Παρασκευή, Φεβρουαρίου 04, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 04, 2011 | Permalink
ΡΕΤΟΡΝΟ 201
Οι 14 ιστορίες που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων του εξαιρετικού Μεξικανού συγγραφέα και σεναριογράφου Guillermo Arriaga με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΡΕΤΟΡΝΟ 201», (Εκδ. Πάπυρος, συλλογική μετάφραση υπό την επιμέλεια Κων.Παλαιολόγου, σελ.229), γνωστού δημιουργού συγκλονιστικών ταινιών όπως «21 γραμμάρια», «Amores peros», «Βαβέλ», «Οι 3 ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», και αρκετών άλλων, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή ανάπλαση χαρακτήρων της καθημερινότητας σε μια συνοικία της Πόλης του Μεξικού και πιο συγκεκριμένα στον δρόμο, Ρετόρνο 201.
Ο Αριάγα είναι μια μοναδική περίπτωση δημιουργού, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία είτε σε ένα βιβλίο, μυθιστόρημα (όπως το εξαιρετικό "Μια γλυκειά μυρωδιά θανάτου"), είτε σε κάποιο σενάριο (είδος στο οποίο διακρίνεται ιδιαιτέρως και τον έχει κάνει γνωστό παγκοσμίως), με ένα δικό του τρόπο σαν να κουβεντιάζει με τον αναγνώστη/θεατή – μια τεχνική παρακινδυνευμένη αλλά όταν ο δημιουργός είναι μάστορας έχει θαυμαστά αποτελέσματα.
Στα διηγήματα της συλλογής, η βία παραμονεύει σε κάθε πρόταση, σε κάθε κεφάλαιο – είτε οικογενειακή, είτε στον δρόμο, ενώ οι χαρακτήρες των ιστοριών στριφογυρίζουν σε ένα ατελείωτο χορό επιβίωσης, ψάχνοντας την αγάπη, με συμπεριφορές συχνά οριακές. Η λυρικότητα και ο ανθρωπισμός είναι διάχυτος, ενώ εκπλήσσει η ικανότητα του συγγραφέα να διαχειριστεί με θαυμαστή οικονομία λόγου το υλικό που σε κάθε ιστορία θα μπορούσε να φτιάξει ένα υπέροχο μυθιστόρημα.
Οι ιστορίες (όλες γραμμένες την δεκαετία του 80), συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, με ορισμένους χαρακτήρες να μπαινοβγαίνουν, όπως ο «βρωμιάρης» γιατρός (γυναικολόγος), Ντελ Ρίο, οι περισσότεροι ήρωες είναι τσακισμένοι από τη ζωή, ενώ οι περιγραφές είναι πολύ συχνά ωμές και σκληρές. Ενδεικτικά το βιβλίο ξεκινάει με μια πολύ «δυνατή» ιστορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης μιάς χαζούλας μικρής από συνομηλίκους της (Λίλη) που σου φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν είναι όλα τα διηγήματα ισάξια, μερικά είναι κατώτερα των προσδοκιών ή απλά αδιάφορα αλλά τα περισσότερα είναι πραγματικά εξαιρετικά. Κάποια δε, είναι αληθινά διαμάντια, όπως ο «Ροχέλιο»* (μια ιστορία 163 λέξεων) που βγαίνει από τη μεγάλη Μεξικανική λογοτεχνική παράδοση (βλέπε «Πέδρο Πάραμο), τα «Πολύχρωμα στίγματα» με την «Καφκική ατμόσφαιρα», το «Μαβί τελεσίγραφο» που θυμίζει Κορτάσαρ στα καλύτερά του ή το αριστουργηματικό «195» μας τονίζουν με έμφαση πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός ο δαιμόνιος Μεξικανός.
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό σε συντομευμένη μορφή δημοσιεύεται στην FAQ που κυκλοφορεί.
* Το αγαπημένο μου «Ροχέλιο» ακολουθεί παρακάτω. Ο Αριάγα το κινηματογράφησε σε μια ωραία ταινιούλα μικρού μήκους, την οποία (με υπότιτλους) μπορείτε να την δείτε στο blog της Aura.
ΡΟΧΕΛΙΟ
________
Ο Ροχέλιο δεν έπαιρνε χαμπάρι ότι ήταν πια νεκρός ή απλώς αρνιόταν να το αποδεχτεί. Γι’αυτό, συχνά πυκνά, έβγαινε από τον τάφο όπου κειτόταν θαμμένος, και δεν ήταν περίεργο να τον πετύχει κανείς εκεί κοντά στο νεκροταφείο να τρώει σε κάποιο εστιατόριο. Ορισμένες φορές ερχόταν στη Ρετόρνο να μας επισκεφθεί και περνούσε ώρες ατελείωτες μιλώντας για τους παλιούς, καλούς καιρούς. Βέβαια, πολλοί από εμάς προσπαθούσαμε ντα τον πείσουμε ότι ήταν ένα πτώμα πλέον κι ότι βρομούσε πολύ. Δεν μας έδινε σημασία και με απίστευτο θράσος έσκαγε μύτη παντού, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Κάποιο βράδυ τον συνόδευσα μέχρι το νεκροταφείο. Για ώρες αναπολούσαμε παλιές ιστορίες από την εποχή που ακόμα ζούσε. Αγοράσαμε κάμποσες μπίρες και γίναμε σκνίπα. Τα περάσαμε φίνα. Γελάσαμε. Διασκεδάσαμε. Κλάψαμε. Τα χαράματα με αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο. Βολεύτηκε στο φέρετρό του κι έκλεισε το καπάκι. Ποτέ ξανά δεν άκουσα κάτι για λόγου του, γιατί εκείνο το ξημέρωμα με πάτησε ένα αυτοκίνητο και η γυναίκα μου…η γυναίκα μου αποφάσισε να με αποτεφρώσει.
