Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008 | Permalink
Ο ζωγράφος των μαχών
Ένα σωρό φιλοσοφικά ερωτήματα θίγονται στο πολύ καλό μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πιό επιτυχημένου (εμπορικά) Ισπανού συγγραφέα ARTOURO PEREZ – REVERTE , «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ» (Εκδ.Πατάκη , μετάφ. Δημ. Δημουλάς , σελ. 329), (82) . Είναι ηθικό να φωτογραφίζονται άνθρωποι τη στιγμή του θανάτου τους; Δικαιούται κάποιος να φωτογραφίζει χωρίς άδεια κάποιον συνάνθρωπο του σε στιγμές πολύ προσωπικές ή πολύ δύσκολες; Υπάρχει προσωπική ευθύνη του επαγγελματία φωτογράφου όταν – έστω άθελά του – δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιον άλλον; Που απεικονίζεται πιό παραστατικά το μυστήριο της ανθρώπινης ζωής (ύπαρξης), στην ζωγραφική ή στην φωτογραφία;
Ο Φάουλκες ήταν ένας εξαιρετικά επιτυχημένος φωτογράφος / φωτορεπόρτερ. Στα 20 χρόνια της επαγγελματικής του διαδρομής είχε βρεθεί σε δεκάδες τόπους μάχης και είχε εξειδικευτεί στην φωτογράφιση προσώπων κατά τη διάρκεια αυτών των συμπλοκών. Από το Τσαντ μέχρι την Βυρητό και απο το Κουβέϊτ μέχρι τον Γιουγκοσλαυικό εμφύλιο , οι φωτογραφίες του είχαν βραβευτεί ,ενώ είχε εκδόσει άλμπουμς με τη δουλειά του. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συνεργάτιδας Ολβίδο στην Κροατία ,ο Φάουλκες έχει αποτραβηχθεί σε ένα ετοιμόροπο πύργο στην άκρη ενός βράχου πάνω από τη θάλασσα. Εκεί ζωγραφίζει μιά τεράστια κυκλική (σαν πανόραμα) τοιχογραφία στην οποία προσπαθεί να αναπαραστήσει μάχες από την εποχή του Τρωικού πολέμου μέχρι τις μέρες μας. Ζει σαν ερημίτης , απομονωμένος από επισκέψεις αφού ο δρόμος απέχει αρκετά και οι ταμπέλες που έχει τοποθετήσει αποθαρρύνουν κάθε επίδοξο επισκέπτη.
Κάποια στιγμή όμως του παρουσιάζεται μπροστά του, το «αντικείμενο» μιά πολυβραβευμένης φωτογραφίας του. Ο «άγνωστος» του συστήνεται ως Ίβο Μάρκοβιτς και ο Φάουλκες τον είχε «τραβηξει» έξω από το Βούκοβαρ της Κροατίας όταν η ομάδα του σταμάτησε να ξεκουραστεί . Το πρόσωπο του Μάρκοβιτς καθώς ξαποσταίνει και το άδειο κουρασμένο του βλέμμα έγινε σύμβολο του εμφύλιου πολέμου . Χρησιμοποιώντας την φωτογραφία αυτή, οι Σέρβοι εξολόθρευσαν την οικογένεια του Μάρκοβιτς βιάζοντας και βασανίζοντας την γυναίκα του και σκοτώνοντας το μικρό παιδί του. Ο δε ίδιος ο Μάρκοβιτς αιχμαλωτίστηκε και πέρασε χρόνια σε Σερβικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου βασανίστηκε . Ο Φάουλκες συνειδητοποιεί ότι άθελα του κατέστρεψε μιά ζωή και ο Μάρκοβιτς του λέει απλά «Ήρθα να σας σκοτώσω»...
