Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2018 | Permalink
"Η ωδή του λεπιδιού"
Παράξενη
και γοητευτική η ιστορία του "Τυφλού Τομ", ενός
"παιδιού-θαύματος" που εντυπωσίασε την Αμερική του δεύτερου μισού του
19ου αιώνος με την μουσική του ιδιοφυία. Παράξενο και πολύ γοητευτικό το
θαυμάσιο μυθιστόρημα "Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΛΕΠΙΔΙΟΥ" ("Song of the shank"), του
αφροαμερικανού πεζογράφου και ποιητή Jeffrey Renard Allen (Σικάγο, 1962), -
(εκδ. Αίολος, μετάφρ. Π.Τομαράς, σελ. 578) που βασίζεται στην ιστορία αυτού του
φαινομένου. Το βιβλίο όμως δεν είναι μια βιογραφία, καθώς ο συγγραφέας
προεκτείνει την ιστορία δίνοντάς της κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις ενώ η
αφήγησή του, όπου ο εσωτερικός μονόλογος κυριαρχεί, εντυπωσιάζει με το
ιδιαίτερο ύφος της.
Ο
Τόμας Γουίγκινς γεννήθηκε σε οικογένεια σκλάβων το 1848 ή το 1849 τυφλός εκ
γενετής. Η ικανότητά του να μιμείται τους ήχους που ακούει, διαγνώστηκε από την
βρεφική του ηλικία, ήθελε συνεχώς να ακούει θορύβους και ήχους και να τους
αναπαράγει. Είχε μεγάλη δυσκολία στην επικοινωνία αλλά μπορούσε να μεταφέρει
μια δεκάλεπτη συνομιλία που άκουγε χωρίς να χάσει ούτε λέξη. Αντίθετα
συνεννοείτο μόνο με κραυγές. Η μητέρα του Τσάριτι μαζί με τις αδελφές του
ζούσαν ως σκλάβοι στην οικογένεια του στρατηγού Μπιτούν στον Αμερικάνικο νότο,
ο οποίος ήταν γαιοκτήμονας και πανίσχυρος εκδότης. Στην ηλικία των 4 ετών, ο
Τόμας δεν ξεκολλούσε από το πιάνο της οικογένειας, η δε σύζυγος του Μπιτούν
ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί του, φιλοξενώντας τον ουσιαστικά όλη τη μέρα μέσα στο
σπίτι της οικογένειας. 5 ετών ο Τόμας συνέθεσε το πρώτο του τραγούδι (το "The rainstorm") και ο
στρατηγός Μπιτούν σε συνεργασία με έναν καλλιτεχνικό διευθυντή, τον έδειχναν
στο κοινό ως μοναδικό αξιοθέατο με το ανάλογο αντίτιμο. Πιστεύεται ότι ο
"Τυφλός Τομ" όπως είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ο Τόμας Γουίγκινς
εκτίθετο στο κοινό από την ηλικία των 3 ετών σε χοροεσπερίδες που διοργάνωνε ο
"αφέντης" του στο σπίτι της οικογένειας Μπιτούν.
Ο
Τομ εκτός από τυφλός ήταν και αυτιστικός. Το πιάνο ήταν η μοναδική του διέξοδος
και η ικανότητά του στην αναπαραγωγή ήχων που άκουγε ήταν μοναδική, ενώ η
ικανότητά για αυτοσχεδιασμούς πάνω σε γνωστά κλασσικά κομμάτια ήταν απαράμιλλη,
κατά την διάρκεια των συναυλιών δε, δεν περιοριζόταν μόνο στο πιάνο αλλά
συγχρόνως τραγουδούσε. Οι περιοδείες του σε όλη τη χώρα, τον έκαναν διάσημο και
ήταν ο πρώτος μαύρος μουσικός που εμφανίστηκε στον Λευκό Οίκο, το 1860 (σε
ηλικία δηλαδή 11 ή 12 χρονών) παίζοντας για τον πρόεδρο Μπιουκάναν ενώ μέσα
στους θαυμαστές του συγκαταλέγονταν ο περίφημος συγγραφέας Μαρκ Τουαίην που
παρακολούθησε πολλές παραστάσεις του.
