Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2012 | Permalink
Νέμεσις
«Άλλες φορές είσαι τυχερός, άλλες όχι. Κάθε βιογραφία βασίζεται στην τύχη και, αρχής γενομένης από την σύλληψή μας στη μήτρα της μητέρας μας, η τύχη – η τυραννία του απρόοπτου – ορίζει τα πάντα.»
Εκεί που λέω, «πάει, τελείωσε…», εκεί με διαψεύδει ο Philip Roth. Ένας συγγραφέας που πλησιάζει τα 80, και ο οποίος μου φαινόταν κουρασμένος και (τραγικά) επαναλαμβανόμενος, έρχεται με το πρόσφατο μυθιστόρημα του, «ΝΕΜΕΣΙΣ», («Nemesis»), (Εκδ. Πόλις, (εξαιρετική) μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.309), - του οποίου το σπαρακτικό τρίτο μέρος, αυτές οι τελευταίες ουσιαστικά 55 σελίδες συγκλονίζουν - να μας χαρίσει ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της μεγάλης του συγγραφικής σταδιοδρομίας.
Οι μοιραίες επιλογές που κάνουμε στηριζόμενοι σε παρορμήσεις ή σε πράγματα που θεωρούμε εκείνη τη στιγμή σωστά, ή, το πεπρωμένο καθορίζουν τη μοίρα μας; Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ροθ, ο αθλητικός και γεμάτος από ζωή, Γιουτζήν (Μπάκυ) Κάντορ, εικοσιτριάχρονος καθηγητής φυσικής αγωγής σε ένα (εβραϊκό) προάστιο του Νιούαρκ το μακρύ, καυτό καλοκαίρι του ’44 θα βρεθεί μπροστά σε επιλογές αλλά και σε χτυπήματα που θα του αλλάξουν τη ζωή για πάντα. Απαλλαγμένος από την στρατιωτική θητεία λόγω της υψηλής του μυωπίας, διακατέχεται ήδη από τις ενοχές που αυτός έχει μείνει πίσω και οι κολλητοί του πολεμάνε στο ευρωπαϊκό μέτωπο, έτσι λοιπόν προσφέρει όσο μπορεί στην κοινότητα, διευθύνοντας το υπαίθριο κέντρο άθλησης, απασχολώντας δημιουργικά τα παιδιά της περιοχής. Αγαπητός από όλους, λόγω της κοινωνικότητάς του και του ειλικρινούς του ενδιαφέροντος για το καθένα από αυτά, ήταν ένα είδος προτύπου για γονείς και παιδιά.
Όταν χτύπησε όμως η πολιομυελίτιδα, - μια ιδιαίτερα διαδεδομένη ασθένεια της εποχής, ας μη ξεχνάμε τον Πρόεδρο Ρούσβελτ, ο οποίος ήταν το πιο γνωστό της θύμα – την περιοχή και τα παιδιά (οι μαθητές του) άρχισαν να προσβάλλονται το ένα μετά το άλλο, και η υστερία και ο πανικός αναπτυσσόταν με τρελλούς ρυθμούς, ο Κάντορ ανήμπορος να βοηθήσει, αισθανόταν ενοχές για το αν αυτό που κάνει, να μαζεύει για άθληση και παιχνίδι τα παιδιά είναι το σωστό. Η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, η πανέμορφη Μάρσια, είναι ομαδάρχης σε μια κατασκήνωση στα βουνά και τον ειδοποιεί ότι «άδειασε» μια θέση, που είναι ότι πρέπει γι’αυτόν, συν το γεγονός ότι θα περάσουν μαζί ένα διάστημα σε ένα ρομαντικό περιβάλλον. Ο Κάντορ αισθάνεται ότι δεν πρέπει να αφήσει τα «παιδιά του», και την κοινότητα που δοκιμάζεται αλλά από την άλλη δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να βρεθεί μόνος με την Μάρσια και να ξεφύγει από το νοσηρό περιβάλλον. Επιλέγει την «φυγή» και πηγαίνει στο ειδυλλιακό μέρος γεμάτο δάση και λίμνες, μακριά από αρρώστειες, υστερίες και καύσωνες.
