχια της καρδιάς του?Είναι αυτό ένα ταξίδι που φτάνει κάποτε στον προορισμό του?Είναι η ψυχή ένας τόπος γεγονότων?Ή μήπως τα υποτιθέμενα γεγονότα είναι οι απατηλές σκιές των ιστοριών μας?»
At 24/7/07 18:12,
At 25/7/07 15:42, alef
Εύγε λέμε, για την αντοχή σας πρώτα! Καλέ έτσι είναι ο χτυπημένος από τη ζέστη; Είστε ο μόνος όρθιος που εξακολουθεί και να διαβάζει κιόλας! Οι υπόλοιποι, σχεδόν... κλινικά νεκροί (και το άλεφ σε λήθαργο, άσε που γύρισε και μετάνοιωσε κιόλας, ξαφνικά εκεί που ήμουν και δεν μου άρεσε, συνειδητοποίησα ότι περνούσα καλά και θέλω να ξαναπάω!!), αλλά η Λισαβόνα σας άπαιχτη. Οντως ήθελε ένστικτο για να ασχοληθεί κανείς με αυτό το βιβλίο (αν και ο εκδότης του το πίστευε πολύ, κάποια στιγμή βρέθηκα με τρεις... Λισαβόνες). Αλλά ούτε λόγος, κανείς δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου (ούτε και του εαυτού του το αίνιγμα δεν λύνει ποτέ, αλλά λέμε). Το μόνο που μένει είναι κάτι ωραία βιβλία και κάποιες συναντήσεις "τυχαίες" να ρίχνουν όσο γίνεται φως... Καλά που είναι... Γύρισα λέμε! Φιλιά
@Alef>Welcome back.Δύο τινά συμβαίνουν,ή έχουν φύγει όλοι ή δεν έχει διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο (προς το δεύτερο προσανατολίζομαι).Όπως είναι φανερό από το ποστ,με συγκλόνισε.Αμετάφραστο ακόμα στην Μ.Βρετανία,κάποιος εκδ.οικος πήρε τα δικαιώματα στις ΗΠΑ.Περίεργο έτσι?
Αυτές οι "τυχαίες συναντήσεις" είναι που κυνηγάω.
At 26/7/07 13:49, scalidi
At 26/7/07 15:23, scalidi
At 27/7/07 10:18,
At 27/7/07 14:00, scalidi
Ευαίσθητη χορδή χτυπήσατε λίβρο κι εσείς και η αναγνώστρια, γιατί είχα πιάσει στα χέρια μου το δρ Ζιβάγκο για να το πάρω μαζί στις διακοπές, αλλά το μετάνιωσα τελευταία στιγμή λόγω του όγκου δεν θα χώραγε στη βαλίτσα. Είναι στα υπόψη μου, μάλλον θα το διαβάζω αργά αργά όλο το χειμώνα παράλληλα με τα άλλα, για να το απολαμβάνω και να μου καθαρίζει το αναγνωστικό μου τοπίο, όποτε αυτό θολώνει.
Τι υπέροχο βιβλίο πράγματι. Μόλις έγραψα κι εγώ δική μου παρουσίαση.
Τι να πρωτοεπισημάνω; Την άρτια και απέριττη γραφή; Τα βαθυστόχαστα αλλά διόλου προσποιητά φιλοσοφικά ερωτήματα; Τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες;
Έχω να πω ότι είναι από τα λίγα πολύ καλά βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας που μου θύμισαν τους μεγάλους Ευρωπαίους συγγραφείς.
Το ακόλουθο σχόλιο λογοκρίθηκε από το ιστολόγιο του Βιβλιοκαφέ, αν και αφορά την τρέχουσα ανάρτηση του για το περιοδικό Εντευκτήριο. Αποφάσισα να το στείλω σε άλλα ιστολόγια που ασχολούνται σοβαρά με τη λογοτεχνία στην Ελλάδα ελπίζοντας ότι θα έχει καλύτερη τύχη.
‘Συμφωνώ ότι το Εντευκτήριο είναι ένα από τα πιο αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά με πολύ ενδιαφέρουσα θεματολογία. Το γεγονός όμως ότι ο κ. Κορδομενίδης είναι ο άνθρωπος-ορχήστρα δημιουργεί κάποια προβλήματα. Και εξηγώ: είναι αντιεπαγγελματικό καταξιωμένοι πεζογράφοι και ποιητές με σημαντικό έργο να περιμένουν χρόνια ώσπου να δουν τα κείμενά τους τυπωμένα στο περιοδικό. Το χειρότερο όμως είναι ότι βλέπουν τις εποχές να περνούν χωρίς να λαμβάνουν σημεία ζωής από τον εκδότη. Το γεγονός ότι κάποιος είναι εκδότης δεν δικαιολογεί το να φέρεται υποτιμητικά στους δημιουργούς από τους οποίους βγάζει λεφτά. Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί ν’ αγαπά κάποιος τη λογοτεχνία αλλά να κακομεταχειρίζεται τους λογοτέχνες’
Σας ευχαριστώ,
Λεωνίδας