Από εκείνο το σημείο αρχίζει ένας διάλογος και ένα διανοητικό παιχνίδι γάτας – ποντικιού που θυμίζει Πίντερ . Ο διάλογος είναι σε πολλά σημεία φιλοσοφικός και σε άλλα απλώς ξεκαθάρισμα λογαριασμών . Ο «εκτελεστής» θέλει να κατανοήσει τη ζωή του «θύματος-Φάουλκες» αλλά και ο ίδιος ο ζωγράφος ,δεν αντιστέκεται,δεν προσπαθεί να ειδοποιήσει την αστυνομία, περιμένει καρτερικά τις επισκέψεις του Μάρκοβιτς – κάποιες φορές ανυπομονεί κιόλας . Εκείνο που πρώτιστα τον ενδιαφέρει είναι να προχωρήσει την δημιουργία του, τον τεράστιο πίνακα του. Καθώς εξηγεί τις διάφορες σκηνές μάχης και φρίκης που ζωγραφίζει , συζητάει με την «Νέμεση» του γιά τις φωτογραφίες που τράβηξε , γιά την σχέση του με την Ολβίδο – επαναφέρει στη μνήμη του ,το πως γνωρίστηκαν και πως ερωτεύτηκαν ,ενώ οι τελευταίες στιγμές της ζωής της και οι ευθύνες που νιώθει ότι έχει γιά τον χαμό της επανέρχονται και τον βασανίζουν.
Ο Φάουλκες έχει δει πολλά πρόσωπα της βίας. Έχει ζήσει μέσα σε πεδία μαχών, έχει αιχμαλωτίσει το βλέμμα ανθρώπων που πρόκειται να πεθάνουν, ανθρώπων που πρόκειται να βασανιστούν . Ήταν ένας «ηδονοβλεψίας» της φρίκης και βίωσε στο πετσί την κυριαρχία του «χάους» στον κόσμο...Εξηγεί στον Μάρκοβιτς γιά το «θεώρημα της πεταλούδας (butterfly effect)» και πως κανείς δεν μπορεί να είναι αθώος . Εξηγεί πως ψάχνει γιά το τι υπάρχει μετά από τη φρίκη, τους «νόμους» που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη, τις φωτογραφίες του που είναι η λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου , το νόημα όλων αυτών των σφαγών και αλληλοσπαραγμών που μετατρέπουν ανθρώπους σαν κι αυτούς τους δύο σε ζωντανούς-νεκρούς.
«Θυμήθηκε καθώς έβαζε με το δάχτυλο την μπογιά στον τοίχο – μαύρο με σκιές, μαύρο καπνού πυρκαγιών, μαύρο νύχτας χωρίς αναμενόμενη αυγή-, ένα μαύρο δέρμα που είχε φωτογραφίσει είκοσι πέντε χρόνια πριν στις όχθες του Τσάρι. Αυτή η φωτογραφία βρισκόταν στο άλμπουμ που ο Ίβο Μάρκοβιτς είχε αφήσει πάνω στην καρέκλα, και ήταν πράγματι μιά καλή ασπρόμαυρη φωτογραφία, γι’αυτό και την εποχή της κέρδισε ένα δισέλιδο σε αρκετά διεθνή περιοδικά. Έπειτα από μιά μάχη στα προάστια της Ντζαμένα μιά δωδεκάδα Τσαντιανών στασιαστών, πληγωμένοι και με δεμένα τα χέρια, είχαν αφεθεί δίπλα στο ποτάμι γιά να τους κατασπαράξουν οι κροκόδειλοι, σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο – σπασμένα τζάμια από πυροβολισμούς, και τοίχοι γεμάτοι τρύπες που έμοιαζαν με γραμμές ζωγραφικής χαραγμένες με ψυχρό μαύρο – όπου κατέλυε ο Φάουλκες. Γιά μισή ώρα φωτογράφιζε εκείνους τους άντρες, έναν έναν, υπολογίζοντας διάφραγμα και κάδρο, ανησυχώντας γιά το κοντράστ του φωτός της άμμου και των μαύρων δερμάτων που έλαμπαν λουσμένα στον ιδρώτα, κατατσιμπημένα από μύγες, όπου ξεχώριζε το άσπρο των έντρομων ματιών που κοιτούσαν την φωτογραφική μηχανή. Η υγρασία έκανε τη ζέστη ανυπόφορη, και ο Φάουλκες κινιόταν με πολλή