Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011 | Permalink
Οικογενειακές ιστορίες
Το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα «μαθητείας», του Αλγερίνου συγγραφέα Boualem Sansal (γεν.1949), με τον ελκυστικότατο τίτλο «Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΜΟΥΤΖΑΧΕΝΤΙΝ» (Le village de l’Allemand) και με υπότιτλο «Το ημερολόγιο των αδελφών Σίλλερ», (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ε.Γραμματικοπούλου, σελ.302), πέραν της λογοτεχνικής του αξίας (μικρής ή μεγάλης), θέτει καίριους προβληματισμούς γύρω από τα θέματα των ηθικών αξιών προσωπικών και γενικών, της προσωπικής ευθύνης του καθενός από μας, ενώ "περπατάει" σε επικίνδυνα μονοπάτια σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο αφού ο συγγραφέας παραλληλίζει την δράση των φανατικών Ισλαμιστών με τον Ναζισμό.
Το βιβλίο ξεκινάει με την αυτοκτονία του μεγαλύτερου από τα δύο αδέρφια Σίλλερ, του 33άρη Ρασέλ στο γκαράζ του σπιτιού του. Τα αδέρφια Σίλλερ γεννημένα στην Αλγερία από Γερμανό πατέρα και ντόπια μητέρα, μεγαλώνουν σε ένα προάστειο του Παρισιού, όπου τους έχουν στείλει οι γονείς τους έτσι ώστε να ξεφύγουν από τη μιζέρια της πατρίδας τους. Τους χωρίζουν 15 χρόνια διαφορά, ο Ρασέλ ο μεγαλύτερος, σπούδασε, έπιασε μια καλή δουλειά, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, βρήκε και μια ωραία Γαλλίδα, ζει σε ένα ωραίο σπίτι. Ο μικρότερος, ο Μάλριχ, είναι ένα παιδί χωρίς κατεύθυνση, περιφερόμενος ολημερίς στους δρόμους της σιτέ, του προαστείου όπου μεγάλωσε, το οποίο είναι σαν μουσουλμανικό γκέτο.
Τα νέα όμως που φτάνουν από την Αλγερία δεν είναι καλά. Το χωριό όπου γεννήθηκαν ισοπεδώθηκε από φανατικούς Ισλαμιστές, τα περισσότερα σπίτια κάηκαν και οι γονείς τους βρήκαν φριχτό θάνατο. Ο Ρασέλ πηγαίνει στην Αλγερία να επισκεφθεί τον τάφο των γονιών του, να καταλάβει τι ακριβώς έγινε και βρίσκει μια βαλίτσα με οικογενειακά ενθύμια – και η αλήθεια για τον πατέρα του, ο οποίος δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του αποκαλύπτεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Μετάλλια της χιτλερικής νεολαίας, ένα παράσημο της Βέρμαχτ και (κερασάκι στην τούρτα) ένα των Βάφεν Ες Ες. Υπήρχαν ακόμα έγγραφα, φωτογραφίες με τη μαύρη στολή των Ες Ες και ένα κομμάτι πανί με το έμβλημα του σώματος, την νεκροκεφαλή. Ο Ρασέλ βρίσκει επίσης αποκόμματα εφημερίδων και γράμματα από συνοδοιπόρους που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας οργάνωσης.
Το σοκ αυτό αλλάζει τη ζωή του Ρασέλ, ο οποίος γίνεται μετά την ανακάλυψη του πατρικού παρελθόντος, ένας άλλος άνθρωπος. Παρατάει σιγά-σιγά τη δουλειά του, παραμελεί την γυναίκα του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ακολουθήσει τα βήματα της διαδρομής που περιγράφουν τα έγγραφα που βρήκε στην βαλίτσα. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται να ψάξει για την ανακάλυψη της αλήθειας. Ο πατέρας του κατάφερε να διαφύγει από τα Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα, φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο και από εκεί εστάλη στην Αλγερία, όπου κατάφερε όχι μόνο να αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα αλλά και αγωνιστεί στον απελευθερωτικό αγώνα, όπου μετά την ανεξαρτοποίηση της χώρας του απονεμήθηκε ο τίτλος του Σεϊχη, το δε γερμανικό του όνομα σβύστηκε από τα αρχεία. Ο Ρασέλ δεν μπορεί να αντέξει το βάρος. Θέλει να επανορθώσει για το κακό που προξένησε ο πατέρας του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία υπηρέτησε, θέλει να «πληρώσει» εκείνος, να αναλάβει την ευθύνη για την φρίκη που σκόρπισε ο πατέρας του και έτσι αυτοκτονεί. Ο Μάλριχ συγκλονίζεται από τον χαμό του αδερφού του και κάτι αλλάζει μέσα του. Από εκεί που ζούσε στον κόσμο του, με την αλητοπαρέα της γειτονιάς και τους τοπικούς τσαμπουκάδες, διαβάζοντας το ημερολόγιο του αδερφού του αποφασίζει να συνεχίσει το έργο του αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αρχίζει να παρατηρεί την κατάσταση στη σιτέ, βλέπει την επίδραση των ιμάμηδων, την τρομοκρατία που επιβάλλουν στον κόσμο, την «προστασία» στους υπηκόους και την προετοιμασία των νεαρών παιδιών να γίνουν «μάρτυρες» στις τζιχάντ που θα επακολουθήσουν.
