Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011 | Permalink
Ο μαύρος Μακεδών
Με κινηματογραφική αφήγηση, το συναρπαστικό βιβλίο του πολύ καλού συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλου, με (τον προκλητικό) τίτλο «ΜΑΥΡΟΣ ΜΑΚΕΔΩΝ», (Εκδ. Τόπος, σελ.300), δεν είναι ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος. Είναι περισσότερο μια ιστορία έντονης δράσης, εξαιρετική αναπαράσταση εποχής, η οποία συνάδει με το όλο κλίμα της αναθεώρησης του ιστορικού (και ψευτοπατριωτικού γίγνεσθαι), θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα και προβληματισμούς.
Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κατάσταση διάλυσης και τα διάφορα έθνη που κατοικούν στα τρία βιλαέτια (περιφέρειες) που απαρτίζουν την ιστορική γεωγραφική περιοχή αλληλοσφάζονται για το ποιος θα κυριαρχήσει την «επόμενη μέρα». Την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο (1904), η ένταση υπάρχει μεταξύ της Βουλγαρίας, η οποία με την μαξιμαλιστική της πολιτική προσπαθεί να πιέσει για αυτονόμηση της Μακεδονίας στα πρότυπα της Κρήτης και της Ρωμυλίας και της Ελλάδας η οποία ανεπίσημα και μέσω διαφόρων οργανώσεων στέλνει ομάδες ενόπλων να κάνουν αυτό που οι Έλληνες μια ζωή κάνουν καλά, δηλαδή ανταρτοπόλεμο.
Ο αγροτικός πληθυσμός όμως των περιοχών ουδόλως ενδιαφέρεται σε καθημερινή βάση αν τα «αφεντικά» του είναι Έλληνες, Βούλγαροι ή Οθωμανοί. Τα υψηλά πολιτικά σχέδια είναι κάτι άγνωστο για τον αγρότη. Έτσι λοιπόν εκείνο που καλλιεργείται έντονα είναι η θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Εξαρχιστών και Πατριαρχικών. Η Βουλγαρία έχει από το 1870 αυτοκέφαλη Εκκλησία (περισσότερο γνωστή ως Εξαρχία) έχοντας αποσχιστεί από το Πατριαρχείο Κων/λεως. Οι Χριστιανοί ορθόδοξοι πληθυσμοί της Μακεδονίας λοιπόν χωρίζονται σε Εξαρχικούς και Πατριαρχικούς και η σύγκρουση μεταξύ τους είναι βιαιότατη. Χωριά καίγονται, άνθρωποι βασανίζονται, χάνουν τη ζωή τους με τον πιο φρικιαστικό τρόπο.
Μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ιστορία 3 νέων και σχεδόν συνομήλικων παιδιών. Του Σελήμ, του μαύρου γιού του Καδή της Μπίτολα (Μοναστήρι) που μεγαλώνει στην Αλεξάνδρεια μέσ’στα πούπουλα με την ελληνίδα (Σαλονικιά) μητέρα του. Φανερά επηρεασμένος από την ελληνοκεντρική εκπαίδευση, ονειρεύεται ότι είναι απόγονος των Μακεδόνων, επιθυμεί να απελευθερώσει την Μακεδονία και να θυσιαστεί γι’αυτόν τον σκοπό. Όταν ο παππούς του (ο πατέρας της μητέρας του),ο Κρητικός Σταυρακάκης, μεγαλέμπορος κρασιών, δολοφονείται από τους Εξαρχικούς, πηγαίνουν με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί ο Σελήμ γνωρίζει την νεαρή Ελένη, θεία του και πρόσφατα χηρεύσασα, δασκάλα και μυημένη στον απελευθερωτικό αγώνα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και ο Σελήμ μαθαίνει εκτός από τον έρωτα και για την κατάσταση στην περιοχή, θεωρεί λοιπόν ότι του δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία να αποδείξει την ελληνική καταγωγή του βοηθώντας με τον τρόπο του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Ο έτερος πόλος της ιστορίας είναι ο Μανώλης. Κρητικός και μεγαλωμένος στα βουνά του νησιού, μαθαίνοντας τη ζωή του αγριμοκυνηγού από τον θείο του. Οι αγριμοκυνηγοί, άνθρωποι που ζούσαν στα όρια της παρανομίας αναλάμβαναν «συμβόλαια» (δουλειές) όχι πάντα απαραίτητα καθαρές και με αρκετή βία. Όταν ο θείος του αναλαμβάνει να βρει τους δολοφόνους του Σταυρακάκη κάπου στη Μακεδονία (του παππού του Σελήμ) και να τους εξοντώσει, εκείνος μένει πίσω αλλά όχι για πολύ. Θα σταλεί στα βουνά της Μακεδονίας, συμμετέχοντας μαζί με συμπατριώτες του Κρητικούς σε μια ομάδα υπό τις διαταγές στρατιωτικών που λαμβάνουν εντολές από τις πατριωτικές οργανώσεις που διεξάγουν υπό τη σιωπηρή υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης τον Μακεδονικό αγώνα.
