Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011 | Permalink
Όταν κουνιέται η γη
Κανείς δεν μένει ασυγκίνητος μπροστά στις φυσικές καταστροφές, δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που νιώθει τη γη να κουνιέται και δεν αισθάνεται ένα (και βάλε...) φόβο μέσα του, απλώς ο καθένας μας αντιδράει διαφορετικά. Μιλώντας για τα φυσικά φαινόμενα, δεν μπορείς παρά να πέσεις σε κοινοτοπίες, σχετικά με την «εκδίκηση της φύσης», και παρόμοιες αμπελοφιλοσοφίες. Ο πρόσφατος σεισμός στην Ιαπωνία και τα επακόλουθά του, έφερε στην επιφάνεια τον προαιώνιο φόβο του ανθρώπου αλλά και την αδυναμία του να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις όσο προηγμένος τεχνολογικά και αν είναι ο πολιτισμός του.
Επίκαιρο όσο κανένα άλλο, το βιβλίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Nicholas Shrady, με τίτλο «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ» (The last day), (Εκδ. Κριτική, μετάφρ.Ξ. Γιαταγάνας, σελ. 320), το οποίο έχει ως θέμα μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ανθρώπινη ιστορία, τον σεισμό της Λισσαβώνας, το 1755 και την καταστροφή της πόλης, την προσπάθεια ανοικοδόμησής της αλλά και (ίσως πάνω απ’όλα) την μεγάλη αλλαγή που αυτή η φυσική καταστροφή επέφερε στην πολιτικοοικονομική κατάσταση της Πορτογαλίας.
Οι 3 σεισμικές δονήσεις που τράνταξαν τη γη στην Λισσαβώνα την 1η Νοεμβρίου του 1755 σε συνδιασμό με το μεγάλο παλιρροιακό κύμα (τσουνάμι) που σκέπασε την πόλη και τις μεγάλες φωτιές που ξέσπασαν κατέστρεψαν μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης του καιρού εκείνου. Πέντε ημέρες η πόλη καιγόταν, τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια ισοπεδώθηκαν, ολόκληρες συνοικίες σβήστηκαν από τον χάρτη και οι νεκροί μπορεί να έφτασαν τους 100.000. Το ότι ο σεισμός συνέβη την ημέρα της γιορτής των Αγίων Πάντων και συγκεκριμένα μετά τις 9 το πρωί όταν οι εκκλησίες της πόλης ήταν γεμάτες με πιστούς ευρισκόμενους σε «λατρευτική έκσταση» για μια από τις σημαντικότερες γιορτές τους, το γεγονός αυτό πυροδότησε μια πολύχρονη και βαθιά θεολογική και φιλοσοφική συζήτηση.
Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής:
«Την 1η Νοεμβρίου 1755, με το βαρόμετρο να δείχνει 27 ίντσες και 7 γραμμές, και το θερμόμετρο του Ρεωμύρου 14 βαθμούς πάνω υπό το μηδέν, υπό καλές καιρικές συνθήκες και καθαρό ουρανό, στις 9.45 το πρωί ακριβώς η γη κουνήθηκε, αλλά τόσο απαλά που οποιοσδήποτε θα υπέθετε ότι δεν ήταν τίποτ’άλλο από κάποια άμαξα που περνούσε με μεγάλη ταχύτητα. Η πρώτη αυτή δόνηση κράτησε δύο λεπτά. Μετά από διάλειμμα δύο ακόμα λεπτών, η γη σείστηκε πάλι, αλλά με τόση βιαιότητα, ετούτη τη φορά, που τα περισσότερα σπίτια άρχισαν να ραγίζουν και να πέφτουν. Αυτή η δεύτερη δόνηση διήρκεσε περίπου 10 λεπτά.(!!!) Η σκόνη που σηκώθηκε ήταν τόση πολλή που έκρυψε τον ήλιο. Και πάλι τότε παρεμβλήθηκε ένα διάλειμμα δύο τριών λεπτών. Καθώς η πυκνή σκόνη άρχισε να κατακάθεται, υπήρχε αρκετός αέρας και φως που μας επέτρεπε να κοιτάξουμε γύρω μας. Τότε ήρθε ένα τρίτο σοκ, τόσο έντονο, που όσα σπίτια είχαν αντισταθεί στα δύο προηγούμενα κατέρρευσαν παταγωδώς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και πάλι, και η γη έμοιαζε σαν να θέλει να επιστρέψει στο χάος.»
