Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011 | Permalink
Το τελευταίο παιχνίδι
«Έκλεισα τα μάτια μου και, φευγαλέα, τον είδα ξανά, όπως ήταν τότε στο Άνφιλντ και ταυτόχρονα όπως άλλαζε στο πέρασμα των χρόνων από τότε. Ο Μάικλ Τόμας, ελεύθερος και χαμένος μέσα σε μια μικρή στιγμή του χρόνου. Πρέπει να είχε καταλάβει ότι οι αμυντικοί τον πλησίαζαν, πρέπει να ένιωθε την ένταση της προσπάθειάς τους να τον φτάσουν, πρέπει ήδη να ένιωθε την καυτή τους ανάσα στο σβέρκο του. Είχε στα πόδια του την μπάλα και κινείτο προς το σημείο του πέναλτι. Ο τερματοφύλακας έκανε έξοδο και κινείτο προς το μέρος του, περιορίζοντας το οπτικό του πεδίο προς την εστί. Η απόσταση μεταξύ τους μικραίνει. Ο Τόμας είχε ακόμη την μπάλα στα πόδια του. Περίμενε τον τερματοφύλακα να κάνει την κίνησή του.
Εγώ, απλά τον περίμενα.
Ο Τόμας ακριβώς με τη λήξη.»

Ένας αξέχαστος αγώνας ποδοσφαίρου, το Λίβερπουλ – Άρσεναλ της σεζόν 1988-89, το τελευταίο παιχνίδι ενός «ταλαιπωρημένου» πρωταθλήματος και το οποίο κρίθηκε στην τελευταία του φάση, στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων, σχεδόν με το τελευταίο σουτ αποτέλεσε την αφορμή για να γράψει ο Άγγλος δημοσιογράφος Jason Cowley, ένα έξοχο βιβλίο για το ποδόσφαιρο, αλλά και όχι μόνο γι’αυτό, με τίτλο «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, Αγάπη, θάνατος και ποδόσφαιρο» (The last game: Love, death & football), (Εκδ. Τόπος, (υποδειγματική) μετάφρ. Χ.Χαραλαμπόπουλος, σελ.296). Αρκετά χρόνια μετά τον Νικ Χόρνμπυ και το εκπληκτικό «Πυρετός της μπάλας», άλλος ένας φανατικός οπαδός της Άρσεναλ γράφει ένα βιβλίο που μοιάζει σε πολλά σημεία με το ανωτέρω αλλά εδώ το πάει ένα βήμα παραπέρα και εξετάζει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονταν σε μια ιδιαίτερα κομβική χρονιά για την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα αλλά και για το Βρετανικό ποδόσφαιρο σε συνάρτηση με το σήμερα και το τελείως αλλαγμένο τοπίο του αθλήματος στην μητρική του χώρα.

Ο αγώνας Λίβερπουλ-Άρσεναλ είναι ένα από τα παραδοσιακά ντέρμπυ του πρωταθλήματος. Μεγάλες ομάδες και οι δύο, πάντα πρωταγωνιστούν, ενώ κουβαλάνε τεράστια μάζα οπαδών και ιστορίας. Αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι όμως θα μείνει αλησμόνητο στους οπαδούς τους αλλά και γενικότερα στους ποδοσφαιρόφιλους όλων των ηπείρων. Ήταν μια χρονιά που οι δύο ομάδες πήγαιναν χέρι-χέρι στην πρώτη θέση του βαθμολογικού πίνακα. Η Άρσεναλ μετά από έναν φοβερό πρώτο γύρο άρχισε να χάνει έδαφος ενώ η Λίβερπουλ ανέβαινε συνεχώς και έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο. Η κλήρωση τα είχε φέρει έτσι ώστε ο τελευταίος αγώνας της χρονιάς να είναι στο περίφημο Άνφιλντ, την έδρα της Λίβερπουλ, όπου ο αντίπαλος θεωρείται «χαμένος από χέρι» λόγω της ατμόσφαιρας που δημιουργούν οι οπαδοί. Η Λίβερπουλ προηγείτο κατά 3 βαθμούς, είχε και καλύτερη διαφορά τερμάτων και ίσως καλύτερη ομάδα από την «boaring,boaring» Άρσεναλ η οποία έπαιζε ένα μάλλον «απωθητικό» ποδόσφαιρο με ψηλές μπαλιές και ελάχιστη τεχνική. Η Άρσεναλ χρειαζότανε μόνο νίκη και 2 γκολ διαφορά για να πάρει το πρωτάθλημα – ελάχιστοι πίστευαν (ούτε οι ίδιοι της οι παίκτες) ότι μπορεί να τα καταφέρει. Και όμως αυτό που έγινε δεν ξέρω πόσες φορές μπορεί να ξανασυμβεί. Η Άρσεναλ κέρδισε με 2-0 και το νικητήριο (και πρωταθληματικό) γκολ μπήκε στις καθυστερήσεις του αγώνα. Η δε προγραμματισμένη (έτσι κι αλλιώς) απονομή του τροπαίου του πρωταθλητή έγινε στην φιλοξενούμενη ομάδα μέσα στην έδρα του κυριότερου ανταγωνιστή της και με τις κερκίδες γεμάτες από σοκαρισμένους (μάλλον ευρισκόμενους σε κατάσταση μίνι-εγκεφαλικού) ντόπιους να χειροκροτούν τους νικητές!



