Σάββατο, Σεπτεμβρίου 10, 2011
posted by Librofilo at Σάββατο, Σεπτεμβρίου 10, 2011 | Permalink
Η χρονιά της πλημμύρας
«Εξαντλούμε τη Γη. Την καταστρέφουμε. Δε γίνεται να σε κυκλώνει ο φόβος και να συνεχίζεις να σφυρίζεις. Η αναμονή του επικείμενου, της καταστροφής, γιγαντώνει μέσα σου σαν πλημμύρα. Σε λίγο εύχεσαι να ξεμπερδέψεις με ό,τι κι αν είναι. Σου’ρχεται να πεις, άντε ουρανοί, κάντε το. Να τελειώνουμε.»
Η Καναδή συγγραφέας Margaret Atwood όλο και στριφογυρίζει γύρω από τα «δυστοπικά» θέματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ» (The year of the flood), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Μ.Κουμπαρέλη, σελ. 506), συνεχίζει στον ίδιο θεματικό δρόμο που χάραξε με το αριστουργηματικό «ΟΡΥΞ ΚΑΙ ΚΡΕΪΚ» και παλαιότερα με την υπέροχη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ ΔΟΥΛΗΣ» μόνο που η πιο πρόσφατη δημιουργία της είναι εμφανώς κατώτερη των προηγουμένων με τα στοιχεία εντυπωσιασμού – τα οποία ήταν αρκετά κοντρολαρισμένα στο «Όρυξ και Κρέϊκ» - να υπερισχύουν των πολλών ωραίων στιγμών του βιβλίου.
Η χρονιά της «άνυδρης πλημμύρας» είναι το έτος 25 χωρίς να προσδιορίζεται από πότε αρχίζει το μέτρημα, άρα μπορεί να είναι και σε ένα ή δύο χρόνια αφού μάλλον βρισκόμαστε πολύ κοντά στην καταστροφή έτσι όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Είναι ένας κόσμος σκληρός και κυριαρχούμενος από τις πολυεθνικές εταιρίες που έχουν αντικαταστήσει την κρατική εξουσία και με τα ανεξέλεγκτα εργαστηριακά τους πειράματα οδηγούν τον κόσμο προς την καταστροφή. Οι ιδιωτικοί στρατοί τους υπηρετούν τον «νόμο» και τρομοκρατούν τους πάντες. Ο κόσμος ζει χωρισμένος σε πλούσιους (συνήθως υπαλλήλους/μεγαλοστελέχη) των εταιριών και φτωχούς που τρώνε μόνο junk food.
Όταν ξεσπάει η οικολογική καταστροφή ελάχιστοι άνθρωποι επιζούν και μέσα σ’αυτούς είναι οι δύο ηρωίδες του βιβλίου. Η ώριμη και πανέξυπνη Τόμπι και η μικρότερη Ρεν, οι οποίες σώζονται επειδή προνόησαν να κλειστούν μέσα στους τόπους εργασίας τους, σε ένα σπα / κέντρο ευεξίας η πρώτη και σε ένα κλαμπ / στριπτιζάδικο η δεύτερη. Και οι δύο ήταν μέλη μιας οικολογικής θρησκευτικής ομάδας, των «Κηπουρών του Θεού», οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του Προφήτη τους, του Αδάμ-Ένα, προσπαθούν επί 20 (και βάλε) χρόνια να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο για την επερχόμενη καταστροφή. Οι «Κηπουροί» πιστεύουν στην ανθρώπινη καλοσύνη και στις φυσικές μορφές της ζωής, καλλιεργούν μικρά κομμάτια γης απ’όπου παίρνουν τις τροφές τους και το καθεστώς τους αφήνει ήσυχους αφού τους θεωρεί «γραφικούς».
Το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί γραμμική μορφή. Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται μπρος – πίσω έτσι ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης πως φτάσαμε στην εποχή της «Πλημμύρας», η οποία έρχεται «φυσιολογικά» σύμφωνα με την ροή των γεγονότων σε μια (τελείως) μεταλλαγμένη κοινωνία, όπου οι τροφές είναι όλες συνθετικές, ο κόσμος τρελλαίνεται για το «μυστικό μπιφτέκι» που πουλάνε οι αλυσίδες ταχυφαγείων με απροσδιόριστα υλικά, τα περισσότερα ζώα που κυκλοφορούν είναι μίξεις από εργαστηριακά πειράματα, οι λεοντοαμνοί, οι ασβοιρακούν, τα γουρούνια με ανθρώπινη νοημοσύνη.
Η Τόμπι και η Ρεν σύντομα καταλαβαίνουν ότι δεν είναι οι μόνες διασωθείσες από την καταστροφή. Πέραν των ζώων που φαίνεται να μην έχουν πάθει τίποτα και να έχουν βγει προς αναζήτηση τροφής, διαπιστώνουν ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν γλυτώσει. Η προσπάθεια τους είναι να ενωθούν με τους όποιους επιζώντες και από εκεί και μετά να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ένα καινούργιο κόσμο. Το αισιόδοξο τέλος του μυθιστορήματος αφήνει μια χαραγματιά ελπίδας στο ζοφερό (παρά το χιούμορ της συγγραφέως) κλίμα της ιστορίας.
