Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009 | Permalink
Η ιστορία της Κάθρην
Στην προσωπική του αλληλογραφία που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας William Makepeace Thackeray χαρακτήριζε το πρώτο του μυθιστόρημα, την «ΚΑΘΡΗΝ» (Εκδ. Νεφέλη,μετάφρ. Γ.Μπλάνας,σελ. 305) ως ένα «τεράστιο λάθος». Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληρός με το δημιούργημά του (το οποίο έγραψε με ψευδώνυμο), και να μην ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, ο χρόνος όμως δούλεψε γι’αυτό το «υποτιμημένο» μυθιστόρημα που παρά τις ατέλειές του και τα σημάδια του χρόνου που βαραίνουν πάνω του (γράφτηκε το 1839 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Fraser’s magazine), απασχολεί ακόμα τους θαυμαστές και τους μελετητές του έργου του ως χαρακτηριστικό δείγμα πρωτόλειας γραφής αυτού του εξαιρετικού στυλίστα συγγραφέα,έναν από τους μεγαλύτερους κλασσικούς της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας
Τον 19ο αιώνα στην Αγγλία κυριαρχούσαν οι ιστορίες για εγκληματίες, στυγνές δολοφονίες, εκτελέσεις. Οι ήρωες της εποχής ήταν οι σκληροί και επικίνδυνοι κακοποιοί που λυμαίνονταν τους δημόσιους δρόμους (τις σημερινές εθνικές οδούς), ληστεύοντας ταξιδιώτες και άμαξες. Τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα γιά μισό και παραπάνω αιώνα (τέλη 18ου- μέσα 19ου) ήταν φυλλάδια εμπνευσμένα από τα ημερολόγια των φυλακών Νιούγκεϊτ, των οποίων το αρχείο είχε δημοσιευτεί το 1773 σε πέντε τόμους με πλούσια εικονογράφηση (The Newgate Calendar) και ήταν το απόλυτο best-seller στην Αγγλία μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα (μόνο η Βίβλος το ξεπερνούσε σε πωλήσεις!). Το Νιούγκεϊτ ήταν η φυλακή θανατοποινιτών του Λονδίνου από το 1188 έως το 1902 και φιλοξένησε ουκ ολίγους καταδικασμένους στην εσχάτη των ποινών. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους σε συνδιασμό με την λεπτομερή και «διογκωμένη» περιγραφή των εκτελέσεων τους συνάντησαν την ενθουσιώδη αποδοχή του κοινού που «ψοφάει» γιά αίμα πάντα και παντού. Από τα ημερολόγια αυτά εμπνεύστηκαν δεκάδες συγγραφείς γιά να γράψουν μυθιστορηματικές βιογραφίες, άλλοτε εξαγνίζοντας με ρομαντικό ύφος τους κακοποιούς της εποχής, άλλοτε περιγράφοντας με όσο γίνεται πιό βίαιες περιγραφές τα γεγονότα. Ο κάθε «λήσταρχος» αναδείχθηκε ως λαϊκός ήρωας, αυτός που μάχεται την άδικη κοινωνία και τον οικονομικό εξευτελισμό των συμπατριωτών του – κάτι που έγινε και στις λαϊκές φυλλάδες που βγήκαν στην Ελλάδα στα τέλη του ίδιου αιώνα.
