Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009 | Permalink
Όλες οι χάρες του ουρανού
Εντυπωσιακό ντεμπούτο στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή πριν από δύο χρόνια, πραγματοποίησε ο Αιθίοπας συγγραφέας Dinaw Mengestu με το πολύ καλό μυθιστόρημά του «ΟΛΕΣ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ» (The beautiful things that heaven bears), (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.295). Ο συγγραφέας (γενημμένος το 1978), που διαμένει στην Αμερική από τα 2 του χρόνια όταν η οικογένεια του αναγκάστηκε να διαφύγει από την Αιθιοπία λόγω της τρομοκρατίας που είχε ασκήσει το καθεστώς Μεγκίστου στους αντιφρονούντες έγραψε ένα τρυφερό και χαμηλότονο βιβλίο γιά έναν νέο άνθρωπο, έναν μετανάστη στην «χώρα της επαγγελίας» που προσπαθεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Ένα μυθιστόρημα γιά τον «ξένο» της διπλανής πόρτας που όλοι συναντάμε τελευταία και που πολλές φορές κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε.
Ο Σέφα Στέφανος είναι ένας Αιθίοπας μετανάστης που έχει ένα μαγαζάκι (κάτι σαν μίνι-μάρκετ) σε μιά υποβαθμισμένη συνοικία της Ουάσινγκτον που αρχίζει τελευταία να αναβαθμίζεται με την εισβολή λευκών αστών. Ο Στέφανος με δυσκολία διατηρεί το μαγαζάκι του που δεν πηγαίνει καθόλου καλά, είτε από έλλειψη πελατείας, είτε από δικιά του οικονομική αδυναμία να έχει ελκυστικά προϊόντα γιά τους πελάτες του. Η μοναδική του συντροφιά είναι δύο φίλοι του Αφρικανοί που γνώρισε όταν και οι τρεις τους δούλευαν σε ένα ξενοδοχείο. Ο Τζόζεφ από το Κονγκό και ο Κένεθ από την Κένυα έχουν τραβήξει πλέον διαφορετικούς δρόμους. Ο Κένεθ είναι μηχανικός δουλεύει σε μιά εταιρία, έχει αγοράσει αυτοκίνητο, το μέλλον δείχνει φωτεινό γι’αυτόν. Αντίθετα ο Τζόζεφ που διαβάζει κάθε απόγευμα στην βιβλιοθήκη, παραμένει γκαρσόνι σε ένα μοδάτο ρεστωράν ανεχόμενος τις παραξενιές των πλούσιων πελατών. Οι τρεις τους βρίσκονται απαραίτητα μία φορά την εβδομάδα και πίνουν το ουισκάκι τους στο μαγαζί του Στέφανος προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανές τις αφρικάνικες μνήμες τους, είτε μιλώντας γιά τις χώρες από τις οποίες προήλθαν, είτε παίζοντας ένα δικό τους παιχνίδι προσπαθώντας να θυμηθούν ονόματα αφρικανών δικτατόρων.
Ο Στέφανος ζει μιά πολύ μοναχική και φτωχική ζωή. Στην πραγματικότητα ζει με τις αναμνήσεις της πατρικής γης, από την οποία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει γιά να γλυτώσει τη ζωή του, όταν συνέλαβαν ένα βράδυ τον πατέρα του – και κατόπιν τον εκτέλεσαν – και χτύπησαν άσχημα την μητέρα του. Αυτός και ο αδερφός του κρύφτηκαν και μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του μπόρεσε να τον φυγαδεύσει στην Αμερική σε ένα θείο του, πρόσφυγα κι’αυτόν. Ο Στέφανος νιώθει να ζει στην Ουάσινγκτον αλλά νοητικά ακόμα ζει στην Αντίς Αμπέμπα – εκεί θεωρεί ότι βρίσκεται το σπίτι του, τίποτα δεν τον συγκινεί, τίποτα δεν τον κρατάει στις Η.Π.Α.
