Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008 | Permalink
Μνήμη σαν ατμός περαστικός
Μετά την εξαιρετική «ΜΟΝΑΧΟΥΛΑ», άλλο ένα υπέροχο μυθιστόρημα από τον πολύ καλό Γάλλο συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας PIERRE PEJU, «ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ» (Εκδ.ΠΟΤΑΜΟΣ , μετάφ. Κατ.Δασκαλάκη,σελ. 286) , (83) . Ένα στοχαστικό βιβλίο , μάλλον «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» αλλά και «ιστορία μαθητείας (bildungsroman) , που απολαμβάνεις κάθε του σελίδα.
Η ιστορία ξεκινάει το 1963 οταν ο δεκαεξάχρονος Πωλ φιλοξενείται από έναν Γερμανό φίλο του στο Κελστάϊν, ένα χωριουδάκι της Βαυαρίας. Σε ένα ειδυλιακό τοπίο με ένα πυκνό δάσος και μιά ρομαντική (αν και λίγο τρομακτική) λίμνη περνάει ένα μήνα διακοπών που θα του σημαδέψει όλη του τη ζωή. Διότι θα γνωρίσει την μυστηριώδη Κλάρα Λαφονταίν, μιά λίγο μεγαλύτερη του κοπέλα που φωτογραφίζει και φιλμάρει τα πάντα και που ζει ελεύθερα μέσα στη φύση σαν αγρίμι. Ο Πωλ είναι ένα ντροπαλό και άβγαλτο παιδί που έχασε τον πατέρα του πριν δύο χρόνια άγρια δολοφονημένο στο Παρίσι σε ένα παγκάκι. Μετά το κακό που τους βρήκε μετακομίζουν με την μητέρα του από την Λυών και φιλοξενούνται από έναν πρώην δωσίλογο και τοκογλύφο θείο που έχει ένα ξενοδοχείο στο κέντρο του Παρισιού και τους παραχωρεί μιά σοφίτα σ’αυτό. Σχεδιάζει συνεχώς σκοτεινές φιγούρες και η επαφή του αυτή με τα γερμανικά δάση, τα γεμάτα θρύλους και παραμύθια όπως και η γνωριμία του με αυτό το κορίτσι που είναι πιό ώριμο και πιό απελευθερωμένο από αυτόν , θα του αλλάξουν τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Αναπτύσσουν μιά ιδιαίτερη σχέση και ο ένας έλκεται και γοητεύεται από τον άλλον με έναν περίεργο τρόπο.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου εναλάσσεται μεταξύ των γεγονότων του καλοκαιριού του 63 και των εμπειριών του πατέρα της Κλάρας στην Ουκρανία το 1941 κατά την διάρκεια της Γερμανικής εισβολής στην Ρωσία . Ο πατέρας της Κλάρας υπηρετούσε σαν γιατρός και έκανε κολλητή παρέα με έναν συγχωριανό του τον Μόριτζ . Η ζωή τους σημαδεύεται από την γενοκτονία των Εβραίων (κυρίως των μικρών παιδιών) που λαμβάνει χώρα στις πόλεις που καταλαμβάνουν . Συμμετέχουν και οι δυό τους σε αυτά τα φρικιαστικά γεγονότα που περιγράφονται εκπληκτικά από τον Πεζύ. Με τον γυρισμό τους δεν μιλάνε σε κανένα γι’αυτά . Κάνουν οικογένειες και κλείνονται στον εαυτό τους βιώνοντας τους προσωπικούς τους εφιάλτες. Μέχρι την ημέρα που ο Μόριτζ πνίγει τα δύο του παιδιά στο δάσος (σαν άλλος δράκος).
