Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010 | Permalink
Η αργόσυρτη αυτοδιάλυση της ζωής, "like ashes the low cliffs crumble and the banks drop down into dust"
Το σημερινό ποστ αφορά 2 βιβλία του μεγάλου W.G.Sebald που μεταφράστηκαν σχετικά πρόσφατα στα ελληνικά. Το αριστούργημα (με όλη τη σημασία της λέξης) «ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ» και μία σειρά διαλέξεων που βγήκε σε ένα τόμο με τίτλο «Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν από την ΑΓΡΑ, σε εξαιρετική μετάφραση Γ.Καλιφατίδη, σελ. 340 και 285 αντίστοιχα. Αναγκαστικά το βάρος θα πέσει στο πρώτο, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ των δύο αλλά και επειδή το βρίσκω αντιπροσωπευτικότατο δείγμα της γραφής του πρόωρα χαμένου Γερμανού συγγραφέα.
«ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ» είναι ένα παράξενο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα που σε τυλίγει στον ρυθμό του αθόρυβα και ήρεμα. Διαβάζεις μαγεμένος από τη γοητεία της γλώσσας και των περιγραφών του συγγραφέα ένα ιδιότυπο οδοιπορικό, χωρίς μυθοπλασία, χωρίς πλοκή. Το βιβλίο είναι ένα διαφορετικού τύπου road-novel (μυθιστόρημα δρόμου), ουσιαστικά αυτοβιογραφικό – θα μπορούσε να το έχει γράψει ο Μπόρχες (ή ακόμα και ο Μπολάνο αν φοβόμαστε τις συγκρίσεις με τον Τρισμέγιστο).
Ο Ζέμπαλντ ουσιαστικά περιγράφει όλο το νόημα του βιβλίου του στην πρώτη σελίδα:
«…Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό που ακολούθησε, δεν έπαψα να αναλογίζομαι τόσο την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων όσο και την παραλυτική φρίκη που με κατακυρίευε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε τύχαινε να βρεθώ αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή, από καταβολής κόσμου, ακλόμα και σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή.»
Δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από το ταξίδι, ένα χρόνο μετά επηρεασμένος από αυτό και καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου από ένα ισχυρό nervous breakdown, βλέπει ότι «οι αχανείς εκτάσεις που είχα περιδιαβάσει το προηγούμενο καλοκαίρι στο Σάφφολκ είχαν πλέον συρρικνωθεί μια για πάντα σε ένα και μοναδικό, τυφλό και άτονο σημείο.»
Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1992 και ο αφηγητής περιηγείται περπατώντας την ακτή της Ανατολικής Αγγλίας, τις κομητείες του Σάφφολκ και του Νόρφολκ. Είναι οι τελευταίες μέρες του Σείριου και η παλιά δεισιδαιμονία που θέλει την μελαγχολία να μπαίνει βαθιά μέσα σου εκείνες ακριβώς τις μέρες κυριεύει τον ταξιδευτή καθώς αυτός περιδιαβαίνει τις παρηκμασμένες περιοχές που κάποτε γνώρισαν δόξες και μεγαλεία αλλά τώρα αραιοκατοικούνται και αφήνονται στο έλεος του χρόνου. Ο Ζέμπαλντ συναντάει στο δρόμο του πύργους, μέγαρα, εργοστάσια, επισκέπτεται κατοικίες που έζησαν μεγάλοι συγγραφείς, μένει σε παρηκμασμένες λουτροπόλεις που κάποτε έσφυζαν από παραθεριστές και τώρα ρημάζουν μέσα στην ανεργία και το κιτς.