«...Μόνος πίσω από τον πάγκο, συνειδητοποιούσα ξαφνικά με τρόμο και φρίκη ότι όλα όσα είχα αγαπήσει στη ζωή μου ή είχαν χαθεί γιά πάντα ή συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς εμένα, εντεκάμιση χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ένιωθα επίσης ότι αυτό που είχα εδώ δεν ήταν ζωή, αλλά ένα αξιολύπητο υποκατάστατο που το αποτελούσαν ένας θείος, δύο φίλοι, ένα καταθλιπτικό μαγαζί κι ένα φτηνό διαμέρισμα.
Ο θείος μου ο Μπερχάν με ρώτησε κάποτε γιατί επέλεξα να ανοίξω μίνι μάρκετ σε μια φτωχογειτονιά μαύρων, παρότι τίποτα στη ζωή μου δεν με είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Απέφυγα να του απαντήσω ότι το έκανα επειδή το μοναδικό πράγμα που ήθελα πιά από τη ζωή ήταν να διαβάζω με την ησυχία μου για όσο περισσότερες ώρες της ημέρας μπορούσα. Άφησα το θείο μου και το λιτό δυαράκι του στα προάστεια για να μετακομίσω στην πλατεία Λόγκαν, μια απόφαση που δεν την έχω κατανοήσει ακόμα, ούτε μ’έχει συγχωρήσει γι’αυτήν, παρά τα όσα λέει. Είχε πολύ μεγάλες φιλοδοξίες για μένα, όταν πρωτόφτασα εδώ από την Αιθιοπία. «Περίμενε και θα δεις», μου έλεγε με την απαλή, πειστική φωνή του. «Θα γίνεις μηχανικός ή γιατρός.Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου για να σε δει». Μερικές φορές βούρκωνε μιλώντας για το μέλλον, που πίστευε ότι θα έφερνε μόνο καλύτερα και πιο όμορφα πράγματα. Εδώ, στην πλατεία Λόγκαν, όμως, δεν ένιωθα υποχρεωμένος να γίνω τίποτα σπουδαιότερο απ’αυτό που ήμουν ήδη. Ήμουν φτωχός και μαύρος, και η συνακόλουθη ανωνυμία ήταν μια ασπίδα που με προστάτευε από τις φιλοδοξίες κάθε νέου μετανάστη, τις οποίες άλλωστε είχα εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό – αν υποθέσουμε ότι είχα ποτέ τέτοιες. Στην πραγματικότητα δεν είχα έρθει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Είχα έρθει τρέχοντας κι ουρλιάζοντας, με τα φαντάσματα της παλιάς μου ζωής γαντζωμένα στην πλάτη μου. Ο σκοπός μου έκτοτε ήταν απλός: να περνώ απαρατήρητος, να μην κάνω άλλο κακό.»
Η ζωή του Στέφανος αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον όταν μιά διανοούμενη καθηγήτρια πανεπιστημίου φτιάχνει το απέναντι του οίκημα, μετατρέποντάς το σε μιά υπέροχη τετραώροφη έπαυλη που εντυπωσίαζε με το στυλ της. Η Τζούντιθ μιά καλοβαλμένη ψιλόλιγνη λευκή είχε ένα κοριτσάκι την Ναόμι, εντεκάχρονο, που το χρώμα του έφερνε περισσότερο προς το μαύρο, καρπός μιάς σχέσης της Τζούντιθ με έναν Μαυριτανό επισκέπτη- καθηγητή στο πανεπιστήμιο που εκείνη δίδασκε. Μεταξύ της μικρής και του Στέφανος αναπτύσσεται μιά ιδιόμορφη φιλική σχέση, όπου το κοριτσάκι περνάει ατελείωτες ώρες στο μαγαζάκι του μετανάστη και όπου διαβάζουνε μαζί το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζοφ». Η μικρή χρησιμεύει στον Στέφανος και ώς «όχημα» προσέγγισης της (μάλλον άπιαστης) μητέρας της με την οποία αναπτύσσεται ένα διακριτικό φλερτ.
