Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2015 | Permalink
Οι εγκλωβισμένοι
Με ένα συμπαγές μυθιστόρημα για την πόλη και τους ανθρώπους της, επανέρχεται με το τρίτο βιβλίο του ο συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Οικονόμου (Αθήνα,1974) που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο "ΟΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ", (Εκδ. Ίκαρος, σελ.226). Ένα βιβλίο που το διαπερνάει απ' άκρη σ' άκρη η ανθρωπιά και η αισιοδοξία για την ζωή.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι δύο μεσήλικες μοναχικοί άνθρωποι που η ζωή τους ενώνει με έναν περίεργο τρόπο.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Βασίλης είναι ένας μικρομαγαζάτορας που διατηρεί από χρόνια ένα φωτοτυπείο, το οποίο, βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο έρημο και ρημαγμένο κέντρο της Αθήνας (η πόλη δεν κατονομάζεται, αλλά είναι σίγουρα αυτή). Με την αγωνία του μεροκάματου που συνήθως δεν βγαίνει, ζει μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα και βιώνει καθημερινά την κατάρρευση του κέντρου, καθώς στον δρόμο του πλέον έχουν μείνει μόνο το δικό του κατάστημα και ένα ανθοπωλείο που φυτοζωεί κι αυτό. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η απουσία αυτολύπησης και μεμψιμοιρίας για την κατάστασή του όπως και η τάση του να "συνομιλεί" με την Θάλεια, το παλαιότερο φωτοτυπικό μηχάνημα του μαγαζιού. Θα τον χαρακτήριζες "αλαφροΐσκιωτο" (και ίσως να είναι) και καλοσυνάτο μονήρη τύπο που με την αδιάφορη εμφάνισή του περνάει εντελώς απαρατήρητος.
Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι η κυρία Μαίρη. Μια μεγαλοαστή συμβολαιογράφος, τσακισμένη από τις ατυχίες, καθώς σχετικά πρόσφατα απεβίωσε ο πατέρας της και την εγκατέλειψε ο σύζυγός της. Ζει μόνη της σε ένα μεγάλο αστικό διαμέρισμα του κέντρου, σε μια πολυκατοικία που την έχουν εγκαταλείψει οι ένοικοί της και μόνο ο θυρωρός έχει μείνει. Η Μαίρη σε αντίθεση με τον Βασίλη θεωρεί τα πάντα μάταια γύρω της. Η ερήμωση του κέντρου της πόλης, είναι και δικιά της ερήμωση.
Οι δύο ήρωες του βιβλίου, θα γνωριστούν τυχαία. Η ζεστασιά που αποπνέει ο Βασίλης και η έγνοιά του για την απελπισμένη Μαίρη θα τους φέρει πιο κοντά - αυτούς τους δύο ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια και καταβολές. Ψάχνουν, προσπαθούν να βρουν σημεία επαφής με τον έναν να ζητάει διαφορετικά πράγματα από τον άλλον.
Στην μέση αυτής της ιδιόμορφης σχέσης θα βρεθεί ένας έφηβος μετανάστης, ο Καμάλ, γειτονάκι του Βασίλη, ο οποίος τον βοηθάει με κάποια μαθήματα στο σχολείο του. Ο Καμάλ θα λειτουργήσει ως καταλύτης στην σχέση τους. Γύρω τους περιστρέφονται επίσης ένας αδέσποτος σκύλος, τον οποίον περιθάλπει ο Βασίλης, ο γείτονας ανθοπώλης, ο υπάλληλος του Βασίλη που αναγκάζεται από τις συνθήκες να μεταναστεύσει.
Μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι βέβαια η Αθήνα.Μια πόλη σε παρακμή που ερημώνει και ρημάζει. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το κέντρο της μαζικά για να κατοικήσουν στα προάστια προς βορρά ή νότο, τα καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι επιχειρήσεις φεύγουν ή κλείνουν γονατισμένες από την οικονομική κρίση. Υπάρχουν δε διάσπαρτες οι φήμες που θέλουν την εταιρεία η οποία έχει αναλάβει την κατασκευή σταθμών διοδίων στις εισόδους της πόλης να έχει λάβει εντολή από την κυβέρνηση να χτίσει ένα τείχος ελέγχοντας την είσοδο και την έξοδο των κατοίκων και εγκλωβίζοντας τους μέσα σ'αυτήν. Ποιός "εγκλωβισμός" όμως είναι ισχυρότερος; Ο εξωτερικός ή ο εσωτερικός, του μυαλού μας;
"Οι εγκλωβισμένοι" είναι ένα μυθιστόρημα που βάζει τις ανθρώπινες σχέσεις στο μικροσκόπιο και μιλάει για την μοναξιά, την εγκατάλειψη, την ματαίωση των ελπίδων και των ονείρων, τον έρωτα, την τρυφερότητα, το νοιάξιμο για τον άλλον, την συντροφικότητα, τα προσωπικά αδιέξοδα.
Όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα εγκλεισμού και ασφυξίας που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Δεν προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να είναι η Αθήνα του σήμερα, μπορεί του αύριο - η οικονομική και κοινωνική κρίση είναι διαρκώς παρούσα, όχι όμως στο επίκεντρο, αλλά ως κατάσταση, ως καθημερινότητα με την οποία οι ήρωες έχουν μάθει να συμβιώνουν. Ενδεικτικά ο Βασίλης, ένας άνθρωπος που έχει πληγεί έντονα από την οικονομική κατάρρευση, δεν κατηγορεί ούτε μια φορά κάποιον ή κάτι για την πορεία των πραγμάτων. Αγωνίζεται και πάντα θα βρει μια αχτίδα αισιοδοξίας να μπορεί να πορευτεί.
Το μυθιστόρημα του Οικονόμου, θα ήταν περισσότερο σφιχτοδεμένο και καίριο αν έλειπαν περίπου 50-60 σελίδες, περιγραφών και επαναλήψεων, χωρίς όμως αυτό το στοιχείο να είναι ενοχλητικό για τον αναγνώστη (εξάλλου δεν μιλάμε για ένα πολυσέλιδο έργο). Είναι ένα βιβλίο με στρωτή γλώσσα και ωραίο ύφος, πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο, που εντυπωσιάζει με την ανθρωπιστική και αισιόδοξη ματιά του παρά το ζοφερό σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι δύο μεσήλικες μοναχικοί άνθρωποι που η ζωή τους ενώνει με έναν περίεργο τρόπο.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Βασίλης είναι ένας μικρομαγαζάτορας που διατηρεί από χρόνια ένα φωτοτυπείο, το οποίο, βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο έρημο και ρημαγμένο κέντρο της Αθήνας (η πόλη δεν κατονομάζεται, αλλά είναι σίγουρα αυτή). Με την αγωνία του μεροκάματου που συνήθως δεν βγαίνει, ζει μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα και βιώνει καθημερινά την κατάρρευση του κέντρου, καθώς στον δρόμο του πλέον έχουν μείνει μόνο το δικό του κατάστημα και ένα ανθοπωλείο που φυτοζωεί κι αυτό. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η απουσία αυτολύπησης και μεμψιμοιρίας για την κατάστασή του όπως και η τάση του να "συνομιλεί" με την Θάλεια, το παλαιότερο φωτοτυπικό μηχάνημα του μαγαζιού. Θα τον χαρακτήριζες "αλαφροΐσκιωτο" (και ίσως να είναι) και καλοσυνάτο μονήρη τύπο που με την αδιάφορη εμφάνισή του περνάει εντελώς απαρατήρητος.
Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι η κυρία Μαίρη. Μια μεγαλοαστή συμβολαιογράφος, τσακισμένη από τις ατυχίες, καθώς σχετικά πρόσφατα απεβίωσε ο πατέρας της και την εγκατέλειψε ο σύζυγός της. Ζει μόνη της σε ένα μεγάλο αστικό διαμέρισμα του κέντρου, σε μια πολυκατοικία που την έχουν εγκαταλείψει οι ένοικοί της και μόνο ο θυρωρός έχει μείνει. Η Μαίρη σε αντίθεση με τον Βασίλη θεωρεί τα πάντα μάταια γύρω της. Η ερήμωση του κέντρου της πόλης, είναι και δικιά της ερήμωση.