Ο αφηγητής όμως αριστοτεχνικά τοποθετεί τον εαυτό σε δεύτερο πλάνο. Δεν είναι αυτός ο πρωταγωνιστής, ούτε αυτά που του τυχαίνουν στον δρόμο. Ο πρωταγωνιστής είναι οι μνήμες. Με μεγάλες δόσεις χιούμορ ο Ζέμπαλντ αφήνεται στα παιχνίδια του μυαλού και «πετάγεται» από το ένα θέμα στο άλλο φτιάχνοντας ένα περίτεχνο ιστό στον οποίο παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα θαυμαστό ταξίδι στον κόσμο. Από τον Κόνραντ στους Κινέζους αυτοκράτορες, από έναν έρωτα του Σατωμπριάν στον ιδιόμορφο περίκλειστο κόσμο του Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ, από τον ρομαντισμό του Σουίνμπερν στο αφιλόξενο και φοβικό σήμερα, από την τραγική ιστορία των παλιών Ιρλανδών αριστοκρατών με μια αφορμή φαινομενικά άσχετη γράφει για τις σφαγές των Βέλγων στο Κογκό, από το «Μάθημα ανατομίας», τον περίφημο πίνακα του Ρέμπραντ και τις λιθογραφίες του Ντύρερ στην μακέτα του Ναού της Ιερουσαλήμ που κάποιος ψιλοσαλεμένος έφτιαξε στη μέση του πουθενά, στην Ανατολική Αγγλία…
Η αίσθηση της μελαγχολίας διατρέχει τις σελίδες του εκπληκτικού αυτού «μυθιστορήματος». Ο Ζέμπαλντ βλέπει την ανταριασμένη γκρίζα θάλασσα και ονειρεύεται:
«…Ίσως οι καταχωνιασμένες μνήμες να είναι εκείνες που έρχονται να προσδώσουν στα όνειρα την αλλόκοτη αίσθηση του υπερπραγματικού. Κάλλιστα όμως μπορεί να είναι και κάτι άλλο, κάτι νεφελώδες, σαν να κοιτάζουμε μέσα από ένα μυστηριώδες πέπλο και, κατά παράδοξο τρόπο, τα πάντα να δείχνουν πολύ πιο ξεκάθαρα όταν ονειρευόμαστε. Από έναν νερόλακκο γεννιέται μια ολόκληρη λίμνη, από ένα φύσημα του ανέμου μια σφοδρή θύελλα, από μια χούφτα σκόνη μια απέραντη έρημος, από έναν κόκκο θειάφι μέσα στο αίμα μας ένα πύρινο ηφαίστειο. Τι λογής θέατρο είναι άραγε αυτό όπου την ίδια στιγμή είμαστε δραματουργοί, ηθοποιοί, διευθυντές σκηνής, σκηνογράφοι και θεατές μαζί; Χρειάζεται άραγε περισσότερη ή λιγότερη λογική για να διαβούμε τις πύλες του ονείρου, από όση διαθέτουμε όταν πλαγιάζουμε στο κρεβάτι;»
Όπως και με τους υπέροχους «Ξεριζωμένους» του, ο Ζέμπαλντ χρησιμοποιεί και σ’αυτό το βιβλίο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες γεμάτες βάθος και κατάθλιψη. Δρόμοι έρημοι, επαύλεις εγκαταλελειμένες, ακτές γκρίζες και έρημες, χωράφια. Ο ρυθμός είναι χαλαρός, σαν να σου μιλάει ένας παλιόφιλος που είχες χρόνια να συναντήσεις. Είναι μια σπουδή πάνω στη φθορά των πραγμάτων, στην παρακμή. Η οικονομική ακμή και παρακμή του τόπου μαγεύει τον συγγραφέα, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά στην κάποτε ανθούσα αλιεία της ρέγγας στην περιοχή, την άνθηση του τουρισμού με το χτίσιμο αρκετών ξενοδοχείων που τώρα ρημάζουν, με τον εμφανή πλούτο της αριστοκρατίας που έχτιζε μεγαλεπήβολα μέγαρα αναμεμιγμένων ρυθμών και τεχνοτροπιών στα οποία πλέον είτε δεν μένει κανείς, είτε έχουν γίνει νοσοκομεία ή γηροκομεία. Έλκεται από περίεργες καταστάσεις, ιδιόρρυθμους τύπους που έζησαν στην περιοχή (ή και ζουν ακόμα). Το ένα περιστατικό, η κάθε συνάντηση δίνει το έναυσμα στο μυαλό του, στην ανεξάντλητη μνήμη του να «ταξιδέψει», το κάθε τι του (υπεν)θυμίζει κάτι άλλο, μια τυχαία αναφορά σε ένα ναυτικό ημερολόγιο, μια δημοσίευση σε μια εφημερίδα, μια υποσημείωση σε ένα βιβλίο. Όλα οδηγούν σε ένα ημερολόγιο αυτοκαταστροφής και παρακμής, βαθειάς μελαγχολίας και κατάθλιψης, σε μια διαρκή «συνομιλία» μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων – στην βίαιη και αμείλικτη φύση των σύγχρονων κρατών και κυβερνήσεων προτάσσει την ηρεμία και την σιωπή των νεκρών σε μια ατμόσφαιρα αινιγματική και χαλαρή.