Η βασιλική οικογένεια διεσώθη ως εκ θαύματος, αφού είχαν επιλέξει να περάσουν την γιορτινή μέρα στα εξοχικά κτήματα του Belem, τα οποία υπέστησαν μικροζημιές. Στο χάος που επακολούθησε, με τον βασιλιά Jose ανήμπορο να κατανοήσει ακριβώς την κατάσταση, το μισό υπουργικό συμβούλιο νεκρούς, τους παπάδες να σκούζουν, τύχη καλή έφερε στην επιφάνεια την ηγετική φυσιογνωμία του Sebastiao Jose de Carvalho e Melo, υπουργό της κυβέρνησης που ήταν ο μόνος που έδωσε μια λογική απάντηση στις πανικόβλητες κραυγές του βασιλιά: «Να θάψουμε τους νεκρούς και να ταίσουμε τους επιζώντες.».Ο Jose του δίνει την εντολή και αλλάζει την μοίρα του κράτους που είχε αντιμετωπίσει τις πρώτες μέρες με τον συνήθη (για τους Πορτογάλους και όχι μόνο) τρόπο της εποχής, όπως ωραία περιέγραψε ο Βολταίρος στον «Καντίντ» του:
«…Μετά τον μεγάλο σεισμό που είχε ισοπεδώσει τα τρία τέταρτα της Λισαβόνας, οι σοφοί του τόπου δεν βρήκαν μέσο πιο αποτελεσματικό για να αποτρέψουν την ολοκληρωτική καταστροφή από το να προσφέρουν στο πλήθος μια ωραιότατη πυρά εξιλέωσης. Το πανεπιστήμιο της Κοίμπρα απεφάνθη ότι το θέαμα μερικών ανθρώπων που σιγοκαίγονται σε μια μεγαλειώδη τελετή, είναι ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει να τρέμει η γη.»
Η Πορτογαλία της εποχής ήταν μια υπερδύναμη. Όπως και τώρα η Ιαπωνία, το Λουζιτανικό κράτος ήταν μέσα στις 5-6 ισχυρότερες δυνάμεις της γης. Με κτήσεις στην Ασία και την Αφρική, με την Βραζιλία όλη δικιά της, το μικρό κράτος εκμεταλλευόταν το δουλεμπόριο, τα ορυχεία χρυσού της Βραζιλίας, ενώ ο στόλος της ήταν πανίσχυρος. Η βιτρίνα ήταν πάμπλουτη αλλά στο βάθος χάος. Πίσω από τις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τον χρυσό να ρέει, υπήρχει το πιο θρησκευτικό κράτος της Ευρώπης – ίσως και του κόσμου όλου. Οι Ιησουίτες κυριαρχούσαν, η Ιερά Εξέταση έκανε ότι γούσταρε, τα πάμπολλα μοναστήρια είχαν στην κατοχή τους απέραντες εκτάσεις, ενώ αν δεν ανήκες στην αριστοκρατία δεν έπαιρνες αξίωμα με τίποτα. Θρησκευτικός σκοταδισμός απέρριπτε κάθε είδους επιστημονική έρευνα, ενώ ο δογματισμός είχε φιμώσει κυριολεκτικά κάθε φωνή που προσπαθούσε να πει κάτι διαφορετικό. Όπως έγραφε δε κάποιος Δομινικανός καλόγερος της εποχής:
«Προτιμάμε να σφάλλουμε παρέα με τον Μέγα Βασίλειο και τον Ιερό Αυγουστίνο, παρά να έχουμε δίκιο με τον Καρτέσιο και τον Νεύτονα.»
