Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2018 | Permalink
Le Corre X 2 - Δύο μυθιστορήματα του Herve Le Corre
Με
δύο εξαιρετικά μυθιστορήματα του Γάλλου συγγραφέα και εκπαιδευτικού Herve Le Corre (Bordeaux, 1955) θα
ασχοληθεί σήμερα το blog. Είναι το
πολυβραβευμένο "ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΕΣ" ("Les
coeurs dechiquetes") - (βραβεία "Mystere", "Μεγάλο βραβείο Αστυνομικής
λογοτεχνίας και "Βραβείο Γαλλικού Αστυνομικού μυθιστορήματος" της Nouvel Observateur) και το πιο
πρόσφατο "ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΓΙΑ ΣΚΥΛΙΑ" ("Prendre les loups pour des chiens"). Και τα δύο
βιβλία έχουν εκδοθεί από τις (πάντα καλές) Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση
Γιάννη Καυκιά. Θεωρώ τον Le Corre έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους
Γάλλους πεζογράφους πέρα από τον ανούσιο διαχωρισμό των λογοτεχνικών ειδών, έναν μοναδικό στυλίστα της γραφής που κάθε του μυθιστόρημα αποτελεί αναγνωστική εμπειρία.
Ας
δούμε όμως τα δύο βιβλία αναλυτικότερα:
Στο
συγκλονιστικό νουάρ "Περνώντας του λύκους για σκυλιά" (σελ. 315), το
σκηνικό από την αρχή προδιαθέτει για την τραγωδία που θα επακολουθήσει. Ένα
απομονωμένο σπίτι στην καρδιά ενός δάσους δεν διαφέρει και πολύ από την φυλακή
που βρισκόταν ο ήρωας του μυθιστορήματος Φρανκ. Είχε καταδικαστεί σε πενταετή
φυλάκιση μετά την ληστεία που διέπραξε με τον αδερφό του Φαμπιάν. Ο Φρανκ, δεν
μίλησε, δεν κατέδωσε τον συνεργό του, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει. Μετά από
πέντε χρόνια, από την φυλακή τον παραλαμβάνει η Τζέσικα, η σύντροφος του
Φαμπιάν η οποία θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι της οικογένειάς της, που βρίσκεται
κάπου στο πουθενά.
Σ'
αυτό το σπίτι διαμένουν, οι γονείς της Τζέσικα και η μικρή της κόρη Ραχήλ. Ένα
παράξενο κορίτσι, οκτώ χρονών, που δεν μιλάει πολύ, έχει καλούς τρόπους και
δείχνει αποκομμένο από το πολύ τοξικό περιβάλλον της αγροικίας. Σύντομα ο Φρανκ
συνειδητοποιεί ότι χώνεται όλο και περισσότερο σε μια μίζερη και επικίνδυνη
κατάσταση, κανείς δεν ξέρει που ακριβώς βρίσκεται ο Φαμπιάν ο αδερφός του - κάπου
στην Ισπανία για δουλειές τού λένε, βλέπει την οικογένεια να ζει από κομπίνες
με κλεμμένα αυτοκίνητα που κάνει ο πεθερός του αδερφού του, ενώ διαπιστώνει ότι
η Τζέσικα είναι εξαρτημένη από τα ναρκωτικά και κοιμάται με όποιον βρει,
συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Φρανκ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Ο
Φρανκ βλέπει το μέλλον να προδιαγράφεται δυσοίωνο όσο περνάνε οι μέρες, η
μοναδική ακτίνα αισιοδοξίας και αθωότητας έρχεται από την αξιαγάπητη Ραχήλ. Η
Τζέσικα και οι γονείς της φέρονται όλο και πιο παράξενα, νέα από τον Φαμπιάν
δεν υπάρχουν, και διάφοροι μαφιόζοι απειλούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την
οικογένεια που τον φιλοξενεί. Το ξέσπασμα της βίας θα είναι ακαριαίο και
αιματηρό· κανείς δεν πρόκειται να βγει αλώβητος.