Ο Ζέμπαλντ είναι σαφής: «…αναλογίζομαι για άλλη μια φορά ότι η ιστορία του πολιτισμού μας αποτελείται σχεδόν εξ’ολοκλήρου από συμφορές…» συναντώντας τον Μπόρχες στη λατρεία που τους ενώνει για τον υπέροχο μονήρη Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ (ως γνωστόν, τον μοναδικό Φιτζτζέραλντ που ο Μπόρχες αναγνώριζε) που κλεισμένος 16 χρόνια σε μια αγροικία δούλευε το μοναδικό έργο που άφησε πίσω του, την μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ – δεκαέξι χρόνια για 224 γραμμές. Μας φαίνεται αδιανόητο, παρανοϊκό – μπορεί και να είναι, εξάλλου ο χρόνος είναι σχετικός – αλλά δεν μπορεί κανείς να μη μαγευτεί:
« Η μόνη εργασία που ο ίδιος ολοκλήρωσε και εξέδωσε εν ζωή είναι η υπέροχη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε να ξετυλίγεται μια στενή εκλεκτική συγγένεια, παρά τους οκτώ αιώνες που χώριζαν τους δύο άνδρες. Για τον Φιτζτζέραλντ, οι ατέλειωτες ώρες που αφιέρωσε για να αποδώσει τις διακόσιες εικοσιτέσσερις αράδες του ποιήματος είχαν τον χαρακτήρα μιας συνομιλίας με τον νεκρό, μιας προσπάθειας να μας μεταφέρει το μήνυμά του. Με τη φαινομενικά ανεπιτήδευτη ομορφιά τους, οι αγγλικοί στίχοι που έπλασε ο Φιτζτζέραλντ για να φέρει εις πέρας την αποστολή του διέπονται από μια ανωνυμία που περιφρονεί κάθε αξίωση πατρότητας εκ μέρους του, ενώ παραπέμπουν, λέξη προς λέξη, σε ένα αόρατο σημείο όπου η μεσαιωνική Ανατολή και η γερασμένη Εσπερία σμίγουν κόντρα στον θυελλώδη ρου της Ιστορίας. For in and out, above, about, below, ‘Tis nothing but a Magic Shadow-Show, Play’d in a Box whose Candle is the Sun, Round which we Phantom Figures come and go. (Γιατί μέσα κι έξω, πάνω, γύρω, κάτω, άλλο δεν είναι παρά ένα μαγικό θέατρο σκιών, μέσα σε κάποιον θάλαμο που λύχνος του είναι ο Ήλιος, και γύρω του εμείς, φανταστικές φιγούρες, ερχόμαστε και πάμε)…»
«Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ» είναι ένα διαφορετικό έργο. Πρώτα απ’όλα είναι μια έκδοση που περιέχει μια σειρά διαλέξεων του συγγραφέα με τίτλο «Αεροπορικοί βομβαρδισμοί και λογοτεχνία» που έδωσε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης καθώς και 3 δοκίμια για το έργο ισάριθμων συγγραφέων. Το δοκίμιο με τίτλο «Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης – ο συγγραφέας Alfred Andersch», το δοκίμιο με τίτλο «Με τα μάτια της γλαυκός – Σκέψεις πάνω στον Jean Amery» και τέλος μία ανάλυση στο έργο του γνωστού συγγραφέα Peter Weiss με τίτλο «Η συντριβή της καρδιάς-Μνήμη και αγριότητα στο έργο του Peter Weiss». Από τις 285 σελίδες του τόμου, περίπου τις μισές (130), καταλαμβάνει η σύνοψη των διαλέξεων που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, οπότε θα ασχοληθώ μόνο με αυτό διότι είναι και το μέρος που νομίζω ότι αξίζει να ασχοληθεί (και με το παραπάνω) κανείς.
Στους «Αεροπορικούς βομβαρδισμούς και λογοτεχνία», ο Ζέμπαλντ είναι διαφορετικός από το μυθιστορηματικό του έργο. Αφήνει κατά μέρος την ήρεμη και χαλαρή αφήγηση, τον «απογειωμένο» λόγο που σε ταξιδεύει σε άλλα μήκη και πλάτη. Εδώ είναι επιθετικός, κάποιες φορές κοφτός, αιχμηρός και οξύς. Ασχολείται με ένα θέμα που τον πονάει. Την «σιωπή» των Γερμανών λογοτεχνών γύρω από τις αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου στη χώρα τους. Παραθέτει στατιστικά στοιχεία με αριθμούς νεκρών, κατεστραμμένων σπιτιών, περιγράφει σκηνές δραματικές ερήμωσης ή και εξολόθρευσης ολόκληρων χωριών ή και συνοικιών των μεγαλουπόλεων. Αναφέρει προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων, πως τους βρήκαν οι βομβαρδισμοί και τι επακολούθησε αυτών, ενώ κατά την συνήθη πρακτική του τα κείμενα διανθίζουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες για να τονίσουν τις απόψεις του.