προσοχή καθώς μελετούσε τους άντρες που ήταν ριγμένοι στο έδαφος, βήμα βήμα, με το πουκάμισο μουσκεμένο, εξοικονομώντας ενέργεια σε κάθε του κίνηση, σταματώντας με το στόμα ανοιχτό γιά να αναπνεύσει τον πυκνό και ζεστό αέρα που μύριζε βρόμικο ποταμίσιο νερό και κορμιά πεταμένα στην όχθη. Ωμή σάρκα. Ποτέ δεν του θύμισε τόσο έντονα ωμή σάρκα η μυρωδιά των αφρικάνικων σωμάτων όσο εκείνη την ημέρα. Και καθώς έσκυβε πάνω σ’ενα από αυτά – σάρκα πάνω στην τάβλα του σαρκοβόρου, έτοιμη να κατασπαραχθεί! – και πλησίαζε τον φακό στο πρόσωπο του, ο πληγωμένος σήκωσε τα δεμένα χέρια για να μισοκαλυφθεί, τρομαγμένος, καθώς οι άσπροι κερατοειδείς του χάνονταν ακόμα περισσότερο. Τότε ο Φάουλκες φώτισε λίγο το διάφραγμα, εστίασε στα ορθάνοιχτα μάτια που είχε μπροστά του και πίεσε το κουμπί, αιχμαλωτίζοντας εκείνη την εικόνα που είχε συντεθεί με μιά τόσο τρομερή τεχνική τελειότητα – διάφοροι όγκοι σε βαθμίδες μαύρου και γκρίζου, με τα χέρια δεμένα και βρόμικα σε πρώτο πλάνο, με τη φωτεινότερη απόχρωση των παλαμών και των νυχιών, τη σκιά που έριχναν τα χέρια στο κάτω μέρος του προσώπου, με το πάνω να φωτίζεται από τον ήλιο, λαμπερό μαύρο, ιδρωμένο δέρμα, μύγες, κόκκοι άμμου κολλημένοι στο ένα μάγουλο. Και στο κέντρο ακριβώς εκείνα τα υπέρμετρα ανοιχτά, έντρομα μάτια – δυο άσπρα αμύγδαλα με δυο κατάμαυρες κορες καρφωμένες στο φακό της μηχανής, στον Φάουλκες, στους χιλιάδες θεατές που θα έβλεπαν τη φωτογραφία. Και πίσω, στο βάθος, αχνοφαινόταν – αμείλικτη πινελιά της τύχης και της φύσης – το ίχνος του συρσίματος της ουράς και των ποδιών ενός κροκόδειλου. Ο Φάουλκες είχε τραβήξει δεκαεννέα φωτογραφίες, όταν ένας φρουρός με όπλο και γυαλιά ηλίου με την ετικέτα ελέγχου ποιότητας κολλημένη στο αριστερό τζάμι, πλησίασε δείχνοντάς του με νοήματα ότι αρκετά, να τελειώνει με τις φωτογραφίες. Και ο Φάουλκες, αν και χωρίς να ελπίζει, έκανε μιά κίνηση διαμαρτυρίας, μιά αόριστη αίτηση οίκτου, την οποία ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου υποδέχτηκε μ’ένα τεράστιο, άσπρο χαμόγελο που αποκάλυψε τα ούλα του, πριν αλλάξει ώμο στο όπλο του και επιστρέψει στο καταφύγιο της σκιάς. Τότε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ο φωτογράφος επέστρεψε στο ξενοδοχείο, τύλιξε τις μπομπίνες, τις σημείωσε με μαρκαδόρο και τις έβαλε σ’ένα χοντρό χάρτινο φάκελο, γιά να τις στείλει την επομένη με την πτήση της Air France. Και κατά το ηλιοβασίλεμα, καθώς δειπνούσε στην έρημη ταράτσα του ξενοδοχείου, δίπλα στην άδεια πισίνα, κάτω από το ρυθμό της μουσικής της ορχήστρας – μιά κιθάρα, ένα ηλεκτρικό όργανο και μια μαύρη τραγουδίστρια με την οποία τη νύχτα πήγαν στο δωμάτιο κατόπιν συμφωνίας γιά την αμοιβή της - ,ο Φάουλκες άκουσε τις κραυγές των αιχμαλώτων που σέρνονταν από τους κροκόδειλους στα νερά του ποταμού, κι άφησε το ελαφρότατα ψημένο κρέας του άθικτο στο πιάτο, χωρίς καν να το κόψει με το μαχαίρι του.»