"Το
αγόρι ήταν ολόκληρο μια ανάγκη, που έφερνε στον νου άλλες αναγκαιότητες."
Κατά
την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865), οι περιοδείες συνεχίστηκαν αλλά
η ενεργή ένταξη του στρατηγού Μπιτούν στην πλευρά των Νότιων έφερε την
αντίδραση των μαύρων προς το πρόσωπο του "Τυφλού Τομ" που θεωρείτο ότι
με τις παραστάσεις του αποτελούσε μέσο προπαγάνδας από το αφεντικό του. Εκείνη
την εποχή, ο Τομ συνέθεσε το πιο επιτυχημένο και διάσημο κομμάτι του, το "The Battle of Manassas". Στην ηλικία
των 16 ετών, ο Τόμ έκανε περιοδεία στην Ευρώπη με μεγάλη επιτυχία ενώ όπως
αναφέρουν οι πηγές της εποχής, μπορούσε να παίξει τρία τραγούδια ταυτόχρονα και
η σκηνή είχε δύο πιάνα, καθ’ όλη δε την διάρκεια της παράστασης ο Τομ βρισκόταν
σε μια κατάσταση μέθεξης.
Μερικά
χρόνια αργότερα, ο στρατηγός Μπιτούν, χάρισε τον Τομ, τον "τελευταίο μαύρο
σκλάβο" όπως ήδη αποκαλείτο, στον γιο του Τζον Μπιτούν ο οποίος μετακόμισε
στην Ν.Υόρκη παίρνοντας τον μαζί του και προσφέροντάς του μαθήματα από
επιφανείς μουσικούς της πόλης. Η οικογένεια Μπιτούν συνέχισε να θησαυρίζει εις
βάρος του Τομ, ο οποίος δεν είχε καμία ιδέα για οτιδήποτε οικονομικό, ήθελε
μόνο να παίζει σε κονσέρτα όπου γινόταν αποδέκτης όλο και μεγαλύτερης λατρείας
και θαυμασμού του κόσμου. Μετά το 1884, και τον ξαφνικό θάνατο του Τζον
Μπιτούν, ο Τομ πέρασε στην ιδιοκτησία της πρώην συζύγου του Ελάιζα, η οποία
κέρδισε την μακροχρόνια δικαστική διαμάχη με τον πρώην πεθερό της το 1887,
απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τον "Τυφλό Τομ", ο οποίος έμεινε μαζί της
οικειοθελώς, μέχρι τον θάνατό του από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1908.
"Γεννιέσαι
εκεί που γεννιέσαι, αλλά η πραγματική πατρίδα ενός ανθρώπου δεν είναι ο τόπος
γέννησής του. Περιμένεις την κατάλληλη ευκαιρία, συνεχίζεις να κάνεις όσες
βελτιώσεις μπορείς - περισσότερο φαγητό, περισσότερα ρούχα, λιγότερος κόπος και
βάσανα - ελπίζοντας σιωπηλά στο μέλλον. Όμως δεν περιμένεις και ελπίζεις μόνο.
Καταστρώνεις σχέδια και οργανώνεσαι- αν και είσαι έρμαιο της τύχης - για να τα
καταφέρεις να βρεις την κατάλληλη θέση, έτσι ώστε το επόμενο μοίρασμα της
τράπουλας να σε φέρει λίγους πόντους πιο ψηλά από την τωρινή σου θέση. Πρέπει
επίσης να ξέρεις να πεις ή να κάνεις το σωστό όταν βρεθείς σ' αυτό το σημείο.
Βέβαια όλα εξαρτώνται από το αν ζήσεις πολύ ή αν μείνουν σταθερά τα πράγματα,
γιατί μέσα σε μια ώρα ο κόσμος μπορούσε να ΄ρθει ανάποδα."