Ο συγγραφέας στηλιτεύει την σιωπή των πνευματικών ανθρώπων κατά τη διάρκεια ή και μετά την συνθηκολόγηση. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων κάποιων συγγραφέων, όπου ο Χ.Μπελ είναι ο γνωστότερος, μας λέει ότι υπήρξε μια υποσυνείδητη «ομερτά», μια εύγλωττη σιωπή. Ένα θέμα «ταμπού» που δεν έπρεπε να αγγίξει κανείς. Ο γερμανικός λαός, η κοινωνία ολόκληρη σαν να υπήρξε μια άτυπη συμφωνία δεν μίλησε για τα γεγονότα αυτά (και δεν πολυμιλάει ακόμα), αλλά «χάραξε» μια γραμμή και είπε: «πάμε παρακάτω». Εκείνο (λέει) που τους ενδιέφερε όλους ήταν να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα, να χτίσουν την καινούργια πατρίδα.
Ο Ζέμπαλντ στις διαλέξεις του υποστηρίζει θέσεις που προκάλεσαν σωρεία συζητήσεων. Θεωρεί ότι οι λογοτέχνες έπρεπε (όφειλαν) να σταθούν απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να τα μεταφέρουν στο χαρτί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Δεν εμπιστεύεται ούτε τους «αυτόπτες μάρτυρες», ούτε τις (κλισεδιάρικες όπως χαρακτηριστικά αναφέρει) συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις τους. Θέλει τον λογοτέχνη στην πρώτη γραμμή, ενεργά αναμεμειγμένο στο γίγνεσθαι και όχι θεατή των εξελίξεων, κλεισμένο στον ελεφάντινο πύργο του. Θεωρεί την αντίδραση των συναδέλφων του καθαρά τυπική της γερμανικής μενταλιτέ, να καλύπτουμε τα λάθη μας, τα πράγματα για τα οποία ντρεπόμαστε, κάτω από το χαλί. Να μη μιλάμε για τη «συμφορά» που μας βρήκε. Εν ολίγοις τους τα γράφει «χύμα και τσουβαλάτα» με την ειρωνία και το χιούμορ που εν γένει χαρακτηρίζουν το έργο του.
«…Ένας Άγγλος παρατηρητής θυμάται μια βραδιά όπερας στην πόλη (το Βερολίνο), αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός. Όπως λέει με μάλλον αμφίστομο θαυμασμό, «εν μέσω τέτοιου χάους, μόνον οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διοργανώνουν μεγαλειώδη συμφωνικά κονσέρτα σε αίθουσες κατάμεστες από μουσικόφιλους». Βλέποντας, απ’άκρη σ’άκρη της χώρας, τα πρόσωπα χιλιάδων ακροατών να λάμπουν στο άκουσμα της γλυκιάς μουσικής που πλημμύριζε και πάλι τον αέρα, ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει τα αισθήματα ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία τους; Και ωστόσο, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο το φέρσιμό τους δεν έκρυβε μια νοσηρή υπεροψία και κατά πόσο δεν καμάρωναν στη σκέψη ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας κανείς άλλος δεν είχε γράψει τέτοια μουσική και δεν είχε, συγχρόνως, υποστεί τόσα δεινά όσα οι Γερμανοί.»
Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με πολλά από αυτά που θίγει ο Ζέμπαλντ. Προσωπικά θεωρώ την απόσταση αναγκαία συνθήκη για τον λογοτέχνη και το έργο του. Δεν πιστεύω στις «εν θερμώ» καταγραφές γεγονότων στην λογοτεχνία αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Αυτές όμως οι 130 σελίδες σε κάνουν να σκεφτείς, να προβληματιστείς και να παρασυρθείς από την γοητεία της γραφής του μεγάλου συγγραφέα που δεν φοβάται να πει την άποψή του και ας του ορμήσουν όλοι (πράγμα που έγινε όπως γράφει χαρακτηριστικά κλείνοντας αυτό το κείμενο).
Υ.Γ. Πάνε περίπου 3 χρόνια από τότε που πρωτοασχολήθηκα με τον W.G.Sebald και πάλι με ενθουσιασμό – και πάλι με 2 βιβλία του. Ορισμένα από τα στοιχεία που θίγω σ’αυτό το ποστ τα ξαναβρήκα (κυρίως στους Δακτύλιους), η γενική μου αίσθηση παραμένει. Ήταν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, κρίμα που έφυγε νωρίς.
Υ.Γ.2. Ανάλυση των Δακτύλιων του Κρόνου και από το blog της Alef λίγο καιρό πριν.