Περνάει μερικές ευτυχισμένες μέρες, όλο το πρωινό αθλοπαιδιές, κολύμπι και παιχνίδια και το βράδυ, ερωτικές στιγμές με την Μάρσια, σε ένα νησάκι που δεν υπάρχει ψυχή. Όμως η ευτυχία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ και το πρώτο κρούσμα πολιομυελίτιδας χτυπάει την κατασκήνωση και μάλιστα τον πιο αθλητικό και ευχάριστο νέο, που κοιμόταν στην ίδια σκηνή μαζί του. Σύντομα η ασθένεια εξαπλώνεται και σε άλλα παιδιά. Οι ενοχές τότε ξεχυλίζουν τον Κάντορ, η συνέχεια της ιστορίας θα είναι άκρως δραματική καθώς θεωρεί ότι αυτός είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση του ιού, δεν το αισθάνεται σαν ένα «παραλογισμό της φύσης» αλλά μέσα στην βαθιά του καλοσύνη και την υψηλή αίσθηση ευθύνης που τον διακατέχει θεωρεί ότι με κάποιον (μικρό ή μεγάλο) τρόπο είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση της ασθένειας όχι μόνο στην κατασκήνωση αλλά και στο κέντρο άθλησης της συνοικίας του – δηλαδή παντού.
Το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ροθ, χωρίζεται σε 3 μέρη. Και αν στα δύο πρώτα που καταλαμβάνουν πάνω από τα 2/3 του βιβλίου, η δράση κυλάει κάπως υποτονικά και ο αναγνώστης είναι συνεχώς σε αναμονή, ότι κάτι ιδιαίτερα τραγικό θα συμβεί στον καλοσυνάτο και αφελή ήρωα του, έρχεται το συγκλονιστικό τρίτο μέρος να ανεβάσει την ένταση και να απογειώσει την τραγικότητα και προσδίδοντας διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο δράμα. Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά, το 1971 και ο απρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος μέχρι τότε, εμφανίζεται – παίρνει σάρκα και οστά, στο πρόσωπο ενός από τους μαθητές (και θαυμαστές) του Κάντορ στο κέντρο άθλησης του προαστείου, ο οποίος χτυπήθηκε κι αυτός από την σοβαρή ασθένεια και ο οποίος μας περιγράφει την πορεία του πάλαι ποτέ «χρυσού παιδιού» της περιοχής και την μεταμόρφωσή του σε έναν παραιτημένο (εκτός των άλλων) άνθρωπο.
Το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος κατ’αυτόν τον τρόπο αλλάζει και η πικρία του Κάντορ ξεχειλίζει. Πικρία για την «άδικη μοίρα», για τον Θεό που είναι (κατ’αυτόν) φορέας Κακού και άδικος. Ο Κάντορ πλέον είναι ένας παράλογος και μισότρελλος άνθρωπος – κυριευμένος από τις (αναιτιολόγητες αλλά γερά ριζωμένες μέσα του) ενοχές του, από την πικρία για την καταστροφική πορεία της ζωής του.
«… Το κακοποιό πνεύμα είναι πανίσχυρο. Έβλεπα ότι ο Μπάκυ αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη που η φύση και ο σκοπός της δεν συνάγεται από αδιάσειστες ιστορικές αποδείξεις, σταχυολογημένες στη διάρκεια μιας ζωής πάνω στον πλανήτη Γη, στα μέσα του εικοστού αιώνα. Αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη, που δεν αποτελεί μια μονάδα με τρεις υποστάσεις, όπως στον Χριστιανισμό, αλλά με δύο, άρρηκτα ενωμένες – έναν αρρωστημένο γαμιόλη και μια μοχθηρή μεγαλοφυία.
Η ιδέα ενός τέτοιου Θεού ήταν, για μένα τον άθεο, εξίσου γελοία με το να πιστεύει κανείς στις θεότητες που στηρίζουν δισεκατομμύρια άλλους ανθρώπους – όσο για την εξεγερση του Μπάκυ ενάντια σ’Εκείνον, μου φαινόταν παράλογη, απλώς και μόνο επειδή δεν εξυπηρετούσε τίποτα. Το ότι η επιδημία πολιομυελίτιδας που έπληξε τα παιδιά της συνοικίας Γουίκγουέικ και της κατασκήνωσης Ίντιαν Χιλ ήταν μια τραγωδία δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Έπρεπε να μετατρέψει την τραγωδία σε ενοχή. Έπρεπε να βρει μια αναγκαιότητα πίσω από όσα συνέβησαν. Είχε ξεσπάσει μια επιδημία, κι εκείνος ένιωθε την ανάγκη να εντοπίσει την αιτία της. Έπρεπε να αναρωτηθεί γιατί. Γιατί; Γιατί; Το ότι ήταν κάτι άσκοπο, τυχαίο, εξωφρενικό, τραγικό, δεν τον ικανοποιεί. Το ότι οφειλόταν σε έναν μεταδοτικό ιό, δεν τον ικανοποιεί. Αντίθετα αυτός ο μάρτυρας του γιατί, αναζητά απεγνωσμένα ένα βαθύτερο αίτιο και ανακαλύπτει το γιατί είτε στον Θεό είτε στον εαυτό του ή, μέσα από μια μυστηριώδη, μυστικιστική διαδικασία, στη φρικτή σύμπραξη και των δύο, στη συνένωσή τους σε έναν μοναδικό ολετήρα.»