Ο Καρβάλιο προκάλεσε έναν άλλο σεισμό φέρνοντας τα πάνω κάτω. Μικροαστός που ανέβηκε σιγά-σιγά, αξιωματικός του στρατού (αφού ο στρατός ήταν μονόδρομος για όποιον δεν είχε περιουσία αλλά ήθελε να σπουδάσει), κάνοντας δύο καλούς γάμους ήρθε πολύ κοντά στον Jose και κέρδισε την εμπιστοσύνη του – ενώ αργότερα του δόθηκε ο τίτλος του Μαρκήσιου De Pombal. Φιλόδοξος και ταξιδεμένος αφού είχε υπηρετήσει δύο χρόνια στην Αγγλία, διέβλεψε ότι τώρα ήταν μοναδική ευκαιρία να μετατραπεί η οπισθοδρομική χώρα σε αστικό κράτος δικαίου. Τα κατάφερε έστω με πολύ κόπο και αίμα. Κυβερνώντας ουσιαστικά δικτατορικά και αυταρχικά, απαγκίστρωσε την κρατική διοίκηση από τους Ιησουίτες συντελώντας στην μελλοντική διάλυση του αντιφατικού αυτού τάγματος, κατήργησε την Ιερά Εξέταση, έδωσε τροφή και εκπαίδευση στον λαό, ενώ έβαλε μπροστά ένα ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης που πρόλαβε να δει ένα μέρος του να ολοκληρώνεται αρκετά χρόνια μετά.
Από τις συνεχείς πομπές των Ιερών λειψάνων στους δρόμους της Λισσαβώνας μέχρι τον Διαφωτισμό, και από τις «καμμένες σάρκες» των θυμάτων της Ιεράς Εξέτασης μέχρι την επικράτηση του Ορθολογικού πνεύματος είναι μεγάλη η απόσταση και δεν κερδίθηκε η μάχη εύκολα. Βοήθησαν οι αποικίες – κυρίως η Βραζιλία με τον απέραντο φυσικό της πλούτο έσωσε τα πρώτα χρόνια μετά τον σεισμό τη χώρα. Βοήθησαν και τα άλλα κράτη, κυρίως η Αγγλία, με το αζημίωτο βέβαια…
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται περισσότερο στα επακόλουθα του σεισμού παρά στο ίδιο το τραγικό γεγονός, το οποίο απασχόλησε τα ΜΜΕ της εποχής για πολλά χρόνια. Η καταστροφή της Λισσαβώνας μόνο με την καταστροφή της Πομπηίας μπορεί να συγκριθεί – δεν συναντάμε συχνά περιπτώσεις ολοκληρωτικής καταστροφής πρωτευουσών. Ο Shrady όμως παρακολουθεί σχεδόν εξονυχιστικά τις προσπάθειες του ικανότατου Καρβάλιο και τις ανατροπές που έφερε στην ζωή της χώρας και τον πόλεμο που δέχθηκε από τον πανίσχυρο κλήρο και την Συντήρηση, έτσι κι αλλιώς η Πορτογαλία δεν θα ξαναζούσε ένδοξες ημέρες, σιγά-σιγά άλλαζε και η Ευρώπη, μετά από λίγα χρόνια έγινε η Γαλλική Επανάσταση, ενώ μετά τον θάνατο του Jose, του προστάτη του Καρβάλιο η χώρα ξανακύλησε έστω και για λίγο στην Θεοκρατία,ο αναμορφωτής της χώρας στα γηρατειά του πια μετά βίας απέφυγε την εκτέλεση, αλλά οι βάσεις είχαν μπει και το νερό δεν ξανακυλούσε πίσω.
Το βιβλίο είναι συναρπαστικό και διαβάζεται πανεύκολα, ενώ μαθαίνουμε για γεγονότα που οι περισσότεροι αγνοούσαμε για την ιστορία αυτής της χώρας με το ένδοξο παρελθόν και το αβέβαιο παρόν. Ο συγγραφέας ακολουθεί κυρίως βρετανικές πηγές – εξάλλου η σύνδεση των δύο κρατών τότε ήταν πολύ στενή λόγω των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών, και χιλιάδες Βρετανοί ζούσαν στην χώρα, καταγράφοντας τις εμπειρίες τους από το γεγονός. Εισάγει τον αναγνώστη στο κοινωνικό πλαίσιο όχι μόνο της δοκιμαζόμενης χώρας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, ενώ δεν παραλείπει να τονίζει τον αντίκτυπο που είχε το γεγονός στον Βολταίρο (που τον επηρέασε στο γνωστότερο έργο του, τον «Καντίντ»), στον Ζ.Ζ.Ρουσώ ή στον νεαρό τότε Γκαίτε. Οι σελίδες με τις προσπάθειες του Καρβάλιο είναι διαφωτιστικότατες για το εύρος του έργου που ανέλαβε αυτός ο ιδιοφυής και τόσο αντιφατικός άνθρωπος, ενώ με τον επίλογο του κάνει τις συνδέσεις με το σήμερα και το πόσο όμοια αντιμετωπίζουμε παρόμοια γεγονότα, όπου παρά την πρόοδο μας σε επιστημονικά πλαίσια, δεν είναι λίγες οι φωνές περί «τιμωρίας» και «Θεϊκής δικαιοσύνης».