Υ.Γ.3. Ο αινιγματικός τίτλος του ποστ είναι από ένα ποίημα του εξαίσιου Ώλτζερνον (αυτό είναι όνομα) Σουίνμπερν με τίτλο By the north sea. Ο Ζέμπαλντ παραθέτοντας το απόσπασμα του τίτλου σχολιάζει ότι "το ποίημα αποτίνει φόρο τιμής στην αργόσυρτη αυτοδιάλυση της ζωής". Οι στίχοι του τίτλου ακολουθούν την υπέροχη φράση του συγγραφέα. Η μετάφραση τους είναι :" Σαν στάχτες καταρρέουν οι χαμηλοί γκρεμοί και οι πλαγιές σωριάζονται στη σκόνη".
«ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ» είναι ένα παράξενο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα που σε τυλίγει στον ρυθμό του αθόρυβα και ήρεμα. Διαβάζεις μαγεμένος από τη γοητεία της γλώσσας και των περιγραφών του συγγραφέα ένα ιδιότυπο οδοιπορικό, χωρίς μυθοπλασία, χωρίς πλοκή. Το βιβλίο είναι ένα διαφορετικού τύπου road-novel (μυθιστόρημα δρόμου), ουσιαστικά αυτοβιογραφικό – θα μπορούσε να το έχει γράψει ο Μπόρχες (ή ακόμα και ο Μπολάνο αν φοβόμαστε τις συγκρίσεις με τον Τρισμέγιστο).
Ο Ζέμπαλντ ουσιαστικά περιγράφει όλο το νόημα του βιβλίου του στην πρώτη σελίδα:
«…Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό που ακολούθησε, δεν έπαψα να αναλογίζομαι τόσο την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων όσο και την παραλυτική φρίκη που με κατακυρίευε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε τύχαινε να βρεθώ αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή, από καταβολής κόσμου, ακλόμα και σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή.»
Δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από το ταξίδι, ένα χρόνο μετά επηρεασμένος από αυτό και καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου από ένα ισχυρό nervous breakdown, βλέπει ότι «οι αχανείς εκτάσεις που είχα περιδιαβάσει το προηγούμενο καλοκαίρι στο Σάφφολκ είχαν πλέον συρρικνωθεί μια για πάντα σε ένα και μοναδικό, τυφλό και άτονο σημείο.»
Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1992 και ο αφηγητής περιηγείται περπατώντας την ακτή της Ανατολικής Αγγλίας, τις κομητείες του Σάφφολκ και του Νόρφολκ. Είναι οι τελευταίες μέρες του Σείριου και η παλιά δεισιδαιμονία που θέλει την μελαγχολία να μπαίνει βαθιά μέσα σου εκείνες ακριβώς τις μέρες κυριεύει τον ταξιδευτή καθώς αυτός περιδιαβαίνει τις παρηκμασμένες περιοχές που κάποτε γνώρισαν δόξες και μεγαλεία αλλά τώρα αραιοκατοικούνται και αφήνονται στο έλεος του χρόνου. Ο Ζέμπαλντ συναντάει στο δρόμο του πύργους, μέγαρα, εργοστάσια, επισκέπτεται κατοικίες που έζησαν μεγάλοι συγγραφείς, μένει σε παρηκμασμένες λουτροπόλεις που κάποτε έσφυζαν από παραθεριστές και τώρα ρημάζουν μέσα στην ανεργία και το κιτς.