Εκεί στην άγρια ομορφιά της υπαίθρου, ο Σελήμ και ο Μανώλης θα «συναντήσουν» τον Στόγιαν. Έναν Βούλγαρο, συνομήλικό τους, ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος της δολοφονίας του Σταυρακάκη, του εργοδότη και ευεργέτη εκείνου και της μητέρας του. Ο Στόγιαν, παιδί Βούλγαρου αναρχικού, αφοσιώνεται στον αγώνα της πατρίδας του για την κυριαρχία της στη Μακεδονική γη. Αδίστακτος και σκληρός αναλαμβάνει ως αποστολή την απαγωγή της Ελένης Σταυρακάκη, παλιάς του δασκάλας. Στην προσπάθεια του αυτή θα πέσει πάνω στον Σελήμ και στον Μανώλη. Οι μοίρες τους θα συναντηθούν, θα έρθουν αντιμέτωποι και οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και για τους τρεις τους.
Όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Κούρτοβικ στην κριτική του στα ΝΕΑ, το μυθιστόρημα έχει τη μορφή ενός «Βαλκανικού γουέστερν». Βία, πιστολίδια, συμπλοκές εκ του συστάδην, δολοφονίες, σκληροί αλλά ευαίσθητοι άνδρες, έρωτες, ξέφρενες καταδιώξεις. Ο Σκρουμπέλος αφήνεται να παρασυρθεί από τη δύναμη της ιστορίας και πέφτει σε λάθη τα οποία όμως (αν δεν θέλει κανείς να το «ψειρίσει» πολύ), συγχωρούνται από την γοητεία της μυθοπλασίας. Ο αγριμοκυνηγός που δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα και μερικούς μήνες μετά μιλάει για Κλάουζεβιτς και στρατιωτική τακτική, ο Σελήμ, ο ρομαντικός ήρωας που όσο συμπαθής και να γίνεται στον αναγνώστη παραμένει χάρτινος και ψεύτικος. Υπάρχουν λάθη χρονικά αλλά και ιστορικά, τα ξεπερνάς όμως αφού η αφήγηση είναι τόσο ωραία, τα γεγονότα τρέχουν τόσο γρήγορα, που παρασύρεσαι από την ιστορία και διατρέχεις τις σελίδες χωρίς να σε πολυενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες.