Η αδυναμία του Στέφανος να πληρώνει τα ενοίκια και η εντολή έξωσης που του παραδίδεται στο μαγαζί έρχεται σχεδόν ταυτόχρονα με την επίθεση στο σπίτι της Τζούντιθ από τους έγχρωμους κατοίκους της συνοικίας που δυστροπούν στην έλευση των εύπορων αστών και προσπαθούν να κρατήσουν την περιοχή όπως ήταν. Ο Στέφανος βιώνει μιά άλλη πλευρά της Αμερικής, το να αισθάνεσαι ξένος μέσα στην ίδια σου την χώρα.
Ο Στέφανος έχει έρθει στην Αμερική από ανάγκη και όχι γιά να υλοποιήσει κάποιο όνειρο ή να πλουτίσει. Νιώθει «ξένος», νιώθει απομονωμένος. Πηγαίνει σε γάμους ή εκδηλώσεις συγγενών ντυμένος με επίσημες ενδυμασίες της πατρίδας του, αρνούμενος να ενσωματωθεί στην Αμερικάνικη κοινωνία. Όταν αποφασίζει να πλησιάσει (έστω με το δικό του στυλ) την Τζούντιθ, μιά πολύ σοφιστικέ Αμερικάνα, που δείχνει ότι έλκεται από εκείνον, δεν ξέρει τον τρόπο. Φοβάται τόσο πολύ να ανοιχτεί ή να κάνει κάποια κίνηση που το παιχνίδι είναι χαμένο εκ των προτέρων. Με το μόνο άτομο που έχει μιά ειλικρινή και ουσιαστική σχέση είναι με το μικρό κορίτσι, ένα πανέξυπνο και ικανότατο πλάσμα με την οποία κάνουν μαζί (κι ας τους χωρίζουν είκοσι χρόνια) τα πρώτα βήματα στην κοινωνία.
Η σχέση με τον πατέρα και η σύλληψη του μπροστά στα μάτια του φοβισμένου Στέφανος, είναι καθοριστική και κυριαρχεί στο βιβλίο. Η ήρεμη ματιά του πατέρα την ώρα που τον χτυπάνε με τον υποκόπανο του όπλου, την ώρα που τον εξευτελίζουν στοιχειώνει τον Στέφανος και τον ακολουθεί νύχτα-μέρα.
Ο πρωταγωνιστής με τους φίλους του παίζουν το παιχνίδι της μνήμης. Προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις, προσπαθούν να βρουν τον προσανατολισμό τους. Γιά τον Κένεθ είναι εύκολο, βρήκε μιά καλή δουλειά, θα προοδεύσει. Γιά τους άλλους δύο και κυρίως τον Στέφανος, το κύριο ερώτημα είναι «μετά από εδώ, τι;». Η μελαγχολική γραφή του Μενγκέστου εντυπωσιάζει με την ωριμότητά της – μόνο αν στο πούνε καταλαβαίνεις ότι διαβάζεις το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα – θυμίζοντας Μπέλοου και Μάλαμουντ, ακόμα δε και Καμύ. Ένα εξαιρετικό και «αγαπησιάρικο» μυθιστόρημα-έκπληξη που σε κερδίζει από τις πρώτες σελίδες.
«...Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια στον Αμερικανικό θρησκευτικό πλουραλισμό, το Συμβολισμό στην Θεία Κωμωδία του Δάντη και τις Φυλετικές σχέσεις στη μετα-αποικιακή Αφρική του 20ου αιώνα. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια, αλλά αυτό είναι ασήμαντη λεπτομέρεια για τον Τζόζεφ, ο οποίος συνεχίζει να μελετάει τις σημειώσεις του και να υπογραμμίζει στίχους της Κόλασης.