Ο αφηγητής όμως αριστοτεχνικά τοποθετεί τον εαυτό σε δεύτερο πλάνο. Δεν είναι αυτός ο πρωταγωνιστής, ούτε αυτά που του τυχαίνουν στον δρόμο. Ο πρωταγωνιστής είναι οι μνήμες. Με μεγάλες δόσεις χιούμορ ο Ζέμπαλντ αφήνεται στα παιχνίδια του μυαλού και «πετάγεται» από το ένα θέμα στο άλλο φτιάχνοντας ένα περίτεχνο ιστό στον οποίο παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα θαυμαστό ταξίδι στον κόσμο. Από τον Κόνραντ στους Κινέζους αυτοκράτορες, από έναν έρωτα του Σατωμπριάν στον ιδιόμορφο περίκλειστο κόσμο του Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ, από τον ρομαντισμό του Σουίνμπερν στο αφιλόξενο και φοβικό σήμερα, από την τραγική ιστορία των παλιών Ιρλανδών αριστοκρατών με μια αφορμή φαινομενικά άσχετη γράφει για τις σφαγές των Βέλγων στο Κογκό, από το «Μάθημα ανατομίας», τον περίφημο πίνακα του Ρέμπραντ και τις λιθογραφίες του Ντύρερ στην μακέτα του Ναού της Ιερουσαλήμ που κάποιος ψιλοσαλεμένος έφτιαξε στη μέση του πουθενά, στην Ανατολική Αγγλία…
Η αίσθηση της μελαγχολίας διατρέχει τις σελίδες του εκπληκτικού αυτού «μυθιστορήματος». Ο Ζέμπαλντ βλέπει την ανταριασμένη γκρίζα θάλασσα και ονειρεύεται:
«…Ίσως οι καταχωνιασμένες μνήμες να είναι εκείνες που έρχονται να προσδώσουν στα όνειρα την αλλόκοτη αίσθηση του υπερπραγματικού. Κάλλιστα όμως μπορεί να είναι και κάτι άλλο, κάτι νεφελώδες, σαν να κοιτάζουμε μέσα από ένα μυστηριώδες πέπλο και, κατά παράδοξο τρόπο, τα πάντα να δείχνουν πολύ πιο ξεκάθαρα όταν ονειρευόμαστε. Από έναν νερόλακκο γεννιέται μια ολόκληρη λίμνη, από ένα φύσημα του ανέμου μια σφοδρή θύελλα, από μια χούφτα σκόνη μια απέραντη έρημος, από έναν κόκκο θειάφι μέσα στο αίμα μας ένα πύρινο ηφαίστειο. Τι λογής θέατρο είναι άραγε αυτό όπου την ίδια στιγμή είμαστε δραματουργοί, ηθοποιοί, διευθυντές σκηνής, σκηνογράφοι και θεατές μαζί; Χρειάζεται άραγε περισσότερη ή λιγότερη λογική για να διαβούμε τις πύλες του ονείρου, από όση διαθέτουμε όταν πλαγιάζουμε στο κρεβάτι;»
Όπως και με τους υπέροχους «Ξεριζωμένους» του, ο Ζέμπαλντ χρησιμοποιεί και σ’αυτό το βιβλίο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες γεμάτες βάθος και κατάθλιψη. Δρόμοι έρημοι, επαύλεις εγκαταλελειμένες, ακτές γκρίζες και έρημες, χωράφια. Ο ρυθμός είναι χαλαρός, σαν να σου μιλάει ένας παλιόφιλος που είχες χρόνια να συναντήσεις. Είναι μια σπουδή πάνω στη φθορά των πραγμάτων, στην παρακμή. Η οικονομική ακμή και παρακμή του τόπου μαγεύει τον συγγραφέα, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά στην κάποτε ανθούσα αλιεία της ρέγγας στην περιοχή, την άνθηση του τουρισμού με το χτίσιμο αρκετών ξενοδοχείων που τώρα ρημάζουν, με τον εμφανή πλούτο της αριστοκρατίας που έχτιζε μεγαλεπήβολα μέγαρα αναμεμιγμένων ρυθμών και τεχνοτροπιών στα οποία πλέον είτε δεν μένει κανείς, είτε έχουν γίνει νοσοκομεία ή γηροκομεία. Έλκεται από περίεργες καταστάσεις, ιδιόρρυθμους τύπους που έζησαν στην περιοχή (ή και ζουν ακόμα). Το ένα περιστατικό, η κάθε συνάντηση δίνει το έναυσμα στο μυαλό του, στην ανεξάντλητη μνήμη του να «ταξιδέψει», το κάθε τι του (υπεν)θυμίζει κάτι άλλο, μια τυχαία αναφορά σε ένα ναυτικό ημερολόγιο, μια δημοσίευση σε μια εφημερίδα, μια υποσημείωση σε ένα βιβλίο. Όλα οδηγούν σε ένα ημερολόγιο αυτοκαταστροφής και παρακμής, βαθειάς μελαγχολίας και κατάθλιψης, σε μια διαρκή «συνομιλία» μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων – στην βίαιη και αμείλικτη φύση των σύγχρονων κρατών και κυβερνήσεων προτάσσει την ηρεμία και την σιωπή των νεκρών σε μια ατμόσφαιρα αινιγματική και χαλαρή.
