Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2009 | Permalink
Ένας ντεσπεράντο στα Χιώτικα βουνά
Ο κυνηγημένος Γιώργης Πέτικας, ο πρωταγωνιστής του Χιώτικου χρονικού του νέου συγγραφέα και ερευνητή Γιάννη Μακριδάκη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΝΑΜΙΣΗΣ ΝΤΕΝΕΚΕΣ» (Εκδ. Εστία, σελ.348), είναι ένας «ντεσπεράντο» με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ένας άφοβος παράνομος που αρνείται να υποταχθεί, που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, που πάει κόντρα στην (όποια) εξουσία.
Η ιστορία του Πέτικα είναι ένας τοπικός θρύλος που κράτησε (και ίσως κρατάει ακόμα) γιά αρκετές δεκαετίες στην τοπική κοινωνία του νησιού. Ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν διασωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, έχουν «φύγει» οι πρωταγωνιστές και οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι. Η ιστορία έχει περάσει σαν παραμύθι, όπου οι ελάχιστοι που ακόμα το θυμούνται από τις διηγήσεις των γονιών τους, το έχουν θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη τους. Το συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων κατέγραψε τον Πέτικα ως έναν άλλον «Λήσταρχο Νταβέλη», ως «μπαμπούλα» που χρησιμεύει η αναφορά του ονόματός του γιά να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους.
Μέσα της δεκαετίας του ’10,η Χίος από το 1912 είναι Ελληνική και ο Γιώργης Πέτικας γυρίζει στο χωριό του, τα Καρδάμυλα της Χίου από την Αμερική όπου είχε φύγει μετανάστης να βγάλει κάνα φράγκο. Γυρίζει με τον σκοπό να ανοίξει ένα χασάπικο στην παραλία του χωριού και να μπορέσει να παντρευτεί μιά ομορφονιά με την οποία υπάρχει ένα φλερτ (στο στυλ της εποχής,ματιές δηλαδή) από το κοντινό χωριό τις Αμάδες. Η οικογένεια του Πέτικα φτωχιά, τα αδέρφια δουλεύουνε για να προικίσουν τις αδερφές τους, ο Γιώργης είναι ο πιό άξιος και πολύ αγαπητός στα γύρω χωριά αφού πάντοτε βοηθούσε τους βοσκούς και τους κοντοχωριανούς του. Στήνει το χασάπικο με την βοήθεια του καλύτερού του φίλου που έχει ένα παρόμοιο μαγαζί στην Χώρα της Χίου και μαζί ανεβοκατεβαίνουνε τα απότομα βουνά της περιοχής γιά κατσίκια κλπ. Ο Πέτικας έχει καταφέρει να αποσπάσει την υπόσχεση της νεαράς γιά γάμο, καθώς βρίσκονται στα κλεφτά ώσπου, εκείνη τον προειδοποιεί να βιαστεί γιατί παρουσιάστηκε έτερος υποψήφιος στον πατέρα της ο οποίος τον καλοβλέπει για γαμπρό του. Τυχαία ο Πέτικας μαθαίνει ότι ο «εκλεκτός» της οικογένειας είναι ο καλύτερός του φίλος (και συνεργάτης του),ο Γιάννης ο Λοίζος. Πάει και τον βρίσκει και τον παρακαλάει να «αποσυρθεί» γιατί εκείνος την αγαπάει χρόνια πολλά, αλλά ο Λοίζος αφού το σκέφτεται γιά λίγο, δεν το δέχεται. Βρίσκονται στις Αμάδες, στο καφενείο και τα πίνουνε, όταν του ανακοινώνει την απόφασή του – ο Πέτικας θολώνει, τσακώνονται, τον μαχαιρώνει.