«Εδώ και δυό χρόνια , ένας άνθρωπος από το Κελστάϊν τρελάθηκε κάτω από το δέντρο όπου είναι στερεωμένο με σύρμα το βάζο. Ήταν μιά καλοκαιριάτικη Κυριακή.Ο καιρός ήταν πολύ ωραίος και έκανε πολλή ζέστη κι όλόκληρες οικογένειες ανέβαιναν στο ξέφωτο γιά να κάνουν μπάνιο. Εκείνη τη μέρα ήταν τόσο βαρύς ο αέρας στην κοιλάδα που είχε έρθει ακόμα κι ο πατέρας μου,κι η μητέρα μου είχε παραμελήσει το πιάνο της. Ο άνθρωπος ονομαζόταν Βάλτερ Μόριτζ. Ήταν ο γιός του ιδιοκτήτη του πριονιστηρίου, και φίλος του πατέρα μου. Στον πόλεμο ήταν υπολοχαγός και ο πατέρας μου στρατιωτικός γιατρός. Πολλά χρόνια μετά από την επιστροφή του από την Ρωσία,ο Βάλτερ παντρεύτηκε με μιά κοπέλα απ’το Κελστάϊν. Έκαναν δυό παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Εκείνη την Κυριακή, πηγαίνοντας προ τη λίμνη, οι γυναίκες προχωρούσαν μπροστά. Ήταν μαζί η γυναίκα του Μόριτζ, η αδελφή του,οι φίλες της.Κουβαλούσαν καλάθια,μάζευαν φράουλες του δάσους. Ο Βάλτερ Μόριτζ βάδιζε πιό αργά. Κρατούσε από το χέρι το αγοράκι και το κοριτσάκι του. Τους είδαν να παίρνουν τον σκοτεινό δρόμο. Αλλά δεν συνάντησαν ποτέ τις γυναίκες στην όχθη της λίμνης. Η ώρα περνούσε. Ανησυχούσαν. Ξανάκαναν όλο το δρόμο φωνάζοντας «Βάλτερ» και τα ονόματα των παιδιών. Οι κολυμβητές απορούσαν. Κάποιοι νέοι έψαχναν μέσα στους θάμνους . Η κυρία Μόριτζ έκλαιγε περιστοιχισμένη από τις γυναίκες.
...
Η νύχτα είχε πέσει από ώρα όταν βρήκαν τον Μόριτζ και τα δύο παιδιά του.Κάποιοι άντρες είχαν ανέβει με φακούς. Ο πατέρας μου είχε χωθεί στις πυκνές λόχμες ψάχνοντας τον φίλο του. Τα κλαδιά τον είχαν πληγώσει. Αλλά δεν ήταν αυτός που βρήκε τον Μόριτζ, σ’εκείνο το μικροσκοπικό,το σχεδόν δυσεύρετο ξέφωτο.
Ο Βάλτερ ήταν καθισμένος στις ρίζες του δέντρου, με τα μάτια ανοιχτά, με χαμένο το βλέμμα, με το στόμα να χάσκει περίεργα. Κρατούσε το κάθε παιδί απ’το λαιμό. Το κορίτσι κλεισμένο στο δεξί του μπράτσο, το αγόρι κλεισμένο στο αριστερό του μπράτσο. Τα μικρά έμοιαζαν να κοιμούνταν. Σφιγμένα πολύ πάνω στον μπαμπά τους...Αλλά δεν κοιμόνταν:ήταν πεθαμένα! Είδαν αμέσως ότι ο Μόριτζ τα είχε στραγγαλίσει. Ή ίσως τα είχε σφίξει τόσο πολύ που τα είχε πνίξει.»
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι η ενηλικίωση του Πωλ. Παρακολουθούμε την προσπάθεια προσαρμογής του στην νέα του ζωή στο Παρίσι και στο (μάλλον αφιλόξενο) ξενοδοχείο του αινιγματικού θείου του . Με χρονικά άλματα παρακολουθούμε την συμμετοχή του ήρωα στα γεγονότα του 68, τα φοιτητικά του χρόνια στην σχολή Καλών Τεχνών όπου επηρεάζεται από έναν φιλόσοφο καθηγητή, ώσπου να φτάσουμε στην δημιουργική του φάση , όπου βρίσκει τον επαγγελματικό του δρόμο ως γλύπτης πλέον ζώντας σε ένα χωριό κοντά στην πατρική γη με την οικογένεια του, την σύζυγο του και τα δυό τους παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια η Κλάρα (σαν ένα διαφορετικό «παλιοκόριτσο» του Λιόσα – όπως σωστά επισημαίνει η Αναγνώστρια) εμφανίζεται στην ζωή του Πωλ γιά να την αναστατώσει αλλά και να την χρωματίσει. Τα συναισθήματα και των δύο είναι πολύ δυνατά αλλά δεν μπορούνε να είναι μαζί . Η Κλάρα ζει πολύ έντονα τη ζωή της σε αντίθεση με τον πάντα ήρεμο και μελαγχολικό Πωλ που σε όλη του τη ζωή ψάχνει να βρει τον δολοφόνο του πατέρα του. Κι αυτόν όμως ακόμα η Κλάρα είναι που θα τον ανακαλύψει. Περισσότερο πρακτική , πάντα ζωντανή – ο Πωλ είναι «χαμένος» στις προσωπικές του αναζητήσεις, στη μανία δημιουργίας του ξορκίζοντας τα φαντάσματα του. Ακόμα και η συνάντηση τους στην Ρόδο το 1999 όταν μεσήλικες πλέον θα εχουν μιά έκλαμψη του ιδιόμορφου έρωτά τους περισσότερη πίκρα θα τους φέρει παρά ευχαρίστηση διότι η «μνήμη σαν ατμός περαστικός είναι που διαλύεται και το αίνιγμα είναι μιά θλιβερή αυταπάτη»...