Είναι ένα μυθιστόρημα με τυπικές «Ροθικές» καταστάσεις, Εβραίοι, Νιούαρκ, δημιουργικοί νεαροί γεμάτοι με αίσθηση του καθήκοντος, κλασσικές μικροαστικές εβραϊκές οικογένειες με δυναμικές πατρικές φιγούρες, απουσιάζει όμως ένα στοιχείο που χαρακτήρισε τον μέγιστο συγγραφέα τα τελευταία χρόνια – η έντονη ενασχόλησή του με το σεξ (που είχε καταντήσει λογοτεχνικό ανέκδοτο πλέον). Στην αρχή ο αναγνώστης νομίζει ότι θα διαβάσει μια παρωδία, μια τραγικοκωμωδία στο ύφος της ταινίας των (πολύ επηρεασμένων από τον Ροθ), αδερφών Κοέν με τίτλο «A serious man», αλλά στην πορεία διαφαίνεται η μοναδική ικανότητα και η αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του Ροθ, όταν ελέγχει απόλυτα το θέμα του οδηγώντας το προς την κορύφωση χωρίς ευκολίες και μελοδραματισμούς με έξοχη οικονομία λόγου, απλά και σχεδόν χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως βρέθηκες εκεί, στο σημείο που η συγκίνηση να σε κυριεύει και να σε συγκλονίζει. Τι εκπληκτικό μυθιστόρημα, αλήθεια…
FRANK SINATRA – I’ll be seeing you
Η επιλογή του τραγουδιού που συνοδεύει το ποστ, δεν είναι τυχαία – ποτέ άλλωστε δεν είναι. Το υπέροχο αυτό τραγούδι (η πρωτότυπη εκτέλεση, και τεράστια επιτυχία του 1944, είναι του Bing Crosby-αλλά το προτιμώ με τον «Μεγάλο»), «ακούγεται» συνεχώς στο μυθιστόρημα, αφού αποτελεί το «αγαπημένο» τραγούδι του ζευγαριού Κάντορ-Μάρσια, «σφραγίζοντας» την ερωτική τους ιστορία.
Εκεί που λέω, «πάει, τελείωσε…», εκεί με διαψεύδει ο Philip Roth. Ένας συγγραφέας που πλησιάζει τα 80, και ο οποίος μου φαινόταν κουρασμένος και (τραγικά) επαναλαμβανόμενος, έρχεται με το πρόσφατο μυθιστόρημα του, «ΝΕΜΕΣΙΣ», («Nemesis»), (Εκδ. Πόλις, (εξαιρετική) μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.309), - του οποίου το σπαρακτικό τρίτο μέρος, αυτές οι τελευταίες ουσιαστικά 55 σελίδες συγκλονίζουν - να μας χαρίσει ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της μεγάλης του συγγραφικής σταδιοδρομίας.
Οι μοιραίες επιλογές που κάνουμε στηριζόμενοι σε παρορμήσεις ή σε πράγματα που θεωρούμε εκείνη τη στιγμή σωστά, ή, το πεπρωμένο καθορίζουν τη μοίρα μας; Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ροθ, ο αθλητικός και γεμάτος από ζωή, Γιουτζήν (Μπάκυ) Κάντορ, εικοσιτριάχρονος καθηγητής φυσικής αγωγής σε ένα (εβραϊκό) προάστιο του Νιούαρκ το μακρύ, καυτό καλοκαίρι του ’44 θα βρεθεί μπροστά σε επιλογές αλλά και σε χτυπήματα που θα του αλλάξουν τη ζωή για πάντα. Απαλλαγμένος από την στρατιωτική θητεία λόγω της υψηλής του μυωπίας, διακατέχεται ήδη από τις ενοχές που αυτός έχει μείνει πίσω και οι κολλητοί του πολεμάνε στο ευρωπαϊκό μέτωπο, έτσι λοιπόν προσφέρει όσο μπορεί στην κοινότητα, διευθύνοντας το υπαίθριο κέντρο άθλησης, απασχολώντας δημιουργικά τα παιδιά της περιοχής. Αγαπητός από όλους, λόγω της κοινωνικότητάς του και του ειλικρινούς του ενδιαφέροντος για το καθένα από αυτά, ήταν ένα είδος προτύπου για γονείς και παιδιά.