Ο Πέρεθ – Ρεβέρτε προτού ασχοληθεί επαγγελματικά με την λογοτεχνία ήταν δημοσιογράφος , ο οποίος κάλυψε αρκετές συρράξεις τα 20 χρόνια που άσκησε το επάγγελμα. Μπορούμε να θεωρήσουμε λοιπόν το παρόν μυθιστόρημα ως το πλέον προσωπικό του. Η έξοχη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Φάουλκες (το πιθανότερο είναι να), απηχεί σκέψεις και συναισθήματα του ίδιου ενώ η προσπάθεια του να συνοψίσειστην απέραντη τοιχογραφία του την ιστορία των μαχών της ανθρώπινης ιστορίας (χρησιμοποιώντας και κοπιάροντας μάστορες του είδους), και τον σπαραγμό των θυμάτων είναι μιά ελεγεία και μιά σπουδή στην ανθρώπινη φύση.
Το βιβλίο είναι ένα διανοητικό θρίλερ όπου δεν υπάρχει δράση παρά μόνο μιά αλληλουχία σκέψεων, αναμνήσεων, αγωνίας όσο πλησιάζουμε προς το τέλος και ο Μάρκοβιτς όλο και καθυστερεί την «εκτέλεση».Η θεώρηση των πραγμάτων από τον Φάουλκες, το πως βλέπει την ύπαρξη του μετά τον χαμό της αγαπημένης του Ολβίδο θυμίζει Σαμουράϊ στις τελευταίες του ημέρες, όταν έχει κατασταλάξει στην απόφαση του και αυτό (όταν το συνειδητοποιεί ο αναγνώστης) κάνει την ιστορία ακόμα πιό γοητευτική και φιλοσοφημένη . Ένα από τα δύο-τρία καλύτερα βιβλία αυτού του υπέροχου Ισπανού συγγραφέα.
Ο Φάουλκες ήταν ένας εξαιρετικά επιτυχημένος φωτογράφος / φωτορεπόρτερ. Στα 20 χρόνια της επαγγελματικής του διαδρομής είχε βρεθεί σε δεκάδες τόπους μάχης και είχε εξειδικευτεί στην φωτογράφιση προσώπων κατά τη διάρκεια αυτών των συμπλοκών. Από το Τσαντ μέχρι την Βυρητό και απο το Κουβέϊτ μέχρι τον Γιουγκοσλαυικό εμφύλιο , οι φωτογραφίες του είχαν βραβευτεί ,ενώ είχε εκδόσει άλμπουμς με τη δουλειά του. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συνεργάτιδας Ολβίδο στην Κροατία ,ο Φάουλκες έχει αποτραβηχθεί σε ένα ετοιμόροπο πύργο στην άκρη ενός βράχου πάνω από τη θάλασσα. Εκεί ζωγραφίζει μιά τεράστια κυκλική (σαν πανόραμα) τοιχογραφία στην οποία προσπαθεί να αναπαραστήσει μάχες από την εποχή του Τρωικού πολέμου μέχρι τις μέρες μας. Ζει σαν ερημίτης , απομονωμένος από επισκέψεις αφού ο δρόμος απέχει αρκετά και οι ταμπέλες που έχει τοποθετήσει αποθαρρύνουν κάθε επίδοξο επισκέπτη.