"Προσπαθούσε
να σκεφτεί τις εβδομάδες που ακολούθησαν την αποφυλάκισή του και την τωρινή του
κατάσταση, κι είχε την εντύπωση πως ήταν ένα αγρίμι που πιάστηκε σε παγίδα, πως
το έδαφος υποχώρησε ξαφνικά κάτω απ' τα πόδια του καθώς περπατούσε κι έπεσε σ'
ένα λάκκο όπου περίμενε τώρα να έρθουν οι κυνηγοί να τον βγάλουν για να τον
κλείσουν για τα καλά στο κλουβί. Και του φαινόταν ότι ο εγκλεισμός του θα ήταν
λιγότερο ανυπόφορος απ' το λάκκο όπου γύριζε γύρω γύρω εξαντλημένος απ' τις προσπάθειες να
σκαρφαλώσει στ' απότομα τοιχώματα που
τρίβονταν κάτω απ' τα χέρια και τα πόδια του."
Ο
Φρανκ (εξαιρετικός μυθιστορηματικός ήρωας) στην αρχή του βιβλίου είναι
παρατηρητής, αποστασιοποιημένος που προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται, σιγά
σιγά όμως θα αλλάξει, θα μεταστραφεί, δεν μπορεί να είναι αμέτοχος πλέον, η
εξαφάνιση του Φαμπιάν θα τον απασχολήσει όλο και περισσότερο, ενώ η σωτηρία της
Ραχήλ θα είναι ένας αγνός σκοπός στον οποίον θα αφοσιωθεί.
Μια
κοινωνία σε παρακμή, ένας κόσμος που καταρρέει περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου.
Ο Λε Κορ, μέγας στυλίστας, αφηγείται την ιστορία του, με έναν ακαταμάχητο
συνδυασμό χειρουργικής ακρίβειας στις λεπτομέρειες, χιούμορ και με δόσεις
λυρισμού οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια απνευστί λογοτεχνική απόλαυση.
"Οι
σακατεμένες καρδιές που μιλούν στα φαντάσματα" Λ.Φερέ
Μόνο
ερωτικό δεν είναι το μυθιστόρημα "Καρδιές σακατεμένες" (σελ. 452),
παρά τον τίτλο του, που παραπέμπει σε κάτι τέτοιο. Ο τίτλος όμως είναι
ακριβέστατος (και είναι ένας στίχος από το τραγούδι του Γάλλου τραγουδοποιού Λεό Φερέ "A toi"), γιατί
είναι ένα βιβλίο που μιλάει ακριβώς γι' αυτό: για ανθρώπους σακατεμένους και
λειψούς από την εξέλιξη της ζωής τους, από τα γεγονότα που τους στιγμάτισαν για
πάντα.
Δύο
είναι οι ήρωες αυτού του εκπληκτικού νουάρ, ο αστυνόμος Πιέρ Βιλάρ που η ζωή
του άλλαξε ολοκληρωτικά την ημέρα της εξαφάνισης του γιού του Πάμπλο, ο οποίος
σε ηλικία 10 ετών έπεσε θύμα απαγωγής από το σχολείο του, και του έφηβου
Βικτόρ, ενός μαθητή γυμνασίου που γυρνώντας από το σχολείο του ένα απόγευμα, βρίσκει
την μητέρα του Ναντιά, νεκρή στο διαμέρισμά τους.
Ο
συγγραφέας παρακολουθεί παράλληλα τις ζωές των δύο τραγικών ηρώων του,
"καρδιών σακατεμένων που μιλούν στα φαντάσματα". Ο Βιλάρ αναλαμβάνει
την υπόθεση της διαλεύκανσης της δολοφονίας της Ναντιά, μιας καθαρίστριας που
δούλευε περιστασιακά ως πόρνη. Ο Βικτόρ θα πάει σε ίδρυμα, όπου από εκεί θα
φιλοξενηθεί σε μια οικογένεια στην εξοχή. Σύντομα θα διαπιστώσει ότι
παρακολουθείται από έναν πρώην εραστή της μητέρας του και η ζωή του κινδυνεύει,
ενώ και ο αστυνόμος Βιλάρ βλέπει να καταδιώκεται από έναν μυστηριώδη άγνωστο
που πάντα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από αυτόν σε οτιδήποτε κάνει.
"Ο
Βιλάρ κούνησε το κεφάλι. Το είχε ήδη ακούσει αυτό. Η Ναντιά και η Σάντρα, και
τώρα η Σελίν, όλες αυτές οι γυναίκες που κατάφερναν να σταθούν στα πόδια τους
γιατί είχαν τα παιδιά με το μέλλον τους μπροστά τους, όπως προσπαθούσαν να το φανταστούν,
εκτιμώντας ότι το δικό τους μέλλον έμοιαζε, στα τριάντα τους χρόνια, με μαύρη
τρύπα."