Ο Σκρουμπέλος σε αντίθεση με άλλα μυθιστορήματα που ασχολούνται με παρόμοια γεγονότα, όπως το (εξαιρετικό) «Σκοτεινός Βαρδάρης» της Ε.Χουζούρη, ή το ένδιαφέρον (αλλά άνισο), «Τι ζητούν οι βάρβαροι», του Δ.Κούρτοβικ δεν θεωρητικολογεί, ούτε αναλίσκεται σε μαθήματα ιστορίας και πολιτικής. Περιγράφει με έντονα χρώματα την ασαφή και άναρχη κατάσταση της εποχής, που έρχεται να ταιριάξει με το «σαλατοειδές» του χώρου, της Μακεδονικής γης, όπου τα όρια είναι δυσδιάκριτα, όπου όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν πρόκειται ποτέ να βρει την ηρεμία της αφού οι εθνότητες και οι λαοί που την κατοικούν πάντα θα διεκδικούν είτε ένα κομμάτι της, είτε ολόκληρη την περιοχή. Όλα είναι ρευστά, και η ιστορία μπορεί και να κλείνει το μάτι σε καταστάσεις ειρωνικές αλλά ταυτόχρονα και δραματικές όπως αυτές που βίωναν οι αγρότες της περιοχής. Ο μικρός μαύρος,ο Σελήμ (όπου ο ικανότατος συγγραφέας με την καθόλου τυχαία επιλογή του ονόματος συνδιαλέγεται με τον ομώνυμο ήρωα του διηγήματος του Βιζυηνού, του διχασμένου Τούρκου Μοσκώβ-Σελήμ), πιο Έλληνας από τους Έλληνες, πιο Μακεδόνας από τους γηγενείς Μακεδόνες θα πέσει θύμα του ρομαντισμού του. Είναι ο μόνος στο βιβλίο που ξέρει τι θέλει και έχει μια ιδεολογία που φροντίζει να την ενισχύσει παρά το πολιτιστικό σοκ που υφίσταται μόλις φτάνει στην ελληνική γη και βλέπει τους εξιδανικευμένους (από τα ιστορικά βιβλία και την εκπαίδευση που έλαβε) συμπατριώτες του.
Το μυθιστόρημα θα έπρεπε (κατά την ταπεινή μου άποψη) να ήταν μεγαλύτερο σε έκταση. Εντυπωσιάζει η λιτότητα και η οικονομία στην πλοκή αλλά θεωρώ ότι οι καταστάσεις που περιγράφονται (κυρίως όταν η δράση μεταφέρεται στα χωριά της Μακεδονίας) χρειαζόντουσαν περισσότερο χώρο και μεγαλύτερη ανάπτυξη ενώ κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία των χαρακτήρων (ακόμα και των δευτερευόντων) μένουν ανολοκλήρωτα και εκκρεμή. Η καθαρά κινηματογραφική μορφή του πολυφωνικού και καλειδοσκοπικού μυθιστορήματος βοηθάει στην εξαίσια απεικόνιση εντυπωσιακών σκηνών, όπως αυτή του «ματωμένου γάμου», των συμπλοκών, της καταστροφής περιουσιών. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, που βλέπει την ιστορία με ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά και σε προδιαθέτει για μεγαλύτερο «ψάξιμο» πάνω σε γεγονότα της εποχής, τα οποία έχουν φτάσει σ’εμάς διαστρεβλωμένα συντελώντας σε άσκοπους και καταστροφικούς φανατισμούς.
Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος
Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κατάσταση διάλυσης και τα διάφορα έθνη που κατοικούν στα τρία βιλαέτια (περιφέρειες) που απαρτίζουν την ιστορική γεωγραφική περιοχή αλληλοσφάζονται για το ποιος θα κυριαρχήσει την «επόμενη μέρα». Την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο (1904), η ένταση υπάρχει μεταξύ της Βουλγαρίας, η οποία με την μαξιμαλιστική της πολιτική προσπαθεί να πιέσει για αυτονόμηση της Μακεδονίας στα πρότυπα της Κρήτης και της Ρωμυλίας και της Ελλάδας η οποία ανεπίσημα και μέσω διαφόρων οργανώσεων στέλνει ομάδες ενόπλων να κάνουν αυτό που οι Έλληνες μια ζωή κάνουν καλά, δηλαδή ανταρτοπόλεμο.
Ο αγροτικός πληθυσμός όμως των περιοχών ουδόλως ενδιαφέρεται σε καθημερινή βάση αν τα «αφεντικά» του είναι Έλληνες, Βούλγαροι ή Οθωμανοί. Τα υψηλά πολιτικά σχέδια είναι κάτι άγνωστο για τον αγρότη. Έτσι λοιπόν εκείνο που καλλιεργείται έντονα είναι η θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Εξαρχιστών και Πατριαρχικών. Η Βουλγαρία έχει από το 1870 αυτοκέφαλη Εκκλησία (περισσότερο γνωστή ως Εξαρχία) έχοντας αποσχιστεί από το Πατριαρχείο Κων/λεως. Οι Χριστιανοί ορθόδοξοι πληθυσμοί της Μακεδονίας λοιπόν χωρίζονται σε Εξαρχικούς και Πατριαρχικούς και η σύγκρουση μεταξύ τους είναι βιαιότατη. Χωριά καίγονται, άνθρωποι βασανίζονται, χάνουν τη ζωή τους με τον πιο φρικιαστικό τρόπο.
Μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ιστορία 3 νέων και σχεδόν συνομήλικων παιδιών. Του Σελήμ, του μαύρου γιού του Καδή της Μπίτολα (Μοναστήρι) που μεγαλώνει στην Αλεξάνδρεια μέσ’στα πούπουλα με την ελληνίδα (Σαλονικιά) μητέρα του. Φανερά επηρεασμένος από την ελληνοκεντρική εκπαίδευση, ονειρεύεται ότι είναι απόγονος των Μακεδόνων, επιθυμεί να απελευθερώσει την Μακεδονία και να θυσιαστεί γι’αυτόν τον σκοπό. Όταν ο παππούς του (ο πατέρας της μητέρας του),ο Κρητικός Σταυρακάκης, μεγαλέμπορος κρασιών, δολοφονείται από τους Εξαρχικούς, πηγαίνουν με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί ο Σελήμ γνωρίζει την νεαρή Ελένη, θεία του και πρόσφατα χηρεύσασα, δασκάλα και μυημένη στον απελευθερωτικό αγώνα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και ο Σελήμ μαθαίνει εκτός από τον έρωτα και για την κατάσταση στην περιοχή, θεωρεί λοιπόν ότι του δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία να αποδείξει την ελληνική καταγωγή του βοηθώντας με τον τρόπο του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Ο έτερος πόλος της ιστορίας είναι ο Μανώλης. Κρητικός και μεγαλωμένος στα βουνά του νησιού, μαθαίνοντας τη ζωή του αγριμοκυνηγού από τον θείο του. Οι αγριμοκυνηγοί, άνθρωποι που ζούσαν στα όρια της παρανομίας αναλάμβαναν «συμβόλαια» (δουλειές) όχι πάντα απαραίτητα καθαρές και με αρκετή βία. Όταν ο θείος του αναλαμβάνει να βρει τους δολοφόνους του Σταυρακάκη κάπου στη Μακεδονία (του παππού του Σελήμ) και να τους εξοντώσει, εκείνος μένει πίσω αλλά όχι για πολύ. Θα σταλεί στα βουνά της Μακεδονίας, συμμετέχοντας μαζί με συμπατριώτες του Κρητικούς σε μια ομάδα υπό τις διαταγές στρατιωτικών που λαμβάνουν εντολές από τις πατριωτικές οργανώσεις που διεξάγουν υπό τη σιωπηρή υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης τον Μακεδονικό αγώνα.
Εκεί στην άγρια ομορφιά της υπαίθρου, ο Σελήμ και ο Μανώλης θα «συναντήσουν» τον Στόγιαν. Έναν Βούλγαρο, συνομήλικό τους, ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος της δολοφονίας του Σταυρακάκη, του εργοδότη και ευεργέτη εκείνου και της μητέρας του. Ο Στόγιαν, παιδί Βούλγαρου αναρχικού, αφοσιώνεται στον αγώνα της πατρίδας του για την κυριαρχία της στη Μακεδονική γη. Αδίστακτος και σκληρός αναλαμβάνει ως αποστολή την απαγωγή της Ελένης Σταυρακάκη, παλιάς του δασκάλας. Στην προσπάθεια του αυτή θα πέσει πάνω στον Σελήμ και στον Μανώλη. Οι μοίρες τους θα συναντηθούν, θα έρθουν αντιμέτωποι και οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και για τους τρεις τους.
Όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Κούρτοβικ στην κριτική του στα ΝΕΑ, το μυθιστόρημα έχει τη μορφή ενός «Βαλκανικού γουέστερν». Βία, πιστολίδια, συμπλοκές εκ του συστάδην, δολοφονίες, σκληροί αλλά ευαίσθητοι άνδρες, έρωτες, ξέφρενες καταδιώξεις. Ο Σκρουμπέλος αφήνεται να παρασυρθεί από τη δύναμη της ιστορίας και πέφτει σε λάθη τα οποία όμως (αν δεν θέλει κανείς να το «ψειρίσει» πολύ), συγχωρούνται από την γοητεία της μυθοπλασίας. Ο αγριμοκυνηγός που δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα και μερικούς μήνες μετά μιλάει για Κλάουζεβιτς και στρατιωτική τακτική, ο Σελήμ, ο ρομαντικός ήρωας που όσο συμπαθής και να γίνεται στον αναγνώστη παραμένει χάρτινος και ψεύτικος. Υπάρχουν λάθη χρονικά αλλά και ιστορικά, τα ξεπερνάς όμως αφού η αφήγηση είναι τόσο ωραία, τα γεγονότα τρέχουν τόσο γρήγορα, που παρασύρεσαι από την ιστορία και διατρέχεις τις σελίδες χωρίς να σε πολυενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες.
Ο Σκρουμπέλος σε αντίθεση με άλλα μυθιστορήματα που ασχολούνται με παρόμοια γεγονότα, όπως το (εξαιρετικό) «Σκοτεινός Βαρδάρης» της Ε.Χουζούρη, ή το ένδιαφέρον (αλλά άνισο), «Τι ζητούν οι βάρβαροι», του Δ.Κούρτοβικ δεν θεωρητικολογεί, ούτε αναλίσκεται σε μαθήματα ιστορίας και πολιτικής. Περιγράφει με έντονα χρώματα την ασαφή και άναρχη κατάσταση της εποχής, που έρχεται να ταιριάξει με το «σαλατοειδές» του χώρου, της Μακεδονικής γης, όπου τα όρια είναι δυσδιάκριτα, όπου όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν πρόκειται ποτέ να βρει την ηρεμία της αφού οι εθνότητες και οι λαοί που την κατοικούν πάντα θα διεκδικούν είτε ένα κομμάτι της, είτε ολόκληρη την περιοχή. Όλα είναι ρευστά, και η ιστορία μπορεί και να κλείνει το μάτι σε καταστάσεις ειρωνικές αλλά ταυτόχρονα και δραματικές όπως αυτές που βίωναν οι αγρότες της περιοχής. Ο μικρός μαύρος,ο Σελήμ (όπου ο ικανότατος συγγραφέας με την καθόλου τυχαία επιλογή του ονόματος συνδιαλέγεται με τον ομώνυμο ήρωα του διηγήματος του Βιζυηνού, του διχασμένου Τούρκου Μοσκώβ-Σελήμ), πιο Έλληνας από τους Έλληνες, πιο Μακεδόνας από τους γηγενείς Μακεδόνες θα πέσει θύμα του ρομαντισμού του. Είναι ο μόνος στο βιβλίο που ξέρει τι θέλει και έχει μια ιδεολογία που φροντίζει να την ενισχύσει παρά το πολιτιστικό σοκ που υφίσταται μόλις φτάνει στην ελληνική γη και βλέπει τους εξιδανικευμένους (από τα ιστορικά βιβλία και την εκπαίδευση που έλαβε) συμπατριώτες του.
Το μυθιστόρημα θα έπρεπε (κατά την ταπεινή μου άποψη) να ήταν μεγαλύτερο σε έκταση. Εντυπωσιάζει η λιτότητα και η οικονομία στην πλοκή αλλά θεωρώ ότι οι καταστάσεις που περιγράφονται (κυρίως όταν η δράση μεταφέρεται στα χωριά της Μακεδονίας) χρειαζόντουσαν περισσότερο χώρο και μεγαλύτερη ανάπτυξη ενώ κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία των χαρακτήρων (ακόμα και των δευτερευόντων) μένουν ανολοκλήρωτα και εκκρεμή. Η καθαρά κινηματογραφική μορφή του πολυφωνικού και καλειδοσκοπικού μυθιστορήματος βοηθάει στην εξαίσια απεικόνιση εντυπωσιακών σκηνών, όπως αυτή του «ματωμένου γάμου», των συμπλοκών, της καταστροφής περιουσιών. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, που βλέπει την ιστορία με ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά και σε προδιαθέτει για μεγαλύτερο «ψάξιμο» πάνω σε γεγονότα της εποχής, τα οποία έχουν φτάσει σ’εμάς διαστρεβλωμένα συντελώντας σε άσκοπους και καταστροφικούς φανατισμούς.
Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος
Δημοσίευση σχολίου