Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011 | Permalink
The night they drove old Dixie down, and all the bells were ringing...
«Μπορείς να κόψεις και να ράψεις την Ιστορία πραγματικά με όποιον τρόπο θέλεις…Γι’αυτό το λόγο ίσως η ιστορία ανήκει περισσότερο στους μυθιστοριογράφους και τους ποιητές παρά στους κοινωνικούς επιστήμονες. Τουλάχιστον εμείς παραδεχόμαστε ότι λέμε ψέμματα. Αυτό είναι το ελαφρυντικό μας. Γι’αυτό πρέπει να μας εμπιστεύεστε, γιατί είμαστε οι μόνοι που δεν προσποιούμαστε ότι η ιστορία μας έχει κάποια σχέση εμ την αντικειμενική, εμπειρική αλήθεια.» E. L. Doctorow
Μια χώρα, ένα έθνος πρέπει να καταστραφεί τελείως, να ισοπεδωθεί για να μπορέσει να φτιαχτεί «σωστά» από την αρχή, για να μπορέσει να τραβήξει μπροστά. Όχι δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα, αλλά στην φιλοσοφία του φοβερού και τρομερού Στρατηγού Σέρμαν, την οποία εφάρμοσε καθ’ολοκληρίαν έτσι ώστε να τελειώσει αυτόν τον καταραμένο Εμφύλιο που διαμόρφωσε το σύγχρονο Αμερικανικό κράτος.
Την μεγαλύτερη καταστροφή του ο Αμερικάνικος Νότος δεν την βίωσε με τον Τυφώνα Κατρίνα αλλά με την επέλαση της Στρατιάς των 60.000 ανδρών των δυνάμεων της «Ένωσης» υπό τις διαταγές του Σέρμαν που ισοπέδωσε κυριολεκτικά τις «επαναστατημένες» πολιτείες της Τζόρτζια, της Νότιας και της Βόρειας Καρολίνας. Αυτό είναι το θέμα του εκπληκτικού μυθιστορήματος του (αγαπημένου μου) Αμερικανού συγγραφέα E.L.Doctorow, με τίτλο «Η ΣΤΡΑΤΙΑ» (The March), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Τ.Θέου, σελ. 419).
Όπως έχω ξαναγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση για ένα άλλο (εξίσου) εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ντοκτόροου, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, συνηθίζει στα βιβλία του να χρησιμοποιεί την ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα μέσα στην μυθοπλασία του. Ιστορικά πρόσωπα ανακατεύονται με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί ήρωες απαρτίζουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με έναν καθαρά κινηματογραφικό τρόπο (γι’αυτό άλλωστε τα περισσότερα βιβλία του μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη), σε σημείο ο αναγνώστης να παρακολουθεί αυθεντικούς ιστορικούς χαρακτήρες όπως ο Σέρμαν ή ο Λίνκολν να σκιαγραφούνται ως καθαρά μυθοπλαστικοί.
Η «Στρατιά» λοιπόν είναι ο καθοριστικός παράγων του μυθιστορήματος. 60.000 άνδρες επελαύνουν και αφήνουν πίσω τους συντρίμια. Ο Στρατηγός Σέρμαν που ηγείται είναι ένας μελαγχολικός γηραιός άνδρας, ολίγον παράφρων (όπως όλοι οι μεγάλοι στρατηλάτες), αρκετά ρατσιστής – παρ’ότι η προπαγάνδα της «Ένωσης» προέβαλλε ως κύριο σκοπό του Εμφυλίου την απελευθέρωση των μαύρων, στην πραγματικότητα ήθελε φθηνό εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη του κράτους – και με τον πρόσφατο χαμό του γιού του να τον βασανίζει, θέλει να τελειώνει με τον καταραμένο πόλεμο το συντομότερο δυνατόν. Δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τι αφήνει πίσω του, αφήνει χαλαρούς τους άνδρες του, να καίνε ολόκληρες πόλεις και να καταληστεύουν τα μέγαρα των παλιών αριστοκρατικών οικογενειών του Νότου με τις μεγάλες εκτάσεις. Πίσω από την «Στρατιά» ακολουθούν χιλιάδες εξαθλιωμένων και πεινασμένων μαύρων, πρώην σκλάβων και νυν «ελεύθερων» που κανείς δεν νοιάζεται γι’αυτούς, ούτε που θα πάνε, ούτε τι θα κάνουν μετά τη λήξη του πολέμου.
