Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012 | Permalink
Η δύναμη του "Κακού"
Ένα μικρό αριστούργημα είναι η νουβέλα του μεγάλου Αυστριακού (εβραϊκής καταγωγής), συγγραφέα Joseph Roth (1894-1939), με τίτλο «Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ – μέσα σε μια νύχτα -», («Beichte eines Mörders, erzählt in einer Nacht»), (Εκδ. Άγρα, (εξαιρετική) μετάφρ. Μ.Αγγελίδου, σελ.200), που γράφτηκε το 1936, όταν ο συγγραφέας ήταν εξόριστος στο Παρίσι και συμπυκνώνει μέσα σε λίγες σελίδες, την ποιότητα της γραφής και το απαράμιλλο (και μοναδικό στην έννοια ότι είναι απολύτως πρωτότυπο) στυλ που τον καθιέρωσε με μοναδικά μυθιστορήματα, όπως, «Το εμβατήριο Ραντέτσκυ», «Hotel Savoy», «Ο θρύλος του Αγίου Πότη» και άλλα πολλά που πρόλαβε και έγραψε στη σύντομη ζωή του.
Η νουβέλα εκτυλίσεται μέσα σε ένα μακρύ και ατελέιωτο βράδυ, σε μια ταβέρνα(καπηλειό) του Παρισιού. Ο αφηγητής, ένας εμιγκρές γερμανόφωνος που μιλάει τα Ρώσικα βρίσκεται εν μέσω μιας παρέας που ακούει την εξομολόγηση ενός ογκώδους Ρώσου, του Σεμιόν Γκολούπτσικ, που είναι γνωστός στους τακτικούς θαμώνες της ταβέρνας, ως «ο δολοφόνος». Ο Γκολούπτσικ, αφού πρώτα σοκάρει τον αφηγητή λέγοντας του ότι εργαζόταν για την Οχράνα, την διαβόητη μυστική Αστυνομία του Τσάρου, βρίσκει ευήκοα ώτα και αποφασίζει να περιγράψει τις περιπέτειες του, και πως έφτασε εδώ που έφτασε.
«Εγώ για παράδειγμα έχω σκοτώσει – αλλά θεωρώ τον εαυτό μου καλόν άνθρωπο. Ένα τέρας, μ’άλλα λόγια μία γυναίκα, κύριοι, μ’έσπρωξε στο φόνο»
Ο Γκολούπτσικ μεγάλωσε σε μια φτωχική οικογένεια σε μια μακρινή επαρχία της Ρωσίας. Σύντομα έμαθε ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Πρίγκιπας Κραπότκιν, ο οποίος είχε «σπείρει» αρκετά παιδιά στις αγροτικές περιοχές όπου είχε την τεράστια κτηματική περιουσία του. Ο Γκολούπτσικ, όταν μεγαλώνει λίγο, αποφασίζει να πάει στην Οδησσό, στον πύργο του Πρίγκιπα και να διεκδικήσει το μερίδιο που θεωρεί ότι του ανήκει. Όταν φθάνει στην Οδησσό, τον προσεγγίζει ένας μυστηριώδης τύπος, ο Λάκατος που του βάζει λόγια στο τι (και πως), να ζητήσει από τον Κροπάτκιν. Ο Γκολούπτσικ αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τον «πατέρα» του, ο οποίος του παρουσιάζει και έναν νεαρό, νόθο κι αυτό τέκνο, τον οποίο όμως έχει αναγνωρίσει ως διάδοχό του και άξιο να φέρει τ’όνομά του. Ο Γκολούπτσικ θεωρεί τον νεαρό Κραπότκιν ως μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο του και αποφασίζει να τον βγάλει από τη μέση για να αναγνωρισθεί εκείνος ως διάδοχος του Πρίγκιπα, αλλά μπλέκει με τις Αρχές και το μόνο που καταφέρνει είναι να του γίνει η χάρη και να προσληφθεί από την Μυστική Αστυνομία (την Οχράνα) και να αρχίσει να δουλεύει ως πράκτορας.