Ο Ζέμπαλντ είναι σαφής: «…αναλογίζομαι για άλλη μια φορά ότι η ιστορία του πολιτισμού μας αποτελείται σχεδόν εξ’ολοκλήρου από συμφορές…» συναντώντας τον Μπόρχες στη λατρεία που τους ενώνει για τον υπέροχο μονήρη Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ (ως γνωστόν, τον μοναδικό Φιτζτζέραλντ που ο Μπόρχες αναγνώριζε) που κλεισμένος 16 χρόνια σε μια αγροικία δούλευε το μοναδικό έργο που άφησε πίσω του, την μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ – δεκαέξι χρόνια για 224 γραμμές. Μας φαίνεται αδιανόητο, παρανοϊκό – μπορεί και να είναι, εξάλλου ο χρόνος είναι σχετικός – αλλά δεν μπορεί κανείς να μη μαγευτεί:
« Η μόνη εργασία που ο ίδιος ολοκλήρωσε και εξέδωσε εν ζωή είναι η υπέροχη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε να ξετυλίγεται μια στενή εκλεκτική συγγένεια, παρά τους οκτώ αιώνες που χώριζαν τους δύο άνδρες. Για τον Φιτζτζέραλντ, οι ατέλειωτες ώρες που αφιέρωσε για να αποδώσει τις διακόσιες εικοσιτέσσερις αράδες του ποιήματος είχαν τον χαρακτήρα μιας συνομιλίας με τον νεκρό, μιας προσπάθειας να μας μεταφέρει το μήνυμά του. Με τη φαινομενικά ανεπιτήδευτη ομορφιά τους, οι αγγλικοί στίχοι που έπλασε ο Φιτζτζέραλντ για να φέρει εις πέρας την αποστολή του διέπονται από μια ανωνυμία που περιφρονεί κάθε αξίωση πατρότητας εκ μέρους του, ενώ παραπέμπουν, λέξη προς λέξη, σε ένα αόρατο σημείο όπου η μεσαιωνική Ανατολή και η γερασμένη Εσπερία σμίγουν κόντρα στον θυελλώδη ρου της Ιστορίας. For in and out, above, about, below, ‘Tis nothing but a Magic Shadow-Show, Play’d in a Box whose Candle is the Sun, Round which we Phantom Figures come and go. (Γιατί μέσα κι έξω, πάνω, γύρω, κάτω, άλλο δεν είναι παρά ένα μαγικό θέατρο σκιών, μέσα σε κάποιον θάλαμο που λύχνος του είναι ο Ήλιος, και γύρω του εμείς, φανταστικές φιγούρες, ερχόμαστε και πάμε)…»
«Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ» είναι ένα διαφορετικό έργο. Πρώτα απ’όλα είναι μια έκδοση που περιέχει μια σειρά διαλέξεων του συγγραφέα με τίτλο «Αεροπορικοί βομβαρδισμοί και λογοτεχνία» που έδωσε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης καθώς και 3 δοκίμια για το έργο ισάριθμων συγγραφέων. Το δοκίμιο με τίτλο «Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης – ο συγγραφέας Alfred Andersch», το δοκίμιο με τίτλο «Με τα μάτια της γλαυκός – Σκέψεις πάνω στον Jean Amery» και τέλος μία ανάλυση στο έργο του γνωστού συγγραφέα Peter Weiss με τίτλο «Η συντριβή της καρδιάς-Μνήμη και αγριότητα στο έργο του Peter Weiss». Από τις 285 σελίδες του τόμου, περίπου τις μισές (130), καταλαμβάνει η σύνοψη των διαλέξεων που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, οπότε θα ασχοληθώ μόνο με αυτό διότι είναι και το μέρος που νομίζω ότι αξίζει να ασχοληθεί (και με το παραπάνω) κανείς.
Στους «Αεροπορικούς βομβαρδισμούς και λογοτεχνία», ο Ζέμπαλντ είναι διαφορετικός από το μυθιστορηματικό του έργο. Αφήνει κατά μέρος την ήρεμη και χαλαρή αφήγηση, τον «απογειωμένο» λόγο που σε ταξιδεύει σε άλλα μήκη και πλάτη. Εδώ είναι επιθετικός, κάποιες φορές κοφτός, αιχμηρός και οξύς. Ασχολείται με ένα θέμα που τον πονάει. Την «σιωπή» των Γερμανών λογοτεχνών γύρω από τις αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου στη χώρα τους. Παραθέτει στατιστικά στοιχεία με αριθμούς νεκρών, κατεστραμμένων σπιτιών, περιγράφει σκηνές δραματικές ερήμωσης ή και εξολόθρευσης ολόκληρων χωριών ή και συνοικιών των μεγαλουπόλεων. Αναφέρει προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων, πως τους βρήκαν οι βομβαρδισμοί και τι επακολούθησε αυτών, ενώ κατά την συνήθη πρακτική του τα κείμενα διανθίζουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες για να τονίσουν τις απόψεις του.
Ο συγγραφέας στηλιτεύει την σιωπή των πνευματικών ανθρώπων κατά τη διάρκεια ή και μετά την συνθηκολόγηση. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων κάποιων συγγραφέων, όπου ο Χ.Μπελ είναι ο γνωστότερος, μας λέει ότι υπήρξε μια υποσυνείδητη «ομερτά», μια εύγλωττη σιωπή. Ένα θέμα «ταμπού» που δεν έπρεπε να αγγίξει κανείς. Ο γερμανικός λαός, η κοινωνία ολόκληρη σαν να υπήρξε μια άτυπη συμφωνία δεν μίλησε για τα γεγονότα αυτά (και δεν πολυμιλάει ακόμα), αλλά «χάραξε» μια γραμμή και είπε: «πάμε παρακάτω». Εκείνο (λέει) που τους ενδιέφερε όλους ήταν να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα, να χτίσουν την καινούργια πατρίδα.