Ο
συγγραφέας δεν προσπάθησε να γράψει μια βιογραφία του καλλιτέχνη, ούτε
ακολουθεί τα γεγονότα με χρονική σειρά. Δημιουργεί ένα καθαρά μυθοπλαστικό έργο
επικεντρώνοντας σε διάφορες περιόδους της ζωής του Τόμας κυρίως μετά τον
Εμφύλιο δημιουργώντας μια σειρά από αλησμόνητους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Εστιάζει στην σχέση του Τυφλού Τομ με την Ελίζα, την περίοδο δηλαδή μετά το
τέλος του Εμφυλίου πολέμου στην διαμονή του καλλιτέχνη στην Ν.Υόρκη, μια
περίοδο που δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτόν. Παρακολουθούμε την δυνατή
σχέση των δύο ανθρώπων, της λευκής αστής που ζει σε ένα διαμέρισμα με τον
αυτιστικό νεαρό ενώ ο σύζυγός της την έχει εγκαταλείψει και δεν έχει νέα του,
και την τρυφερότητα όπως και τον λανθάνοντα ερωτισμό που υπάρχει στην
ατμόσφαιρα.
Η
ατμόσφαιρα στην πόλη είναι τεταμένη, ο μακροχρόνιος και αιματηρός πόλεμος έχει
τελειώσει και οι μαύροι ελεύθεροι πλέον στρατιώτες τριγυρίζουν μέσα στην πόλη,
κατασκηνώνουν στο Σέντραλ Παρκ, οι ταραχές είναι καθημερινές και μια ατμόσφαιρα
αναρχίας επικρατεί. Ένας μαύρος μάνατζερ εκμεταλλεύεται την κατάσταση και
αποσπά τον Τυφλό Τομ από τα χέρια της Ελίζας «παραδίδοντάς τον» όπως
ισχυρίζεται στην αγκαλιά της μητέρας του Τσάριτι.
Μεταξύ
αυτών των γεγονότων παρακολουθούμε μέσα από χρονικές αναδρομές την ζωή και την
πορεία του Τυφλού Τομ, την παιδική του ηλικία, τα πρώτα κονσέρτα, τον Στρατηγό
Μπιτούν και τον πρώτο μάνατζερ που προώθησε τον Τόμας για να φτάσουμε στην
εποχή που ο Τομ είναι ουσιαστικά ελεύθερος αλλά δυστυχισμένος καθώς δεν μπορεί
να προσαρμοστεί στην ζωή με την μητέρα του, την οποία ουσιαστικά δεν γνώρισε
ποτέ καθώς είχε ζήσει ελάχιστο χρόνο μαζί της. Γύρω τους μια πόλη όπου ο
ρατσισμός έχει αναζωπυρωθεί, και οι δημοκρατικές κατακτήσεις του Εμφυλίου
μοιάζουν με ανέκδοτο να είναι σε κατάσταση πολεμική.
"Ένα
σωρό φρικτά πράγματα μπορούσαν να συμβούν στα καλά καθούμενα: Ας πούμε, μια
νέγρα στεκόταν όχι πολύ μακριά απ' αυτόν στην καυτή, ξεσκέπαστη αποβάθρα
περιμένοντας το τρένο, ενώ τρία παιδιά διαφόρων ηλικιών αναζητούσαν σκιά στις
πτυχές του μακριού φορέματός της. Από την όψη της, και από την όψη των παιδιών,
έδειχνε ότι δεν είχε αρκετά χρήματα για εισιτήριο, αλλά, παρ' όλα αυτά,
στεκόταν εκεί, στέκονταν εκεί. Το άσπρο της φακιόλι έλαμπε σαν φωτοστέφανο στον
πρωινό ήλιο. Ξαφνικά, από το πουθενά, ένας λευκός όρμησε προς το μέρος της και
της έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο. Κατακόκκινο το αίμα πετάχτηκε κι έβαψε το
χώμα. Η γροθιά ήταν τόσο ξαφνική και δυνατή, που ο άνδρας έχασε την ισορροπία
του και παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Εκείνη, ατάραχη, δεν κουνήθηκε ρούπι, μόνο
με έκπληξη έφερε τα χέρια της στο στόμα κι έφτυσε τα σπασμένα δόντια ανάμεσα
στα δάχτυλά της σαν να ήταν κύβοι ζάχαρης. Τα παιδιά ξέσπασαν σε κλάματα.