Το μυθιστόρημα γραμμένο σε λιτό και αυστηρό ύφος, αποπνέει μελαγχολία και θλίψη. Το ημερολόγιο του Ρασέλ και η διαδρομή που ακολουθεί για να φτάσει στην απονενοημένη πράξη είναι συγκλονιστικό. Ο Ρασέλ επιλέγει να πεθάνει από τα αέρια του αυτοκινήτου του, για να βιώσει το ίδιο συναίσθημα με τα θύματα των θαλάμων αερίων. Παίρνει την ευθύνη που αρνήθηκε να αναλάβει ο πατέρας του και δημοσιοποιεί τις ενέργειές του αυτές (δια των ημερολογίων του) αντιδρώντας στην ένοχη σιωπή του πατέρα. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο πατέρας του μέσω της ένταξής του στην «δίκαιη» πλευρά του αγώνα της ανεξαρτησίας, εξάγνισε το βρώμικο παρελθόν του, πρέπει κάποιος να πληρώσει για τα εγκλήματα που διέπραξε, και επιλέγει να είναι ο εαυτός του. Το δίλημμα στον αναγνώστη είναι ξεκάθαρο. Είμαστε υπεύθυνοι για τα «προπατορικά αμαρτήματα»; Ο γιός ενός Ναζί που συνειδητοποιεί τι έκανε ο πατέρας του – και κατ’επέκταση ο γιός ενός εγκληματία – και δεν συμμερίζεται τις απόψεις του, τι πρέπει να κάνει;
«Σε έναν καλύτερο κόσμο, θα ζητούσα να με κλείσουν φυλακή. Θα έβαζα το μαύρο μου κοστούμι, θα παρουσιαζόμουν στον δικαστή και θα του έλεγα: «Ο πατέρας μου βασάνισε και σκότωσε χιλιάδες δύστυχους ανθρώπους που δεν του είχαν φταίξει σε τίποτα και διέφυγε. Σήμερα γνωρίζω τι έκανε, όμως είναι νεκρός, οπότε έρχομαι να παραδοθώ εγώ στη θέση του. Κρίνετέ με, σώστε με, σας παρακαλώ.» Στον δικό μας κόσμο, δεν θα με θεωρούσαν καν καταγέλαστο, θα με επέπλητταν για προσβολή κατά δικαστικού λειτουργού, θα με ξαπόστελναν, θα με κατσάδιαζαν… Είμαι μόνος. Μόνος όσο κανείς άλλος στον κόσμο, σε τούτο τον κόσμο που μου φαίνεται τόσο απόμακρος, τόσο ψεύτικα απασχολημένος, κλεισμένος στον εαυτό του, στις διαθέσεις του, τις μικροαπολαύσεις του, τις τρέλλες του, από τις οποίες τρέφεται όπως ένας κανίβαλος τρέφεται από την ίδια του την σάρκα, αναμφίβολα κατατρεγμένος από την εποχή του, το δράμα του, τα όνειρά του, την αδυναμία του. Αντιδρώ βεβαίως, δεν είμαι από εκείνους που αρέσκονται στον πόνο και απεχθάνομαι κάθε έμμονη ιδέα…Εμένα μου έπεσε ένας ολόκληρος κόσμος κατακέφαλα, όλο το Κακό από καταβολής κόσμου με κοιτά κατάματα, μου τρυπάει την καρδιά, τα σωθικά, ανακαλείται στη μνήμη μου, με ανακαλεί στην ωραία του ανάμνηση, μου μιλά ακατάπαυστα για εκείνο που συνέβη, για εκείνο που διαπράξαμε.»