Η ιστορία της Κάθρην Χέιζ ήταν μία από τις δημοφιλέστερες που δημοσιεύτηκαν στα αρχεία των φυλακών Νιούγκεϊτ. Η γυναίκα αυτή δολοφόνησε και μετά έκοψε κομματάκια τον σύζυγό της πετώντας τα κομμάτια στον Τάμεσι. Δυστυχώς γι’αυτήν βρέθηκε το κεφάλι και έτσι μετά από λίγες ημέρες αποκαλύφθηκε το έγκλημά της. Θανατώθηκε διά πυράς στο Τάιμπερν (τόπος εκτελέσεων των φυλακών) προς τέρψη του πολυάριθμου κοινού που παρακολουθούσε – ας μη ξεχνάμε ότι οι δημόσιες εκτελέσεις ήταν κάτι εξαιρετικά δημοφιλές γιά εκατοντάδες χρόνια. Ο Θάκεραιη πήρε αυτή την ιστορία και την μυθιστορηματοποίησε εξιστορώντας την πορεία αυτής της γυναίκας από έφηβη σερβιτόρα σε ένα πανδοχείο κάπου στον Αγγλικό Βορρά που έλκεται από έναν απατεώνα αξιωματικό ευγενικής καταγωγής και κάνει ένα παιδί μαζί του, μέχρι την στυγερή δολοφονία που διέπραξε και την εκτέλεσή της.
Ο συγγραφέας πρωτοτυπεί (γιά τα δεδομένα της εποχής), αποφεύγοντας τις ψευτολυρικές περιγραφές και την επιμονή στο γκροτέσκο των λαϊκών φυλλάδων. Παρ’ότι η ιστορία της φτωχής αλλά καθόλου τίμιας Κάθρην προσφέρεται αφού έχει τα πάντα (έρωτα, εγκατάλειψη, σεξ, κομπίνες, ίντριγκες), ο Θάκεραιη με τον τρόπο του «κριτικάρει» τους συναδέλφους του που υιοθετούν μελοδραματικές αφηγήσεις και «αγιοποιήσεις» ανθρώπων που δεν άξιζαν γιά κάτι τέτοιο. Οι πρωταγωνιστές του μεγάλου συγγραφέα παρουσιάζονται όπως πραγματικά είναι. Μοχθηροί, κατεργάρηδες, πονηροί, λαμόγια, πραγματικά κακοί που ψάχνουν την ευκαιρία να «στην φέρουν», πρόθυμοι να σκοτώσουν αφού η ανθρώπινη ζωή γι’αυτούς δεν μετράει καθόλου.
Η γραφή του Θάκεραιη έχει την γνωστή ειρωνία και κομψότητα που χαρακτήρισε τον συγγραφέα στα μεταγενέστερα αριστουργήματά του, το «Μπάρυ Λύντον» ,το αξεπέραστο «Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας (Vanity fair)» και το «Βιβλίο των Σνομπ» (που καθιέρωσε τον όρο!) εδώ όμως συναντάει προβλήματα δομής που μάλλον οφείλονται στην (τότε) απειρία του συγγραφέα. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο συγγραφέας στην προσπάθεια του να ειρωνευτεί τους συναδέλφους του (και μεταξύ αυτών τον Κ.Ντίκενς) χάνει το νόημα και την ουσία της ιστορίας που πλατειάζει και φλυαρεί. Μπορεί ο σκοπός του συγγραφέα να ήταν να κριτικάρει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεϊτ με ένα σατιρικό ύφος, αλλά στο βιβλίο του κυριαρχεί η (δυνατή από μόνη της) εικονογράφηση της ζωής της ηρωίδας.Οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του Θάκεραιη είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να ανακαλύψουν τα κίνητρα πίσω από την επιλογή αυτής της ηρωίδας και ότι δήθεν χρησιμοποίησε την ιστορία ως πρόσχημα για να καυτηριάσει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεητ και καλά...Διαφωνώ κάθετα μ'αυτές τις "θεωρητικές" απόψεις, νομίζω ότι τα κίνητρα του συγγραφέα ήταν πολύ πιό απλά - προσπάθησε να δώσει την ιστορία από μιά άλλη πλευρά και με το δικό του ύφος, από εκεί και πέρα είναι ζήτημα γούστου τι προτιμά κανείς...