Ουσιαστικά είναι ένα prequel (που λένε στον κινηματογράφο) του «Όρυξ και Κρέϊκ», διαβάζεται αυτόνομα, και οι κεντρικοί χαρακτήρες του προηγούμενου βιβλίου εμφανίζονται και σ’αυτό. Το εμφανές και (κάποιες στιγμές) καταλυτικό χιούμορ της Άτγουντ σε συνδιασμό με τον λυρισμό και την γοητευτική της γραφή παρασύρουν τον αναγνώστη αλλά είναι τόσα πολλά τα καρτουνίστικα στοιχεία στην ιστορία που δεν σ’αφήνουν να την απολαύσεις. Η αίσθηση μου είναι ότι η εξαιρετική αυτή συγγραφέας «παρασύρθηκε» από τις περιγραφές της (όχι και τόσο) μελλοντικής κοινωνίας και έβαλε σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Είναι γεγονός εξάλλου ότι τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος τα βρίσκουμε στην περιγραφή του κόσμου που καταρρέει, που ομοιάζει τόσο με τον δικό μας (οι πανίσχυροι ιδιωτικοί στρατοί των εταιριών, οι πολυεθνικές εταιρίες που εξουσιάζουν τον πλανήτη, τα μεταλλαγμένα φαγητά στα οποία εθίζεται ο άνθρωπος παρ’ότι γνωρίζει ότι τρώει ουσιαστικά σκουπίδια, η βία και η εκμετάλευση να κυριαρχούν στους δρόμους), όλα αυτά θα ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακά σε μια κινηματογραφική ταινία αλλά υπερφορτώνουν το βιβλίο και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του.
Η «Χρονιά της πλημμύρας» δεν είναι ένα μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας αλλά μάλλον ένα οικολογικό θρίλλερ, μου έδωσε όμως την αίσθηση ενός παιδιού που έχει πολλές αρετές αλλά όσες προσπάθειες και να κάνει δεν θα φτάσει ποτέ την αξία και το ταλέντο του πατέρα του, δηλαδή του εμβληματικού «Όρυξ και Κρέικ». Επειδή έχω μελετήσει και πολυαγαπήσει το έργο της Άτγουντ (την οποία θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή συγγραφείς) περίμενα περισσότερα – κάποιος άλλος μπορεί να το απολαύσει, θα προτιμούσα να κρατήσω το «καμπανάκι κινδύνου» και ως τέτοιο δεν μπορώ να μη το χαρακτηρίσω εντυπωσιακό και ανατριχιαστικό ταυτόχρονα.
Philip Glass - Glassworks (Opening)
Η Καναδή συγγραφέας Margaret Atwood όλο και στριφογυρίζει γύρω από τα «δυστοπικά» θέματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ» (The year of the flood), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Μ.Κουμπαρέλη, σελ. 506), συνεχίζει στον ίδιο θεματικό δρόμο που χάραξε με το αριστουργηματικό «ΟΡΥΞ ΚΑΙ ΚΡΕΪΚ» και παλαιότερα με την υπέροχη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ ΔΟΥΛΗΣ» μόνο που η πιο πρόσφατη δημιουργία της είναι εμφανώς κατώτερη των προηγουμένων με τα στοιχεία εντυπωσιασμού – τα οποία ήταν αρκετά κοντρολαρισμένα στο «Όρυξ και Κρέϊκ» - να υπερισχύουν των πολλών ωραίων στιγμών του βιβλίου.
Η χρονιά της «άνυδρης πλημμύρας» είναι το έτος 25 χωρίς να προσδιορίζεται από πότε αρχίζει το μέτρημα, άρα μπορεί να είναι και σε ένα ή δύο χρόνια αφού μάλλον βρισκόμαστε πολύ κοντά στην καταστροφή έτσι όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Είναι ένας κόσμος σκληρός και κυριαρχούμενος από τις πολυεθνικές εταιρίες που έχουν αντικαταστήσει την κρατική εξουσία και με τα ανεξέλεγκτα εργαστηριακά τους πειράματα οδηγούν τον κόσμο προς την καταστροφή. Οι ιδιωτικοί στρατοί τους υπηρετούν τον «νόμο» και τρομοκρατούν τους πάντες. Ο κόσμος ζει χωρισμένος σε πλούσιους (συνήθως υπαλλήλους/μεγαλοστελέχη) των εταιριών και φτωχούς που τρώνε μόνο junk food.