Από την άλλη έχουμε την αντίδραση του Μάλριχ που φαίνεται περισσότερο λογική και προσγειωμένη. Παρά την έλλειψη παιδείας και φινέτσας, σε αντίθεση με τον αστό αδερφό του, εκείνος επιλέγει να παλέψει από άλλη σκοπιά. Βλέπει ότι οι φανατικοί Ισλαμιστές δεν διαφέρουν στις μεθόδους από τους Ναζί. Και εκείνοι κρατάνε τον κόσμο στο σκοτάδι – σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο Μάλριχ εξηγεί στους φίλους του τα περί Ολοκαυτώματος που εκείνοι αγνοούν, αφού το θέμα δεν διδάσκεται, δεν αναφέρεται καν στα επίσημα βιβλία που διδάσκουν οι ιμάμηδες – καλλιεργούν τον φανατισμό και την αντιπαλότητα με τον Δυτικό κόσμο, ενώ βλέπει ότι η σιτέ, το προάστειο που μένει είναι ουσιαστικά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που λίγο διαφέρει από το γκέτο της Βαρσοβίας.
Χωρίς να διαθέτει την λυρικότητα και την γοητεία των μυθιστορημάτων του συμπατριώτη του Γιασμίνα Χάντρα, ο Μπουαλέμ Σανσάλ οικοδομεί με εξαιρετική αρχιτεκτονική το δύσκολο (και ίσως για κάποιους αποτρεπτικό λόγω θέματος) εγχείρημά του. Τολμηρό πολιτικά αφού δεν είναι εύκολο να παραλληλίσεις τους Ισλαμιστές με τους Ναζί, θεωρία που σηκώνει πολλή κουβέντα για την ορθότητά της και το επικίνδυνο της γενίκευσης που περιέχει, ίσως το βιβλίο είναι ένα κλικ πιο καταγγελτικό απ’ότι θέλω (ή αντέχω). Ο εξόχως ενδιαφέρων χαρακτήρας του πατέρα, δυστυχώς παραμένει θολός και χάρτινος αφού ο συγγραφέας επικεντρώνεται στους δύο ήρωες του μυθιστορήματός του, τον Ρασέλ και τον Μάλριχ, οι οποίοι είναι «ολοζώντανοι» και τους νιώθεις στην κυριολεξία. Το βιβλίο έχει δυναμική και αξίζει αλλά είναι τόσο «υπερφορτωμένο» που στο τέλος βαρυγκομάς – σαν να θέλει ο συγγραφέας να τα πει όλα με τη μία, κάτι που ίσως και να συντελεί στην αίσθηση του «ανολοκλήρωτου» που προσωπικά μου έμεινε για ορισμένα γεγονότα που περιγράφει.
GENESIS - No son of mine
Το βιβλίο ξεκινάει με την αυτοκτονία του μεγαλύτερου από τα δύο αδέρφια Σίλλερ, του 33άρη Ρασέλ στο γκαράζ του σπιτιού του. Τα αδέρφια Σίλλερ γεννημένα στην Αλγερία από Γερμανό πατέρα και ντόπια μητέρα, μεγαλώνουν σε ένα προάστειο του Παρισιού, όπου τους έχουν στείλει οι γονείς τους έτσι ώστε να ξεφύγουν από τη μιζέρια της πατρίδας τους. Τους χωρίζουν 15 χρόνια διαφορά, ο Ρασέλ ο μεγαλύτερος, σπούδασε, έπιασε μια καλή δουλειά, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, βρήκε και μια ωραία Γαλλίδα, ζει σε ένα ωραίο σπίτι. Ο μικρότερος, ο Μάλριχ, είναι ένα παιδί χωρίς κατεύθυνση, περιφερόμενος ολημερίς στους δρόμους της σιτέ, του προαστείου όπου μεγάλωσε, το οποίο είναι σαν μουσουλμανικό γκέτο.
Τα νέα όμως που φτάνουν από την Αλγερία δεν είναι καλά. Το χωριό όπου γεννήθηκαν ισοπεδώθηκε από φανατικούς Ισλαμιστές, τα περισσότερα σπίτια κάηκαν και οι γονείς τους βρήκαν φριχτό θάνατο. Ο Ρασέλ πηγαίνει στην Αλγερία να επισκεφθεί τον τάφο των γονιών του, να καταλάβει τι ακριβώς έγινε και βρίσκει μια βαλίτσα με οικογενειακά ενθύμια – και η αλήθεια για τον πατέρα του, ο οποίος δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του αποκαλύπτεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Μετάλλια της χιτλερικής νεολαίας, ένα παράσημο της Βέρμαχτ και (κερασάκι στην τούρτα) ένα των Βάφεν Ες Ες. Υπήρχαν ακόμα έγγραφα, φωτογραφίες με τη μαύρη στολή των Ες Ες και ένα κομμάτι πανί με το έμβλημα του σώματος, την νεκροκεφαλή. Ο Ρασέλ βρίσκει επίσης αποκόμματα εφημερίδων και γράμματα από συνοδοιπόρους που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας οργάνωσης.