Από ένα στρογγυλό φεγγίτη βλέπω,
Τις χάρες όλες του ουρανού, κι απ’όπου
Εβγήκαμε, να ξαναδούμε τ’άστρα
Όταν μεθάει, επιμένει ότι πρόκειται για τους ωραιότερους στίχους που γράφτηκαν ποτέ. «Γιά σκέψου» λέει. «Ο Δάντης βγαίνει τελικά από την κόλαση, και βλέπει αυτό: «Όλες τις χάρες του ουρανού». Είναι τέλειοι, σου λέω. Τέλειοι από κάθε άποψη. Είπα στον καθηγητή μου ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτούς τους στίχους καλύτερα από έναν Αφρικανό, επειδή έτσι είναι η ζωή μας. Μια καθημερινή κόλαση με φευγαλέες εικόνες του ουρανού στο ενδιάμεσο».»
Ο Σέφα Στέφανος είναι ένας Αιθίοπας μετανάστης που έχει ένα μαγαζάκι (κάτι σαν μίνι-μάρκετ) σε μιά υποβαθμισμένη συνοικία της Ουάσινγκτον που αρχίζει τελευταία να αναβαθμίζεται με την εισβολή λευκών αστών. Ο Στέφανος με δυσκολία διατηρεί το μαγαζάκι του που δεν πηγαίνει καθόλου καλά, είτε από έλλειψη πελατείας, είτε από δικιά του οικονομική αδυναμία να έχει ελκυστικά προϊόντα γιά τους πελάτες του. Η μοναδική του συντροφιά είναι δύο φίλοι του Αφρικανοί που γνώρισε όταν και οι τρεις τους δούλευαν σε ένα ξενοδοχείο. Ο Τζόζεφ από το Κονγκό και ο Κένεθ από την Κένυα έχουν τραβήξει πλέον διαφορετικούς δρόμους. Ο Κένεθ είναι μηχανικός δουλεύει σε μιά εταιρία, έχει αγοράσει αυτοκίνητο, το μέλλον δείχνει φωτεινό γι’αυτόν. Αντίθετα ο Τζόζεφ που διαβάζει κάθε απόγευμα στην βιβλιοθήκη, παραμένει γκαρσόνι σε ένα μοδάτο ρεστωράν ανεχόμενος τις παραξενιές των πλούσιων πελατών. Οι τρεις τους βρίσκονται απαραίτητα μία φορά την εβδομάδα και πίνουν το ουισκάκι τους στο μαγαζί του Στέφανος προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανές τις αφρικάνικες μνήμες τους, είτε μιλώντας γιά τις χώρες από τις οποίες προήλθαν, είτε παίζοντας ένα δικό τους παιχνίδι προσπαθώντας να θυμηθούν ονόματα αφρικανών δικτατόρων.
Ο Στέφανος ζει μιά πολύ μοναχική και φτωχική ζωή. Στην πραγματικότητα ζει με τις αναμνήσεις της πατρικής γης, από την οποία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει γιά να γλυτώσει τη ζωή του, όταν συνέλαβαν ένα βράδυ τον πατέρα του – και κατόπιν τον εκτέλεσαν – και χτύπησαν άσχημα την μητέρα του. Αυτός και ο αδερφός του κρύφτηκαν και μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του μπόρεσε να τον φυγαδεύσει στην Αμερική σε ένα θείο του, πρόσφυγα κι’αυτόν. Ο Στέφανος νιώθει να ζει στην Ουάσινγκτον αλλά νοητικά ακόμα ζει στην Αντίς Αμπέμπα – εκεί θεωρεί ότι βρίσκεται το σπίτι του, τίποτα δεν τον συγκινεί, τίποτα δεν τον κρατάει στις Η.Π.Α.
«...Μόνος πίσω από τον πάγκο, συνειδητοποιούσα ξαφνικά με τρόμο και φρίκη ότι όλα όσα είχα αγαπήσει στη ζωή μου ή είχαν χαθεί γιά πάντα ή συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς εμένα, εντεκάμιση χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ένιωθα επίσης ότι αυτό που είχα εδώ δεν ήταν ζωή, αλλά ένα αξιολύπητο υποκατάστατο που το αποτελούσαν ένας θείος, δύο φίλοι, ένα καταθλιπτικό μαγαζί κι ένα φτηνό διαμέρισμα.