Οι δύο ήρωες του βιβλίου, θα γνωριστούν τυχαία. Η ζεστασιά που αποπνέει ο Βασίλης και η έγνοιά του για την απελπισμένη Μαίρη θα τους φέρει πιο κοντά - αυτούς τους δύο ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια και καταβολές. Ψάχνουν, προσπαθούν να βρουν σημεία επαφής με τον έναν να ζητάει διαφορετικά πράγματα από τον άλλον.
Στην μέση αυτής της ιδιόμορφης σχέσης θα βρεθεί ένας έφηβος μετανάστης, ο Καμάλ, γειτονάκι του Βασίλη, ο οποίος τον βοηθάει με κάποια μαθήματα στο σχολείο του. Ο Καμάλ θα λειτουργήσει ως καταλύτης στην σχέση τους. Γύρω τους περιστρέφονται επίσης ένας αδέσποτος σκύλος, τον οποίον περιθάλπει ο Βασίλης, ο γείτονας ανθοπώλης, ο υπάλληλος του Βασίλη που αναγκάζεται από τις συνθήκες να μεταναστεύσει.
Μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι βέβαια η Αθήνα.Μια πόλη σε παρακμή που ερημώνει και ρημάζει. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το κέντρο της μαζικά για να κατοικήσουν στα προάστια προς βορρά ή νότο, τα καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι επιχειρήσεις φεύγουν ή κλείνουν γονατισμένες από την οικονομική κρίση. Υπάρχουν δε διάσπαρτες οι φήμες που θέλουν την εταιρεία η οποία έχει αναλάβει την κατασκευή σταθμών διοδίων στις εισόδους της πόλης να έχει λάβει εντολή από την κυβέρνηση να χτίσει ένα τείχος ελέγχοντας την είσοδο και την έξοδο των κατοίκων και εγκλωβίζοντας τους μέσα σ'αυτήν. Ποιός "εγκλωβισμός" όμως είναι ισχυρότερος; Ο εξωτερικός ή ο εσωτερικός, του μυαλού μας;
"Οι εγκλωβισμένοι" είναι ένα μυθιστόρημα που βάζει τις ανθρώπινες σχέσεις στο μικροσκόπιο και μιλάει για την μοναξιά, την εγκατάλειψη, την ματαίωση των ελπίδων και των ονείρων, τον έρωτα, την τρυφερότητα, το νοιάξιμο για τον άλλον, την συντροφικότητα, τα προσωπικά αδιέξοδα.
Όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα εγκλεισμού και ασφυξίας που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Δεν προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να είναι η Αθήνα του σήμερα, μπορεί του αύριο - η οικονομική και κοινωνική κρίση είναι διαρκώς παρούσα, όχι όμως στο επίκεντρο, αλλά ως κατάσταση, ως καθημερινότητα με την οποία οι ήρωες έχουν μάθει να συμβιώνουν. Ενδεικτικά ο Βασίλης, ένας άνθρωπος που έχει πληγεί έντονα από την οικονομική κατάρρευση, δεν κατηγορεί ούτε μια φορά κάποιον ή κάτι για την πορεία των πραγμάτων. Αγωνίζεται και πάντα θα βρει μια αχτίδα αισιοδοξίας να μπορεί να πορευτεί.
Το μυθιστόρημα του Οικονόμου, θα ήταν περισσότερο σφιχτοδεμένο και καίριο αν έλειπαν περίπου 50-60 σελίδες, περιγραφών και επαναλήψεων, χωρίς όμως αυτό το στοιχείο να είναι ενοχλητικό για τον αναγνώστη (εξάλλου δεν μιλάμε για ένα πολυσέλιδο έργο). Είναι ένα βιβλίο με στρωτή γλώσσα και ωραίο ύφος, πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο, που εντυπωσιάζει με την ανθρωπιστική και αισιόδοξη ματιά του παρά το ζοφερό σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται.
Δημοσίευση σχολίου