Κάποια στιγμή όμως του παρουσιάζεται μπροστά του, το «αντικείμενο» μιά πολυβραβευμένης φωτογραφίας του. Ο «άγνωστος» του συστήνεται ως Ίβο Μάρκοβιτς και ο Φάουλκες τον είχε «τραβηξει» έξω από το Βούκοβαρ της Κροατίας όταν η ομάδα του σταμάτησε να ξεκουραστεί . Το πρόσωπο του Μάρκοβιτς καθώς ξαποσταίνει και το άδειο κουρασμένο του βλέμμα έγινε σύμβολο του εμφύλιου πολέμου . Χρησιμοποιώντας την φωτογραφία αυτή, οι Σέρβοι εξολόθρευσαν την οικογένεια του Μάρκοβιτς βιάζοντας και βασανίζοντας την γυναίκα του και σκοτώνοντας το μικρό παιδί του. Ο δε ίδιος ο Μάρκοβιτς αιχμαλωτίστηκε και πέρασε χρόνια σε Σερβικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου βασανίστηκε . Ο Φάουλκες συνειδητοποιεί ότι άθελα του κατέστρεψε μιά ζωή και ο Μάρκοβιτς του λέει απλά «Ήρθα να σας σκοτώσω»...
Από εκείνο το σημείο αρχίζει ένας διάλογος και ένα διανοητικό παιχνίδι γάτας – ποντικιού που θυμίζει Πίντερ . Ο διάλογος είναι σε πολλά σημεία φιλοσοφικός και σε άλλα απλώς ξεκαθάρισμα λογαριασμών . Ο «εκτελεστής» θέλει να κατανοήσει τη ζωή του «θύματος-Φάουλκες» αλλά και ο ίδιος ο ζωγράφος ,δεν αντιστέκεται,δεν προσπαθεί να ειδοποιήσει την αστυνομία, περιμένει καρτερικά τις επισκέψεις του Μάρκοβιτς – κάποιες φορές ανυπομονεί κιόλας . Εκείνο που πρώτιστα τον ενδιαφέρει είναι να προχωρήσει την δημιουργία του, τον τεράστιο πίνακα του. Καθώς εξηγεί τις διάφορες σκηνές μάχης και φρίκης που ζωγραφίζει , συζητάει με την «Νέμεση» του γιά τις φωτογραφίες που τράβηξε , γιά την σχέση του με την Ολβίδο – επαναφέρει στη μνήμη του ,το πως γνωρίστηκαν και πως ερωτεύτηκαν ,ενώ οι τελευταίες στιγμές της ζωής της και οι ευθύνες που νιώθει ότι έχει γιά τον χαμό της επανέρχονται και τον βασανίζουν.
Ο Φάουλκες έχει δει πολλά πρόσωπα της βίας. Έχει ζήσει μέσα σε πεδία μαχών, έχει αιχμαλωτίσει το βλέμμα ανθρώπων που πρόκειται να πεθάνουν, ανθρώπων που πρόκειται να βασανιστούν . Ήταν ένας «ηδονοβλεψίας» της φρίκης και βίωσε στο πετσί την κυριαρχία του «χάους» στον κόσμο...Εξηγεί στον Μάρκοβιτς γιά το «θεώρημα της πεταλούδας (butterfly effect)» και πως κανείς δεν μπορεί να είναι αθώος . Εξηγεί πως ψάχνει γιά το τι υπάρχει μετά από τη φρίκη, τους «νόμους» που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη, τις φωτογραφίες του που είναι η λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου , το νόημα όλων αυτών των σφαγών και αλληλοσπαραγμών που μετατρέπουν ανθρώπους σαν κι αυτούς τους δύο σε ζωντανούς-νεκρούς.