Γύρω από την επέλαση της Στρατιάς κινούνται οι μυθιστορηματικοί ήρωες του βιβλίου. Η όμορφη αριστοκράτισα Έμιλι που βλέποντας τα πάντα γύρω της να καταστρέφονται ακολουθεί τον στρατό ως νοσοκόμα στο πλευρό του συνταγματάρχη-χειρουργού Βρέντε Σαρτόριους και στην κυριολεξία τα «βλέπει όλα». Ο Σαρτόριους δεν σηκώνει κεφάλι από τον πρόχειρο πάγκο του χειρουργείου. Ανθρώπινα μέλη πετάγονται, στομάχια ανοίγονται, η δουλειά δεν σταματάει ποτέ καθώς οι τραυματίες συνωστίζονται. Η Έμιλι θα ερωτευτεί τον αφοσιωμένο (μέχρι μανίας) γιατρό αλλά αυτός δεν βλέπει τίποτα μπροστά του εκτός από το επιστημονικό του καθήκον. Προβάλλει ως άνθρωπος του επόμενου αιώνα, με την προσοχή του στραμμένη στις επιστημονικές ανακαλύψεις γύρω από τη δουλειά του, πειραματιζόμενος συνεχώς αφού «το υλικό» που του παρέχεται είναι δωρεάν και ανεξάντλητο!
«…Φαντάσου ένα πελώριο αρθρωτό σώμα, που για να κινηθεί συστέλλεται και διαστέλλεται με ρυθμό είκοσι ή εικοσιπέντε χιλιομέτρων τη μέρα, ένα μήκους τριάντα χιλιομέτρων. Το σχήμα του είναι σωληνοειδές και τα πλοκάμια του απλώνονται στους δρόμους και τις γέφυρες που διασχίζει. Οι έφιπποι άντρες του λειτουργούν δίκην αισθητήρων. Καταναλώνει τα πάντα στο διάβα του. Είναι ένας θεόρατος οργανισμός αυτός ο στρατός, με μικρό εγκέφαλο, δηλαδή τον στρατηγό Σέρμαν τον οποίον δεν έχω δει ποτέ μου.
Δεν είμαι σίγουρη ότι ο στρατηγός θα χαιρόταν αν άκουγε να τον περιγράφουν έτσι, είπε η Έμιλι με κάθε σοβαρότητα. Κι έπειτα γέλασε.
Η συλλογιστική αυτή όμως προφανώς άρεσε στον Βρέντε. Όλες οι διαταγές για τις μεγάλες μετακινήσεις μας προέρχονται από αυτόν τον εγκέφαλο, συνέχισε. Διαβιβάζονται μέσω των στρατηγών και των συνταγματαρχών και των αξιωματικών για να διανεμηθούν σε όλο το σώμα, δηλαδή σ’εμάς. Και καθένας από μας – εξήντα χιλιάδες συνολικά – δεν έχει ταυτότητα παρά μόνο ως κύτταρο στον οργανισμό αυτού του γιγάντιου πλάσματος, που μοναδική του λειτουργία είναι να προχωρά μπροστά και να αναλώνει ό,τι συναντά.»