Μετά από κάποιες περιπέτειες, ο Γκολούπτσικ αποστέλλεται στο κλιμάκιο της Οχράνα στο Παρίσι και εκεί – αφού θα πρέπει να παρακολουθεί τους εχθρούς του Τσαρικού καθεστώτος και να κυκλοφορεί με ψεύτικη ταυτότητα -του δίδεται από τους ανωτέρους του, το όνομα «Κραπότκιν», μια ειρωνία της μοίρας, να «κληρονομήσει» (δια της τεθλασμένης) το όνομα που ανέκαθεν διεκδικούσε…Στο Παρίσι, ο Γκολούπτσικ θα ερωτευτεί παράφορα την πανέμορφη Λουτεσιά, που είναι μοντέλο για έναν διάσημο μόδιστρο, αλλά στον δρόμο του θα βρει πάλι τον νεαρό Κραπότκιν αλλά και τον διαβολικό Λάκατος που εμφανίζεται σε όλες τις κρίσιμες περιόδους της ζωής του, για να τον συμβουλέψει και να τον καθοδηγήσει.
Ο Γκολούπτσικ είναι σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας και ηθικού προβληματισμού. Όλα αυτά που κάνει, οι παρανοϊκές του ενέργειες, οι χαφιεδισμοί του, τον οδηγούν ταχύτατα στην εξαθλίωση. Ψάχνει συνεχώς να βρει τον εαυτό του μέσα από εμμονές, προδοσίες και πλαστοπροσωπίες. Όταν θα καταδώσει την αγνή και ιδεολόγο Εβραιοπούλα Χάννα Λέα Ρίφκιν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά πλέον θα είναι πολύ αργά για να κάνει πίσω, βουτηγμένος μέσα στην εξαχρείωση του πάθους του.
Η «Ντοστογιεφσκικού» ύφους νουβέλα του Ροτ, όπου μέσα από τη ζωή ενός κατεστραμμένου πλέον ανθρώπου βλέπουμε την δύναμη του Κακού (που συμβολίζεται από την δαιμονική φιγούρα του μυστηριώδους Λάκατος) και την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης, παρασέρνει τον αναγνώστη με την σαγήνη της αφήγησης, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και παρά το γκροτέσκο φινάλε (το οποίο έρχεται και «δένει» απόλυτα με την ιστορία) σε ένα κείμενο γεμάτο ποίηση και πάθος, δυναμισμό και ασύλληπτο ανθρωποκεντρισμό (που θα μπορούσε να το είχε γράψει και ο Αλμπέρ Καμύ), που περιγράφει με απλό και σπαρακτικό τρόπο τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Όταν έφτασε σ’αυτό το σημείο της αφήγησής του, ο Γκολούμπτσικ σώπασε για λίγο. Η σιωπή του μας φάνηκε πως κράτησε ακόμα περισσότερο, επειδή δεν άγγιξε το ποτό του, δεν ήπιε ούτε γουλιά. Εμείς πάλι ίσα που βρέξαμε τα χείλη μας, από ντροπή ή διακριτικότητα, αφού εκείνος δεν κοίταξε καν το δικό του ποτήρι. Ήταν, λοιπόν, η σιωπή του διπλή κατά κάποιον τρόπο. Ο αφηγητής που διακόπτει την ιστορία του και δεν φέρνει καν στα χείλη το ποτήρι