Τρίτη, Μαρτίου 27, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 27, 2012 | Permalink
Ο Λεμούριος
«Εάν δεν ξέρεις ποιος είναι το κορόϊδο, τότε είσαι εσύ…»
Γραμμένη για τους New York Times, σε συνέχειες δεκαπέντε επεισοδίων, η νουβέλα του Benjamin Black (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του τεράστιου Βρετανού συγγραφέα John Banville), με τον περίεργο τίτλο, «Ο ΛΕΜΟΥΡΙΟΣ»(The Lemur), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Φακίνου, σελ.137), διαφέρει από τις δύο προηγούμενες αστυνομικές ιστορίες που κυκλοφόρησε με αυτό το ψευδώνυμο ο συγγραφέας,δηλαδή των εξαιρετικών «Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς» και «Ο ασημένιος κύκνος», στις οποίες κυριαρχεί η μυθιστορηματική περσόνα του ιατροδικαστή Κουίρκ. Εδώ «πρωταγωνιστεί» η πόλη της Νέας Υόρκης και περισσότερο η ατμόσφαιρα, ο «Λεμούριος» είναι μια αυτόνομη ιστορία, χαλαρής αστυνομικής υφής – παρά την ίντριγκα και το whodunit του θέματος.
Ο Λεμούριος είναι ένα σπάνιο ζώο με διαστάσεις μεγάλης γάτας και ρύγχος που θυμίζει αλεπού και συναντάται πλέον μόνο στην Μαδαγασκάρη. Η λατινική του ονομασία σημαίνει «πνεύμα της νύχτας» λόγω των εκτυφλωτικών του ματιών. Αυτό το ζώο θυμίζει στον διάσημο κάποτε μεγαλοδημοσιογράφο Τζων Γκλας, ο ερευνητής που προσέλαβε για να τον βοηθήσει στην βιογραφία που έγραφε εκείνος για τον πεθερό του Γουίλιαμ «Μεγάλο Μπιλ» Μαλχόλαντ. Ο Γκλας είναι ένα συμβιβασμένος άνθρωπος που έχει παρατήσει την επιτυχμένη καριέρα του και την φήμη που είχε χτίσει τόσα χρόνια για να «καθήσει» πάνω στην χλιδή και στην άνετη ζωή που του προσφέρει ο πεθερός του, μεγιστάνας, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εταιρίας τηλεπικοινωνιών που φέρει τα’όνομά του αλλά με αμφισβητούμενο παρελθόν, αφού διετέλεσε πράκτορας της CIA. Ο Γκλας αναλαμβάνοντας να γράψει την βιογραφία του ήξερε (παρά την προτροπή του Μαλχόλαντ να μη κρύψει τίποτα) ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει μακριά με την έρευνα. Κάποιος του συστήνει λοιπόν, ένα σαϊνι των υπολογιστών και κορυφαίο ερευνητή, τον Ντίλαν Ράϊλι, ο οποίος υπόσχεται ότι σε μια εβδομάδα θα έχει βρει αρκετά στοιχεία για την ζωή του Μαλχόλαντ.