Το βιβλίο είναι ουσιαστικά γύρω από τον τρόπο που βλέπει κανείς και ερμηνεύει τον κόσμο. Μέσα από την διαρκώς παρούσα κάμερα της Κλάρας (που με τα χρόνια ασχολείται με το πολεμικό φωτογραφικό ρεπορτάζ) , μέσα από τα ογκώδη γλυπτά του Πωλ , μέσα από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που τους περιστοιχίζουν . Ο Πεζύ χρησιμοποιεί ένα σκοτεινό παραμύθι στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος του, γιά να «εγκιβωτίσει» την αφήγηση του Πωλ , ουσιαστικά δηλαδή «a dream within a dream». Ο Πωλ αναπολεί την ζωή του στο τέλος της ιστορίας (που ο συγγραφέας τοποθετεί στο 2037!!) , όταν όλοι οι γύρω του έχουν φύγει πιά και συνειδητοποιεί ότι δεν έζησε τα πράγματα όταν μπορούσε αλλά πάντα κυνηγούσε κάτι άπιαστο, κάτι απόμακρο...
«...Η παιδική ηλικία είναι πάρα πολύ οικείο αίνιγμα. Νομίζει κανείς ότι θα βρίσκεται εκεί γιά καιρό, ότι τίποτα δεν πιέζει, αίφνης όμως η απουσία της γίνεται ένα μαύρο κενό, η σπαρακτική έλλειψη ενός οργάνου που αποκόπηκε ζωντανό.
Θυμάμαι εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα, κοντά στον αυχένα του Μυστηρίου, τότε που είχα σπρώξει μπροστά μου τα δυο μου πιτσιρίκια, προς το φως, προς τις μητέρες που ήσαν καθισμένες κυκλικά, προς τον γαλάζιο ουρανό, προς το μέλλον, ενόσω εγώ έμενα μόνος, γιά μερικά ατέλειωτα λεπτά,στη σκιά του δάσους.
Τι ήταν αυτό που ήλπιζα; τι ήταν αυτό που ακόμη περίμενα; Έχω το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα από το ουσιώδες.Πάρα πολύ αργά! Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ατένισα όλα τα πράγματα μέσα απ’τους σκούρους και συμβιβαστικούς φακούς του «πάρα πολύ αργά», ενόσω μπορεί να υπήρχε ακόμα καιρός.»
Έξοχο στο πρώτο μέρος, συγκινητικό και πολύ στοχαστικό στο δεύτερο , το μυθιστόρημα του Πεζύ είναι ένα compact διαμαντάκι που αποδεικνύει την ικανότητα του δημιουργού του να πει τόσα πολλά σε μιά χαλαρή αφήγηση που όμως με ένα μαγικό τρόπο κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση .Οι δύο χαρακτήρες-πρωταγωνιστές είναι έκπληκτικές φυσιογνωμίες αδρά σχεδιασμένες , η «άπιαστη» Κλάρα που απολαμβάνει τη στιγμή και που ρουφάει τη ζωή έως το μεδούλι και ο μόνιμα προβληματισμένος και ανικανοποίητος Πωλ που ψάχνει και ψάχνεται . Αλλά και η δύναμη της φύσης, τα δάση της Γαλλίας και της Γερμανίας , η μαύρη λίμνη (που φαντάζει τρομακτική στα μάτια του άβγαλτου νεαρού Πωλ) , το φως της Μεσογείου και τα γαλάζια νερά της .Την αξία του βιβλίου την αντιλαμβάνεσαι όταν το τελειώσεις, όταν διαβάσεις και την τελευταία σελίδα , και το σκέφτεσαι γιά καιρό μετά –δείγμα καθαρής , κλασσικής λογοτεχνίας.