που έχει εμπρός του, προξενεί στους ακροατές του μιαν αμηχανία αλλόκοτη, ένα μούδιασμα περίεργο. Κι εμείς, οι ακροατές του Γκολούμπτσικ, νιώσαμε μουδασμιένοι. Ντρεπόμασταν να τον κοιτάξουμε στα μάτια και μείναμε με τα βλέμματα καρφωμένα στα ποτήρια μας, σαν ανόητοι. Αν είχαμε τουλάχιστον το τίκ-τάκ ενός ρολογιού να σπάει τη σιωπή! Αλλά όχι! Κανένα ρολόι δεν χτυπούσε, καμμιά μύγα δεν πετούσε. Κι από τον σκοτεινό δρόμο, έξω, τίποτα δεν περνούσε τα βαριά σιδερένια ρολά. Ήμασταν στο έλεος της θανάσιμης εκείνης σιωπής. Αιωνιότητα, αιωνιότητες αμέτρητες έμοιαζε να’χουν περάσει από τη στιγμή που ο Γκολούμπτσικ έπιασε να μας διηγείται την ιστορία του. Αιωνιότητες, λέω, κι όχι ώρες. Όλοι ρίχναμε που και που κλεφτές ματιές προς το ρολόι του τοίχου κι ας ξέραμε πως ήταν χαλασμένο. Και μας φαινόταν πως δεν είχε σταματήσει μόνο το ρολόι, αλλά ο ίδιος ο χρόνος• πως πάνω στο άσπρο καντράν του οι δείκτες δεν ήταν απλώς μαύροι, ήταν πιο μαύροι ακόμα. Μαύροι κι άραχλοι, σαν την αιωνιότητα. Ασάλευτοι στην πεισματωμένη, κακόβουλη σχεδόν ακινησία τους, μας φαινόταν πως έμεναν έτσι από κακία καθαρή – κι όχι επειδή το ρολόι ήταν χαλασμένο. Σαν να’θελαν ν’αποδείξουν ότι η ιστορία που μας έλεγε ο Γκολούμπτσικ ήταν μια ιστορία παντοτινής θλίψης, μια ιστορία παντοτινής απελπισίας, που δεν εξαρτιόταν ούτε από το χρόνο ούτε από τον τόπο, μια ιστορία αιώνια, που δεν την ένοιαζε το πέρασμα της νύχτας και της μέρας. Κι αφού ο χρόνος είχε σταθεί ακίνητος, έπαψε κι ο τόπος στον οποίο βρισκόμασταν να υπακούει στους νόμους και τους περιορισμούς που αφορούν το χώρο. Ήταν λες και δεν πατούσαμε στη γη, λες και πλέαμε στα ταραγμένα νερά της αιώνιας θάλασσας. Λες κι ήμασταν σε καράβι – κι είχαμε θάλασσα τη νύχτα.»
SAMUEL BARBER – Adagio for Strings
Η νουβέλα εκτυλίσεται μέσα σε ένα μακρύ και ατελέιωτο βράδυ, σε μια ταβέρνα(καπηλειό) του Παρισιού. Ο αφηγητής, ένας εμιγκρές γερμανόφωνος που μιλάει τα Ρώσικα βρίσκεται εν μέσω μιας παρέας που ακούει την εξομολόγηση ενός ογκώδους Ρώσου, του Σεμιόν Γκολούπτσικ, που είναι γνωστός στους τακτικούς θαμώνες της ταβέρνας, ως «ο δολοφόνος». Ο Γκολούπτσικ, αφού πρώτα σοκάρει τον αφηγητή λέγοντας του ότι εργαζόταν για την Οχράνα, την διαβόητη μυστική Αστυνομία του Τσάρου, βρίσκει ευήκοα ώτα και αποφασίζει να περιγράψει τις περιπέτειες του, και πως έφτασε εδώ που έφτασε.