Η «λευκή-μαύρη» Περλ (κάτι σύνηθες στον Νότο λόγω των παιδιών που σπέρνανε δεξιά κι αριστερά οι γαιοκτήμονες εκμεταλλευόμενοι τις ομορφότερες των σκλάβων τους – εξάλλου το είχε δώσει το «καλό παράδειγμα» ο πατέρας του Έθνους,Τζορτζ Ουάσιγκτον) είναι ο χαρακτήρας που διατρέχει το μυθιστόρημα από το αρχικό έως το τελευταίο κεφάλαιο. Έφηβη και με τόσο λευκά χαρακτηριστικά που μόνο αν την προσέξει κανείς λεπτομερώς καταλαβαίνει τι είναι, ακολουθεί κι αυτή τον στρατό του Σέρμαν όπου βοηθάει ως μικρός τυμπανιστής (ως αγόρι δηλαδή) φτάνοντας μέχρι τον ίδιο τον Στρατηγό Σέρμαν και μέσα στην ανακατωσούρα της κατάληψης της Σαβάνα, ενδύεται τον (πραγματικό) γυναικείο της χαρακτήρα βοηθώντας κι αυτή τον χειρουργό Σαρτόριους. Εκεί γνωρίζεται με τον νεαρό προλετάριο στρατιώτη Στίβεν Γουόλς που είχε καταταγεί στη θέση ενός πλούσιου με αντίτιμο τα 300 δολλάρια που ήταν η αμοιβή για κάτι τέτοιο. Οι δυό τους προσπαθούν να επιβιώσουν και να χτίσουν στη συνέχεια τη ζωή τους στο καινούργιο κράτος που θα προκύψει – σύμβολα μιας πολυφυλετικής Αμερικής που πρέπει να τραβήξει μπροστά και ν’αφήσει πίσω της το χάος.
Αυτό το χάος υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Μάχες εκ του συστάδην, κορμιά πέφτουνε, οβίδες καταστρέφουνε, φυτείες και πόλεις καίγονται, αλλόφρονες άνθρωποι τρέχουνε πανικόβλητοι. Ο Ντοκτόροου εισάγει συνεχώς πρόσωπα και χαρακτήρες στο μυθιστόρημα οι οποίοι όσο απότομα μπαίνουν για ένα ή δύο κεφάλαια, άλλο τόσο απότομα σκοτώνονται ή εξαφανίζονται, όπως ο λοχαγός Κλαρκ, ο Βρετανός δημοσιογράφος Χιού Πράις, η απελεύθερη σκλάβα Γουίλα Τζόουνς, ο γέρο-Τόμσον ή ο πολεμοχαρής πλιατσικολάγνος Κιλπάτρικ και άλλοι πολλοί. Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων συμπληρώνουν οι νεαροί Γουίλ και Άρλι, δύο φοβεροί τύποι που αλλάζουν στολές και στρατόπεδα κατά το δοκούν, αντιπροσωπευτικοί τύποι της ρευστότητας των πραγμάτων και των ιδεολογιών προσπαθώντας να επιβιώσουν.
Ο Ντοκτόροου ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για τα γεγονότα στη «Στρατιά». Δεν στέκεται τόσο στο ποιος νίκησε ή ποιος έχασε, αυτά είναι ψυχρές ιστορικές περιγραφές και ήδη γνωστές σε όσους ασχολούνται (και πολύ περισσότερο στους Αμερικανούς). Απεικονίζει τον καθημερινό άνθρωπο που παρασύρεται από την δίνη των γεγονότων, από το χάος και την καταστροφή. Από αυτόν που δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο και που θα βρεθεί ενώ δεν τον πολυενδιαφέρει ποιος θα είναι ο αφέντης του. Με χιούμορ και ειρωνία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τα «βαρυφορτωμένα» γεγονότα, κριτικάρει εμμέσως πλην σαφώς το πόσο σχετικά είναι όλα, επισημαίνοντας ότι ο στρατηγός Σέρμαν αισθάνεται οικειότερα με τον αντίπαλό του, τον στρατηγό Τζόνστον που στο κάτω-κάτω ήταν και οι δύο απόφοιτοι της ακαδημίας του Γουέστ Πόιντ παρά με τους αξιωματικούς του δικού του στρατού που κάποιους ανοιχτά τους περιφρονεί.