Όταν όμως μετά από μια εβδομάδα, οι δύο άντρες συνομιλούν, ο Γκλας δεν πιστεύει στ’αυτιά του όταν ακούει τι του λέει ο Ράϊλι:
«Κάποτε ήσουν αυθεντικός, Γκλας. Πολλοί από εμάς πιστεύαμε σ’εσένα, ακολουθούσαμε το παράδειγμά σου. Κοίταξε τώρα πως κατάντησες». Ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Μπορείς να ξεπουληθείς στον πεθερό σου τον πράκτορα, αν το θες. Πες στον κόσμο πόσο εξαιρετικός τύπος είναι, η μη αναγνωρισμένη ψυχροπολεμική συνείδηση της Δύσης, ο άνθρωπος που υποστήριζε τις διαπραγματεύσεις με τον Κάστρο και ένα ασφαλές πέρασμα του Αλιέντε στη Ρωσία – λες και θα ήθελε εκείνος να πάει – τέτοιος ανόητος! Άντε λοιπόν γράψε τη διαθήκη του και πούλα τη ψυχή σου για ένα μάτσο δολάρια. Γνωρίζω όμως κάτι το οποίο θα σας διαλύσει, και νομίζω ότι πρέπει να με πληρώσεις, νομίζω ότι θα με πληρώσεις, ώστε να μη βγει παραέξω.» Ο Γκλας προσπάθησε να μιλήσει, αλλά σώπασε πάλι. «Και να σου πω και κάτι ακόμα; Νομίζω ότι ξέρεις τι ξέρω. Νομίζω ότι ξέρεις πολύ καλά για τι ακριβώς μιλάω, για εκείνο το μοναδικό σημείο που είναι ικανό να γκρεμίσει τη μικρή, πολιτισμένη και βολική συμφωνία σας. Κάνω λάθος;»
«Σου τ’ορκίζομαι», είπε ο Γκλας, ένα λαχάνιασμα μάλλον αυτήν τη φορά παρά ένα κρώξιμο, «σου τ’ορκίζομαι πως δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ανακάλυψες».
«Σωστά». Έγνεφε τώρα με το μακρόστενο κεφάλι του. Ο Γκλας μπορούσε να τον δει καθαρά με τη φαντασία του, τα χείλη σουφρωμένα, το ξανθό γενάκι να σαλεύει, τα ξαφνιασμένα μάτια του να λάμπουν οργισμένα. «Σωστά. Το επόμενο τηλεφώνημα που θα λάβεις γι’αυτό το θέμα, δε θα είναι από εμένα».»
Ο Ράϊλι ζητάει από τον πανικοβλημένο Γκλας την μισή αμοιβή από το 1.000.000 δολάρια, τα χρήματα που έχει υποσχεθεί ο Μαλχόλαντ για την συγγραφή της βιογραφίας. Αλλά τα γεγονότα τον προλαβαίνουν, και όντως το επόμενο τηλεφώνημα που λαμβάνει ο Γκλας, δεν προέρχεται από τον πονηρό «Λεμούριο», αλλά ταυτόχρονα είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που περιμένει. Η αστυνομία τον ενημερώνει ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που συνομίλησε με τον Ράϊλι προτού εκείνος πέσει νεκρός μέσα στο διαμέρισμά του, από μια σφαίρα στο μάτι. Ο Γκλας έχει ισχυρό άλλοθι και η αστυνομία δεν τον υποπτεύεται, αλλά τότε ποιος μπορεί να έχει δολοφονήσει τον ερευνητή του, τη στιγμή που εκείνος δεν είχε πει τίποτα για την πρόσληψή του σε κανέναν;
Η νουβέλα κυριαρχείται από το αίσθημα πανικού και ενοχών που έχει καταλάβει τον Γκλας, ο οποίος υποπτεύεται τους πάντες για τον φόνο, φοβάται για το τι μπορούσε να είχε ανακαλύψει ο Ράϊλι, κυρίως τον τρομάζει το γεγονός, εάν είχε μάθει ο πεθερός του για την παράνομη σχέση που διατηρεί ο Γκλας με μια νεαρή ζωγράφο θα κινδύνευε να απωλέσει όχι μόνο την τεράστια αμοιβή που τον περίμενε για την βιογραφία αλλά και την πλούσια ζωή που απολάμβανε με έναν «βολικό γάμο» όπου όχι μόνο εκείνος αλλά και η σύζυγός του, η σικάτη Λουίζ έκανε τη ζωή της και προσπαθούσε να προωθήσει τον (αντιπαθέστατο) γιό της, από τον πρώτο της γάμο, στην προεδρία του ομίλου. Όταν δε διαπιστώνει ότι πριν από κάποια χρόνια, ο αφοσιωμένος και ικανότατος συνεργάτης του Μαλχόλαντ στην απογείωση της εταιρίας είχε βρεθεί νεκρος με μια σφαίρα στο μάτι (όπως ο Ράϊλι) αλλά είχε καταχωρηθεί επισήμως ως αυτόχειρας, τότε νιώθει τον κλοιό γύρω του να στενεύει αφόρητα.
Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να μπει σε κάποιον αγωνιώδη ρυθμό, παρά το κλειστοφοβικό και ομιχλώδες θέμα. Οι χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί, η πλοκή δείχνει να σκοντάφτει και να μην απογειώνεται, παρά την δυναμική και έξυπνη αρχή και τον σκελετό της μυθοπλασίας που θυμίζει κλασσική ιστορία της Αγκάθα Κρίστι - υπάρχει και ένα «κλείσιμο του ματιού» στο εμβληματικό «Οριάν εξπρές» της τελευταίας. Η αστυνομική ιστορία εν ολίγοις, μπορεί να απογοητεύσει τους φανατικούς του είδους, με τον ήρεμο ρυθμό της και το χαλαρό φινάλε (το οποίο περιέργως για θρίλερ το ξεχνάς αμέσως …).
Το στοιχείο που θα γοητεύσει όμως κυρίως εκείνους που θαυμάζουν την γραφή του Μπάνβιλ / Μπλακ, είναι το στυλ που είναι ασυναγώνιστο και η δημιουργία μιας «υπνωτιστικής» ατμόσφαιρας που νιώθεις να σε παρασέρνει, παρά το σύντομο του βιβλίου. Ο εξαιρετικός συγγραφέας περιγράφει υπέροχα την Νέα Υόρκη – κάποιες στιγμές νιώθεις ότι μαγεύεται από την γοητεία της πόλης -, οι διάλογοι είναι έξυπνοι και σπιρτόζοι, οι λεπτομέρειες των κινήσεων και κάποιων σημείων των διαμερισμάτων και των αντικειμένων είναι υπέροχες, αλλά η τελική αίσθηση είναι ότι η νουβέλα μπορεί να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα αλλά θυμίζει έντονα έργο γραμμένο κατά παραγγελία και τελικά δεν είναι αντάξια των απαιτήσεων από ένα βιβλίο όχι μόνο του Μπάνβιλ αλλά και του alter-ego του Μπέντζαμιν Μπλακ.
OLETA ADAMS – New York state of mind
Γραμμένη για τους New York Times, σε συνέχειες δεκαπέντε επεισοδίων, η νουβέλα του Benjamin Black (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του τεράστιου Βρετανού συγγραφέα John Banville), με τον περίεργο τίτλο, «Ο ΛΕΜΟΥΡΙΟΣ»(The Lemur), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Φακίνου, σελ.137), διαφέρει από τις δύο προηγούμενες αστυνομικές ιστορίες που κυκλοφόρησε με αυτό το ψευδώνυμο ο συγγραφέας,δηλαδή των εξαιρετικών «Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς» και «Ο ασημένιος κύκνος», στις οποίες κυριαρχεί η μυθιστορηματική περσόνα του ιατροδικαστή Κουίρκ. Εδώ «πρωταγωνιστεί» η πόλη της Νέας Υόρκης και περισσότερο η ατμόσφαιρα, ο «Λεμούριος» είναι μια αυτόνομη ιστορία, χαλαρής αστυνομικής υφής – παρά την ίντριγκα και το whodunit του θέματος.
