Τετάρτη, Μαΐου 11, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 11, 2016 | Permalink
Στην άκρη του γκρεμού
Ένα
πανόραμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στις χώρες του Νότου είναι το
συγκλονιστικό μυθιστόρημα “ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ” (“En la orilla), του σπουδαίου και πρόσφατα
χαμένου Ισπανού συγγραφέα Rafael Chirbes (Βαλένθια 1949-2015), (Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Β.Κνήτου,
σελ.438). Ένα ακόμα μυθιστόρημα για την “κρίση” λοιπόν; Ναι, αλλά ίσως ότι πιο
οξύ και καίριο έχω διαβάσει για αυτή την περίοδο. Ένα αριστουργηματικό
βιβλίο που σου σφίγγει το στομάχι, σε πιάνει απ' το λαιμό και δεν μπορείς να
πάρεις ανάσα.
Αυτό το
πολύ δυνατό πρώτο κεφάλαιο, μας διεγείρει την περιέργεια, αλλά ο συγγραφέας
αρνείται να συνεχίσει στο ίδιο ύφος, στο ίδιο μοτίβο. Απλά είναι σαν να σου
λέει: “μη το ξεχάσεις, έχε το στο πίσω μέρος του μυαλού σου γιατί θα σου
χρειαστεί”. Το μυθιστόρημα συνεχίζεται για 400 σελίδες με αφηγήσεις ανθρώπων
χτυπημένων από την οικονομική καταστροφή, κυρίως του Εστέμπαν, του ήρωα του βιβλίου,
του οποίου η διαβρωτική και υποβλητική αφήγηση διατρέχει την ραχοκοκκαλιά του
βιβλίου.
Η “ιστορία”
διαδραματίζεται στην μικρή πόλη της Όλμπα, επίνειο της μεγαλύτερης και
τουριστικότερης Μισέντ, στην Αραγωνία, περίπου μια ώρα από την Βαλένθια, στο
τέλος του 2010. Η κρίση έχει χτυπήσει για τα καλά την χώρα και η ανεργία είναι
στα υψηλότερα επίπεδα. Το πρώην ψαροχώρι που μετατράπηκε σε τουριστικό θέρετρο
με μαρίνες και συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών και πολυτελών σπιτιών υποφέρει
καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι είναι άνεργοι και το μέλλον προδιαγράφεται
σκοτεινό.
Ο Εστέμπαν
είναι 70 ετών και διατηρούσε ένα μεγάλο ξυλουργείο που είχε κληρονομήσει από
τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του πατέρα. Τώρα αναγκάσθηκε να το
κλείσει, καθώς είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα, κι όχι μόνο τα δικά του, αλλά
και της επιχείρησης, στον παντοδύναμο εργολάβο Πεδρός, ο οποίος χρεοκόπησε (και
“την έκανε” για Βραζιλία), παρασύροντας όσους συνεργάζονταν μαζί του. Ο
Εστέμπαν είναι ένας απελπισμένος και θυμωμένος άνθρωπος. Το μαγαζί έχει κατασχεθεί λόγω χρεών, υποχρεώνεται να
απολύσει την Κολομβιάνα Λιλιάνα που φρόντιζε τον υπέργηρο πατέρα του, ο οποίος
είναι ανήμπορος και με άνοια, τα εναπομείναντα χρήματα του τελειώνουν, τα δύο
αδέρφια του φευγάτα από χρόνια και χωρίς επαφές μεταξύ τους, περιμένουν τον
θάνατο του πατέρα τους νομίζοντας ότι θα κληρονομήσουν κάτι, αλλά τα πάντα
έχουν γίνει σκόνη αφού είχαν επενδυθεί στις καλές εποχές από τον Εστέμπαν.
Εκείνος γνωρίζει ότι η ευθύνη θα πέσει επάνω του, θα τον κατηγορήσουν, όπως τον
κατηγορούν και οι πρώην (πλέον) υπάλληλοί του, που τους πέταξε στο δρόμο, όπως
τον κατηγορεί και η Λιλιάνα στην οποία είχε χαρίσει τα δαχτυλίδια της μητέρας
του.