Φεύγει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο σε μιά σπηλιά πάνω από μία στάνη ενός καλού του φίλου βοσκού. Βρίσκει δυό ντενεκέδες, ο ένας μισός και μ’αυτούς κουβαλάει νερό – ονομάζει το καταφύγιό του «Ανάμιση ντενεκέ» και εκεί πέρα ξεχειμωνιάζει. Η Χωροφυλακή των Καρδαμύλων είναι στο κατόπι του, αλλά ο Πέτικας έχει βοήθειες. Από τους βοσκούς που τους βοηθούσε παλαιότερα, από τους Καρδαμυλίτες που κακό λόγο γι’αυτόν δεν είχαν να πούνε. Παρά τα βασανιστήρια και τις προσβολές στην οικογένειά του από τις αρχές, εκείνος διαφεύγει και θα διαφεύγει γιά χρόνια πολλά. Τις δυσκολότερες στιγμές του θα τις περάσει όταν με την κυβέρνηση Βενιζέλου έρχονται Κρητικοί χωροφύλακες στο νησί. Η σύλληψη του Πέτικα είναι θέμα γοήτρου για τις αρχές, δεν μπορούνε να «ξεφτιλίζονται» έτσι και η καταδίωξη είναι λυσσώδης. Αναγκάζεται να καταφεύγει από σπηλιά σε σπηλιά, απο βουνοκορφή σε βουνοκορφή, πεινασμένος, τραυματισμένος, να ζει χρόνια σαν αγρίμι, κάποια στιγμή δεν αντέχει, θα παραδοθεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Αλλά δραπετεύει από την φυλακή και χάνεται...Εδώ κάπου σταματάει ο θρύλος, το παραμύθι και αρχίζει η ιστορική έρευνα.
Ο Μακριδάκης χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη, τα οποία εμπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο. Το μυθιστορηματικό μέρος έχει τη μορφή γουέστερν. Καταδίωξη, πιστολίδι, τύποι σκληροί με μπέσα, κακοτράχαλα βουνά, μοναξιά και απελπισία, χιούμορ και ηρωισμός. Το άλλο μέρος έχει πρωταγωνιστή τον συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί βήμα-βήμα να αναπλάσει τα γεγονότα πηγαίνοντας στα μέρη που διαδραματίστηκαν. Προσπαθεί να βρει άκρη μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, από αφηγήσεις από τρίτο ή τέταρτο χέρι μιάς που τα χρόνια έχουν περάσει και δεν υπάρχουν επιζώντες από εκείνη την εποχή. Βρίσκει τονισμένα κάποια υπερφυσικά ή ηρωικά στοιχεία της καταδίωξης, ενώ δεν τον βοηθάνε ιδιαίτερα τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής. Τελικά μέσα από τυχαία γεγονότα βρίσκει την άκρη και ανακαλύπτει τον γιό του Γιώργη Πέτικα, ο οποίος εμφανίζεται γιά να δώσει την λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης του πατέρα του μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Χίου.
Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο του το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Η Χίος (όπως και όλη η χώρα) βρίσκεται σε μιά ιστορική καμπή. Η ενσωμάτωσή της στο απότομα μεγαλωμένο Ελληνικό κράτος ήταν δύσκολη που έγινε ακόμα δυσκολότερη λόγω του κύματος προσφύγων που ήρθε από τις απέναντι ακτές (βρισκόμαστε αρκετά πριν την Μικρασιατική καταστροφή αλλά η πολιτική του Τουρκικού κράτους απέναντι στις μειονότητες είχε αρχίσει να σκληραίνει). Οικονομική κρίση, πολιτικά παιχνίδια, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια (εφοπλιστικά κυρίως) δημιουργούσαν έντονες κοινωνικές αναταραχές. Οι πρόσφυγες εξαρτώντο από το ανύπαρκτο κράτος, είχαν να αντιμετωπίσουν και την τοπική εχθρότητα, το νησί ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος πέθαινε το ’17 από ασιτία (γύρω στους 100 θανάτους τον Νοέμβριο), φτώχεια και εξαθλίωση. Ο Μακριδάκης δίνει φωνή στον απλό κόσμο ενσωματώνοντας στην ιστορία (σαν «χορικό» σε αρχαία τραγωδία),ένα καφενείο στην Χώρα της Χίου και τις συζητήσεις του απλού κόσμου. Την απογοήτευση τους από το ελλαδικό κράτος (πολλές φορές αναπολούν τις μέρες της Οθωμανικής αρχής), την στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες, απέναντι στις Αθηναϊκές αρχές, απέναντι στην εξουσία γενικότερα. Η στάση του κόσμου απέναντι στις Αρχές φαίνεται και από το «κρύψιμο» του Πέτικα από τους βοσκούς στα βουνά. Κανείς δεν μιλάει παρά το ξύλο, παρά τις φυλακίσεις, παρά τις απειλές ενώ η τοπική «ομερτά» φαίνεται χαρακτηριστικά και στην «κάλυψη» της «πέτρας του σκανδάλου», της κοπέλας , της οποίας το όνομα διατηρείται μυστικό και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Πέρα από το έντονο κοινωνικό στοιχείο, το μυθιστόρημα διακρίνεται γιά την εξαιρετική χρήση της ντοπιολαλιάς σε σημείο που να μην κουράζει, την υπέροχη αναπαράσταση της εποχής και τα πολύ ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει μετατρέποντας την ιστορία του φυγόδικου ντεσπεράντο σε μία εξαιρετική κοινωνιολογική και λαογραφική μελέτη του νησιού.Με την χρήση της παράλληλης αφήγησης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος παρακολουθούμε την αλλαγή στην φύση, τις αλλαγές στο νησί αυτά τα χρόνια, ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου.