Σχεδόν αμέσως ένας στρατιώτης έτρεξε προς το μέρος του άνδρα, του' βαλε την
κάννη του τουφεκιού του ανάμεσα στα μάτια και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα,
που πετάχτηκαν, κόκκινα, άσπρα και ροζ, απ' το πίσω μέρος του κεφαλιού
του."
Ο
Ρενάρντ Άλεν, έγραψε ένα συγκλονιστικό και απόλυτα σύγχρονο μυθιστόρημα με
μοναδικό στυλ και ύφος που αλλάζει διαρκώς, από σουρεαλιστικό σε λυρικό και από
τον εσωτερικό μονόλογο σε σκηνές που σοκάρουν με τον ρεαλισμό τους▪ όπως έγραψε
ένας ξένος κριτικός στο βιβλίο βρίσκουμε ταυτόχρονα το πνεύμα της Βιρτζίνια
Γουλφ με την ένταση του Κόρμακ Μακάρθι. Μέσα από την αντίστροφη πορεία της
διαδρομής του Τυφλού Τομ προς την δόξα περνάνε σκηνές εκπληκτικές διαλόγων και
γεγονότων ενώ η αφήγηση διανθίζεται με εξαιρετικούς στίχους γνωστών ποιητών.
Η
«Ωδή του λεπιδιού» είναι ένα βιβλίο που απαιτεί την πλήρη συγκέντρωση του
αναγνώστη, είναι ένα μυθιστόρημα που δεν σε αφήνει να εφησυχάσεις και δεν
στηρίζεται στην πλοκή του – η οποία υπάρχει μεν και είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα, σε μια ιστορία που οι περισσότεροι σίγουρα αγνοούμε -, αλλά στους
χαρακτήρες, στους διαλόγους, στις εσωτερικές σκέψεις. Η αντιφατική και
ουσιαστικά μυστηριώδης προσωπικότητα του «Τυφλού Τομ», ο οποίος ενδέχεται να
πίστευε ότι ήταν λευκού χρώματος και αν όχι αυτό, πάντως κάτι σίγουρα ανώτερο
από τους ομόχρωμούς του, ο στερεοτυπικός Στρατηγός Μπιτούν, χαρακτηριστικός
εκπρόσωπος του Αμερικανικού Νότου, η Ελίζα, η μητέρα του Τσάριτι και οι
διάφοροι μάνατζέρ του και μαζί αρκετοί άλλοι χαρακτήρες και πολλά μικρά ή
μεγάλα γεγονότα παρελαύνουν από τις σελίδες αυτού του πληθωρικού βιβλίου.
Τα
καλά βιβλία πέφτουν στα χέρια σου από εκεί που δεν το περιμένεις, και η
"Ωδή του λεπιδιού" αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα - μόλις το
δεύτερο του συγγραφέα και ποιητή (η δεύτερη ιδιότητα είναι εμφανής από την
πρώτη σελίδα του βιβλίου) Jeffrey Renard Allen, ο οποίος διδάσκει
Δημιουργική Γραφή και ασχολείται ενεργά με ζητήματα της Αφρικανικής κουλτούρας
- είναι μια αποκάλυψη που ευτυχώς μεταφράστηκε εξαιρετικά στην γλώσσα μας από
τον Π.Τομαρά σε μια υπέροχη έκδοση από τις εκδόσεις Αίολος.
Βαθμολογία
83 / 100
Δημοσίευση σχολίου