Ο θείος μου ο Μπερχάν με ρώτησε κάποτε γιατί επέλεξα να ανοίξω μίνι μάρκετ σε μια φτωχογειτονιά μαύρων, παρότι τίποτα στη ζωή μου δεν με είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Απέφυγα να του απαντήσω ότι το έκανα επειδή το μοναδικό πράγμα που ήθελα πιά από τη ζωή ήταν να διαβάζω με την ησυχία μου για όσο περισσότερες ώρες της ημέρας μπορούσα. Άφησα το θείο μου και το λιτό δυαράκι του στα προάστεια για να μετακομίσω στην πλατεία Λόγκαν, μια απόφαση που δεν την έχω κατανοήσει ακόμα, ούτε μ’έχει συγχωρήσει γι’αυτήν, παρά τα όσα λέει. Είχε πολύ μεγάλες φιλοδοξίες για μένα, όταν πρωτόφτασα εδώ από την Αιθιοπία. «Περίμενε και θα δεις», μου έλεγε με την απαλή, πειστική φωνή του. «Θα γίνεις μηχανικός ή γιατρός.Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου για να σε δει». Μερικές φορές βούρκωνε μιλώντας για το μέλλον, που πίστευε ότι θα έφερνε μόνο καλύτερα και πιο όμορφα πράγματα. Εδώ, στην πλατεία Λόγκαν, όμως, δεν ένιωθα υποχρεωμένος να γίνω τίποτα σπουδαιότερο απ’αυτό που ήμουν ήδη. Ήμουν φτωχός και μαύρος, και η συνακόλουθη ανωνυμία ήταν μια ασπίδα που με προστάτευε από τις φιλοδοξίες κάθε νέου μετανάστη, τις οποίες άλλωστε είχα εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό – αν υποθέσουμε ότι είχα ποτέ τέτοιες. Στην πραγματικότητα δεν είχα έρθει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Είχα έρθει τρέχοντας κι ουρλιάζοντας, με τα φαντάσματα της παλιάς μου ζωής γαντζωμένα στην πλάτη μου. Ο σκοπός μου έκτοτε ήταν απλός: να περνώ απαρατήρητος, να μην κάνω άλλο κακό.»
Η ζωή του Στέφανος αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον όταν μιά διανοούμενη καθηγήτρια πανεπιστημίου φτιάχνει το απέναντι του οίκημα, μετατρέποντάς το σε μιά υπέροχη τετραώροφη έπαυλη που εντυπωσίαζε με το στυλ της. Η Τζούντιθ μιά καλοβαλμένη ψιλόλιγνη λευκή είχε ένα κοριτσάκι την Ναόμι, εντεκάχρονο, που το χρώμα του έφερνε περισσότερο προς το μαύρο, καρπός μιάς σχέσης της Τζούντιθ με έναν Μαυριτανό επισκέπτη- καθηγητή στο πανεπιστήμιο που εκείνη δίδασκε. Μεταξύ της μικρής και του Στέφανος αναπτύσσεται μιά ιδιόμορφη φιλική σχέση, όπου το κοριτσάκι περνάει ατελείωτες ώρες στο μαγαζάκι του μετανάστη και όπου διαβάζουνε μαζί το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζοφ». Η μικρή χρησιμεύει στον Στέφανος και ώς «όχημα» προσέγγισης της (μάλλον άπιαστης) μητέρας της με την οποία αναπτύσσεται ένα διακριτικό φλερτ.
Η αδυναμία του Στέφανος να πληρώνει τα ενοίκια και η εντολή έξωσης που του παραδίδεται στο μαγαζί έρχεται σχεδόν ταυτόχρονα με την επίθεση στο σπίτι της Τζούντιθ από τους έγχρωμους κατοίκους της συνοικίας που δυστροπούν στην έλευση των εύπορων αστών και προσπαθούν να κρατήσουν την περιοχή όπως ήταν. Ο Στέφανος βιώνει μιά άλλη πλευρά της Αμερικής, το να αισθάνεσαι ξένος μέσα στην ίδια σου την χώρα.