Μπορεί κάποιες στιγμές να φλυαρεί, μπορεί να παρατραβάει την έρευνα τεντώνοντας την έτσι κι αλλιώς ελλιπή ιστορία (που υποθέτω παρόμοιές της θα υπάρχουν σε πάρα πολλά μέρη της χώρας),αλλά το μυθιστόρημα-χρονικό του Μακριδάκη έχει ψυχή, έχει μεγάλη δυναμική και γοητεύει τον αναγνώστη. Ισορροπώντας ανάμεσα στο συναίσθημα και την ιστορική έρευνα, αυτός ο «Ανάμισης ντενεκές» είναι από τα «αγαπησιάρικα» βιβλία που δεν ξεχνάς, ζωντανεύει τις μυρωδιές του τόπου και με τις δυνατές του εικόνες μετατρέπει την ανάγνωση σε ενεργό συμμετοχή.
Ο Γ.Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 και μόλις εκδόθηκε το δεύτερο του βιβλίο «Η δεξιά τσέπη του ράσου». Είναι ιδρυτής του «Κέντρου Χιακών μελετών» και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό Πελινναίο, απο το ενδιαφέρον site του άντλησα πολλές πληροφορίες που με βοήθησαν στην κατανόηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της ιστορίας του Πέτικα.
Η ιστορία του Πέτικα είναι ένας τοπικός θρύλος που κράτησε (και ίσως κρατάει ακόμα) γιά αρκετές δεκαετίες στην τοπική κοινωνία του νησιού. Ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν διασωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, έχουν «φύγει» οι πρωταγωνιστές και οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι. Η ιστορία έχει περάσει σαν παραμύθι, όπου οι ελάχιστοι που ακόμα το θυμούνται από τις διηγήσεις των γονιών τους, το έχουν θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη τους. Το συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων κατέγραψε τον Πέτικα ως έναν άλλον «Λήσταρχο Νταβέλη», ως «μπαμπούλα» που χρησιμεύει η αναφορά του ονόματός του γιά να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους.