Όταν χτύπησε όμως η πολιομυελίτιδα, - μια ιδιαίτερα διαδεδομένη ασθένεια της εποχής, ας μη ξεχνάμε τον Πρόεδρο Ρούσβελτ, ο οποίος ήταν το πιο γνωστό της θύμα – την περιοχή και τα παιδιά (οι μαθητές του) άρχισαν να προσβάλλονται το ένα μετά το άλλο, και η υστερία και ο πανικός αναπτυσσόταν με τρελλούς ρυθμούς, ο Κάντορ ανήμπορος να βοηθήσει, αισθανόταν ενοχές για το αν αυτό που κάνει, να μαζεύει για άθληση και παιχνίδι τα παιδιά είναι το σωστό. Η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, η πανέμορφη Μάρσια, είναι ομαδάρχης σε μια κατασκήνωση στα βουνά και τον ειδοποιεί ότι «άδειασε» μια θέση, που είναι ότι πρέπει γι’αυτόν, συν το γεγονός ότι θα περάσουν μαζί ένα διάστημα σε ένα ρομαντικό περιβάλλον. Ο Κάντορ αισθάνεται ότι δεν πρέπει να αφήσει τα «παιδιά του», και την κοινότητα που δοκιμάζεται αλλά από την άλλη δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να βρεθεί μόνος με την Μάρσια και να ξεφύγει από το νοσηρό περιβάλλον. Επιλέγει την «φυγή» και πηγαίνει στο ειδυλλιακό μέρος γεμάτο δάση και λίμνες, μακριά από αρρώστειες, υστερίες και καύσωνες.
Περνάει μερικές ευτυχισμένες μέρες, όλο το πρωινό αθλοπαιδιές, κολύμπι και παιχνίδια και το βράδυ, ερωτικές στιγμές με την Μάρσια, σε ένα νησάκι που δεν υπάρχει ψυχή. Όμως η ευτυχία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ και το πρώτο κρούσμα πολιομυελίτιδας χτυπάει την κατασκήνωση και μάλιστα τον πιο αθλητικό και ευχάριστο νέο, που κοιμόταν στην ίδια σκηνή μαζί του. Σύντομα η ασθένεια εξαπλώνεται και σε άλλα παιδιά. Οι ενοχές τότε ξεχυλίζουν τον Κάντορ, η συνέχεια της ιστορίας θα είναι άκρως δραματική καθώς θεωρεί ότι αυτός είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση του ιού, δεν το αισθάνεται σαν ένα «παραλογισμό της φύσης» αλλά μέσα στην βαθιά του καλοσύνη και την υψηλή αίσθηση ευθύνης που τον διακατέχει θεωρεί ότι με κάποιον (μικρό ή μεγάλο) τρόπο είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση της ασθένειας όχι μόνο στην κατασκήνωση αλλά και στο κέντρο άθλησης της συνοικίας του – δηλαδή παντού.
Το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ροθ, χωρίζεται σε 3 μέρη. Και αν στα δύο πρώτα που καταλαμβάνουν πάνω από τα 2/3 του βιβλίου, η δράση κυλάει κάπως υποτονικά και ο αναγνώστης είναι συνεχώς σε αναμονή, ότι κάτι ιδιαίτερα τραγικό θα συμβεί στον καλοσυνάτο και αφελή ήρωα του, έρχεται το συγκλονιστικό τρίτο μέρος να ανεβάσει την ένταση και να απογειώσει την τραγικότητα και προσδίδοντας διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο δράμα. Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά, το 1971 και ο απρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος μέχρι τότε, εμφανίζεται – παίρνει σάρκα και οστά, στο πρόσωπο ενός από τους μαθητές (και θαυμαστές) του Κάντορ στο κέντρο άθλησης του προαστείου, ο οποίος χτυπήθηκε κι αυτός από την σοβαρή ασθένεια και ο οποίος μας περιγράφει την πορεία του πάλαι ποτέ «χρυσού παιδιού» της περιοχής και την μεταμόρφωσή του σε έναν παραιτημένο (εκτός των άλλων) άνθρωπο.
Το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος κατ’αυτόν τον τρόπο αλλάζει και η πικρία του Κάντορ ξεχειλίζει. Πικρία για την «άδικη μοίρα», για τον Θεό που είναι (κατ’αυτόν) φορέας Κακού και άδικος. Ο Κάντορ πλέον είναι ένας παράλογος και μισότρελλος άνθρωπος – κυριευμένος από τις (αναιτιολόγητες αλλά γερά ριζωμένες μέσα του) ενοχές του, από την πικρία για την καταστροφική πορεία της ζωής του.