Η ιστορία ξεκινάει το 1963 οταν ο δεκαεξάχρονος Πωλ φιλοξενείται από έναν Γερμανό φίλο του στο Κελστάϊν, ένα χωριουδάκι της Βαυαρίας. Σε ένα ειδυλιακό τοπίο με ένα πυκνό δάσος και μιά ρομαντική (αν και λίγο τρομακτική) λίμνη περνάει ένα μήνα διακοπών που θα του σημαδέψει όλη του τη ζωή. Διότι θα γνωρίσει την μυστηριώδη Κλάρα Λαφονταίν, μιά λίγο μεγαλύτερη του κοπέλα που φωτογραφίζει και φιλμάρει τα πάντα και που ζει ελεύθερα μέσα στη φύση σαν αγρίμι. Ο Πωλ είναι ένα ντροπαλό και άβγαλτο παιδί που έχασε τον πατέρα του πριν δύο χρόνια άγρια δολοφονημένο στο Παρίσι σε ένα παγκάκι. Μετά το κακό που τους βρήκε μετακομίζουν με την μητέρα του από την Λυών και φιλοξενούνται από έναν πρώην δωσίλογο και τοκογλύφο θείο που έχει ένα ξενοδοχείο στο κέντρο του Παρισιού και τους παραχωρεί μιά σοφίτα σ’αυτό. Σχεδιάζει συνεχώς σκοτεινές φιγούρες και η επαφή του αυτή με τα γερμανικά δάση, τα γεμάτα θρύλους και παραμύθια όπως και η γνωριμία του με αυτό το κορίτσι που είναι πιό ώριμο και πιό απελευθερωμένο από αυτόν , θα του αλλάξουν τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Αναπτύσσουν μιά ιδιαίτερη σχέση και ο ένας έλκεται και γοητεύεται από τον άλλον με έναν περίεργο τρόπο.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου εναλάσσεται μεταξύ των γεγονότων του καλοκαιριού του 63 και των εμπειριών του πατέρα της Κλάρας στην Ουκρανία το 1941 κατά την διάρκεια της Γερμανικής εισβολής στην Ρωσία . Ο πατέρας της Κλάρας υπηρετούσε σαν γιατρός και έκανε κολλητή παρέα με έναν συγχωριανό του τον Μόριτζ . Η ζωή τους σημαδεύεται από την γενοκτονία των Εβραίων (κυρίως των μικρών παιδιών) που λαμβάνει χώρα στις πόλεις που καταλαμβάνουν . Συμμετέχουν και οι δυό τους σε αυτά τα φρικιαστικά γεγονότα που περιγράφονται εκπληκτικά από τον Πεζύ. Με τον γυρισμό τους δεν μιλάνε σε κανένα γι’αυτά . Κάνουν οικογένειες και κλείνονται στον εαυτό τους βιώνοντας τους προσωπικούς τους εφιάλτες. Μέχρι την ημέρα που ο Μόριτζ πνίγει τα δύο του παιδιά στο δάσος (σαν άλλος δράκος).