«Εγώ για παράδειγμα έχω σκοτώσει – αλλά θεωρώ τον εαυτό μου καλόν άνθρωπο. Ένα τέρας, μ’άλλα λόγια μία γυναίκα, κύριοι, μ’έσπρωξε στο φόνο»
Ο Γκολούπτσικ μεγάλωσε σε μια φτωχική οικογένεια σε μια μακρινή επαρχία της Ρωσίας. Σύντομα έμαθε ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Πρίγκιπας Κραπότκιν, ο οποίος είχε «σπείρει» αρκετά παιδιά στις αγροτικές περιοχές όπου είχε την τεράστια κτηματική περιουσία του. Ο Γκολούπτσικ, όταν μεγαλώνει λίγο, αποφασίζει να πάει στην Οδησσό, στον πύργο του Πρίγκιπα και να διεκδικήσει το μερίδιο που θεωρεί ότι του ανήκει. Όταν φθάνει στην Οδησσό, τον προσεγγίζει ένας μυστηριώδης τύπος, ο Λάκατος που του βάζει λόγια στο τι (και πως), να ζητήσει από τον Κροπάτκιν. Ο Γκολούπτσικ αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τον «πατέρα» του, ο οποίος του παρουσιάζει και έναν νεαρό, νόθο κι αυτό τέκνο, τον οποίο όμως έχει αναγνωρίσει ως διάδοχό του και άξιο να φέρει τ’όνομά του. Ο Γκολούπτσικ θεωρεί τον νεαρό Κραπότκιν ως μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο του και αποφασίζει να τον βγάλει από τη μέση για να αναγνωρισθεί εκείνος ως διάδοχος του Πρίγκιπα, αλλά μπλέκει με τις Αρχές και το μόνο που καταφέρνει είναι να του γίνει η χάρη και να προσληφθεί από την Μυστική Αστυνομία (την Οχράνα) και να αρχίσει να δουλεύει ως πράκτορας.
Μετά από κάποιες περιπέτειες, ο Γκολούπτσικ αποστέλλεται στο κλιμάκιο της Οχράνα στο Παρίσι και εκεί – αφού θα πρέπει να παρακολουθεί τους εχθρούς του Τσαρικού καθεστώτος και να κυκλοφορεί με ψεύτικη ταυτότητα -του δίδεται από τους ανωτέρους του, το όνομα «Κραπότκιν», μια ειρωνία της μοίρας, να «κληρονομήσει» (δια της τεθλασμένης) το όνομα που ανέκαθεν διεκδικούσε…Στο Παρίσι, ο Γκολούπτσικ θα ερωτευτεί παράφορα την πανέμορφη Λουτεσιά, που είναι μοντέλο για έναν διάσημο μόδιστρο, αλλά στον δρόμο του θα βρει πάλι τον νεαρό Κραπότκιν αλλά και τον διαβολικό Λάκατος που εμφανίζεται σε όλες τις κρίσιμες περιόδους της ζωής του, για να τον συμβουλέψει και να τον καθοδηγήσει.
Ο Γκολούπτσικ είναι σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας και ηθικού προβληματισμού. Όλα αυτά που κάνει, οι παρανοϊκές του ενέργειες, οι χαφιεδισμοί του, τον οδηγούν ταχύτατα στην εξαθλίωση. Ψάχνει συνεχώς να βρει τον εαυτό του μέσα από εμμονές, προδοσίες και πλαστοπροσωπίες. Όταν θα καταδώσει την αγνή και ιδεολόγο Εβραιοπούλα Χάννα Λέα Ρίφκιν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά πλέον θα είναι πολύ αργά για να κάνει πίσω, βουτηγμένος μέσα στην εξαχρείωση του πάθους του.