Το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και συναρπαστικό. Δεν είναι εύκολο για κάποιον που αγνοεί βασικά στοιχεία του Αμερικάνικου Εμφύλιου να το προσεγγίσει αν και υποθέτω όταν ξεπεράσει το αρχικό μπέρδεμα μεταξύ των αντιμαχόμενων δυνάμεων θα παρασυρθεί από το αξεπέραστο στυλ του συγγραφέα, ενώ η ατμόσφαιρα θα τον ξετρελλάνει. Είναι ένα μυθιστόρημα πλησιέστερο στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι (εξάλλου και ο ίδιος ο Ντοκτόροου το έχει αποκαλέσει, "το «Ρώσικο» μου μυθιστόρημα") παρά σε εκατοντάδες άλλα βιβλία γύρω από τον καταστροφικό αυτό πόλεμο (συμπεριλαμβανομένου το Gone with the wind (Όσα παίρνει ο άνεμος) της Μ.Μίτσελ).
Σημαντικότατο και πολύ κατατοπιστικό το εισαγωγικό σημείωμα στο μυθιστόρημα της κυρίας Καλφοπούλου που καλύτερα να διαβαστεί αφού τελειώσει κανείς το βιβλίο λόγω των δεκάδων spoilers για την εξέλιξη της ιστορίας, το οποίο θίγει το (σημαντικότατο κατά την άποψή μου) θέμα του «πεπρωμένου», που ετέθη πρώτη φορά όπως αναφέρει η ίδια το 1845, όπου το Αμερικάνικο Έθνος (εν προκειμένω οι Πολιτείες του Βορρά) είναι «προορισμένο» και έχει την «αποστολή» να μάχεται για την «Δημοκρατία» και το «Σωστό». Είναι το περίφημο «manifest destiny» (προφανές πεπρωμένο), το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για να κατανοήσουμε την Αμερικανική εξωτερική πολιτική.
(Απαραίτητο) Υ.Γ..«Η Στρατιά» απέσπασε το βραβείο «National Book Critics Circle Awards» το 2005 και το «Pen/Faulkner award» το 2006. Το τραγούδι που κλείνει το post είναι η διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού «The night they drove old Dixie down» από το μεγάλο συγκρότημα των The Band (που δεν έχω κουραστεί να το ακούω όσα χρόνια κι αν περάσουν). Η εκτέλεση από την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους, η οποία είχε τίτλο «The Last Waltz» και προεβλήθη ως ταινία με τον ίδιο τίτλο σκηνοθετημένη από τον M.Scorsese θεωρώ ότι είναι η καλύτερη (και την βρίσκετε εδώ) που υπάρχει σε ένα τραγούδι που το έχουν πει σχεδόν άπαντες οι folk/rock τραγουδιστές των Η.Π.Α.
Μια χώρα, ένα έθνος πρέπει να καταστραφεί τελείως, να ισοπεδωθεί για να μπορέσει να φτιαχτεί «σωστά» από την αρχή, για να μπορέσει να τραβήξει μπροστά. Όχι δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα, αλλά στην φιλοσοφία του φοβερού και τρομερού Στρατηγού Σέρμαν, την οποία εφάρμοσε καθ’ολοκληρίαν έτσι ώστε να τελειώσει αυτόν τον καταραμένο Εμφύλιο που διαμόρφωσε το σύγχρονο Αμερικανικό κράτος.
Την μεγαλύτερη καταστροφή του ο Αμερικάνικος Νότος δεν την βίωσε με τον Τυφώνα Κατρίνα αλλά με την επέλαση της Στρατιάς των 60.000 ανδρών των δυνάμεων της «Ένωσης» υπό τις διαταγές του Σέρμαν που ισοπέδωσε κυριολεκτικά τις «επαναστατημένες» πολιτείες της Τζόρτζια, της Νότιας και της Βόρειας Καρολίνας. Αυτό είναι το θέμα του εκπληκτικού μυθιστορήματος του (αγαπημένου μου) Αμερικανού συγγραφέα E.L.Doctorow, με τίτλο «Η ΣΤΡΑΤΙΑ» (The March), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Τ.Θέου, σελ. 419).