Ελεγειακό
νουάρ μυθιστόρημα, έχοντας την μορφή του αστυνομικού θρίλερ είναι συναρπαστικό
στην εξέλιξή του με πολλές ανατροπές και έντονο κοινωνικό σχόλιο. Εκτός από
τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, σημαντικό ρόλο στην πλοκή διαδραματίζουν
οι γυναίκες μετανάστριες, που μεγαλώνουν παιδιά μόνες, στις οποίες ο συγγραφέας
στέκεται ιδιαίτερα καθώς αποτελούν στο βιβλίο τα μεγάλα θύματα, κακοποιημένες,
σκεύη ηδονής και στο τέλος νεκρές.
Μυθιστόρημα
για την απώλεια, για την θλίψη που κατατρώει τους δύο ήρωές του, που βλέπουν τη
ζωή τους να αλλάζει, να καταστρέφεται. Μυθιστόρημα για την εγκατάλειψη, τα
προβλήματα των παιδιών που εγκαταλείπονται για τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για
την κακοποίησή τους και την απάθεια του κόσμου απέναντί τους. Ο Λε Κορ δεν
αφήνει ούτε στιγμή τα συναισθήματα να τον κατακλύσουν, αποφεύγει με μαεστρία
τις παγίδες του εύκολου μελοδραματισμού και προσφέρει ένα έξοχο λογοτεχνικό
έργο που το αδικεί η σφραγίδα της τυποποίησης του νουάρ.
Πολλά
είναι τα κοινά στοιχεία στα δύο μυθιστορήματα και το νήμα που τα συνδέει είναι
εμφανές. Και τα δύο (όπως σχεδόν όλα τα βιβλία του Λε Κορ), διαδραματίζονται
στην ευρύτερη περιοχή του Μπορντώ, στην επαρχία Ζιροντό, τόπο καταγωγής και
διαμονής του συγγραφέα. Οι οικογένειες που περιγράφονται είναι δυσλειτουργικές,
η βία (λεκτική και σωματική) είναι διαρκής, τα αδιέξοδα στις σχέσεις, ερωτικές
και κοινωνικές ατελείωτα. Οι ήρωες των δύο βιβλίων είναι άνθρωποι που το
παρελθόν τους έχει σημαδέψει και το μέλλον τους προδιαγράφεται αβέβαιο. Τα δύο
παιδιά που κυριαρχούν στα βιβλία, περισσότερο ο Βικτόρ στις «Καρδιές
σακατεμένες» και λιγότερο η μικρή Ραχήλ στο «Περνώντας τους λύκους για σκυλιά»
έρχονται κατευθείαν από τα βιβλία του Κ.Ντίκενς, εντυπωσιάζουν και κερδίζουν
τον αναγνώστη με την πρώτη ματιά. Οι αφετηρίες τους είναι διαφορετικές αλλά
παλεύουν με τον τρόπο τους για επιβίωση και για σωτηρία. Ο συγγραφέας στέκεται
από πάνω τους με βλέμμα τρυφερό περιγράφοντας σκηνές που χτυπάνε κατευθείαν στην
καρδιά.
Ο
Le Corre, δεινός
παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης είναι ιδανικός στο να περιγράφει τις σιωπές και
τις βίαιες εκρήξεις που ξεσπάνε, την εισβολή του παρελθόντος στο παρόν. Και στα
δύο βιβλία που παρουσιάζονται παραπάνω (όπως και στο εξαιρετικό "Μετά τον
πόλεμο"), οι εικόνες που μεταφέρει στον αναγνώστη είναι αφοπλιστικές
(πολλές φορές δείχνει να είναι επηρεασμένος από φωτογράφους παρά συγγραφείς), το
στυλ του είναι απαράμιλλο και ιδιαίτερα σαγηνευτικό, μετρημένο και χωρίς
υπερβολές θυμίζοντας σε πολλά σημεία περισσότερο Αμερικανούς συγγραφείς παρά
σύγχρονους ή παλαιότερους συμπατριώτες του που ασχολούνται με το νουάρ. Ένας
μεγάλος συγγραφέας που πρέπει να τον ανακαλύψει το ελληνικό κοινό.
Βαθμολογία
(και των δύο μυθιστορημάτων) : 82 / 100
Δημοσίευση σχολίου