Ήταν μια δραματική χρονιά για το Αγγλικό ποδόσφαιρο. Λίγα χρόνια μετά την τραγωδία του Χέϊζελ, μια μεγαλύτερη καταστροφή συνέβη. Ο θάνατος 96 ανθρώπων – οπαδών / εκδρομέων της Λίβερπουλ στις εξέδρες του Χίλσμπορο στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Μια τραγωδία παράλογη κάπως σαν την δικιά μας «θύρα 7», όπου άνοιξε μια πόρτα σε μια ήδη τιγκαρισμένη κερκίδα και οι εκατοντάδες που βρέθηκαν εκεί χωρίς εισιτήριο προσπάθησαν να μπουν μέσα πιέζοντας τους όρθιους-πίσω από το τέρμα οπαδούς, οι οποίοι δεν είχαν έξοδο διαφυγής και συντρίβονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Η αστυνομία παρακολουθούσε και μέχρι να καταλάβουν τι συμβαίνει απωθούσαν εκείνους που κατάφερναν να μπουν στον αγωνιστικό χώρο για να σωθούνε, σπρώχνοντάς τους προς τα πίσω!

Το τραγικό αυτό γεγονός λειτούργησε ως σπινθήρας για να δρομολογηθούν οι μεγάλες αλλαγές στο ποδόσφαιρο της χώρας. Με νόμους που πέρασε η κυβέρνηση της Θάτσερ, δόθηκαν επιδοτήσεις στις ομάδες για να φτιάξουν πιο σύγχρονα γήπεδα και καταργήθηκαν οι θέσεις των ορθίων. Οι νόμοι για τον χουλιγκανισμό γίνανε σκληρότεροι και επιτέλους τέθηκαν κάποιες βάσεις για να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο. Κάπου εκεί μπαίνει και η συνδρομητική τηλεόραση στο κάδρο για να συμπληρώσει την τεράστια αλλαγή. Η ζωντανή μετάδοση από την ITV, του Λίβερπουλ-Άρσεναλ και η παρακολούθηση του από 8 εκατομμύρια ανθρώπους "έπεισε πολλούς, μέσα και γύρω από το παιχνίδι, για την τεράστια πηγή εσόδων που θα έφερνε η εμπορική εκμεττάλευση των ποδοσφαιρικών συναντήσεων οι οποίες θα μεταδίδονταν από την τηλεόραση." Το 1992 ο όμιλος bSKYb θα αγοράσει τα δικαιώματα των αγώνων για τηλεοπτική μετάδοση και τα χρήματα εισρέουν στα ταμεία των συλλόγων με το τσουβάλι. Οι ομάδες θα πλουτίσουν, θα αγοράσουν τους καλύτερους ξένους παίκτες που υπάρχουν στην αγορά, θα αυξήσουν τις τιμές των εισιτηρίων τους, το ποδόσφαιρο γίνεται πλέον ένα παιχνίδι για αστούς, για στελέχη εταιρειών, τα χρηματικά ποσά που κυκλοφορούν είναι ιλλιγιώδη.

Ο Κόουλι δεν περιγράφει απλά τι έγινε πριν και μετά τον αγώνα. Δεν ήταν καν εκεί. Τα εισιτήρια που είχε αγοράσει ο πατέρας του για να πάνε μαζί, τα έσκισε μετά τα γεγονότα του Χίλσμπορο που συνετέλεσαν στην αναβολή του παιχνιδιού. Φοιτητής τότε ο συγγραφέας είδε το παιχνίδι σε τηλεοπτική μετάδοση. Αργότερα, όταν άρχισε να δουλεύει σε εφημερίδες, έψαξε και βρήκε τους πρωταγωνιστές από τους οποίους πήρε συνεντεύξεις τις οποίες παραθέτει.

Πέραν της (έτσι κι αλλιώς) ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας για κάθε ποδοσφαιρόφιλο αφήγησης ενός τόσο κομβικού αγώνα, το βιβλίο είναι συναισθηματικά φορτισμένο και από την σχέση πατέρα-γιού που τόσο ωραία περιγράφει ο Κόουλι. Ο πατέρας του, οπαδός της Γουέστ Χαμ, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής που ζούσε η οικογένεια του συγγραφέα, ήταν εκείνος που τον πρωτοπήγε στο γήπεδο, ήταν εκείνος που τον υποστήριζε ψυχολογικά όταν ο συγγραφέας δεν τα πολυκατάφερνε στο σπορ. Με τον αιφνίδιο θάνατό του, ο συγγραφέας αρχίζει να αναρωτιέται και να ασχολείται λίγο παραπάνω με το ποιος ήταν πραγματικά ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε – και ανακαλύπτει έναν άλλο, διαφορετικό άνθρωπο που κρυβόταν καλά για όλη του τη ζωή.