Όπως έχω ξαναγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση για ένα άλλο (εξίσου) εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ντοκτόροου, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, συνηθίζει στα βιβλία του να χρησιμοποιεί την ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα μέσα στην μυθοπλασία του. Ιστορικά πρόσωπα ανακατεύονται με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί ήρωες απαρτίζουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με έναν καθαρά κινηματογραφικό τρόπο (γι’αυτό άλλωστε τα περισσότερα βιβλία του μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη), σε σημείο ο αναγνώστης να παρακολουθεί αυθεντικούς ιστορικούς χαρακτήρες όπως ο Σέρμαν ή ο Λίνκολν να σκιαγραφούνται ως καθαρά μυθοπλαστικοί.
Η «Στρατιά» λοιπόν είναι ο καθοριστικός παράγων του μυθιστορήματος. 60.000 άνδρες επελαύνουν και αφήνουν πίσω τους συντρίμια. Ο Στρατηγός Σέρμαν που ηγείται είναι ένας μελαγχολικός γηραιός άνδρας, ολίγον παράφρων (όπως όλοι οι μεγάλοι στρατηλάτες), αρκετά ρατσιστής – παρ’ότι η προπαγάνδα της «Ένωσης» προέβαλλε ως κύριο σκοπό του Εμφυλίου την απελευθέρωση των μαύρων, στην πραγματικότητα ήθελε φθηνό εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη του κράτους – και με τον πρόσφατο χαμό του γιού του να τον βασανίζει, θέλει να τελειώνει με τον καταραμένο πόλεμο το συντομότερο δυνατόν. Δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τι αφήνει πίσω του, αφήνει χαλαρούς τους άνδρες του, να καίνε ολόκληρες πόλεις και να καταληστεύουν τα μέγαρα των παλιών αριστοκρατικών οικογενειών του Νότου με τις μεγάλες εκτάσεις. Πίσω από την «Στρατιά» ακολουθούν χιλιάδες εξαθλιωμένων και πεινασμένων μαύρων, πρώην σκλάβων και νυν «ελεύθερων» που κανείς δεν νοιάζεται γι’αυτούς, ούτε που θα πάνε, ούτε τι θα κάνουν μετά τη λήξη του πολέμου.
Γύρω από την επέλαση της Στρατιάς κινούνται οι μυθιστορηματικοί ήρωες του βιβλίου. Η όμορφη αριστοκράτισα Έμιλι που βλέποντας τα πάντα γύρω της να καταστρέφονται ακολουθεί τον στρατό ως νοσοκόμα στο πλευρό του συνταγματάρχη-χειρουργού Βρέντε Σαρτόριους και στην κυριολεξία τα «βλέπει όλα». Ο Σαρτόριους δεν σηκώνει κεφάλι από τον πρόχειρο πάγκο του χειρουργείου. Ανθρώπινα μέλη πετάγονται, στομάχια ανοίγονται, η δουλειά δεν σταματάει ποτέ καθώς οι τραυματίες συνωστίζονται. Η Έμιλι θα ερωτευτεί τον αφοσιωμένο (μέχρι μανίας) γιατρό αλλά αυτός δεν βλέπει τίποτα μπροστά του εκτός από το επιστημονικό του καθήκον. Προβάλλει ως άνθρωπος του επόμενου αιώνα, με την προσοχή του στραμμένη στις επιστημονικές ανακαλύψεις γύρω από τη δουλειά του, πειραματιζόμενος συνεχώς αφού «το υλικό» που του παρέχεται είναι δωρεάν και ανεξάντλητο!
«…Φαντάσου ένα πελώριο αρθρωτό σώμα, που για να κινηθεί συστέλλεται και διαστέλλεται με ρυθμό είκοσι ή εικοσιπέντε χιλιομέτρων τη μέρα, ένα μήκους τριάντα χιλιομέτρων. Το σχήμα του είναι σωληνοειδές και τα πλοκάμια του απλώνονται στους δρόμους και τις γέφυρες που διασχίζει. Οι έφιπποι άντρες του λειτουργούν δίκην αισθητήρων. Καταναλώνει τα πάντα στο διάβα του. Είναι ένας θεόρατος οργανισμός αυτός ο στρατός, με μικρό εγκέφαλο, δηλαδή τον στρατηγό Σέρμαν τον οποίον δεν έχω δει ποτέ μου.
