Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009 | Permalink
Το Γουαϊόμινγκ της Πρου
«Το Γουαϊόμινγκ τους είχε φανεί μια χαρά πολιτισμένο όταν πρωτομετακόμισαν, όμως βαθμηθόν ανατέλλοντα αποδεικτικά στοιχεία τους ανάγκασαν να παραδεχτούν ότι ζούσαν σ’ένα μέρος το οποίο ο κόσμος της ανατολικής ακτής θα θεωρούσε απλώς περιφέρεια του πραγματικού κόσμου. Κάθε τόσο προέκυπταν δυσάρεστα τεκμήρια ενός σκληρού παρελθόντος, που βάραινε ακόμα στον τόπο. Ακατανόητα αγροτικά γεγονότα συνέβαιναν: σ’έναν καρόδρομο ένας τύπος είχε φάει έναν άλλο με μια παλιά καραμπίνα για βίσονες του προπάππου του – ένας νεοφερμένος από την Αϊόβα είχε βγει γι’απογευματινή ποδηλατάδα και είχε γκρεμιστεί από το όρος Ρίνγκερ. Μαύρες αρκούδες κατηφόριζαν κάθε Σεπτέμβρη από τα ψηλά και ρήμαζαν τις ταίστρες που έβγαζε η Γιουτζίνι για τα πουλιά. Ένα γεράκι, που είχε λουφάξει μες στον κοκκινόθαμνο, όρμησε ξαφνικά κι άρπαξε έναν υπεραισιόδοξο κρηκιτό που είχε απομακρυνθεί από το λαγούμι του. Στο Άντλερ Σπρινγκ, την κωμόπολη απ’όπου αγόραζαν ποτά και τρόφιμα, μια κοπέλα, έγκυος στο πρώτο της παιδί, χήρεψε ξαφνικά όταν ο άντρας της, δασοπυροσβέστης στα θερινά μέτωπα του Κολοράντο, σκοτώθηκε από μιαν αξίνα που έπεσε από ένα διερχόμενο ελικόπτερο και τον βρήκε στο κεφάλι. Εκδρομείς κλειδωνόντουσαν κατά λάθος έξω από τ’αμάξια τους και τους έπιανε βροχή και σκοτώνονταν από κεραυνό. Ραντσέρηδες, με το βλέμμα στραμμένο στο κοπάδι τους, έφευγαν από το δρόμο κι έρχονταν τούμπα στα χαντάκια. Τα πάντα θαρρείς κατέληγαν σε αιματοχυσίες.»
Το Γουαϊόμινγκ είναι το φόντο αλλά και ο πρωταγωνιστής των 11 ιστοριών που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων «ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ», της εξαιρετικής συγγραφέως Annie Proulx, (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Α.Κορτώ,σελ.271). Η συλλογή αυτή ανήκει στην σειρά των διηγημάτων της Πρου που ονομάζονται Wyoming stories. To μυστικό του Brokeback mountain (όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα) ήταν ουσιαστικά η συλλογή Wyoming stories 1, και τώρα τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ή BAD DIRT είναι η συλλογή Wyoming stories 2. Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε σε κάποιες χώρες και το Wyoming stories 3, όπου και πάλι τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’αυτή την πολιτεία της Αμερικάνικης Δύσης.
Οι περισσότερες ιστορίες της συλλογής (4 από αυτές έχουν δημοσιευτεί στον New Yorker), λαμβάνουν χώρα στην επινοημένη κωμόπολη του Ελκ Τουθ και οι πρωταγωνιστές τους συχνάζουν κυρίως στο μπαρ «Πιτσιρίκι», όπου σερβίρει η Αμάντα που εμφανίζεται σε πέντε-έξι από τις ιστορίες, σαν παρατηρητής περισσότερο των τεκταινομένων ενώ πρωταγωνιστεί στο τελευταίο διήγημα της συλλογής. Το κλίμα του βιβλίου, απεικονίζεται στην φράση ενός βαρυποινίτη καταδικασμένου σε θάνατο,του Τζέρι Σταρκγουέδερ στην ομολογία του,το 1958, η οποία (φράση) αποτελεί και το μότο του βιβλίου:
«Όλοι λένε,σε τι υπέροχο κόσμο ζούμε,αλλά εγώ προσωπικά δε νομίζω να έζησα ποτέ σε τέτοιον υπέροχο κόσμο.»