Η «Κάθρην» διαβάζεται από τον σημερινό αναγνώστη κυρίως γιά την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, τους σπιρτόζικους διαλόγους και τις δυνατές εικόνες της Αγγλικής επαρχίας και του Λονδίνου του 18ου αιώνα. Προσωπικά προτιμώ το ύφος και την δύναμη των ιστοριών του,σε συνδιασμό με το μοναδικό του στυλ, όταν περιγράφει social climbers (κοινωνικούς αναρριχητές) όπως ο ακαμάτης αλλά γοητευτικός Μπάρυ Λύντον στο ομώνυμο βιβλίο,ή ακόμα περισσότερο,η τρομερή και φοβερή Μπέκυ Σαρπ που καταφέρνει να κουμαντάρει τους πάντες στο Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας.
Τον 19ο αιώνα στην Αγγλία κυριαρχούσαν οι ιστορίες για εγκληματίες, στυγνές δολοφονίες, εκτελέσεις. Οι ήρωες της εποχής ήταν οι σκληροί και επικίνδυνοι κακοποιοί που λυμαίνονταν τους δημόσιους δρόμους (τις σημερινές εθνικές οδούς), ληστεύοντας ταξιδιώτες και άμαξες. Τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα γιά μισό και παραπάνω αιώνα (τέλη 18ου- μέσα 19ου) ήταν φυλλάδια εμπνευσμένα από τα ημερολόγια των φυλακών Νιούγκεϊτ, των οποίων το αρχείο είχε δημοσιευτεί το 1773 σε πέντε τόμους με πλούσια εικονογράφηση (The Newgate Calendar) και ήταν το απόλυτο best-seller στην Αγγλία μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα (μόνο η Βίβλος το ξεπερνούσε σε πωλήσεις!). Το Νιούγκεϊτ ήταν η φυλακή θανατοποινιτών του Λονδίνου από το 1188 έως το 1902 και φιλοξένησε ουκ ολίγους καταδικασμένους στην εσχάτη των ποινών. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους σε συνδιασμό με την λεπτομερή και «διογκωμένη» περιγραφή των εκτελέσεων τους συνάντησαν την ενθουσιώδη αποδοχή του κοινού που «ψοφάει» γιά αίμα πάντα και παντού. Από τα ημερολόγια αυτά εμπνεύστηκαν δεκάδες συγγραφείς γιά να γράψουν μυθιστορηματικές βιογραφίες, άλλοτε εξαγνίζοντας με ρομαντικό ύφος τους κακοποιούς της εποχής, άλλοτε περιγράφοντας με όσο γίνεται πιό βίαιες περιγραφές τα γεγονότα. Ο κάθε «λήσταρχος» αναδείχθηκε ως λαϊκός ήρωας, αυτός που μάχεται την άδικη κοινωνία και τον οικονομικό εξευτελισμό των συμπατριωτών του – κάτι που έγινε και στις λαϊκές φυλλάδες που βγήκαν στην Ελλάδα στα τέλη του ίδιου αιώνα.
Η ιστορία της Κάθρην Χέιζ ήταν μία από τις δημοφιλέστερες που δημοσιεύτηκαν στα αρχεία των φυλακών Νιούγκεϊτ. Η γυναίκα αυτή δολοφόνησε και μετά έκοψε κομματάκια τον σύζυγό της πετώντας τα κομμάτια στον Τάμεσι. Δυστυχώς γι’αυτήν βρέθηκε το κεφάλι και έτσι μετά από λίγες ημέρες αποκαλύφθηκε το έγκλημά της. Θανατώθηκε διά πυράς στο Τάιμπερν (τόπος εκτελέσεων των φυλακών) προς τέρψη του πολυάριθμου κοινού που παρακολουθούσε – ας μη ξεχνάμε ότι οι δημόσιες εκτελέσεις ήταν κάτι εξαιρετικά δημοφιλές γιά εκατοντάδες χρόνια. Ο Θάκεραιη πήρε αυτή την ιστορία και την μυθιστορηματοποίησε εξιστορώντας την πορεία αυτής της γυναίκας από έφηβη σερβιτόρα σε ένα πανδοχείο κάπου στον Αγγλικό Βορρά που έλκεται από έναν απατεώνα αξιωματικό ευγενικής καταγωγής και κάνει ένα παιδί μαζί του, μέχρι την στυγερή δολοφονία που διέπραξε και την εκτέλεσή της.