Ο Στέφανος έχει έρθει στην Αμερική από ανάγκη και όχι γιά να υλοποιήσει κάποιο όνειρο ή να πλουτίσει. Νιώθει «ξένος», νιώθει απομονωμένος. Πηγαίνει σε γάμους ή εκδηλώσεις συγγενών ντυμένος με επίσημες ενδυμασίες της πατρίδας του, αρνούμενος να ενσωματωθεί στην Αμερικάνικη κοινωνία. Όταν αποφασίζει να πλησιάσει (έστω με το δικό του στυλ) την Τζούντιθ, μιά πολύ σοφιστικέ Αμερικάνα, που δείχνει ότι έλκεται από εκείνον, δεν ξέρει τον τρόπο. Φοβάται τόσο πολύ να ανοιχτεί ή να κάνει κάποια κίνηση που το παιχνίδι είναι χαμένο εκ των προτέρων. Με το μόνο άτομο που έχει μιά ειλικρινή και ουσιαστική σχέση είναι με το μικρό κορίτσι, ένα πανέξυπνο και ικανότατο πλάσμα με την οποία κάνουν μαζί (κι ας τους χωρίζουν είκοσι χρόνια) τα πρώτα βήματα στην κοινωνία.
Η σχέση με τον πατέρα και η σύλληψη του μπροστά στα μάτια του φοβισμένου Στέφανος, είναι καθοριστική και κυριαρχεί στο βιβλίο. Η ήρεμη ματιά του πατέρα την ώρα που τον χτυπάνε με τον υποκόπανο του όπλου, την ώρα που τον εξευτελίζουν στοιχειώνει τον Στέφανος και τον ακολουθεί νύχτα-μέρα.
Ο πρωταγωνιστής με τους φίλους του παίζουν το παιχνίδι της μνήμης. Προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις, προσπαθούν να βρουν τον προσανατολισμό τους. Γιά τον Κένεθ είναι εύκολο, βρήκε μιά καλή δουλειά, θα προοδεύσει. Γιά τους άλλους δύο και κυρίως τον Στέφανος, το κύριο ερώτημα είναι «μετά από εδώ, τι;». Η μελαγχολική γραφή του Μενγκέστου εντυπωσιάζει με την ωριμότητά της – μόνο αν στο πούνε καταλαβαίνεις ότι διαβάζεις το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα – θυμίζοντας Μπέλοου και Μάλαμουντ, ακόμα δε και Καμύ. Ένα εξαιρετικό και «αγαπησιάρικο» μυθιστόρημα-έκπληξη που σε κερδίζει από τις πρώτες σελίδες.
«...Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια στον Αμερικανικό θρησκευτικό πλουραλισμό, το Συμβολισμό στην Θεία Κωμωδία του Δάντη και τις Φυλετικές σχέσεις στη μετα-αποικιακή Αφρική του 20ου αιώνα. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια, αλλά αυτό είναι ασήμαντη λεπτομέρεια για τον Τζόζεφ, ο οποίος συνεχίζει να μελετάει τις σημειώσεις του και να υπογραμμίζει στίχους της Κόλασης.
Από ένα στρογγυλό φεγγίτη βλέπω,
Τις χάρες όλες του ουρανού, κι απ’όπου
Εβγήκαμε, να ξαναδούμε τ’άστρα
Όταν μεθάει, επιμένει ότι πρόκειται για τους ωραιότερους στίχους που γράφτηκαν ποτέ. «Γιά σκέψου» λέει. «Ο Δάντης βγαίνει τελικά από την κόλαση, και βλέπει αυτό: «Όλες τις χάρες του ουρανού». Είναι τέλειοι, σου λέω. Τέλειοι από κάθε άποψη. Είπα στον καθηγητή μου ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτούς τους στίχους καλύτερα από έναν Αφρικανό, επειδή έτσι είναι η ζωή μας. Μια καθημερινή κόλαση με φευγαλέες εικόνες του ουρανού στο ενδιάμεσο».»
Δημοσίευση σχολίου