Η πολιτεία του Γουαϊόμινγκ σε πρώτη ματιά, το πιθανότερο είναι να ξετρελλάνει τον επισκέπτη. Καθαρή ατμόσφαιρα, πνιγμένη στο πράσινο, άφθονο νερό, ποτάμια, λίμνες, βουνά όπου σου κόβεται η ανάσα από την ομορφιά του τοπίου. Τα καρτ-ποσταλικά τοπία σου φαίνονται ειδυλλιακά. Λες από μέσα σου, «εδώ είναι το μέρος που θέλω να ζήσω». Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Όταν περάσει η πρώτη περίοδος που ακόμα και οι μικροταλαιπωρίες σου φαίνονται διασκεδαστικές, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι, που έχεις βρεθεί.
Αποστάσεις χαώδεις, άνθρωποι άγριοι και σκληροί, απογοητευμένοι από την ζωή τους, να παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης. Να μη τους έχει μείνει δεκάρα μετά από ξηρασίες ή καταιγίδες, οι πόλεις να ερημώνουν, καινούριοι δρόμοι να χαράσσονται και να καταδικάζουν σε αφάνεια και μαρασμό ολόκληρα χωριά. Άνθρωποι δύσκολοι, που κοιτάνε «με μισό μάτι» κάθε νεοφερμένο, που είναι ικανοί γιά τη μεγαλύτερη χοντράδα και που ζουν απομονωμένοι σε τεράστια ράντσα που αναγκάζονται να πουλάνε κομμάτι-κομμάτι τους στους γιάπις της Ανατολικής ακτής που νομίζουν ότι ανακάλυψαν τον Παράδεισο.
Η συλλογή αυτή έχει 3-4 εκπληκτικές ιστορίες, αληθινά διαμάντια αλλά η γενικότερη αίσθηση του (φανατικού) αναγνώστη της Πρου είναι, ότι λείπει το λυρικό στοιχείο που χαρακτήριζε την συλλογή Brokeback mountain ή το ελεγειακό ύφος που διαπερνούσε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Φωκνερικού στυλ «Καρτ Ποστάλ». Εδώ η Πρου έχει επιστρατεύσει γενναίες δόσεις χιούμορ και σαρκασμού. Δεν διστάζει να σατυρίσει τους μπουρτζόβλαχους των ιστοριών της, ενώ οι περιγραφές του τρόπου ζωής των (χάρτινων) ηρώων της είναι τόσο ρεαλιστικές στην απεικόνιση της μιζέριας τους που είναι σαν να βρίσκεσαι κι εσύ μέσα στην ιστορία.
Ιστορίες γιά υπερφυσικά φαινόμενα όταν ανοίγει η γη να καταπιεί τους λαθροκυνηγούς , ιστορίες γιά τον ακαμάτη νταλικιέρη που προσπαθεί να τα ‘κονομήσει μεταφέροντας σανό από μακριά,αλλά στο δρόμο γίνεται «τύφλα» και καίει το εμπόρευμα, ιστορίες γιά διαγωνισμούς γενειάδας στο «Πιτσιρίκι», όπου οι πάνχαζοι συμμετέχοντες μετά από μήνες προσπαθειών να μεγαλώσουν τα γένεια τους, παθαίνουν κυριολεκτικά όταν εμφανίζεται στο μπαρ ένας Χαρλεάς στο στυλ των ΖΖ Top με την περιποιημένη γενειάδα του, ιστορίες γιά τους ντόπιους που ξαφνικά αποφασίζουν να βγάλουν στην ύπαιθρο τις μπανιέρες τους και ο πιό «εξυπνάκιας» απ’όλους πάει και βρίσκει ένα καζάνι όπου μέσα βράζει στην κυριολεξία. Όλα αυτά δοσμένα με κοφτερό στυλ και χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα.