_________________________________________________________________________
Rodrigo Leao & Cinema Ensemble - 1939
Επίκαιρο όσο κανένα άλλο, το βιβλίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Nicholas Shrady, με τίτλο «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ» (The last day), (Εκδ. Κριτική, μετάφρ.Ξ. Γιαταγάνας, σελ. 320), το οποίο έχει ως θέμα μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ανθρώπινη ιστορία, τον σεισμό της Λισσαβώνας, το 1755 και την καταστροφή της πόλης, την προσπάθεια ανοικοδόμησής της αλλά και (ίσως πάνω απ’όλα) την μεγάλη αλλαγή που αυτή η φυσική καταστροφή επέφερε στην πολιτικοοικονομική κατάσταση της Πορτογαλίας.
Οι 3 σεισμικές δονήσεις που τράνταξαν τη γη στην Λισσαβώνα την 1η Νοεμβρίου του 1755 σε συνδιασμό με το μεγάλο παλιρροιακό κύμα (τσουνάμι) που σκέπασε την πόλη και τις μεγάλες φωτιές που ξέσπασαν κατέστρεψαν μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης του καιρού εκείνου. Πέντε ημέρες η πόλη καιγόταν, τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια ισοπεδώθηκαν, ολόκληρες συνοικίες σβήστηκαν από τον χάρτη και οι νεκροί μπορεί να έφτασαν τους 100.000. Το ότι ο σεισμός συνέβη την ημέρα της γιορτής των Αγίων Πάντων και συγκεκριμένα μετά τις 9 το πρωί όταν οι εκκλησίες της πόλης ήταν γεμάτες με πιστούς ευρισκόμενους σε «λατρευτική έκσταση» για μια από τις σημαντικότερες γιορτές τους, το γεγονός αυτό πυροδότησε μια πολύχρονη και βαθιά θεολογική και φιλοσοφική συζήτηση.
Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής:
«Την 1η Νοεμβρίου 1755, με το βαρόμετρο να δείχνει 27 ίντσες και 7 γραμμές, και το θερμόμετρο του Ρεωμύρου 14 βαθμούς πάνω υπό το μηδέν, υπό καλές καιρικές συνθήκες και καθαρό ουρανό, στις 9.45 το πρωί ακριβώς η γη κουνήθηκε, αλλά τόσο απαλά που οποιοσδήποτε θα υπέθετε ότι δεν ήταν τίποτ’άλλο από κάποια άμαξα που περνούσε με μεγάλη ταχύτητα. Η πρώτη αυτή δόνηση κράτησε δύο λεπτά. Μετά από διάλειμμα δύο ακόμα λεπτών, η γη σείστηκε πάλι, αλλά με τόση βιαιότητα, ετούτη τη φορά, που τα περισσότερα σπίτια άρχισαν να ραγίζουν και να πέφτουν. Αυτή η δεύτερη δόνηση διήρκεσε περίπου 10 λεπτά.(!!!) Η σκόνη που σηκώθηκε ήταν τόση πολλή που έκρυψε τον ήλιο. Και πάλι τότε παρεμβλήθηκε ένα διάλειμμα δύο τριών λεπτών. Καθώς η πυκνή σκόνη άρχισε να κατακάθεται, υπήρχε αρκετός αέρας και φως που μας επέτρεπε να κοιτάξουμε γύρω μας. Τότε ήρθε ένα τρίτο σοκ, τόσο έντονο, που όσα σπίτια είχαν αντισταθεί στα δύο προηγούμενα κατέρρευσαν παταγωδώς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και πάλι, και η γη έμοιαζε σαν να θέλει να επιστρέψει στο χάος.»