«Θυμήθηκε καθώς έβαζε με το δάχτυλο την μπογιά στον τοίχο – μαύρο με σκιές, μαύρο καπνού πυρκαγιών, μαύρο νύχτας χωρίς αναμενόμενη αυγή-, ένα μαύρο δέρμα που είχε φωτογραφίσει είκοσι πέντε χρόνια πριν στις όχθες του Τσάρι. Αυτή η φωτογραφία βρισκόταν στο άλμπουμ που ο Ίβο Μάρκοβιτς είχε αφήσει πάνω στην καρέκλα, και ήταν πράγματι μιά καλή ασπρόμαυρη φωτογραφία, γι’αυτό και την εποχή της κέρδισε ένα δισέλιδο σε αρκετά διεθνή περιοδικά. Έπειτα από μιά μάχη στα προάστια της Ντζαμένα μιά δωδεκάδα Τσαντιανών στασιαστών, πληγωμένοι και με δεμένα τα χέρια, είχαν αφεθεί δίπλα στο ποτάμι γιά να τους κατασπαράξουν οι κροκόδειλοι, σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο – σπασμένα τζάμια από πυροβολισμούς, και τοίχοι γεμάτοι τρύπες που έμοιαζαν με γραμμές ζωγραφικής χαραγμένες με ψυχρό μαύρο – όπου κατέλυε ο Φάουλκες. Γιά μισή ώρα φωτογράφιζε εκείνους τους άντρες, έναν έναν, υπολογίζοντας διάφραγμα και κάδρο, ανησυχώντας γιά το κοντράστ του φωτός της άμμου και των μαύρων δερμάτων που έλαμπαν λουσμένα στον ιδρώτα, κατατσιμπημένα από μύγες, όπου ξεχώριζε το άσπρο των έντρομων ματιών που κοιτούσαν την φωτογραφική μηχανή. Η υγρασία έκανε τη ζέστη ανυπόφορη, και ο Φάουλκες κινιόταν με πολλή προσοχή καθώς μελετούσε τους άντρες που ήταν ριγμένοι στο έδαφος, βήμα βήμα, με το πουκάμισο μουσκεμένο, εξοικονομώντας ενέργεια σε κάθε του κίνηση, σταματώντας με το στόμα ανοιχτό γιά να αναπνεύσει τον πυκνό και ζεστό αέρα που μύριζε βρόμικο ποταμίσιο νερό και κορμιά πεταμένα στην όχθη. Ωμή σάρκα. Ποτέ δεν του θύμισε τόσο έντονα ωμή σάρκα η μυρωδιά των αφρικάνικων σωμάτων όσο εκείνη την ημέρα. Και καθώς έσκυβε πάνω σ’ενα από αυτά – σάρκα πάνω στην τάβλα του σαρκοβόρου, έτοιμη να κατασπαραχθεί! – και πλησίαζε τον φακό στο πρόσωπο του, ο πληγωμένος σήκωσε τα δεμένα χέρια για να μισοκαλυφθεί, τρομαγμένος, καθώς οι άσπροι κερατοειδείς του χάνονταν ακόμα περισσότερο. Τότε ο Φάουλκες φώτισε λίγο το διάφραγμα, εστίασε στα ορθάνοιχτα μάτια που είχε μπροστά του και πίεσε το κουμπί, αιχμαλωτίζοντας εκείνη την εικόνα που είχε συντεθεί με μιά τόσο τρομερή τεχνική τελειότητα – διάφοροι όγκοι σε βαθμίδες μαύρου και γκρίζου, με τα χέρια δεμένα και βρόμικα σε πρώτο πλάνο, με τη φωτεινότερη απόχρωση των παλαμών και των νυχιών, τη σκιά που έριχναν τα χέρια στο κάτω μέρος του προσώπου, με το πάνω να φωτίζεται από τον ήλιο, λαμπερό μαύρο, ιδρωμένο δέρμα, μύγες, κόκκοι άμμου κολλημένοι στο ένα μάγουλο. Και στο κέντρο ακριβώς εκείνα τα υπέρμετρα ανοιχτά, έντρομα μάτια – δυο άσπρα αμύγδαλα με δυο κατάμαυρες κορες καρφωμένες στο φακό της μηχανής, στον Φάουλκες, στους χιλιάδες θεατές που θα έβλεπαν τη φωτογραφία. Και