Στις τρεις ιστορίες όμως που ξεχωρίζουν, η Πρου «δίνει ρέστα». Στο διήγημα «Ο πόλεμος εναντίον των ινδιάνων ξαναζεί», ένα χαμένο φιλμάκι του Μπούφαλο Μπιλ από τα χρόνια της γενοκτονίας των Ινδιάνων στην περιοχή δίνει το έναυσμα στην συγγραφέα να γράψει μιά ελεγεία γιά την ιστορία της περιοχής και πως περιήλθαν στην κατοχή κάποιων «καπάτσων» τύπων απέραντες εκτάσεις. Σε ένα άλλο εξαιρετικό διήγημα, στο «Τι είδους έπιπλα θα διάλεγε ο Χριστός», η συγγραφέας δίνει σε 30 σελίδες μιά ανυπέρβλητη οικογενειακή σάγκα, μιά σπαρακτική ιστορία οικογενειακού μαρασμού και μοναξιάς, όταν ο ραντσέρης λεβεντομαλάκας Γκίλμπερτ, επιλέγει να μείνει με την γηραιά μητέρα του στο παρακμάζον ράντσο του αρνούμενος να το πουλήσει. Η γυναίκα του δεν αντέχει, παίρνει τα δύο τους αγόρια και φεύγει να ζήσει στην πόλη. Ο Γκίλμπερτ σχεδόν χρεωκοπεί και όταν ξαφνικά μαθαίνει ότι η πρώην σύζυγός του έχει συλληφθεί γιά απάτη, ξαναβρίσκει τους γιούς του και συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα γι’αυτούς. Το πραγματικό αστέρι όμως του βιβλίου, είναι το αριστουργηματικό διήγημα «Άνθρωπος στα βάτα», όπου ζευγάρι μεσήλικων μεγαλοαστών της Νέας Υόρκης, ερωτεύονται τον τόπο και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα (υπέροχο,όπως τους φαίνεται στην αρχή) ράντσο. Τα βρίσκουν μπαστούνια με τους κατοίκους, με τα τερτίπια και τις απότομες αλλαγές του καιρού, με τις αποστάσεις. Η σχέση τους δοκιμάζεται, ο άντρας φαίνεται να βρίσκει τον εαυτό του, κάνοντας ατελείωτες διαδρομές με το τζιπ του, ενώ η σύζυγος υποφέρει από τη μοναξιά, υποπίπτει δε στο τεράστιο λάθος, αρνούμενη να βοηθήσει έναν άνθρωπο που έχει χτυπήσει και υποφέρει μπροστά στο κτήμα της. Αυτόματα αυτό την καθιστά persona non grata στην περιοχή, όπου ο ηθικός κώδικας λέει, πως κι ο χειρότερος εχθρός σου να είναι, όταν είναι πεσμένος κάτω πρέπει να τον βοηθήσεις...
«Εξω από τα σύνορα του «Κρίνου», η Ελεονόρα Φιγκ ήταν η πιο κοντινή τους γειτόνισσα – μια ηλικιωμένη χήρα ραντσέρη, στο μέσον της όγδοης δεκαετίας της ζωής της και ο κλασσικός τύπος Ρεπουμπλικάνου, με μίσος για κάθε μορφή τέχνης, δεξιά, θρασύτατη, και με μούρη σαν λαξεμένη τσακμακόπετρα. Στο χτήμα της είχε και γελάδια και πρόβατα, και οδηγούσε ένα προϊστορικό μαύρο τζιπ. Μισούσε θανάσιμα οικολόγους και ξενομερίτες. Ο Μίτσελ υπέθετε πως το αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα του τζιπ –ΦΑ’ΤΟΥΣ, ΘΑΨ’ΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ- εξέφραζε την άποψή της για τους λύκους. Είχε ρίξει μια ματιά στο infiniti των Φερ και τους κατηγοριοποίησε αυτόματα ως Συβαρίτες που τρέφονται με εισαγόμενες ελιές και κρέας καμήλας. Η ίδια τρεφόταν αποκλειστικά με βοδινό δικής της παραγωγής, βραστές πατάτες και μαύρο καφέ. Φορούσε πάντα τζιν, μπότες μες στην κοπριά, κι ένα κουρελιασμένο πανωφόρι σταβλίτη. Όταν την πρωτοσυνάντησαν, ο Μίτσελ αντάλλαξε χειραψία, κι ένιωσε την τραχιά, σκληρή σαν πέτρα υφή των δακτύλων και την αξιοσημείωτη δύναμη του χεριού της.