Η βασιλική οικογένεια διεσώθη ως εκ θαύματος, αφού είχαν επιλέξει να περάσουν την γιορτινή μέρα στα εξοχικά κτήματα του Belem, τα οποία υπέστησαν μικροζημιές. Στο χάος που επακολούθησε, με τον βασιλιά Jose ανήμπορο να κατανοήσει ακριβώς την κατάσταση, το μισό υπουργικό συμβούλιο νεκρούς, τους παπάδες να σκούζουν, τύχη καλή έφερε στην επιφάνεια την ηγετική φυσιογνωμία του Sebastiao Jose de Carvalho e Melo, υπουργό της κυβέρνησης που ήταν ο μόνος που έδωσε μια λογική απάντηση στις πανικόβλητες κραυγές του βασιλιά: «Να θάψουμε τους νεκρούς και να ταίσουμε τους επιζώντες.».Ο Jose του δίνει την εντολή και αλλάζει την μοίρα του κράτους που είχε αντιμετωπίσει τις πρώτες μέρες με τον συνήθη (για τους Πορτογάλους και όχι μόνο) τρόπο της εποχής, όπως ωραία περιέγραψε ο Βολταίρος στον «Καντίντ» του:
«…Μετά τον μεγάλο σεισμό που είχε ισοπεδώσει τα τρία τέταρτα της Λισαβόνας, οι σοφοί του τόπου δεν βρήκαν μέσο πιο αποτελεσματικό για να αποτρέψουν την ολοκληρωτική καταστροφή από το να προσφέρουν στο πλήθος μια ωραιότατη πυρά εξιλέωσης. Το πανεπιστήμιο της Κοίμπρα απεφάνθη ότι το θέαμα μερικών ανθρώπων που σιγοκαίγονται σε μια μεγαλειώδη τελετή, είναι ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει να τρέμει η γη.»
Η Πορτογαλία της εποχής ήταν μια υπερδύναμη. Όπως και τώρα η Ιαπωνία, το Λουζιτανικό κράτος ήταν μέσα στις 5-6 ισχυρότερες δυνάμεις της γης. Με κτήσεις στην Ασία και την Αφρική, με την Βραζιλία όλη δικιά της, το μικρό κράτος εκμεταλλευόταν το δουλεμπόριο, τα ορυχεία χρυσού της Βραζιλίας, ενώ ο στόλος της ήταν πανίσχυρος. Η βιτρίνα ήταν πάμπλουτη αλλά στο βάθος χάος. Πίσω από τις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τον χρυσό να ρέει, υπήρχει το πιο θρησκευτικό κράτος της Ευρώπης – ίσως και του κόσμου όλου. Οι Ιησουίτες κυριαρχούσαν, η Ιερά Εξέταση έκανε ότι γούσταρε, τα πάμπολλα μοναστήρια είχαν στην κατοχή τους απέραντες εκτάσεις, ενώ αν δεν ανήκες στην αριστοκρατία δεν έπαιρνες αξίωμα με τίποτα. Θρησκευτικός σκοταδισμός απέρριπτε κάθε είδους επιστημονική έρευνα, ενώ ο δογματισμός είχε φιμώσει κυριολεκτικά κάθε φωνή που προσπαθούσε να πει κάτι διαφορετικό. Όπως έγραφε δε κάποιος Δομινικανός καλόγερος της εποχής:
«Προτιμάμε να σφάλλουμε παρέα με τον Μέγα Βασίλειο και τον Ιερό Αυγουστίνο, παρά να έχουμε δίκιο με τον Καρτέσιο και τον Νεύτονα.»
Ο Καρβάλιο προκάλεσε έναν άλλο σεισμό φέρνοντας τα πάνω κάτω. Μικροαστός που ανέβηκε σιγά-σιγά, αξιωματικός του στρατού (αφού ο στρατός ήταν μονόδρομος για όποιον δεν είχε περιουσία αλλά ήθελε να σπουδάσει), κάνοντας δύο καλούς γάμους ήρθε πολύ κοντά στον Jose και κέρδισε την εμπιστοσύνη του – ενώ αργότερα του δόθηκε ο τίτλος του Μαρκήσιου De Pombal. Φιλόδοξος και ταξιδεμένος αφού είχε υπηρετήσει δύο χρόνια στην Αγγλία, διέβλεψε ότι τώρα ήταν μοναδική ευκαιρία να μετατραπεί η οπισθοδρομική χώρα σε αστικό κράτος δικαίου. Τα κατάφερε έστω με πολύ κόπο και αίμα. Κυβερνώντας ουσιαστικά δικτατορικά και αυταρχικά, απαγκίστρωσε την κρατική διοίκηση από τους Ιησουίτες συντελώντας στην μελλοντική διάλυση του αντιφατικού αυτού τάγματος, κατήργησε την Ιερά Εξέταση, έδωσε τροφή και εκπαίδευση στον λαό, ενώ έβαλε μπροστά ένα ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης που πρόλαβε να δει ένα μέρος του να ολοκληρώνεται αρκετά χρόνια μετά.