Δεν είμαι σίγουρη ότι ο στρατηγός θα χαιρόταν αν άκουγε να τον περιγράφουν έτσι, είπε η Έμιλι με κάθε σοβαρότητα. Κι έπειτα γέλασε.
Η συλλογιστική αυτή όμως προφανώς άρεσε στον Βρέντε. Όλες οι διαταγές για τις μεγάλες μετακινήσεις μας προέρχονται από αυτόν τον εγκέφαλο, συνέχισε. Διαβιβάζονται μέσω των στρατηγών και των συνταγματαρχών και των αξιωματικών για να διανεμηθούν σε όλο το σώμα, δηλαδή σ’εμάς. Και καθένας από μας – εξήντα χιλιάδες συνολικά – δεν έχει ταυτότητα παρά μόνο ως κύτταρο στον οργανισμό αυτού του γιγάντιου πλάσματος, που μοναδική του λειτουργία είναι να προχωρά μπροστά και να αναλώνει ό,τι συναντά.»
Η «λευκή-μαύρη» Περλ (κάτι σύνηθες στον Νότο λόγω των παιδιών που σπέρνανε δεξιά κι αριστερά οι γαιοκτήμονες εκμεταλλευόμενοι τις ομορφότερες των σκλάβων τους – εξάλλου το είχε δώσει το «καλό παράδειγμα» ο πατέρας του Έθνους,Τζορτζ Ουάσιγκτον) είναι ο χαρακτήρας που διατρέχει το μυθιστόρημα από το αρχικό έως το τελευταίο κεφάλαιο. Έφηβη και με τόσο λευκά χαρακτηριστικά που μόνο αν την προσέξει κανείς λεπτομερώς καταλαβαίνει τι είναι, ακολουθεί κι αυτή τον στρατό του Σέρμαν όπου βοηθάει ως μικρός τυμπανιστής (ως αγόρι δηλαδή) φτάνοντας μέχρι τον ίδιο τον Στρατηγό Σέρμαν και μέσα στην ανακατωσούρα της κατάληψης της Σαβάνα, ενδύεται τον (πραγματικό) γυναικείο της χαρακτήρα βοηθώντας κι αυτή τον χειρουργό Σαρτόριους. Εκεί γνωρίζεται με τον νεαρό προλετάριο στρατιώτη Στίβεν Γουόλς που είχε καταταγεί στη θέση ενός πλούσιου με αντίτιμο τα 300 δολλάρια που ήταν η αμοιβή για κάτι τέτοιο. Οι δυό τους προσπαθούν να επιβιώσουν και να χτίσουν στη συνέχεια τη ζωή τους στο καινούργιο κράτος που θα προκύψει – σύμβολα μιας πολυφυλετικής Αμερικής που πρέπει να τραβήξει μπροστά και ν’αφήσει πίσω της το χάος.
Αυτό το χάος υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Μάχες εκ του συστάδην, κορμιά πέφτουνε, οβίδες καταστρέφουνε, φυτείες και πόλεις καίγονται, αλλόφρονες άνθρωποι τρέχουνε πανικόβλητοι. Ο Ντοκτόροου εισάγει συνεχώς πρόσωπα και χαρακτήρες στο μυθιστόρημα οι οποίοι όσο απότομα μπαίνουν για ένα ή δύο κεφάλαια, άλλο τόσο απότομα σκοτώνονται ή εξαφανίζονται, όπως ο λοχαγός Κλαρκ, ο Βρετανός δημοσιογράφος Χιού Πράις, η απελεύθερη σκλάβα Γουίλα Τζόουνς, ο γέρο-Τόμσον ή ο πολεμοχαρής πλιατσικολάγνος Κιλπάτρικ και άλλοι πολλοί. Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων συμπληρώνουν οι νεαροί Γουίλ και Άρλι, δύο φοβεροί τύποι που αλλάζουν στολές και στρατόπεδα κατά το δοκούν, αντιπροσωπευτικοί τύποι της ρευστότητας των πραγμάτων και των ιδεολογιών προσπαθώντας να επιβιώσουν.