«Από δόντια πως πας;» τον ρώτησε. «Κόβουν καλά;»
«Ξέρω γω;» είπε ο Μίτσελ, απορημένος με την ερώτηση. «Γιατί;»
«Ψάχνω άνθρωπο να ευνουχίσουμε τ’αρνιά μου».»
Η Πρου απομυθοποιεί την Αμερικάνικη Δύση. Οι ιστορίες της δεν έχουν τίποτα το ρομαντικό, απεναντίας είναι γεμάτες από καθημερινές δυσκολίες, συζυγικούς καυγάδες, δυσλειτουργικές οικογένειες που ζουν σε τροχόσπιτα, από πορτραίτα ραντσέρηδων που αρνούνται να προσαρμοσθούν στις εξελίξεις. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος Αμερικανός συγγραφέας που να είναι τόσο παραστατικός στις περιγραφές των τοπίων όπως η Πρου, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος που να απεικονίζει με καθαρότερο ύφος την ενδότερη, την βαθιά Αμερική. Μπορεί η παρούσα συλλογή να είναι άνιση, να μην είναι όλα τα διηγήματα του ιδίου επιπέδου, αλλά κατά έναν μαγικό τρόπο δένουν μεταξύ τους και η τελική αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι έχει διαβάσει ένα θαυμάσιο βιβλίο.
Το Γουαϊόμινγκ είναι το φόντο αλλά και ο πρωταγωνιστής των 11 ιστοριών που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων «ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ», της εξαιρετικής συγγραφέως Annie Proulx, (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Α.Κορτώ,σελ.271). Η συλλογή αυτή ανήκει στην σειρά των διηγημάτων της Πρου που ονομάζονται Wyoming stories. To μυστικό του Brokeback mountain (όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα) ήταν ουσιαστικά η συλλογή Wyoming stories 1, και τώρα τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ή BAD DIRT είναι η συλλογή Wyoming stories 2. Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε σε κάποιες χώρες και το Wyoming stories 3, όπου και πάλι τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’αυτή την πολιτεία της Αμερικάνικης Δύσης.
Οι περισσότερες ιστορίες της συλλογής (4 από αυτές έχουν δημοσιευτεί στον New Yorker), λαμβάνουν χώρα στην επινοημένη κωμόπολη του Ελκ Τουθ και οι πρωταγωνιστές τους συχνάζουν κυρίως στο μπαρ «Πιτσιρίκι», όπου σερβίρει η Αμάντα που εμφανίζεται σε πέντε-έξι από τις ιστορίες, σαν παρατηρητής περισσότερο των τεκταινομένων ενώ πρωταγωνιστεί στο τελευταίο διήγημα της συλλογής. Το κλίμα του βιβλίου, απεικονίζεται στην φράση ενός βαρυποινίτη καταδικασμένου σε θάνατο,του Τζέρι Σταρκγουέδερ στην ομολογία του,το 1958, η οποία (φράση) αποτελεί και το μότο του βιβλίου:
«Όλοι λένε,σε τι υπέροχο κόσμο ζούμε,αλλά εγώ προσωπικά δε νομίζω να έζησα ποτέ σε τέτοιον υπέροχο κόσμο.»
Η πολιτεία του Γουαϊόμινγκ σε πρώτη ματιά, το πιθανότερο είναι να ξετρελλάνει τον επισκέπτη. Καθαρή ατμόσφαιρα, πνιγμένη στο πράσινο, άφθονο νερό, ποτάμια, λίμνες, βουνά όπου σου κόβεται η ανάσα από την ομορφιά του τοπίου. Τα καρτ-ποσταλικά τοπία σου φαίνονται ειδυλλιακά. Λες από μέσα σου, «εδώ είναι το μέρος που θέλω να ζήσω». Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Όταν περάσει η πρώτη περίοδος που ακόμα και οι μικροταλαιπωρίες σου φαίνονται διασκεδαστικές, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι, που έχεις βρεθεί.