Από τις συνεχείς πομπές των Ιερών λειψάνων στους δρόμους της Λισσαβώνας μέχρι τον Διαφωτισμό, και από τις «καμμένες σάρκες» των θυμάτων της Ιεράς Εξέτασης μέχρι την επικράτηση του Ορθολογικού πνεύματος είναι μεγάλη η απόσταση και δεν κερδίθηκε η μάχη εύκολα. Βοήθησαν οι αποικίες – κυρίως η Βραζιλία με τον απέραντο φυσικό της πλούτο έσωσε τα πρώτα χρόνια μετά τον σεισμό τη χώρα. Βοήθησαν και τα άλλα κράτη, κυρίως η Αγγλία, με το αζημίωτο βέβαια…
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται περισσότερο στα επακόλουθα του σεισμού παρά στο ίδιο το τραγικό γεγονός, το οποίο απασχόλησε τα ΜΜΕ της εποχής για πολλά χρόνια. Η καταστροφή της Λισσαβώνας μόνο με την καταστροφή της Πομπηίας μπορεί να συγκριθεί – δεν συναντάμε συχνά περιπτώσεις ολοκληρωτικής καταστροφής πρωτευουσών. Ο Shrady όμως παρακολουθεί σχεδόν εξονυχιστικά τις προσπάθειες του ικανότατου Καρβάλιο και τις ανατροπές που έφερε στην ζωή της χώρας και τον πόλεμο που δέχθηκε από τον πανίσχυρο κλήρο και την Συντήρηση, έτσι κι αλλιώς η Πορτογαλία δεν θα ξαναζούσε ένδοξες ημέρες, σιγά-σιγά άλλαζε και η Ευρώπη, μετά από λίγα χρόνια έγινε η Γαλλική Επανάσταση, ενώ μετά τον θάνατο του Jose, του προστάτη του Καρβάλιο η χώρα ξανακύλησε έστω και για λίγο στην Θεοκρατία,ο αναμορφωτής της χώρας στα γηρατειά του πια μετά βίας απέφυγε την εκτέλεση, αλλά οι βάσεις είχαν μπει και το νερό δεν ξανακυλούσε πίσω.
Το βιβλίο είναι συναρπαστικό και διαβάζεται πανεύκολα, ενώ μαθαίνουμε για γεγονότα που οι περισσότεροι αγνοούσαμε για την ιστορία αυτής της χώρας με το ένδοξο παρελθόν και το αβέβαιο παρόν. Ο συγγραφέας ακολουθεί κυρίως βρετανικές πηγές – εξάλλου η σύνδεση των δύο κρατών τότε ήταν πολύ στενή λόγω των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών, και χιλιάδες Βρετανοί ζούσαν στην χώρα, καταγράφοντας τις εμπειρίες τους από το γεγονός. Εισάγει τον αναγνώστη στο κοινωνικό πλαίσιο όχι μόνο της δοκιμαζόμενης χώρας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, ενώ δεν παραλείπει να τονίζει τον αντίκτυπο που είχε το γεγονός στον Βολταίρο (που τον επηρέασε στο γνωστότερο έργο του, τον «Καντίντ»), στον Ζ.Ζ.Ρουσώ ή στον νεαρό τότε Γκαίτε. Οι σελίδες με τις προσπάθειες του Καρβάλιο είναι διαφωτιστικότατες για το εύρος του έργου που ανέλαβε αυτός ο ιδιοφυής και τόσο αντιφατικός άνθρωπος, ενώ με τον επίλογο του κάνει τις συνδέσεις με το σήμερα και το πόσο όμοια αντιμετωπίζουμε παρόμοια γεγονότα, όπου παρά την πρόοδο μας σε επιστημονικά πλαίσια, δεν είναι λίγες οι φωνές περί «τιμωρίας» και «Θεϊκής δικαιοσύνης».
_________________________________________________________________________
Rodrigo Leao & Cinema Ensemble - 1939
Δημοσίευση σχολίου