Όταν ξεσπάει η οικολογική καταστροφή ελάχιστοι άνθρωποι επιζούν και μέσα σ’αυτούς είναι οι δύο ηρωίδες του βιβλίου. Η ώριμη και πανέξυπνη Τόμπι και η μικρότερη Ρεν, οι οποίες σώζονται επειδή προνόησαν να κλειστούν μέσα στους τόπους εργασίας τους, σε ένα σπα / κέντρο ευεξίας η πρώτη και σε ένα κλαμπ / στριπτιζάδικο η δεύτερη. Και οι δύο ήταν μέλη μιας οικολογικής θρησκευτικής ομάδας, των «Κηπουρών του Θεού», οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του Προφήτη τους, του Αδάμ-Ένα, προσπαθούν επί 20 (και βάλε) χρόνια να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο για την επερχόμενη καταστροφή. Οι «Κηπουροί» πιστεύουν στην ανθρώπινη καλοσύνη και στις φυσικές μορφές της ζωής, καλλιεργούν μικρά κομμάτια γης απ’όπου παίρνουν τις τροφές τους και το καθεστώς τους αφήνει ήσυχους αφού τους θεωρεί «γραφικούς».
Το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί γραμμική μορφή. Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται μπρος – πίσω έτσι ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης πως φτάσαμε στην εποχή της «Πλημμύρας», η οποία έρχεται «φυσιολογικά» σύμφωνα με την ροή των γεγονότων σε μια (τελείως) μεταλλαγμένη κοινωνία, όπου οι τροφές είναι όλες συνθετικές, ο κόσμος τρελλαίνεται για το «μυστικό μπιφτέκι» που πουλάνε οι αλυσίδες ταχυφαγείων με απροσδιόριστα υλικά, τα περισσότερα ζώα που κυκλοφορούν είναι μίξεις από εργαστηριακά πειράματα, οι λεοντοαμνοί, οι ασβοιρακούν, τα γουρούνια με ανθρώπινη νοημοσύνη.
Η Τόμπι και η Ρεν σύντομα καταλαβαίνουν ότι δεν είναι οι μόνες διασωθείσες από την καταστροφή. Πέραν των ζώων που φαίνεται να μην έχουν πάθει τίποτα και να έχουν βγει προς αναζήτηση τροφής, διαπιστώνουν ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν γλυτώσει. Η προσπάθεια τους είναι να ενωθούν με τους όποιους επιζώντες και από εκεί και μετά να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ένα καινούργιο κόσμο. Το αισιόδοξο τέλος του μυθιστορήματος αφήνει μια χαραγματιά ελπίδας στο ζοφερό (παρά το χιούμορ της συγγραφέως) κλίμα της ιστορίας.
Ουσιαστικά είναι ένα prequel (που λένε στον κινηματογράφο) του «Όρυξ και Κρέϊκ», διαβάζεται αυτόνομα, και οι κεντρικοί χαρακτήρες του προηγούμενου βιβλίου εμφανίζονται και σ’αυτό. Το εμφανές και (κάποιες στιγμές) καταλυτικό χιούμορ της Άτγουντ σε συνδιασμό με τον λυρισμό και την γοητευτική της γραφή παρασύρουν τον αναγνώστη αλλά είναι τόσα πολλά τα καρτουνίστικα στοιχεία στην ιστορία που δεν σ’αφήνουν να την απολαύσεις. Η αίσθηση μου είναι ότι η εξαιρετική αυτή συγγραφέας «παρασύρθηκε» από τις περιγραφές της (όχι και τόσο) μελλοντικής κοινωνίας και έβαλε σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Είναι γεγονός εξάλλου ότι τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος τα βρίσκουμε στην περιγραφή του κόσμου που καταρρέει, που ομοιάζει τόσο με τον δικό μας (οι πανίσχυροι ιδιωτικοί στρατοί των εταιριών, οι πολυεθνικές εταιρίες που εξουσιάζουν τον πλανήτη, τα μεταλλαγμένα φαγητά στα οποία εθίζεται ο άνθρωπος παρ’ότι γνωρίζει ότι τρώει ουσιαστικά σκουπίδια, η βία και η εκμετάλευση να κυριαρχούν στους δρόμους), όλα αυτά θα ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακά σε μια κινηματογραφική ταινία αλλά υπερφορτώνουν το βιβλίο και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του.
Η «Χρονιά της πλημμύρας» δεν είναι ένα μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας αλλά μάλλον ένα οικολογικό θρίλλερ, μου έδωσε όμως την αίσθηση ενός παιδιού που έχει πολλές αρετές αλλά όσες προσπάθειες και να κάνει δεν θα φτάσει ποτέ την αξία και το ταλέντο του πατέρα του, δηλαδή του εμβληματικού «Όρυξ και Κρέικ». Επειδή έχω μελετήσει και πολυαγαπήσει το έργο της Άτγουντ (την οποία θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή συγγραφείς) περίμενα περισσότερα – κάποιος άλλος μπορεί να το απολαύσει, θα προτιμούσα να κρατήσω το «καμπανάκι κινδύνου» και ως τέτοιο δεν μπορώ να μη το χαρακτηρίσω εντυπωσιακό και ανατριχιαστικό ταυτόχρονα.
Philip Glass - Glassworks (Opening)
Δημοσίευση σχολίου