Αποστάσεις χαώδεις, άνθρωποι άγριοι και σκληροί, απογοητευμένοι από την ζωή τους, να παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης. Να μη τους έχει μείνει δεκάρα μετά από ξηρασίες ή καταιγίδες, οι πόλεις να ερημώνουν, καινούριοι δρόμοι να χαράσσονται και να καταδικάζουν σε αφάνεια και μαρασμό ολόκληρα χωριά. Άνθρωποι δύσκολοι, που κοιτάνε «με μισό μάτι» κάθε νεοφερμένο, που είναι ικανοί γιά τη μεγαλύτερη χοντράδα και που ζουν απομονωμένοι σε τεράστια ράντσα που αναγκάζονται να πουλάνε κομμάτι-κομμάτι τους στους γιάπις της Ανατολικής ακτής που νομίζουν ότι ανακάλυψαν τον Παράδεισο.
Η συλλογή αυτή έχει 3-4 εκπληκτικές ιστορίες, αληθινά διαμάντια αλλά η γενικότερη αίσθηση του (φανατικού) αναγνώστη της Πρου είναι, ότι λείπει το λυρικό στοιχείο που χαρακτήριζε την συλλογή Brokeback mountain ή το ελεγειακό ύφος που διαπερνούσε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Φωκνερικού στυλ «Καρτ Ποστάλ». Εδώ η Πρου έχει επιστρατεύσει γενναίες δόσεις χιούμορ και σαρκασμού. Δεν διστάζει να σατυρίσει τους μπουρτζόβλαχους των ιστοριών της, ενώ οι περιγραφές του τρόπου ζωής των (χάρτινων) ηρώων της είναι τόσο ρεαλιστικές στην απεικόνιση της μιζέριας τους που είναι σαν να βρίσκεσαι κι εσύ μέσα στην ιστορία.
Ιστορίες γιά υπερφυσικά φαινόμενα όταν ανοίγει η γη να καταπιεί τους λαθροκυνηγούς , ιστορίες γιά τον ακαμάτη νταλικιέρη που προσπαθεί να τα ‘κονομήσει μεταφέροντας σανό από μακριά,αλλά στο δρόμο γίνεται «τύφλα» και καίει το εμπόρευμα, ιστορίες γιά διαγωνισμούς γενειάδας στο «Πιτσιρίκι», όπου οι πάνχαζοι συμμετέχοντες μετά από μήνες προσπαθειών να μεγαλώσουν τα γένεια τους, παθαίνουν κυριολεκτικά όταν εμφανίζεται στο μπαρ ένας Χαρλεάς στο στυλ των ΖΖ Top με την περιποιημένη γενειάδα του, ιστορίες γιά τους ντόπιους που ξαφνικά αποφασίζουν να βγάλουν στην ύπαιθρο τις μπανιέρες τους και ο πιό «εξυπνάκιας» απ’όλους πάει και βρίσκει ένα καζάνι όπου μέσα βράζει στην κυριολεξία. Όλα αυτά δοσμένα με κοφτερό στυλ και χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα.
Στις τρεις ιστορίες όμως που ξεχωρίζουν, η Πρου «δίνει ρέστα». Στο διήγημα «Ο πόλεμος εναντίον των ινδιάνων ξαναζεί», ένα χαμένο φιλμάκι του Μπούφαλο Μπιλ από τα χρόνια της γενοκτονίας των Ινδιάνων στην περιοχή δίνει το έναυσμα στην συγγραφέα να γράψει μιά ελεγεία γιά την ιστορία της περιοχής και πως περιήλθαν στην κατοχή κάποιων «καπάτσων» τύπων απέραντες εκτάσεις. Σε ένα άλλο εξαιρετικό διήγημα, στο «Τι είδους έπιπλα θα διάλεγε ο Χριστός», η συγγραφέας δίνει σε 30 σελίδες μιά ανυπέρβλητη οικογενειακή σάγκα, μιά σπαρακτική ιστορία οικογενειακού μαρασμού και μοναξιάς, όταν ο ραντσέρης λεβεντομαλάκας Γκίλμπερτ, επιλέγει να μείνει με την γηραιά μητέρα του στο παρακμάζον ράντσο του αρνούμενος να το πουλήσει. Η γυναίκα του δεν αντέχει, παίρνει τα δύο τους αγόρια και φεύγει να ζήσει στην πόλη. Ο Γκίλμπερτ σχεδόν χρεωκοπεί και όταν ξαφνικά μαθαίνει ότι η πρώην σύζυγός του έχει συλληφθεί γιά απάτη, ξαναβρίσκει τους γιούς του και συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα γι’αυτούς. Το πραγματικό αστέρι όμως του βιβλίου, είναι το αριστουργηματικό διήγημα «Άνθρωπος στα βάτα», όπου ζευγάρι μεσήλικων μεγαλοαστών της Νέας Υόρκης, ερωτεύονται τον τόπο και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα (υπέροχο,όπως τους φαίνεται στην αρχή) ράντσο. Τα βρίσκουν μπαστούνια με τους κατοίκους, με τα τερτίπια και τις απότομες αλλαγές του καιρού, με τις αποστάσεις. Η σχέση τους δοκιμάζεται, ο άντρας φαίνεται να βρίσκει τον εαυτό του, κάνοντας ατελείωτες διαδρομές με το τζιπ του, ενώ η σύζυγος υποφέρει από τη μοναξιά, υποπίπτει δε στο τεράστιο λάθος, αρνούμενη να βοηθήσει έναν άνθρωπο που έχει χτυπήσει και υποφέρει μπροστά στο κτήμα της. Αυτόματα αυτό την καθιστά persona non grata στην περιοχή, όπου ο ηθικός κώδικας λέει, πως κι ο χειρότερος εχθρός σου να είναι, όταν είναι πεσμένος κάτω πρέπει να τον βοηθήσεις...