«… Το κακοποιό πνεύμα είναι πανίσχυρο. Έβλεπα ότι ο Μπάκυ αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη που η φύση και ο σκοπός της δεν συνάγεται από αδιάσειστες ιστορικές αποδείξεις, σταχυολογημένες στη διάρκεια μιας ζωής πάνω στον πλανήτη Γη, στα μέσα του εικοστού αιώνα. Αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη, που δεν αποτελεί μια μονάδα με τρεις υποστάσεις, όπως στον Χριστιανισμό, αλλά με δύο, άρρηκτα ενωμένες – έναν αρρωστημένο γαμιόλη και μια μοχθηρή μεγαλοφυία.
Η ιδέα ενός τέτοιου Θεού ήταν, για μένα τον άθεο, εξίσου γελοία με το να πιστεύει κανείς στις θεότητες που στηρίζουν δισεκατομμύρια άλλους ανθρώπους – όσο για την εξεγερση του Μπάκυ ενάντια σ’Εκείνον, μου φαινόταν παράλογη, απλώς και μόνο επειδή δεν εξυπηρετούσε τίποτα. Το ότι η επιδημία πολιομυελίτιδας που έπληξε τα παιδιά της συνοικίας Γουίκγουέικ και της κατασκήνωσης Ίντιαν Χιλ ήταν μια τραγωδία δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Έπρεπε να μετατρέψει την τραγωδία σε ενοχή. Έπρεπε να βρει μια αναγκαιότητα πίσω από όσα συνέβησαν. Είχε ξεσπάσει μια επιδημία, κι εκείνος ένιωθε την ανάγκη να εντοπίσει την αιτία της. Έπρεπε να αναρωτηθεί γιατί. Γιατί; Γιατί; Το ότι ήταν κάτι άσκοπο, τυχαίο, εξωφρενικό, τραγικό, δεν τον ικανοποιεί. Το ότι οφειλόταν σε έναν μεταδοτικό ιό, δεν τον ικανοποιεί. Αντίθετα αυτός ο μάρτυρας του γιατί, αναζητά απεγνωσμένα ένα βαθύτερο αίτιο και ανακαλύπτει το γιατί είτε στον Θεό είτε στον εαυτό του ή, μέσα από μια μυστηριώδη, μυστικιστική διαδικασία, στη φρικτή σύμπραξη και των δύο, στη συνένωσή τους σε έναν μοναδικό ολετήρα.»
Είναι ένα μυθιστόρημα με τυπικές «Ροθικές» καταστάσεις, Εβραίοι, Νιούαρκ, δημιουργικοί νεαροί γεμάτοι με αίσθηση του καθήκοντος, κλασσικές μικροαστικές εβραϊκές οικογένειες με δυναμικές πατρικές φιγούρες, απουσιάζει όμως ένα στοιχείο που χαρακτήρισε τον μέγιστο συγγραφέα τα τελευταία χρόνια – η έντονη ενασχόλησή του με το σεξ (που είχε καταντήσει λογοτεχνικό ανέκδοτο πλέον). Στην αρχή ο αναγνώστης νομίζει ότι θα διαβάσει μια παρωδία, μια τραγικοκωμωδία στο ύφος της ταινίας των (πολύ επηρεασμένων από τον Ροθ), αδερφών Κοέν με τίτλο «A serious man», αλλά στην πορεία διαφαίνεται η μοναδική ικανότητα και η αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του Ροθ, όταν ελέγχει απόλυτα το θέμα του οδηγώντας το προς την κορύφωση χωρίς ευκολίες και μελοδραματισμούς με έξοχη οικονομία λόγου, απλά και σχεδόν χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως βρέθηκες εκεί, στο σημείο που η συγκίνηση να σε κυριεύει και να σε συγκλονίζει. Τι εκπληκτικό μυθιστόρημα, αλήθεια…
FRANK SINATRA – I’ll be seeing you
Η επιλογή του τραγουδιού που συνοδεύει το ποστ, δεν είναι τυχαία – ποτέ άλλωστε δεν είναι. Το υπέροχο αυτό τραγούδι (η πρωτότυπη εκτέλεση, και τεράστια επιτυχία του 1944, είναι του Bing Crosby-αλλά το προτιμώ με τον «Μεγάλο»), «ακούγεται» συνεχώς στο μυθιστόρημα, αφού αποτελεί το «αγαπημένο» τραγούδι του ζευγαριού Κάντορ-Μάρσια, «σφραγίζοντας» την ερωτική τους ιστορία.
Δημοσίευση σχολίου