Ο Ντοκτόροου ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για τα γεγονότα στη «Στρατιά». Δεν στέκεται τόσο στο ποιος νίκησε ή ποιος έχασε, αυτά είναι ψυχρές ιστορικές περιγραφές και ήδη γνωστές σε όσους ασχολούνται (και πολύ περισσότερο στους Αμερικανούς). Απεικονίζει τον καθημερινό άνθρωπο που παρασύρεται από την δίνη των γεγονότων, από το χάος και την καταστροφή. Από αυτόν που δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο και που θα βρεθεί ενώ δεν τον πολυενδιαφέρει ποιος θα είναι ο αφέντης του. Με χιούμορ και ειρωνία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τα «βαρυφορτωμένα» γεγονότα, κριτικάρει εμμέσως πλην σαφώς το πόσο σχετικά είναι όλα, επισημαίνοντας ότι ο στρατηγός Σέρμαν αισθάνεται οικειότερα με τον αντίπαλό του, τον στρατηγό Τζόνστον που στο κάτω-κάτω ήταν και οι δύο απόφοιτοι της ακαδημίας του Γουέστ Πόιντ παρά με τους αξιωματικούς του δικού του στρατού που κάποιους ανοιχτά τους περιφρονεί.
Το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και συναρπαστικό. Δεν είναι εύκολο για κάποιον που αγνοεί βασικά στοιχεία του Αμερικάνικου Εμφύλιου να το προσεγγίσει αν και υποθέτω όταν ξεπεράσει το αρχικό μπέρδεμα μεταξύ των αντιμαχόμενων δυνάμεων θα παρασυρθεί από το αξεπέραστο στυλ του συγγραφέα, ενώ η ατμόσφαιρα θα τον ξετρελλάνει. Είναι ένα μυθιστόρημα πλησιέστερο στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι (εξάλλου και ο ίδιος ο Ντοκτόροου το έχει αποκαλέσει, "το «Ρώσικο» μου μυθιστόρημα") παρά σε εκατοντάδες άλλα βιβλία γύρω από τον καταστροφικό αυτό πόλεμο (συμπεριλαμβανομένου το Gone with the wind (Όσα παίρνει ο άνεμος) της Μ.Μίτσελ).
Σημαντικότατο και πολύ κατατοπιστικό το εισαγωγικό σημείωμα στο μυθιστόρημα της κυρίας Καλφοπούλου που καλύτερα να διαβαστεί αφού τελειώσει κανείς το βιβλίο λόγω των δεκάδων spoilers για την εξέλιξη της ιστορίας, το οποίο θίγει το (σημαντικότατο κατά την άποψή μου) θέμα του «πεπρωμένου», που ετέθη πρώτη φορά όπως αναφέρει η ίδια το 1845, όπου το Αμερικάνικο Έθνος (εν προκειμένω οι Πολιτείες του Βορρά) είναι «προορισμένο» και έχει την «αποστολή» να μάχεται για την «Δημοκρατία» και το «Σωστό». Είναι το περίφημο «manifest destiny» (προφανές πεπρωμένο), το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για να κατανοήσουμε την Αμερικανική εξωτερική πολιτική.
(Απαραίτητο) Υ.Γ..«Η Στρατιά» απέσπασε το βραβείο «National Book Critics Circle Awards» το 2005 και το «Pen/Faulkner award» το 2006. Το τραγούδι που κλείνει το post είναι η διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού «The night they drove old Dixie down» από το μεγάλο συγκρότημα των The Band (που δεν έχω κουραστεί να το ακούω όσα χρόνια κι αν περάσουν). Η εκτέλεση από την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους, η οποία είχε τίτλο «The Last Waltz» και προεβλήθη ως ταινία με τον ίδιο τίτλο σκηνοθετημένη από τον M.Scorsese θεωρώ ότι είναι η καλύτερη (και την βρίσκετε εδώ) που υπάρχει σε ένα τραγούδι που το έχουν πει σχεδόν άπαντες οι folk/rock τραγουδιστές των Η.Π.Α.
Δημοσίευση σχολίου