πίσω, στο βάθος, αχνοφαινόταν – αμείλικτη πινελιά της τύχης και της φύσης – το ίχνος του συρσίματος της ουράς και των ποδιών ενός κροκόδειλου. Ο Φάουλκες είχε τραβήξει δεκαεννέα φωτογραφίες, όταν ένας φρουρός με όπλο και γυαλιά ηλίου με την ετικέτα ελέγχου ποιότητας κολλημένη στο αριστερό τζάμι, πλησίασε δείχνοντάς του με νοήματα ότι αρκετά, να τελειώνει με τις φωτογραφίες. Και ο Φάουλκες, αν και χωρίς να ελπίζει, έκανε μιά κίνηση διαμαρτυρίας, μιά αόριστη αίτηση οίκτου, την οποία ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου υποδέχτηκε μ’ένα τεράστιο, άσπρο χαμόγελο που αποκάλυψε τα ούλα του, πριν αλλάξει ώμο στο όπλο του και επιστρέψει στο καταφύγιο της σκιάς. Τότε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ο φωτογράφος επέστρεψε στο ξενοδοχείο, τύλιξε τις μπομπίνες, τις σημείωσε με μαρκαδόρο και τις έβαλε σ’ένα χοντρό χάρτινο φάκελο, γιά να τις στείλει την επομένη με την πτήση της Air France. Και κατά το ηλιοβασίλεμα, καθώς δειπνούσε στην έρημη ταράτσα του ξενοδοχείου, δίπλα στην άδεια πισίνα, κάτω από το ρυθμό της μουσικής της ορχήστρας – μιά κιθάρα, ένα ηλεκτρικό όργανο και μια μαύρη τραγουδίστρια με την οποία τη νύχτα πήγαν στο δωμάτιο κατόπιν συμφωνίας γιά την αμοιβή της - ,ο Φάουλκες άκουσε τις κραυγές των αιχμαλώτων που σέρνονταν από τους κροκόδειλους στα νερά του ποταμού, κι άφησε το ελαφρότατα ψημένο κρέας του άθικτο στο πιάτο, χωρίς καν να το κόψει με το μαχαίρι του.»
Ο Πέρεθ – Ρεβέρτε προτού ασχοληθεί επαγγελματικά με την λογοτεχνία ήταν δημοσιογράφος , ο οποίος κάλυψε αρκετές συρράξεις τα 20 χρόνια που άσκησε το επάγγελμα. Μπορούμε να θεωρήσουμε λοιπόν το παρόν μυθιστόρημα ως το πλέον προσωπικό του. Η έξοχη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Φάουλκες (το πιθανότερο είναι να), απηχεί σκέψεις και συναισθήματα του ίδιου ενώ η προσπάθεια του να συνοψίσειστην απέραντη τοιχογραφία του την ιστορία των μαχών της ανθρώπινης ιστορίας (χρησιμοποιώντας και κοπιάροντας μάστορες του είδους), και τον σπαραγμό των θυμάτων είναι μιά ελεγεία και μιά σπουδή στην ανθρώπινη φύση.
Το βιβλίο είναι ένα διανοητικό θρίλερ όπου δεν υπάρχει δράση παρά μόνο μιά αλληλουχία σκέψεων, αναμνήσεων, αγωνίας όσο πλησιάζουμε προς το τέλος και ο Μάρκοβιτς όλο και καθυστερεί την «εκτέλεση».Η θεώρηση των πραγμάτων από τον Φάουλκες, το πως βλέπει την ύπαρξη του μετά τον χαμό της αγαπημένης του Ολβίδο θυμίζει Σαμουράϊ στις τελευταίες του ημέρες, όταν έχει κατασταλάξει στην απόφαση του και αυτό (όταν το συνειδητοποιεί ο αναγνώστης) κάνει την ιστορία ακόμα πιό γοητευτική και φιλοσοφημένη . Ένα από τα δύο-τρία καλύτερα βιβλία αυτού του υπέροχου Ισπανού συγγραφέα.