Ο Αριάγα είναι μια μοναδική περίπτωση δημιουργού, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία είτε σε ένα βιβλίο, μυθιστόρημα (όπως το εξαιρετικό "Μια γλυκειά μυρωδιά θανάτου"), είτε σε κάποιο σενάριο (είδος στο οποίο διακρίνεται ιδιαιτέρως και τον έχει κάνει γνωστό παγκοσμίως), με ένα δικό του τρόπο σαν να κουβεντιάζει με τον αναγνώστη/θεατή – μια τεχνική παρακινδυνευμένη αλλά όταν ο δημιουργός είναι μάστορας έχει θαυμαστά αποτελέσματα.
Στα διηγήματα της συλλογής, η βία παραμονεύει σε κάθε πρόταση, σε κάθε κεφάλαιο – είτε οικογενειακή, είτε στον δρόμο, ενώ οι χαρακτήρες των ιστοριών στριφογυρίζουν σε ένα ατελείωτο χορό επιβίωσης, ψάχνοντας την αγάπη, με συμπεριφορές συχνά οριακές. Η λυρικότητα και ο ανθρωπισμός είναι διάχυτος, ενώ εκπλήσσει η ικανότητα του συγγραφέα να διαχειριστεί με θαυμαστή οικονομία λόγου το υλικό που σε κάθε ιστορία θα μπορούσε να φτιάξει ένα υπέροχο μυθιστόρημα.
Οι ιστορίες (όλες γραμμένες την δεκαετία του 80), συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, με ορισμένους χαρακτήρες να μπαινοβγαίνουν, όπως ο «βρωμιάρης» γιατρός (γυναικολόγος), Ντελ Ρίο, οι περισσότεροι ήρωες είναι τσακισμένοι από τη ζωή, ενώ οι περιγραφές είναι πολύ συχνά ωμές και σκληρές. Ενδεικτικά το βιβλίο ξεκινάει με μια πολύ «δυνατή» ιστορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης μιάς χαζούλας μικρής από συνομηλίκους της (Λίλη) που σου φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν είναι όλα τα διηγήματα ισάξια, μερικά είναι κατώτερα των προσδοκιών ή απλά αδιάφορα αλλά τα περισσότερα είναι πραγματικά εξαιρετικά. Κάποια δε, είναι αληθινά διαμάντια, όπως ο «Ροχέλιο»* (μια ιστορία 163 λέξεων) που βγαίνει από τη μεγάλη Μεξικανική λογοτεχνική παράδοση (βλέπε «Πέδρο Πάραμο), τα «Πολύχρωμα στίγματα» με την «Καφκική ατμόσφαιρα», το «Μαβί τελεσίγραφο» που θυμίζει Κορτάσαρ στα καλύτερά του ή το αριστουργηματικό «195» μας τονίζουν με έμφαση πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός ο δαιμόνιος Μεξικανός.
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό σε συντομευμένη μορφή δημοσιεύεται στην FAQ που κυκλοφορεί.
* Το αγαπημένο μου «Ροχέλιο» ακολουθεί παρακάτω. Ο Αριάγα το κινηματογράφησε σε μια ωραία ταινιούλα μικρού μήκους, την οποία (με υπότιτλους) μπορείτε να την δείτε στο blog της Aura.
ΡΟΧΕΛΙΟ
________
Ο Ροχέλιο δεν έπαιρνε χαμπάρι ότι ήταν πια νεκρός ή απλώς αρνιόταν να το αποδεχτεί. Γι’αυτό, συχνά πυκνά, έβγαινε από τον τάφο όπου κειτόταν θαμμένος, και δεν ήταν περίεργο να τον πετύχει κανείς εκεί κοντά στο νεκροταφείο να τρώει σε κάποιο εστιατόριο. Ορισμένες φορές ερχόταν στη Ρετόρνο να μας επισκεφθεί και περνούσε ώρες ατελείωτες μιλώντας για τους παλιούς, καλούς καιρούς. Βέβαια, πολλοί από εμάς προσπαθούσαμε ντα τον πείσουμε ότι ήταν ένα πτώμα πλέον κι ότι βρομούσε πολύ. Δεν μας έδινε σημασία και με απίστευτο θράσος έσκαγε μύτη παντού, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Κάποιο βράδυ τον συνόδευσα μέχρι το νεκροταφείο. Για ώρες αναπολούσαμε παλιές ιστορίες από την εποχή που ακόμα ζούσε. Αγοράσαμε κάμποσες μπίρες και γίναμε σκνίπα. Τα περάσαμε φίνα. Γελάσαμε. Διασκεδάσαμε. Κλάψαμε. Τα χαράματα με αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο. Βολεύτηκε στο φέρετρό του κι έκλεισε το καπάκι. Ποτέ ξανά δεν άκουσα κάτι για λόγου του, γιατί εκείνο το ξημέρωμα με πάτησε ένα αυτοκίνητο και η γυναίκα μου…η γυναίκα μου αποφάσισε να με αποτεφρώσει.
Δημοσίευση σχολίου