Ο Ζέμπαλντ στις διαλέξεις του υποστηρίζει θέσεις που προκάλεσαν σωρεία συζητήσεων. Θεωρεί ότι οι λογοτέχνες έπρεπε (όφειλαν) να σταθούν απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να τα μεταφέρουν στο χαρτί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Δεν εμπιστεύεται ούτε τους «αυτόπτες μάρτυρες», ούτε τις (κλισεδιάρικες όπως χαρακτηριστικά αναφέρει) συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις τους. Θέλει τον λογοτέχνη στην πρώτη γραμμή, ενεργά αναμεμειγμένο στο γίγνεσθαι και όχι θεατή των εξελίξεων, κλεισμένο στον ελεφάντινο πύργο του. Θεωρεί την αντίδραση των συναδέλφων του καθαρά τυπική της γερμανικής μενταλιτέ, να καλύπτουμε τα λάθη μας, τα πράγματα για τα οποία ντρεπόμαστε, κάτω από το χαλί. Να μη μιλάμε για τη «συμφορά» που μας βρήκε. Εν ολίγοις τους τα γράφει «χύμα και τσουβαλάτα» με την ειρωνία και το χιούμορ που εν γένει χαρακτηρίζουν το έργο του.
«…Ένας Άγγλος παρατηρητής θυμάται μια βραδιά όπερας στην πόλη (το Βερολίνο), αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός. Όπως λέει με μάλλον αμφίστομο θαυμασμό, «εν μέσω τέτοιου χάους, μόνον οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διοργανώνουν μεγαλειώδη συμφωνικά κονσέρτα σε αίθουσες κατάμεστες από μουσικόφιλους». Βλέποντας, απ’άκρη σ’άκρη της χώρας, τα πρόσωπα χιλιάδων ακροατών να λάμπουν στο άκουσμα της γλυκιάς μουσικής που πλημμύριζε και πάλι τον αέρα, ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει τα αισθήματα ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία τους; Και ωστόσο, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο το φέρσιμό τους δεν έκρυβε μια νοσηρή υπεροψία και κατά πόσο δεν καμάρωναν στη σκέψη ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας κανείς άλλος δεν είχε γράψει τέτοια μουσική και δεν είχε, συγχρόνως, υποστεί τόσα δεινά όσα οι Γερμανοί.»
Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με πολλά από αυτά που θίγει ο Ζέμπαλντ. Προσωπικά θεωρώ την απόσταση αναγκαία συνθήκη για τον λογοτέχνη και το έργο του. Δεν πιστεύω στις «εν θερμώ» καταγραφές γεγονότων στην λογοτεχνία αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Αυτές όμως οι 130 σελίδες σε κάνουν να σκεφτείς, να προβληματιστείς και να παρασυρθείς από την γοητεία της γραφής του μεγάλου συγγραφέα που δεν φοβάται να πει την άποψή του και ας του ορμήσουν όλοι (πράγμα που έγινε όπως γράφει χαρακτηριστικά κλείνοντας αυτό το κείμενο).
Υ.Γ. Πάνε περίπου 3 χρόνια από τότε που πρωτοασχολήθηκα με τον W.G.Sebald και πάλι με ενθουσιασμό – και πάλι με 2 βιβλία του. Ορισμένα από τα στοιχεία που θίγω σ’αυτό το ποστ τα ξαναβρήκα (κυρίως στους Δακτύλιους), η γενική μου αίσθηση παραμένει. Ήταν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, κρίμα που έφυγε νωρίς.
Υ.Γ.2. Ανάλυση των Δακτύλιων του Κρόνου και από το blog της Alef λίγο καιρό πριν.
Υ.Γ.3. Ο αινιγματικός τίτλος του ποστ είναι από ένα ποίημα του εξαίσιου Ώλτζερνον (αυτό είναι όνομα) Σουίνμπερν με τίτλο By the north sea. Ο Ζέμπαλντ παραθέτοντας το απόσπασμα του τίτλου σχολιάζει ότι "το ποίημα αποτίνει φόρο τιμής στην αργόσυρτη αυτοδιάλυση της ζωής". Οι στίχοι του τίτλου ακολουθούν την υπέροχη φράση του συγγραφέα. Η μετάφραση τους είναι :" Σαν στάχτες καταρρέουν οι χαμηλοί γκρεμοί και οι πλαγιές σωριάζονται στη σκόνη".
Δημοσίευση σχολίου