Ο Λεμούριος είναι ένα σπάνιο ζώο με διαστάσεις μεγάλης γάτας και ρύγχος που θυμίζει αλεπού και συναντάται πλέον μόνο στην Μαδαγασκάρη. Η λατινική του ονομασία σημαίνει «πνεύμα της νύχτας» λόγω των εκτυφλωτικών του ματιών. Αυτό το ζώο θυμίζει στον διάσημο κάποτε μεγαλοδημοσιογράφο Τζων Γκλας, ο ερευνητής που προσέλαβε για να τον βοηθήσει στην βιογραφία που έγραφε εκείνος για τον πεθερό του Γουίλιαμ «Μεγάλο Μπιλ» Μαλχόλαντ. Ο Γκλας είναι ένα συμβιβασμένος άνθρωπος που έχει παρατήσει την επιτυχμένη καριέρα του και την φήμη που είχε χτίσει τόσα χρόνια για να «καθήσει» πάνω στην χλιδή και στην άνετη ζωή που του προσφέρει ο πεθερός του, μεγιστάνας, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εταιρίας τηλεπικοινωνιών που φέρει τα’όνομά του αλλά με αμφισβητούμενο παρελθόν, αφού διετέλεσε πράκτορας της CIA. Ο Γκλας αναλαμβάνοντας να γράψει την βιογραφία του ήξερε (παρά την προτροπή του Μαλχόλαντ να μη κρύψει τίποτα) ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει μακριά με την έρευνα. Κάποιος του συστήνει λοιπόν, ένα σαϊνι των υπολογιστών και κορυφαίο ερευνητή, τον Ντίλαν Ράϊλι, ο οποίος υπόσχεται ότι σε μια εβδομάδα θα έχει βρει αρκετά στοιχεία για την ζωή του Μαλχόλαντ.
Όταν όμως μετά από μια εβδομάδα, οι δύο άντρες συνομιλούν, ο Γκλας δεν πιστεύει στ’αυτιά του όταν ακούει τι του λέει ο Ράϊλι:
«Κάποτε ήσουν αυθεντικός, Γκλας. Πολλοί από εμάς πιστεύαμε σ’εσένα, ακολουθούσαμε το παράδειγμά σου. Κοίταξε τώρα πως κατάντησες». Ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Μπορείς να ξεπουληθείς στον πεθερό σου τον πράκτορα, αν το θες. Πες στον κόσμο πόσο εξαιρετικός τύπος είναι, η μη αναγνωρισμένη ψυχροπολεμική συνείδηση της Δύσης, ο άνθρωπος που υποστήριζε τις διαπραγματεύσεις με τον Κάστρο και ένα ασφαλές πέρασμα του Αλιέντε στη Ρωσία – λες και θα ήθελε εκείνος να πάει – τέτοιος ανόητος! Άντε λοιπόν γράψε τη διαθήκη του και πούλα τη ψυχή σου για ένα μάτσο δολάρια. Γνωρίζω όμως κάτι το οποίο θα σας διαλύσει, και νομίζω ότι πρέπει να με πληρώσεις, νομίζω ότι θα με πληρώσεις, ώστε να μη βγει παραέξω.» Ο Γκλας προσπάθησε να μιλήσει, αλλά σώπασε πάλι. «Και να σου πω και κάτι ακόμα; Νομίζω ότι ξέρεις τι ξέρω. Νομίζω ότι ξέρεις πολύ καλά για τι ακριβώς μιλάω, για εκείνο το μοναδικό σημείο που είναι ικανό να γκρεμίσει τη μικρή, πολιτισμένη και βολική συμφωνία σας. Κάνω λάθος;»
«Σου τ’ορκίζομαι», είπε ο Γκλας, ένα λαχάνιασμα μάλλον αυτήν τη φορά παρά ένα κρώξιμο, «σου τ’ορκίζομαι πως δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ανακάλυψες».
«Σωστά». Έγνεφε τώρα με το μακρόστενο κεφάλι του. Ο Γκλας μπορούσε να τον δει καθαρά με τη φαντασία του, τα χείλη σουφρωμένα, το ξανθό γενάκι να σαλεύει, τα ξαφνιασμένα μάτια του να λάμπουν οργισμένα. «Σωστά. Το επόμενο τηλεφώνημα που θα λάβεις γι’αυτό το θέμα, δε θα είναι από εμένα».»