«Εξω από τα σύνορα του «Κρίνου», η Ελεονόρα Φιγκ ήταν η πιο κοντινή τους γειτόνισσα – μια ηλικιωμένη χήρα ραντσέρη, στο μέσον της όγδοης δεκαετίας της ζωής της και ο κλασσικός τύπος Ρεπουμπλικάνου, με μίσος για κάθε μορφή τέχνης, δεξιά, θρασύτατη, και με μούρη σαν λαξεμένη τσακμακόπετρα. Στο χτήμα της είχε και γελάδια και πρόβατα, και οδηγούσε ένα προϊστορικό μαύρο τζιπ. Μισούσε θανάσιμα οικολόγους και ξενομερίτες. Ο Μίτσελ υπέθετε πως το αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα του τζιπ –ΦΑ’ΤΟΥΣ, ΘΑΨ’ΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ- εξέφραζε την άποψή της για τους λύκους. Είχε ρίξει μια ματιά στο infiniti των Φερ και τους κατηγοριοποίησε αυτόματα ως Συβαρίτες που τρέφονται με εισαγόμενες ελιές και κρέας καμήλας. Η ίδια τρεφόταν αποκλειστικά με βοδινό δικής της παραγωγής, βραστές πατάτες και μαύρο καφέ. Φορούσε πάντα τζιν, μπότες μες στην κοπριά, κι ένα κουρελιασμένο πανωφόρι σταβλίτη. Όταν την πρωτοσυνάντησαν, ο Μίτσελ αντάλλαξε χειραψία, κι ένιωσε την τραχιά, σκληρή σαν πέτρα υφή των δακτύλων και την αξιοσημείωτη δύναμη του χεριού της.
«Από δόντια πως πας;» τον ρώτησε. «Κόβουν καλά;»
«Ξέρω γω;» είπε ο Μίτσελ, απορημένος με την ερώτηση. «Γιατί;»
«Ψάχνω άνθρωπο να ευνουχίσουμε τ’αρνιά μου».»
Η Πρου απομυθοποιεί την Αμερικάνικη Δύση. Οι ιστορίες της δεν έχουν τίποτα το ρομαντικό, απεναντίας είναι γεμάτες από καθημερινές δυσκολίες, συζυγικούς καυγάδες, δυσλειτουργικές οικογένειες που ζουν σε τροχόσπιτα, από πορτραίτα ραντσέρηδων που αρνούνται να προσαρμοσθούν στις εξελίξεις. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος Αμερικανός συγγραφέας που να είναι τόσο παραστατικός στις περιγραφές των τοπίων όπως η Πρου, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος που να απεικονίζει με καθαρότερο ύφος την ενδότερη, την βαθιά Αμερική. Μπορεί η παρούσα συλλογή να είναι άνιση, να μην είναι όλα τα διηγήματα του ιδίου επιπέδου, αλλά κατά έναν μαγικό τρόπο δένουν μεταξύ τους και η τελική αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι έχει διαβάσει ένα θαυμάσιο βιβλίο.
Δημοσίευση σχολίου