Το σοκ αυτό αλλάζει τη ζωή του Ρασέλ, ο οποίος γίνεται μετά την ανακάλυψη του πατρικού παρελθόντος, ένας άλλος άνθρωπος. Παρατάει σιγά-σιγά τη δουλειά του, παραμελεί την γυναίκα του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ακολουθήσει τα βήματα της διαδρομής που περιγράφουν τα έγγραφα που βρήκε στην βαλίτσα. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται να ψάξει για την ανακάλυψη της αλήθειας. Ο πατέρας του κατάφερε να διαφύγει από τα Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα, φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο και από εκεί εστάλη στην Αλγερία, όπου κατάφερε όχι μόνο να αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα αλλά και αγωνιστεί στον απελευθερωτικό αγώνα, όπου μετά την ανεξαρτοποίηση της χώρας του απονεμήθηκε ο τίτλος του Σεϊχη, το δε γερμανικό του όνομα σβύστηκε από τα αρχεία. Ο Ρασέλ δεν μπορεί να αντέξει το βάρος. Θέλει να επανορθώσει για το κακό που προξένησε ο πατέρας του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία υπηρέτησε, θέλει να «πληρώσει» εκείνος, να αναλάβει την ευθύνη για την φρίκη που σκόρπισε ο πατέρας του και έτσι αυτοκτονεί. Ο Μάλριχ συγκλονίζεται από τον χαμό του αδερφού του και κάτι αλλάζει μέσα του. Από εκεί που ζούσε στον κόσμο του, με την αλητοπαρέα της γειτονιάς και τους τοπικούς τσαμπουκάδες, διαβάζοντας το ημερολόγιο του αδερφού του αποφασίζει να συνεχίσει το έργο του αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αρχίζει να παρατηρεί την κατάσταση στη σιτέ, βλέπει την επίδραση των ιμάμηδων, την τρομοκρατία που επιβάλλουν στον κόσμο, την «προστασία» στους υπηκόους και την προετοιμασία των νεαρών παιδιών να γίνουν «μάρτυρες» στις τζιχάντ που θα επακολουθήσουν.
Το μυθιστόρημα γραμμένο σε λιτό και αυστηρό ύφος, αποπνέει μελαγχολία και θλίψη. Το ημερολόγιο του Ρασέλ και η διαδρομή που ακολουθεί για να φτάσει στην απονενοημένη πράξη είναι συγκλονιστικό. Ο Ρασέλ επιλέγει να πεθάνει από τα αέρια του αυτοκινήτου του, για να βιώσει το ίδιο συναίσθημα με τα θύματα των θαλάμων αερίων. Παίρνει την ευθύνη που αρνήθηκε να αναλάβει ο πατέρας του και δημοσιοποιεί τις ενέργειές του αυτές (δια των ημερολογίων του) αντιδρώντας στην ένοχη σιωπή του πατέρα. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο πατέρας του μέσω της ένταξής του στην «δίκαιη» πλευρά του αγώνα της ανεξαρτησίας, εξάγνισε το βρώμικο παρελθόν του, πρέπει κάποιος να πληρώσει για τα εγκλήματα που διέπραξε, και επιλέγει να είναι ο εαυτός του. Το δίλημμα στον αναγνώστη είναι ξεκάθαρο. Είμαστε υπεύθυνοι για τα «προπατορικά αμαρτήματα»; Ο γιός ενός Ναζί που συνειδητοποιεί τι έκανε ο πατέρας του – και κατ’επέκταση ο γιός ενός εγκληματία – και δεν συμμερίζεται τις απόψεις του, τι πρέπει να κάνει;