Η «Ντοστογιεφσκικού» ύφους νουβέλα του Ροτ, όπου μέσα από τη ζωή ενός κατεστραμμένου πλέον ανθρώπου βλέπουμε την δύναμη του Κακού (που συμβολίζεται από την δαιμονική φιγούρα του μυστηριώδους Λάκατος) και την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης, παρασέρνει τον αναγνώστη με την σαγήνη της αφήγησης, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και παρά το γκροτέσκο φινάλε (το οποίο έρχεται και «δένει» απόλυτα με την ιστορία) σε ένα κείμενο γεμάτο ποίηση και πάθος, δυναμισμό και ασύλληπτο ανθρωποκεντρισμό (που θα μπορούσε να το είχε γράψει και ο Αλμπέρ Καμύ), που περιγράφει με απλό και σπαρακτικό τρόπο τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Όταν έφτασε σ’αυτό το σημείο της αφήγησής του, ο Γκολούμπτσικ σώπασε για λίγο. Η σιωπή του μας φάνηκε πως κράτησε ακόμα περισσότερο, επειδή δεν άγγιξε το ποτό του, δεν ήπιε ούτε γουλιά. Εμείς πάλι ίσα που βρέξαμε τα χείλη μας, από ντροπή ή διακριτικότητα, αφού εκείνος δεν κοίταξε καν το δικό του ποτήρι. Ήταν, λοιπόν, η σιωπή του διπλή κατά κάποιον τρόπο. Ο αφηγητής που διακόπτει την ιστορία του και δεν φέρνει καν στα χείλη το ποτήρι που έχει εμπρός του, προξενεί στους ακροατές του μιαν αμηχανία αλλόκοτη, ένα μούδιασμα περίεργο. Κι εμείς, οι ακροατές του Γκολούμπτσικ, νιώσαμε μουδασμιένοι. Ντρεπόμασταν να τον κοιτάξουμε στα μάτια και μείναμε με τα βλέμματα καρφωμένα στα ποτήρια μας, σαν ανόητοι. Αν είχαμε τουλάχιστον το τίκ-τάκ ενός ρολογιού να σπάει τη σιωπή! Αλλά όχι! Κανένα ρολόι δεν χτυπούσε, καμμιά μύγα δεν πετούσε. Κι από τον σκοτεινό δρόμο, έξω, τίποτα δεν περνούσε τα βαριά σιδερένια ρολά. Ήμασταν στο έλεος της θανάσιμης εκείνης σιωπής. Αιωνιότητα, αιωνιότητες αμέτρητες έμοιαζε να’χουν περάσει από τη στιγμή που ο Γκολούμπτσικ έπιασε να μας διηγείται την ιστορία του. Αιωνιότητες, λέω, κι όχι ώρες. Όλοι ρίχναμε που και που κλεφτές ματιές προς το ρολόι του τοίχου κι ας ξέραμε πως ήταν χαλασμένο. Και μας φαινόταν πως δεν είχε σταματήσει μόνο το ρολόι, αλλά ο ίδιος ο χρόνος• πως πάνω στο άσπρο καντράν του οι δείκτες δεν ήταν απλώς μαύροι, ήταν πιο μαύροι ακόμα. Μαύροι κι άραχλοι, σαν την αιωνιότητα. Ασάλευτοι στην πεισματωμένη, κακόβουλη σχεδόν ακινησία τους, μας φαινόταν πως έμεναν έτσι από κακία καθαρή – κι όχι επειδή το ρολόι ήταν χαλασμένο. Σαν να’θελαν ν’αποδείξουν ότι η ιστορία που μας έλεγε ο Γκολούμπτσικ ήταν μια ιστορία παντοτινής θλίψης, μια ιστορία παντοτινής απελπισίας, που δεν εξαρτιόταν ούτε από το χρόνο ούτε από τον τόπο, μια ιστορία αιώνια, που δεν την ένοιαζε το πέρασμα της νύχτας και της μέρας. Κι αφού ο χρόνος είχε σταθεί ακίνητος, έπαψε κι ο τόπος στον οποίο βρισκόμασταν να υπακούει στους νόμους και τους περιορισμούς που αφορούν το χώρο. Ήταν λες και δεν πατούσαμε στη γη, λες και πλέαμε στα ταραγμένα νερά της αιώνιας θάλασσας. Λες κι ήμασταν σε καράβι – κι είχαμε θάλασσα τη νύχτα.»
SAMUEL BARBER – Adagio for Strings
Δημοσίευση σχολίου