Αυτό όμως που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει από τα εκατοντάδες άλλα που γράφονται για το ποδόσφαιρο είναι η εξαιρετική ανατομία των αλλαγών που έχουν γίνει στο άθλημα και η ενδελεχής παρουσίαση της κοινωνικής αναταραχής που επικρατούσε στην Βρετανία τα χρόνια της διακυβέρνησης Θάτσερ. Το παρακμάζον Λίβερπουλ με τους χιλιάδες άνεργους, οι ποδοσφαιριστές που ήταν πραγματικά «παιδιά του λαού» πηγαίνοντας μετά τους αγώνες στις παμπ και μεθούσαν μαζί με τους ανώνυμους οπαδούς, τα γήπεδα που δεν είχαν μεν ανέσεις αλλά απέπνεαν συντροφικότητα και ομαδική μέθεξη μετατρέπονται με το πέρασμα του χρόνου σε τεράστια πολυτελέστατα οικοδομήματα με σουίτες νοικιασμένες από τις πολυεθνικές για την εξυπηρέτηση των μεγαλοστελεχών και των πελατών τους, με θέσεις διαρκείας πανάκριβες όπου οι «φίλαθλοι» είναι πλέον αστοί και μεγαλοαστοί. Οι παίκτες, ξένοι στην πλειονότητά τους (ας μη λησμονούμε ότι η Άρσεναλ στα περισσότερα παιχνίδια της δεν χρησιμοποιεί ούτε έναν γηγενή) είναι πλέον πάμπλουτοι, κρύβονται πίσω από τα φιμέ τζάμια των τεράστιων τζιπ τους και είναι fashion-icons. Οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι πλέον ξένες εταιρείες ή σκοτεινοί τύποι από μέρη εξωτικά που «ξεπλένουν χρήμα». Με όλα αυτά, το αναγνωρίζει κι ο ίδιος το ποδόσφαιρο δεν είναι πια το ίδιο, αλλά και η κοινωνία δεν είναι πια η ίδια – χωρίς απαραίτητα να είναι αυτό κακό.

«Δεν ήθελα η Άρσεναλ να μετακομίσει από το Χάιμπουρι, από εκείνο το υπέροχο μικρό, γνώριμο κόσμημα που ήταν το παλιό γήπεδο, περιτριγυρισμένο από Βικτοριανούς δρόμους με τα ομοιόμορφα τουβλόχτιστα σπίτια. Δεν ήθελα η ομάδα να πουλήσει τα δικαιώματα ονομασίας του νέου γηπέδου σε μια αεροπορική εταιρεία που είχε έδρα το Ντουμπάϊ. Δεν ήθελα να υπάρχουν ηλεκτρονικές διαφημίσεις στα πλαϊνά του αγωνιστικού χώρου που να αναβοσβήνουν έντονα στη διάρκεια του παιχνιδιού, με το κακόγουστα επιδεικτικό άναψε-σβήσε που σου προξενεί πονοκέφαλο. Δεν ήθελα να γίνει η Άρσεναλ ομάδα χωρίς Άγγλο ποδοσφαιριστή στην ενδεκάδα της, ούτε ήθελα η ομάδα να διατρέχει τον κίνδυνο να εξαγοραστεί από έναν Ουζμπέκο δισεκατομμυριούχο. Όμως, αν δεν θέλεις να κρυφτείς μέσα στο συναίσθημα, αν δεν θέλεις να να γίνεις μικρόψυχος, πρέπει να προχωρήσεις, να τα αφήσεις όλα αυτά πίσω σου, να ζήσεις το παρόν, να αγαπήσεις την ομάδα σου γι’αυτό που είναι, όχι γι’αυτό που θα μπορούσε να είναι ή γι’αυτό που υπήρξε παλαιότερα. Δεν ωφελεί η προσπάθεια να γαντζωθείς από κάτι, πάνω στο οποίο δεν έχεις κανέναν έλεγχο. Ίσως ένα από τα πιο σκληρά μαθήματα της ζωής να είναι αυτό: «Όταν τα πράγματα περάσουν, δεν επιστρέφουν. Χάνονται οριστικά.», όπως λέει και ένας καουμπόϊ στο σπουδαίο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι «Πεδινές Πολιτείες». Δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω.
«Δείχνεις να κρυώνεις, Τζέι», είπε η Κόνι καθώς στεκόμασταν έξω από αυτό που ήταν κάποτε το Χάϊμπουρι. «Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε».
Και μετά: «Το αφήσαμε για το τέλος, έ;»
Είχε δίκιο. Κρύωνα και ένιωθα λίγο μελαγχολικός καθώς κοιτούσα ψηλά τη σκούρα, από τους γερανούς, γραμμή του ορίζοντα και, αλήθεια το αφήσαμε για το τέλος.
«Το να αφήνεις κάτι για το τέλος», της είπα, «είναι μια παράδοση της Άρσεναλ».»


_________________________________________________________________________





Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3



"These are the days of our lives" QUEEN
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home