Μέσα της δεκαετίας του ’10,η Χίος από το 1912 είναι Ελληνική και ο Γιώργης Πέτικας γυρίζει στο χωριό του, τα Καρδάμυλα της Χίου από την Αμερική όπου είχε φύγει μετανάστης να βγάλει κάνα φράγκο. Γυρίζει με τον σκοπό να ανοίξει ένα χασάπικο στην παραλία του χωριού και να μπορέσει να παντρευτεί μιά ομορφονιά με την οποία υπάρχει ένα φλερτ (στο στυλ της εποχής,ματιές δηλαδή) από το κοντινό χωριό τις Αμάδες. Η οικογένεια του Πέτικα φτωχιά, τα αδέρφια δουλεύουνε για να προικίσουν τις αδερφές τους, ο Γιώργης είναι ο πιό άξιος και πολύ αγαπητός στα γύρω χωριά αφού πάντοτε βοηθούσε τους βοσκούς και τους κοντοχωριανούς του. Στήνει το χασάπικο με την βοήθεια του καλύτερού του φίλου που έχει ένα παρόμοιο μαγαζί στην Χώρα της Χίου και μαζί ανεβοκατεβαίνουνε τα απότομα βουνά της περιοχής γιά κατσίκια κλπ. Ο Πέτικας έχει καταφέρει να αποσπάσει την υπόσχεση της νεαράς γιά γάμο, καθώς βρίσκονται στα κλεφτά ώσπου, εκείνη τον προειδοποιεί να βιαστεί γιατί παρουσιάστηκε έτερος υποψήφιος στον πατέρα της ο οποίος τον καλοβλέπει για γαμπρό του. Τυχαία ο Πέτικας μαθαίνει ότι ο «εκλεκτός» της οικογένειας είναι ο καλύτερός του φίλος (και συνεργάτης του),ο Γιάννης ο Λοίζος. Πάει και τον βρίσκει και τον παρακαλάει να «αποσυρθεί» γιατί εκείνος την αγαπάει χρόνια πολλά, αλλά ο Λοίζος αφού το σκέφτεται γιά λίγο, δεν το δέχεται. Βρίσκονται στις Αμάδες, στο καφενείο και τα πίνουνε, όταν του ανακοινώνει την απόφασή του – ο Πέτικας θολώνει, τσακώνονται, τον μαχαιρώνει.
Φεύγει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο σε μιά σπηλιά πάνω από μία στάνη ενός καλού του φίλου βοσκού. Βρίσκει δυό ντενεκέδες, ο ένας μισός και μ’αυτούς κουβαλάει νερό – ονομάζει το καταφύγιό του «Ανάμιση ντενεκέ» και εκεί πέρα ξεχειμωνιάζει. Η Χωροφυλακή των Καρδαμύλων είναι στο κατόπι του, αλλά ο Πέτικας έχει βοήθειες. Από τους βοσκούς που τους βοηθούσε παλαιότερα, από τους Καρδαμυλίτες που κακό λόγο γι’αυτόν δεν είχαν να πούνε. Παρά τα βασανιστήρια και τις προσβολές στην οικογένειά του από τις αρχές, εκείνος διαφεύγει και θα διαφεύγει γιά χρόνια πολλά. Τις δυσκολότερες στιγμές του θα τις περάσει όταν με την κυβέρνηση Βενιζέλου έρχονται Κρητικοί χωροφύλακες στο νησί. Η σύλληψη του Πέτικα είναι θέμα γοήτρου για τις αρχές, δεν μπορούνε να «ξεφτιλίζονται» έτσι και η καταδίωξη είναι λυσσώδης. Αναγκάζεται να καταφεύγει από σπηλιά σε σπηλιά, απο βουνοκορφή σε βουνοκορφή, πεινασμένος, τραυματισμένος, να ζει χρόνια σαν αγρίμι, κάποια στιγμή δεν αντέχει, θα παραδοθεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Αλλά δραπετεύει από την φυλακή και χάνεται...Εδώ κάπου σταματάει ο θρύλος, το παραμύθι και αρχίζει η ιστορική έρευνα.
Ο Μακριδάκης χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη, τα οποία εμπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο. Το μυθιστορηματικό μέρος έχει τη μορφή γουέστερν. Καταδίωξη, πιστολίδι, τύποι σκληροί με μπέσα, κακοτράχαλα βουνά, μοναξιά και απελπισία, χιούμορ και ηρωισμός. Το άλλο μέρος έχει πρωταγωνιστή τον συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί βήμα-βήμα να αναπλάσει τα γεγονότα πηγαίνοντας στα μέρη που διαδραματίστηκαν. Προσπαθεί να βρει άκρη μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, από αφηγήσεις από τρίτο ή τέταρτο χέρι μιάς που τα χρόνια έχουν περάσει και δεν υπάρχουν επιζώντες από εκείνη την εποχή. Βρίσκει τονισμένα κάποια υπερφυσικά ή ηρωικά στοιχεία της καταδίωξης, ενώ δεν τον βοηθάνε ιδιαίτερα τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής. Τελικά μέσα από τυχαία γεγονότα βρίσκει την άκρη και ανακαλύπτει τον γιό του Γιώργη Πέτικα, ο οποίος εμφανίζεται γιά να δώσει την λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης του πατέρα του μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Χίου.
Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο του το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Η Χίος (όπως και όλη η χώρα) βρίσκεται σε μιά ιστορική καμπή. Η ενσωμάτωσή της στο απότομα μεγαλωμένο Ελληνικό κράτος ήταν δύσκολη που έγινε ακόμα δυσκολότερη λόγω του κύματος προσφύγων που ήρθε από τις απέναντι ακτές (βρισκόμαστε αρκετά πριν την Μικρασιατική καταστροφή αλλά η πολιτική του Τουρκικού κράτους απέναντι στις μειονότητες είχε αρχίσει να σκληραίνει). Οικονομική κρίση, πολιτικά παιχνίδια, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια (εφοπλιστικά κυρίως) δημιουργούσαν έντονες κοινωνικές αναταραχές. Οι πρόσφυγες εξαρτώντο από το ανύπαρκτο κράτος, είχαν να αντιμετωπίσουν και την τοπική εχθρότητα, το νησί ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος πέθαινε το ’17 από ασιτία (γύρω στους 100 θανάτους τον Νοέμβριο), φτώχεια και εξαθλίωση. Ο Μακριδάκης δίνει φωνή στον απλό κόσμο ενσωματώνοντας στην ιστορία (σαν «χορικό» σε αρχαία τραγωδία),ένα καφενείο στην Χώρα της Χίου και τις συζητήσεις του απλού κόσμου. Την απογοήτευση τους από το ελλαδικό κράτος (πολλές φορές αναπολούν τις μέρες της Οθωμανικής αρχής), την στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες, απέναντι στις Αθηναϊκές αρχές, απέναντι στην εξουσία γενικότερα. Η στάση του κόσμου απέναντι στις Αρχές φαίνεται και από το «κρύψιμο» του Πέτικα από τους βοσκούς στα βουνά. Κανείς δεν μιλάει παρά το ξύλο, παρά τις φυλακίσεις, παρά τις απειλές ενώ η τοπική «ομερτά» φαίνεται χαρακτηριστικά και στην «κάλυψη» της «πέτρας του σκανδάλου», της κοπέλας , της οποίας το όνομα διατηρείται μυστικό και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Πέρα από το έντονο κοινωνικό στοιχείο, το μυθιστόρημα διακρίνεται γιά την εξαιρετική χρήση της ντοπιολαλιάς σε σημείο που να μην κουράζει, την υπέροχη αναπαράσταση της εποχής και τα πολύ ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει μετατρέποντας την ιστορία του φυγόδικου ντεσπεράντο σε μία εξαιρετική κοινωνιολογική και λαογραφική μελέτη του νησιού.Με την χρήση της παράλληλης αφήγησης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος παρακολουθούμε την αλλαγή στην φύση, τις αλλαγές στο νησί αυτά τα χρόνια, ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου.
Μπορεί κάποιες στιγμές να φλυαρεί, μπορεί να παρατραβάει την έρευνα τεντώνοντας την έτσι κι αλλιώς ελλιπή ιστορία (που υποθέτω παρόμοιές της θα υπάρχουν σε πάρα πολλά μέρη της χώρας),αλλά το μυθιστόρημα-χρονικό του Μακριδάκη έχει ψυχή, έχει μεγάλη δυναμική και γοητεύει τον αναγνώστη. Ισορροπώντας ανάμεσα στο συναίσθημα και την ιστορική έρευνα, αυτός ο «Ανάμισης ντενεκές» είναι από τα «αγαπησιάρικα» βιβλία που δεν ξεχνάς, ζωντανεύει τις μυρωδιές του τόπου και με τις δυνατές του εικόνες μετατρέπει την ανάγνωση σε ενεργό συμμετοχή.
Ο Γ.Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 και μόλις εκδόθηκε το δεύτερο του βιβλίο «Η δεξιά τσέπη του ράσου». Είναι ιδρυτής του «Κέντρου Χιακών μελετών» και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό Πελινναίο, απο το ενδιαφέρον site του άντλησα πολλές πληροφορίες που με βοήθησαν στην κατανόηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της ιστορίας του Πέτικα.
Δημοσίευση σχολίου