Ο συγγραφέας πρωτοτυπεί (γιά τα δεδομένα της εποχής), αποφεύγοντας τις ψευτολυρικές περιγραφές και την επιμονή στο γκροτέσκο των λαϊκών φυλλάδων. Παρ’ότι η ιστορία της φτωχής αλλά καθόλου τίμιας Κάθρην προσφέρεται αφού έχει τα πάντα (έρωτα, εγκατάλειψη, σεξ, κομπίνες, ίντριγκες), ο Θάκεραιη με τον τρόπο του «κριτικάρει» τους συναδέλφους του που υιοθετούν μελοδραματικές αφηγήσεις και «αγιοποιήσεις» ανθρώπων που δεν άξιζαν γιά κάτι τέτοιο. Οι πρωταγωνιστές του μεγάλου συγγραφέα παρουσιάζονται όπως πραγματικά είναι. Μοχθηροί, κατεργάρηδες, πονηροί, λαμόγια, πραγματικά κακοί που ψάχνουν την ευκαιρία να «στην φέρουν», πρόθυμοι να σκοτώσουν αφού η ανθρώπινη ζωή γι’αυτούς δεν μετράει καθόλου.
Η γραφή του Θάκεραιη έχει την γνωστή ειρωνία και κομψότητα που χαρακτήρισε τον συγγραφέα στα μεταγενέστερα αριστουργήματά του, το «Μπάρυ Λύντον» ,το αξεπέραστο «Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας (Vanity fair)» και το «Βιβλίο των Σνομπ» (που καθιέρωσε τον όρο!) εδώ όμως συναντάει προβλήματα δομής που μάλλον οφείλονται στην (τότε) απειρία του συγγραφέα. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο συγγραφέας στην προσπάθεια του να ειρωνευτεί τους συναδέλφους του (και μεταξύ αυτών τον Κ.Ντίκενς) χάνει το νόημα και την ουσία της ιστορίας που πλατειάζει και φλυαρεί. Μπορεί ο σκοπός του συγγραφέα να ήταν να κριτικάρει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεϊτ με ένα σατιρικό ύφος, αλλά στο βιβλίο του κυριαρχεί η (δυνατή από μόνη της) εικονογράφηση της ζωής της ηρωίδας.Οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του Θάκεραιη είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να ανακαλύψουν τα κίνητρα πίσω από την επιλογή αυτής της ηρωίδας και ότι δήθεν χρησιμοποίησε την ιστορία ως πρόσχημα για να καυτηριάσει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεητ και καλά...Διαφωνώ κάθετα μ'αυτές τις "θεωρητικές" απόψεις, νομίζω ότι τα κίνητρα του συγγραφέα ήταν πολύ πιό απλά - προσπάθησε να δώσει την ιστορία από μιά άλλη πλευρά και με το δικό του ύφος, από εκεί και πέρα είναι ζήτημα γούστου τι προτιμά κανείς...
Η «Κάθρην» διαβάζεται από τον σημερινό αναγνώστη κυρίως γιά την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, τους σπιρτόζικους διαλόγους και τις δυνατές εικόνες της Αγγλικής επαρχίας και του Λονδίνου του 18ου αιώνα. Προσωπικά προτιμώ το ύφος και την δύναμη των ιστοριών του,σε συνδιασμό με το μοναδικό του στυλ, όταν περιγράφει social climbers (κοινωνικούς αναρριχητές) όπως ο ακαμάτης αλλά γοητευτικός Μπάρυ Λύντον στο ομώνυμο βιβλίο,ή ακόμα περισσότερο,η τρομερή και φοβερή Μπέκυ Σαρπ που καταφέρνει να κουμαντάρει τους πάντες στο Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας.
Δημοσίευση σχολίου