«Σε έναν καλύτερο κόσμο, θα ζητούσα να με κλείσουν φυλακή. Θα έβαζα το μαύρο μου κοστούμι, θα παρουσιαζόμουν στον δικαστή και θα του έλεγα: «Ο πατέρας μου βασάνισε και σκότωσε χιλιάδες δύστυχους ανθρώπους που δεν του είχαν φταίξει σε τίποτα και διέφυγε. Σήμερα γνωρίζω τι έκανε, όμως είναι νεκρός, οπότε έρχομαι να παραδοθώ εγώ στη θέση του. Κρίνετέ με, σώστε με, σας παρακαλώ.» Στον δικό μας κόσμο, δεν θα με θεωρούσαν καν καταγέλαστο, θα με επέπλητταν για προσβολή κατά δικαστικού λειτουργού, θα με ξαπόστελναν, θα με κατσάδιαζαν… Είμαι μόνος. Μόνος όσο κανείς άλλος στον κόσμο, σε τούτο τον κόσμο που μου φαίνεται τόσο απόμακρος, τόσο ψεύτικα απασχολημένος, κλεισμένος στον εαυτό του, στις διαθέσεις του, τις μικροαπολαύσεις του, τις τρέλλες του, από τις οποίες τρέφεται όπως ένας κανίβαλος τρέφεται από την ίδια του την σάρκα, αναμφίβολα κατατρεγμένος από την εποχή του, το δράμα του, τα όνειρά του, την αδυναμία του. Αντιδρώ βεβαίως, δεν είμαι από εκείνους που αρέσκονται στον πόνο και απεχθάνομαι κάθε έμμονη ιδέα…Εμένα μου έπεσε ένας ολόκληρος κόσμος κατακέφαλα, όλο το Κακό από καταβολής κόσμου με κοιτά κατάματα, μου τρυπάει την καρδιά, τα σωθικά, ανακαλείται στη μνήμη μου, με ανακαλεί στην ωραία του ανάμνηση, μου μιλά ακατάπαυστα για εκείνο που συνέβη, για εκείνο που διαπράξαμε.»
Από την άλλη έχουμε την αντίδραση του Μάλριχ που φαίνεται περισσότερο λογική και προσγειωμένη. Παρά την έλλειψη παιδείας και φινέτσας, σε αντίθεση με τον αστό αδερφό του, εκείνος επιλέγει να παλέψει από άλλη σκοπιά. Βλέπει ότι οι φανατικοί Ισλαμιστές δεν διαφέρουν στις μεθόδους από τους Ναζί. Και εκείνοι κρατάνε τον κόσμο στο σκοτάδι – σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο Μάλριχ εξηγεί στους φίλους του τα περί Ολοκαυτώματος που εκείνοι αγνοούν, αφού το θέμα δεν διδάσκεται, δεν αναφέρεται καν στα επίσημα βιβλία που διδάσκουν οι ιμάμηδες – καλλιεργούν τον φανατισμό και την αντιπαλότητα με τον Δυτικό κόσμο, ενώ βλέπει ότι η σιτέ, το προάστειο που μένει είναι ουσιαστικά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που λίγο διαφέρει από το γκέτο της Βαρσοβίας.
Χωρίς να διαθέτει την λυρικότητα και την γοητεία των μυθιστορημάτων του συμπατριώτη του Γιασμίνα Χάντρα, ο Μπουαλέμ Σανσάλ οικοδομεί με εξαιρετική αρχιτεκτονική το δύσκολο (και ίσως για κάποιους αποτρεπτικό λόγω θέματος) εγχείρημά του. Τολμηρό πολιτικά αφού δεν είναι εύκολο να παραλληλίσεις τους Ισλαμιστές με τους Ναζί, θεωρία που σηκώνει πολλή κουβέντα για την ορθότητά της και το επικίνδυνο της γενίκευσης που περιέχει, ίσως το βιβλίο είναι ένα κλικ πιο καταγγελτικό απ’ότι θέλω (ή αντέχω). Ο εξόχως ενδιαφέρων χαρακτήρας του πατέρα, δυστυχώς παραμένει θολός και χάρτινος αφού ο συγγραφέας επικεντρώνεται στους δύο ήρωες του μυθιστορήματός του, τον Ρασέλ και τον Μάλριχ, οι οποίοι είναι «ολοζώντανοι» και τους νιώθεις στην κυριολεξία. Το βιβλίο έχει δυναμική και αξίζει αλλά είναι τόσο «υπερφορτωμένο» που στο τέλος βαρυγκομάς – σαν να θέλει ο συγγραφέας να τα πει όλα με τη μία, κάτι που ίσως και να συντελεί στην αίσθηση του «ανολοκλήρωτου» που προσωπικά μου έμεινε για ορισμένα γεγονότα που περιγράφει.
GENESIS - No son of mine
Δημοσίευση σχολίου