Ο Ράϊλι ζητάει από τον πανικοβλημένο Γκλας την μισή αμοιβή από το 1.000.000 δολάρια, τα χρήματα που έχει υποσχεθεί ο Μαλχόλαντ για την συγγραφή της βιογραφίας. Αλλά τα γεγονότα τον προλαβαίνουν, και όντως το επόμενο τηλεφώνημα που λαμβάνει ο Γκλας, δεν προέρχεται από τον πονηρό «Λεμούριο», αλλά ταυτόχρονα είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που περιμένει. Η αστυνομία τον ενημερώνει ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που συνομίλησε με τον Ράϊλι προτού εκείνος πέσει νεκρός μέσα στο διαμέρισμά του, από μια σφαίρα στο μάτι. Ο Γκλας έχει ισχυρό άλλοθι και η αστυνομία δεν τον υποπτεύεται, αλλά τότε ποιος μπορεί να έχει δολοφονήσει τον ερευνητή του, τη στιγμή που εκείνος δεν είχε πει τίποτα για την πρόσληψή του σε κανέναν;
Η νουβέλα κυριαρχείται από το αίσθημα πανικού και ενοχών που έχει καταλάβει τον Γκλας, ο οποίος υποπτεύεται τους πάντες για τον φόνο, φοβάται για το τι μπορούσε να είχε ανακαλύψει ο Ράϊλι, κυρίως τον τρομάζει το γεγονός, εάν είχε μάθει ο πεθερός του για την παράνομη σχέση που διατηρεί ο Γκλας με μια νεαρή ζωγράφο θα κινδύνευε να απωλέσει όχι μόνο την τεράστια αμοιβή που τον περίμενε για την βιογραφία αλλά και την πλούσια ζωή που απολάμβανε με έναν «βολικό γάμο» όπου όχι μόνο εκείνος αλλά και η σύζυγός του, η σικάτη Λουίζ έκανε τη ζωή της και προσπαθούσε να προωθήσει τον (αντιπαθέστατο) γιό της, από τον πρώτο της γάμο, στην προεδρία του ομίλου. Όταν δε διαπιστώνει ότι πριν από κάποια χρόνια, ο αφοσιωμένος και ικανότατος συνεργάτης του Μαλχόλαντ στην απογείωση της εταιρίας είχε βρεθεί νεκρος με μια σφαίρα στο μάτι (όπως ο Ράϊλι) αλλά είχε καταχωρηθεί επισήμως ως αυτόχειρας, τότε νιώθει τον κλοιό γύρω του να στενεύει αφόρητα.
Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να μπει σε κάποιον αγωνιώδη ρυθμό, παρά το κλειστοφοβικό και ομιχλώδες θέμα. Οι χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί, η πλοκή δείχνει να σκοντάφτει και να μην απογειώνεται, παρά την δυναμική και έξυπνη αρχή και τον σκελετό της μυθοπλασίας που θυμίζει κλασσική ιστορία της Αγκάθα Κρίστι - υπάρχει και ένα «κλείσιμο του ματιού» στο εμβληματικό «Οριάν εξπρές» της τελευταίας. Η αστυνομική ιστορία εν ολίγοις, μπορεί να απογοητεύσει τους φανατικούς του είδους, με τον ήρεμο ρυθμό της και το χαλαρό φινάλε (το οποίο περιέργως για θρίλερ το ξεχνάς αμέσως …).
Το στοιχείο που θα γοητεύσει όμως κυρίως εκείνους που θαυμάζουν την γραφή του Μπάνβιλ / Μπλακ, είναι το στυλ που είναι ασυναγώνιστο και η δημιουργία μιας «υπνωτιστικής» ατμόσφαιρας που νιώθεις να σε παρασέρνει, παρά το σύντομο του βιβλίου. Ο εξαιρετικός συγγραφέας περιγράφει υπέροχα την Νέα Υόρκη – κάποιες στιγμές νιώθεις ότι μαγεύεται από την γοητεία της πόλης -, οι διάλογοι είναι έξυπνοι και σπιρτόζοι, οι λεπτομέρειες των κινήσεων και κάποιων σημείων των διαμερισμάτων και των αντικειμένων είναι υπέροχες, αλλά η τελική αίσθηση είναι ότι η νουβέλα μπορεί να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα αλλά θυμίζει έντονα έργο γραμμένο κατά παραγγελία και τελικά δεν είναι αντάξια των απαιτήσεων από ένα βιβλίο όχι μόνο του Μπάνβιλ αλλά και του alter-ego του Μπέντζαμιν Μπλακ.
OLETA ADAMS – New York state of mind
Δημοσίευση σχολίου