«Εδώ και δυό χρόνια , ένας άνθρωπος από το Κελστάϊν τρελάθηκε κάτω από το δέντρο όπου είναι στερεωμένο με σύρμα το βάζο. Ήταν μιά καλοκαιριάτικη Κυριακή.Ο καιρός ήταν πολύ ωραίος και έκανε πολλή ζέστη κι όλόκληρες οικογένειες ανέβαιναν στο ξέφωτο γιά να κάνουν μπάνιο. Εκείνη τη μέρα ήταν τόσο βαρύς ο αέρας στην κοιλάδα που είχε έρθει ακόμα κι ο πατέρας μου,κι η μητέρα μου είχε παραμελήσει το πιάνο της. Ο άνθρωπος ονομαζόταν Βάλτερ Μόριτζ. Ήταν ο γιός του ιδιοκτήτη του πριονιστηρίου, και φίλος του πατέρα μου. Στον πόλεμο ήταν υπολοχαγός και ο πατέρας μου στρατιωτικός γιατρός. Πολλά χρόνια μετά από την επιστροφή του από την Ρωσία,ο Βάλτερ παντρεύτηκε με μιά κοπέλα απ’το Κελστάϊν. Έκαναν δυό παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Εκείνη την Κυριακή, πηγαίνοντας προ τη λίμνη, οι γυναίκες προχωρούσαν μπροστά. Ήταν μαζί η γυναίκα του Μόριτζ, η αδελφή του,οι φίλες της.Κουβαλούσαν καλάθια,μάζευαν φράουλες του δάσους. Ο Βάλτερ Μόριτζ βάδιζε πιό αργά. Κρατούσε από το χέρι το αγοράκι και το κοριτσάκι του. Τους είδαν να παίρνουν τον σκοτεινό δρόμο. Αλλά δεν συνάντησαν ποτέ τις γυναίκες στην όχθη της λίμνης. Η ώρα περνούσε. Ανησυχούσαν. Ξανάκαναν όλο το δρόμο φωνάζοντας «Βάλτερ» και τα ονόματα των παιδιών. Οι κολυμβητές απορούσαν. Κάποιοι νέοι έψαχναν μέσα στους θάμνους . Η κυρία Μόριτζ έκλαιγε περιστοιχισμένη από τις γυναίκες.
...
Η νύχτα είχε πέσει από ώρα όταν βρήκαν τον Μόριτζ και τα δύο παιδιά του.Κάποιοι άντρες είχαν ανέβει με φακούς. Ο πατέρας μου είχε χωθεί στις πυκνές λόχμες ψάχνοντας τον φίλο του. Τα κλαδιά τον είχαν πληγώσει. Αλλά δεν ήταν αυτός που βρήκε τον Μόριτζ, σ’εκείνο το μικροσκοπικό,το σχεδόν δυσεύρετο ξέφωτο.
Ο Βάλτερ ήταν καθισμένος στις ρίζες του δέντρου, με τα μάτια ανοιχτά, με χαμένο το βλέμμα, με το στόμα να χάσκει περίεργα. Κρατούσε το κάθε παιδί απ’το λαιμό. Το κορίτσι κλεισμένο στο δεξί του μπράτσο, το αγόρι κλεισμένο στο αριστερό του μπράτσο. Τα μικρά έμοιαζαν να κοιμούνταν. Σφιγμένα πολύ πάνω στον μπαμπά τους...Αλλά δεν κοιμόνταν:ήταν πεθαμένα! Είδαν αμέσως ότι ο Μόριτζ τα είχε στραγγαλίσει. Ή ίσως τα είχε σφίξει τόσο πολύ που τα είχε πνίξει.»
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι η ενηλικίωση του Πωλ. Παρακολουθούμε την προσπάθεια προσαρμογής του στην νέα του ζωή στο Παρίσι και στο (μάλλον αφιλόξενο) ξενοδοχείο του αινιγματικού θείου του . Με χρονικά άλματα παρακολουθούμε την συμμετοχή του ήρωα στα γεγονότα του 68, τα φοιτητικά του χρόνια στην σχολή Καλών Τεχνών όπου επηρεάζεται από έναν φιλόσοφο καθηγητή, ώσπου να φτάσουμε στην δημιουργική του φάση , όπου βρίσκει τον επαγγελματικό του δρόμο ως γλύπτης πλέον ζώντας σε ένα χωριό κοντά στην πατρική γη με την οικογένεια του, την σύζυγο του και τα δυό τους παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια η Κλάρα (σαν ένα διαφορετικό «παλιοκόριτσο» του Λιόσα – όπως σωστά επισημαίνει η Αναγνώστρια) εμφανίζεται στην ζωή του Πωλ γιά να την αναστατώσει αλλά και να την χρωματίσει. Τα συναισθήματα και των δύο είναι πολύ δυνατά αλλά δεν μπορούνε να είναι μαζί . Η Κλάρα ζει πολύ έντονα τη ζωή της σε αντίθεση με τον πάντα ήρεμο και μελαγχολικό Πωλ που σε όλη του τη ζωή ψάχνει να βρει τον δολοφόνο του πατέρα του. Κι αυτόν όμως ακόμα η Κλάρα είναι που θα τον ανακαλύψει. Περισσότερο πρακτική , πάντα ζωντανή – ο Πωλ είναι «χαμένος» στις προσωπικές του αναζητήσεις, στη μανία δημιουργίας του ξορκίζοντας τα φαντάσματα του. Ακόμα και η συνάντηση τους στην Ρόδο το 1999 όταν μεσήλικες πλέον θα εχουν μιά έκλαμψη του ιδιόμορφου έρωτά τους περισσότερη πίκρα θα τους φέρει παρά ευχαρίστηση διότι η «μνήμη σαν ατμός περαστικός είναι που διαλύεται και το αίνιγμα είναι μιά θλιβερή αυταπάτη»...