Ο Εστέμπαν
έχει αποφασίσει να τελειώνει με αυτή την ιστορία, να τελειώνει με τη ζωή του,
δεν ξέρει τον τρόπο (ή μήπως τον ξέρει), δεν αντέχει πια. Δεν αντέχει να
πηγαίνει για ποτό και χαρτιά με την παρέα του που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικό
πρόβλημα, καθώς οι σκοτεινές τους μπίζνες στο παρελθόν, τους άφησαν γερό
κομπόδεμα. Τον παλιό κολλητό του Φρανθίσκο, τον γιο του Φαλαγγίτη, που έγινε
μεγάλος και τρανός στον χώρο της γευσιγνωσίας και της οινογνωσίας, που του πήρε
το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος και μέσω των γνωριμιών του, την ανέδειξε σε μεγάλη σεφ με δύο
αστέρια Μισελέν ή τον Χουστίνο που εκμεταλλεύεται τους μετανάστες στέλνοντάς τους σε
δουλειές από τις οποίες παίρνει μεγάλες προμήθειες λαδώνοντας τις αρχές. Τώρα
αυτοί οι δύο, μαζί με τον διευθυντή της τοπικής τράπεζας που δίνει τις εντολές
για κατασχέσεις σπιτιών κατά συρροή, κουνάνε το δάχτυλο και ηθικολογούν
ανερυθρίαστα μπροστά στον πικραμένο και άλαλο Εστέμπαν.
Στο
μυθιστόρημα, δεν υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει εξέλιξη των ιστοριών. Υπάρχει η
κεντρική αφήγηση του Εστέμπαν, με την ιστορία του πρώην κομμουνιστή πατέρα που
αποφυλακίστηκε κάποια χρόνια μετά τον Εμφύλιο και λούφαξε μέσα στο ξυλουργείο
του καθ'όλη την περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο, με την ιστορία του ίδιου
του Εστέμπαν, που εγκλωβίστηκε λόγω της ανασφάλειάς του αλλά και του άτυχου
έρωτά του με την Λεονόρ (που έχασε από τον Φρανθίσκο), στο ξυλουργείο, σε μια
δουλειά που μισούσε και περνώντας τα υπόλοιπα χρόνια ζώντας με τους γονείς του
και επισκεπτόμενος τα μπουρδέλα και τα στριπτιζάδικα της περιοχής. Υπάρχουν και
οι παράλληλες αφηγήσεις, της Λιλιάνας από την Κολομβία με τον μέθυσο άντρα και
κάποιων πρώην υπαλλήλων του Εστέμπαν που αφηγούνται τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν πλέον στην καθημερινότητά τους.
Ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Αφηγείται την πορεία μιας χώρας προς την
πτώση, την καταστροφή. Την πορεία από το όνειρο στο δράμα, από την ανάπτυξη
στην κρίση. Ο ανθυγιεινός τόπος που έγινε θέρετρο, ο βάλτος που θάβει εγκλήματα
και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, ο παλιός αγωνιστής που καταλήγει να τον
ξεσκατίζουν, η επίπλαστη άνεση και καλοπέραση μέσα από κομπίνες, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας με τη μεγάλη ζωή, τα κότερα, την
σύζυγο με τις πλαστικές που χρεοκοπεί και παρασύρει μια ολόκληρη πόλη καθώς
αυτός πετάει για άλλα μέρη, τις διαπλοκές γύρω από τα “αστεράτα” εστιατόρια και
τα βραβευμένα κρασιά, τις απάνθρωπες κομπίνες με τους σύγχρονους σκλάβους που
μεταφέρονται σαν ζώα για εργασία, προς χάριν της “κονόμας”, το εμπόριο λευκής
σαρκός. Μια κοινωνία που έχει αποσυντεθεί λόγω της αλαζονείας και της
απληστίας, της αποξένωσης και της μανίας για χρήμα και εξουσία αφήνοντας πίσω
της συντρίμμια και νεκρούς.
Έξοχο!!! Ο χώρος δράσης θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε χώρα του νότου και όχι μόνο ( (ενθαρρυντικό και απογοητευτικό συγχρόνως...).