Το βιβλίο είναι ουσιαστικά γύρω από τον τρόπο που βλέπει κανείς και ερμηνεύει τον κόσμο. Μέσα από την διαρκώς παρούσα κάμερα της Κλάρας (που με τα χρόνια ασχολείται με το πολεμικό φωτογραφικό ρεπορτάζ) , μέσα από τα ογκώδη γλυπτά του Πωλ , μέσα από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που τους περιστοιχίζουν . Ο Πεζύ χρησιμοποιεί ένα σκοτεινό παραμύθι στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος του, γιά να «εγκιβωτίσει» την αφήγηση του Πωλ , ουσιαστικά δηλαδή «a dream within a dream». Ο Πωλ αναπολεί την ζωή του στο τέλος της ιστορίας (που ο συγγραφέας τοποθετεί στο 2037!!) , όταν όλοι οι γύρω του έχουν φύγει πιά και συνειδητοποιεί ότι δεν έζησε τα πράγματα όταν μπορούσε αλλά πάντα κυνηγούσε κάτι άπιαστο, κάτι απόμακρο...
«...Η παιδική ηλικία είναι πάρα πολύ οικείο αίνιγμα. Νομίζει κανείς ότι θα βρίσκεται εκεί γιά καιρό, ότι τίποτα δεν πιέζει, αίφνης όμως η απουσία της γίνεται ένα μαύρο κενό, η σπαρακτική έλλειψη ενός οργάνου που αποκόπηκε ζωντανό.
Θυμάμαι εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα, κοντά στον αυχένα του Μυστηρίου, τότε που είχα σπρώξει μπροστά μου τα δυο μου πιτσιρίκια, προς το φως, προς τις μητέρες που ήσαν καθισμένες κυκλικά, προς τον γαλάζιο ουρανό, προς το μέλλον, ενόσω εγώ έμενα μόνος, γιά μερικά ατέλειωτα λεπτά,στη σκιά του δάσους.
Τι ήταν αυτό που ήλπιζα; τι ήταν αυτό που ακόμη περίμενα; Έχω το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα από το ουσιώδες.Πάρα πολύ αργά! Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ατένισα όλα τα πράγματα μέσα απ’τους σκούρους και συμβιβαστικούς φακούς του «πάρα πολύ αργά», ενόσω μπορεί να υπήρχε ακόμα καιρός.»
Έξοχο στο πρώτο μέρος, συγκινητικό και πολύ στοχαστικό στο δεύτερο , το μυθιστόρημα του Πεζύ είναι ένα compact διαμαντάκι που αποδεικνύει την ικανότητα του δημιουργού του να πει τόσα πολλά σε μιά χαλαρή αφήγηση που όμως με ένα μαγικό τρόπο κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση .Οι δύο χαρακτήρες-πρωταγωνιστές είναι έκπληκτικές φυσιογνωμίες αδρά σχεδιασμένες , η «άπιαστη» Κλάρα που απολαμβάνει τη στιγμή και που ρουφάει τη ζωή έως το μεδούλι και ο μόνιμα προβληματισμένος και ανικανοποίητος Πωλ που ψάχνει και ψάχνεται . Αλλά και η δύναμη της φύσης, τα δάση της Γαλλίας και της Γερμανίας , η μαύρη λίμνη (που φαντάζει τρομακτική στα μάτια του άβγαλτου νεαρού Πωλ) , το φως της Μεσογείου και τα γαλάζια νερά της .Την αξία του βιβλίου την αντιλαμβάνεσαι όταν το τελειώσεις, όταν διαβάσεις και την τελευταία σελίδα , και το σκέφτεσαι γιά καιρό μετά –δείγμα καθαρής , κλασσικής λογοτεχνίας.